Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Τα φτερά του καλλιτέχνη...

Ούσα στον μαύρο μου καναπέ οκλαδόν στρίβω ένα τσιγάρο... Στρίβοντας το, το κεφάλι μου στρίβει κι αυτό προς τα αριστερά και το μάτι καρφώνεται σε έναν πίνακα... Σταματώ ό,τι κάνω και επικεντρώνομαι στον πίνακα.. Στον πίνακα με τη σπάτουλα... Στον πίνακα που με συντροφεύει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου...

Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και η Σοφίτσα μου μεταφέρει τα δυσάρεστα νέα... «Ο Γιώργος...» Κατάλαβα.. Δε χρειάστηκε να συνεχίσει. Δε χρειάστηκε να ρωτήσω. Το ακουστικό ξαφνικά βάρυνε... Τι ιδιότητα κι αυτή, ε; Να αποκτούν βάρος πρωτόγνωρο τα αντικείμενα. Βάρος αντίστοιχο της είδησης που φέρουν. 
Έκλεισα το τηλέφωνο. Πήρα το στριμμένο μου τσιγάρο και συνέχισα να κοιτάζω τον πίνακα. Ξαφνικά το σπιτάκι είχε γίνει προορισμός. Τα δέντρα λύση και ο ουρανός πάντα ποιητικά ομιχλώδης... Βούρκωσα καθώς είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται οι εικόνες... 

Εικόνες με το θείο το Γιώργο, το «Ζωγράφο». Ο θείος ο Γιώργος. Ο θείος ο Γιώργος που ήταν παντρεμένος με τη θεία την Πόπη. Ο θείος ο Γιώργος που έχει ένα γιο, τον Άκη. Ο θείος ο Γιώργος που έμενε στην Πάτρα. Ο θείος που όταν είχε έκθεση στην Αθήνα, ερχόταν πάντοτε για επίσκεψη στο σπίτι. 
Ο θείος ο Γιώργος που είναι μαζί μου από τότε που εγώ δεν υπήρχα ούτε ως υποψία. Ο θείος ο Γιώργος που φρόντισε να μου δίνει προοπτική έστω κι αν δεν το ήξερε. Βλέπεις δεν του το είπα ποτέ. Δεν του είπα ποτέ πόση ανακούφιση και διέξοδο έβρισκα στους πίνακές του. 
Θυμάμαι όταν ήμασταν μικρά και είχε έκθεση ο θείος ο Γιώργος. Πάντα στο Κάραβελ. Πάντα βράδυ. Η θεία η Πόπη απαστράπτουσα. Ο θείος ο Γιώργος διακριτικός αλλά πάντα σαγηνευτικά γοητευτικός με το φουλάρι ή τη γραβάτα. Εγώ ζούσα για τις στιγμές πριν το Κάραβελ. 
Λάτρευα την ανυπομονησία της γιαγιάς μου για τον ερχομό τους. Η γλυκιά μου μαγείρευε την ίδια μέρα με την προετοιμασία να ξεκινά από την προηγούμενη. Βλέπεις ο θείος ο Γιώργος ήταν ο αγαπημένος της. Ένας άνθρωπος με λεβεντιά. Ένας μάγκας. Ένα αυθεντικό αρσενικό. Μια ψυχή καθαρή. Ένα πνεύμα ελεύθερο αλλά ποτέ ελευθεριακό. Πως ήταν δυνατό να αντισταθεί η γιαγιά... Με κάποιο τρόπο της θύμιζε τον παππού ή αλλιώς τον Ντιναριά όπως έμεινε γνωστός ο παππούς.. .
Έρχονταν λοιπόν ο θείος ο Γιώργος με την θεία την Πόπη. Συναντιόμασταν στη γιαγιά. Γέλια, χαρά, ευτυχία. Και μετά έρχονταν οι γονείς μας. Και δώσε αστεία. Και δώσε γέλια. Ο θείος ο Γιώργος και η μαμά μου είναι ή μάλλον ήταν ή μήπως είναι -αχ συγχωρήστε μου την αναποφασιστικότητα της χρονικής χρήσης- ιδιαίτερα αθυρόστομοι. Αυθεντικά αθυρόστομοι. 

