Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Το Κόκκινο Κουτί

Ήταν νύχτα. Μια περίεργη νύχτα. Μια νύχτα από κείνες που σε κυριεύει αναίτια ένα αδιόρατο μαύρο προαίσθημα. Ένα προαίσθημα που ενδόμυχα ξέρεις ότι δεν θα βγει ποτέ αληθινό.
Καθόταν μπροστά από τον υπολογιστή της περιμένοντας κάτι. Κάτι που δεν μπορούσε να ορίσει. Καθόταν στον καναπέ τυλιγμένη με μια τεράστια κουβέρτα κι άκουγε μουσική ενώ σκεφτόταν αυτό το κάτι. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν το πόσο τακτοποιημένες φαίνονταν οι ζωές όλων συγκριτικά με τη δική της. Η δική της ήταν ένα απλό συνώνυμο του χάους, της αναρχίας, του τίποτα. Μια ετεροχρονισμένη ζωή. Σαν ταινία κακογυρισμένη. Ένα σετ φωτογραφιών βαλμένων άτσαλα σε ένα άλμπουμ μισό, δίχως τίτλο, δίχως ιδιοκτήτη...
Διαπίστωσε ότι είχε χάσει πολλά. Έρωτες, προδοσίες, φιλίες... Γι αυτό η ζωή της ήταν χαοτική. Στο κάθε φύλλο αυτού του άλμπουμ πάντα έλειπε κάτι. Ίσως αυτό το κάτι, το ίδιο αυτό κάτι, που περίμενε αυτή τη νύχτα. Δεν ήταν όμως σε θέση να καταλάβει. Σε κάθε τραγούδι, σε κάθε στίχο έσφιγγε όλο και περισσότερο αυτή την τεράστια κουβέρτα. Έσφιγγε την κουβέρτα και μάζευε τα πόδια της μέχρι που έγινε μια ευδιάκριτη κουκίδα στον μαύρο δερμάτινο καναπέ της.
Τελικά αυτός ο καναπές ήταν το σκάφανδρό της. Ήταν η βάρκα της, το αποκούμπι της και ως ένα βαθμό η λύστη στη μοναξιά της. Όσα τραγούδια άκουγε τόσο περισσότερο χανόταν στην Άβυσσο του Κάτι. Τόσο περισσότερο αφηνόταν στο τίποτα. Τόσο περισσότερο ενδυόταν το λευκό οφηλικό φόρεμα. Οι αντιδράσεις ανύπαρκτες εκείνη τη νύχτα. Όσο κι αν προσπαθούσε να αναζητήσει μια λύση τόσο απομακρυνόταν από τον κόσμο της. Τόσο περισσότερο εγκλωβιζόταν στον κόσμο της σιωπής. Στον κόσμο τον άμορφο. Στον κόσμο του τίποτα.
Ξαφνικά το μυαλό της άδειασε. Σαν να συνερχόταν από μια παροδική αμνησία. Στήλωσε το βλέμμα της στην οθόνη του υπολογιστή και περίμενε. Μόνο που τώρα ήξερε. Μια ένδειξη περίμενε. Μια έναδειξη, ένα σημάδι που θα τη διαβεβαίωνε ότι η ζωή της είχε κάποιο νόημα. Μια καθησυχαστική φωνή που θα την παρηγορούσε.
Σταμάτησε να κλαίει. Γύρισε το βλέμμα της αφήνοντάς το να περιπλανηθεί στο χώρο για να καταλήξει στο κόκκινο κουτί. Σε κείνο το κουτί που ήταν πάντα η προστασία της. Η ασπίδα της. Στο κουτί που λειτουργούσε ως λυτρωτής κάθε φορά που εκείνη ζητούσε κάτι. Εκεί μέσα βρισκόταν η αθωότητα της. Εκεί βρισκόταν φυλαγμένο το πολυτιμότερο πράγμα της ζωής της. Η μυρωδιά που τη συνόδευε από παιδί. Η μυρωδιά του καπνού. Εκεί μέσα βρισκόταν το πιο προσωπικό της χαρακτηριστικό. Αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά του καπνού του παππού της.
Εκείνη άνοιξε το κουτί ευλαβικά, σαν να κρατούσε στα χέρια της την πεμπτουσία της ζωής. Έκλεισε τα μάτια και βύθισε το πρόσωπό της μέσα στο κόκκινο κουτί. Το μυαλό της γέμισε με χαρούμενες εικόνες από εικόνες από τα παιδικά της χρόνια. Έτρεχε και γελούσε δυνατά αφήνοντας τα κόκκινα κοτσιδάκια της να ανεμίζουν στον αέρα. Και ακριβώς αυτός ο αέρας άρχισε να της παίζει ένα παλιό αγαπημένο τραγουδάκι φερμένο από τη χώρα του ονείρου «άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα, άστα να ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά»...

Χαμογέλασε. Άνοιξε τα μάτια της και εκείνη ακριβώς την στιγμή θα ορκιζόταν ότι ένιωσε τον παππού της. Ήταν τόσο σίγουρος πλάι της. Σαν να είχε τυλιχτεί από μια πανοπλία τόσο εύθραυστη μα και τόσο γερά πλεγμένη γύρω από τον κορμό της. Μια γλυκιά και ντελικάτη αύρα προστασίας.
Κι όμως ο παππούς της ήταν εκεί.. Σαν εκείνος να την ενθάρρυνε να συνεχίσει αυτό το παράδοξο ταξίδι. Έκλεισε πάλι το κουτί ακουμπώντας το στην ίδια πάντα θέση. Τα ακροδάχτυλά της έμειναν να το αγγίζυν απαλά καθώς εκείνη χανόταν σε ένα ακόμη ταξίδι. Σε ένα ταξίδι στο χρόνο. Τότε που έμοιαζε πριγκήπισσα ενός απόρθητου κάστρου. Τότε που τα όνειρα φάνταζαν εύκολα, ανώδυνα. Τότε που ο βασιλιάς παππούς της έδειχνε την απεραντοσύνη της ζωής της.
Και τότε άκουσε τη φωνή του βασιλιά να της λέει ότι οι τακτοποιημένες ζωές είναι επικίνδυνες. Οι ζωές αυτές είναι μόνο για κείνους που φοβούνται. Τους άτολμους. Είναι για κείνους που δεν ξέρουν. Που αγνοούν το μυστικό της αγάπης. Που προτιμούν να σκεπάζονται με τη μοναξιά τους, επειδή απλά έτσι πείθουν εαυτούς για την αυτάρκεια τους. Κι αυτή η αυτάρκεια είναι συνώνυμο της δειλίας. Είναι δειλία η τακτοποιημένη ζωή. Είναι καταπιεσμένη καλυμένη ανάγκη αυτού του τύπου η μοναξιά. Κι αυτό δεν της άξιζε. Εκείνη είχε ευλογηθεί από τον βασιλιά της. Εκείνη ήξερε ότι ποτέ δεν θα σταματούσε να αγαπάει. Να προσμένει. Να χάνεται σε ταξίδια που δεν θα είχαν ποτέ σαφή και ολοκληρωμένο προορισμό «Γιατί ο σαφής προσανατολισμός σε κάνει αδίστακτο. Σου αφαιρεί την μοναδικότητα της ζωής μάτια μου». Έτσι της έμαθε ο βασιλιάς της. Εκείνη έπρεπε να πιστεύει στη μαγεία. Τι κι αν προδοθεί, τι κι αν πληγωθεί...Η μαγεία θα βρισκόταν πάντα εκεί. Ακόμα και στα αρνητικά συναισθήματα. ΜΙα τακτοποιημένη και καθόλα προστατευμένη ζωή δεν θα είχε μαγεία. Ακόμα και ο βασιλιάς ήταν μαγικός. Ένας βασιλιάς που έδινε μαθήματα ζωής στο μικρό κοριτσάκι με το καρό ριχτό φορεματάκι του. Ένας βασιλιάς που το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μάθει στην πριγκήπισσά του να πιστεύει στο αδύνατο και να καταφεύγει σε ξόρκια εμπειριών που θα την έκαναν πιο δυνατή «Η δύναμη πριγκήπισσά μου είναι στο χαμόγελο. Είναι σε μια καλημέρα. Είναι σε ένα ένα βλέμμα. Είναι στην καλοσύνη». Αυτός ήταν ο μπούσουλας της. Αυτή ήταν η μαγεία που κληρονόμησε από κείνον. Από κείνον τον βασιλιά που κάπνιζε πάντα εκείνον τον καπνό που πότιζε τα ρούχα και τα μαλλιά της όταν ήταν στην αγκαλιά του. Σε μια αγκαλιά που χωρούσε ολάκερο τον κόσμο. Μια αγκαλιά που ήταν πάντα το δικό της μέρος.
'Οπως θυμόταν τα λόγια του τον είδε. Θα ορκιζόταν ότι τον είδε στο ολόλευκο κοστούμι που φόρεσε όταν αφέθηκε στον αιώνιο ύπνο. Τον είδε να της χαμογελά και να την παρακινεί να μην ξεχάσει ποτέ...
Ο βασιλιάς της έτεινε το χέρι κι εκείνη κατάλαβε. Κατάλαβε επιτέλους ότι οι απλές ιστορίες του παππού είχαν πάντα έναν στόχο. Όσο εκείνος της μάθαινε να αντιτίθεται στους συγκεκριμένους προορισμούς τόσο πιο κοντά την έφερνε στον δικό του. Ο στόχος ήταν απλός. Το ταξίδι θα συνεχιζόταν πάντα, μα ο προορισμός θα ήταν διαφορετικός κάθε φορά. Τόσο διαφορετικός που στο τέλος συνέκλινε με τους υπόλοιπους. Και ο προορισμός είναι να μάθει να αγαπάει τον ευατό της «Οι θλιμμένες πριγκήπισσες δεν έζησαν ποτέ. Απλά υπάκουγαν αγάπη μου» της έλεγε.
Και πια εκείνη γνώριζε... Γνώριζε ότι ζωή χωρίς μαγεία είναι αποτυχημένη ζωή. Και αυτό δεν της ταίριαζε... Δεν της ταίριαζε όχι από περηφάνεια ή αλλαζονεία αλλά επιεδή εκείνος ο βασιλιάς της είχε μάθει ότι η αποτυχία είναι η άλλη όψη της δυστυχίας...
Εκείνη την νύχτα αποφάσισε πως ο φυσικός της τόπος ήταν το φως... Και πως αλλιώς άλλωστε, αφού όλα στο φως παίρνουν άλλα χαρακτηριστικά.. .Μαγεύουν και μαγεύονται... Έλκονται από το φως και αποκτούν μια εκτυφλωτική διάσταση... Τόσο διάφανη τόσο ελαφριά που μπορεί να ακουστεί κι άλλο τραγουδάκι...