Ο θείος μας έπαιρνε αγκαλιά και εγώ χανόμουν στο άρωμα του. Χάζευα τα μαλλιά του που πάντα λαμπύριζαν. Μαύρα σαν κάρβουνο και πάντα γυαλισμένα και χτενισμένα. Η φωνή του βραχνή, βαριά μα ντόμπρα. Μια φωνή έντονη που δεν μπορούσες να ξεχάσεις εύκολα ή μάλλον δεν μπορείς να ξεχάσεις γενικώς. Τα τσιγάρα του βαριά... Αγαπημένες εικόνες από αγαπημένα πρόσωπα. 
Και μετά στο Κάραβελ. Ο θείος να εξηγεί για τους πίνακες και το κοινό να τους θαυμάζει. Και ο θείος να μας κοιτάζει και να μας κλείνει το μάτι κρατώντας το ποτήρι με το ουίσκι του...
Κάπως έτσι φτάνουμε στο τώρα. Στο σήμερα. Παρασκευή, 24 Απριλίου 2020. Μια κακή Παρασκευή. Γράφω το κείμενο με διακοπές... Καπνίζω, πίνω το αγαπημένο μου αναψυκτικό και βλέπω τον πίνακα νιώθοντας υγρά τα μάτια μου... Και σκέφτομαι...
Θα έλεγε κανείς ότι θα έπρεπε να έχω συνηθίσει πια. Ο παππούς, η μαμά, η γιαγιά... Κοίτα να δεις που κι εγώ έτσι νόμιζα μέχρι το τηλεφώνημα της Σοφίτσας. 
Ξέρεις κάτι; Μερικοί άνθρωποι λίγοι και σπάνιοι έχουν πάνω τους την αύρα της αιωνιότητας. Θαρρείς και θα είναι πάντα εδώ. Άσχετα αν είναι κοντά ή μακριά. Θαρρείς ότι θα υπάρχουν πάντα... Έτσι είναι και ο θείος ο Γιώργος. Υπάρχει. Σκέφτομαι ότι δεν είχαμε την ευκαιρία να πούμε κάποια πράγματα. Αλλά πάλι δε χρειαζόταν. Ο θείος ο Γιώργος ήξερε. Είχε αυτή την ικανότητα. Περπατημένος άνθρωπος, με μπέσα και αλήθεια. Τέτοιοι άνθρωποι πάντα ξέρουν. Αυτό που αγαπούσα και αγαπώ σ' αυτόν είναι η φράση του «Αννούλα η Τέχνη δεν παρηγορεί. Η Τέχνη είναι εσύ». Ναι. Η Τέχνη είμαστε εμείς.
Πόσο δίκιο έχεις... Ναι θείε μου... Η Τέχνη είμαστε εμείς. Μόνο που εγώ στη δική σου την Τέχνη έβρισκα αποκούμπι. Κοιτούσα την προοπτική και έχτιζα τη δική μου. Κοιτούσα τους γκριζογάλανους ουρανούς σου και έπαιρνα από τα χρώματά τους. Έβλεπα τα σπιτάκια σου, τα αγροτόσπιτά σου και έμαθα να αγαπώ τα μικρά και ταπεινά πράγματα. Έβλεπα τα τσακισμένα καράβια σου και πάσχιζα να βρω τρόπους να τα συναρμολογήσω. Να τους δώσω ζωή. 
Ζωή αντίστοιχη της δικής σου. Όμορφη. Γεμάτη. Περιπετειώδη. Μια ζωή με πίστη. Μια ζωή με αγάπη. Μια ζωή με γέλιο και χαμόγελο. Μια ζωή γεμάτη δράση. 
Δε στα είπα ποτέ και λυπάμαι γι αυτό. Όμως θέλω να σε ευχαριστήσω. Να σε ευχαριστήσω για τις εικόνες. Να σε ευχαριστήσω για τη μυρωδιά σου. Να σε ευχαριστήσω για την αγκαλιά σου. Για το γαλάζιο γεμάτο αγάπη βλέμμα σου... Για εκείνο το γαλάζιο που ήθελες να πνιγείς και να χαθείς μέσα του. Να βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις. Να χαθείς στην αλήθεια τους. 
Δεν ξέρω πως να σε αποχαιρετήσω γι αυτό δεν θα το κάνω. Δε θα σε αποχαιρετήσω, διότι δεν έφυγες. Εδώ είσαι. Το πνεύμα σου. Η ψυχή σου. Το άγγιγμά σου. Όλα είναι εδώ. Μόνο κάνε μου μια χάρη... Φρόντισε τώρα που θα συναντηθείς με τους άλλους να τους δώσεις ένα φιλί από μένα και όταν τελειώσει το γλέντι σας, φροντίστε λίγο και μας... Σ' αγαπώ...