Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Θάλασσες...

Κάποτε κάποιος με ρώτησε «Άννα γιατί σου αρέσει τόσο η θάλασσα;»... Κι εγώ δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να απαντήσω κι έτσι άρχισα τη φλυαρία... Πως να απαντήσω ότι μου αρέσει η θάλασσα γιατί μου θυμίζει εμένα... Πόσο υπεροπτικό θα ακουγόταν... Πόσο αφοπλιστικά «ψωνίστικο» θα εκλαμβανόταν... Γι αυτό προτίμησα τη φλυαρία... «Γιατί σε ταξιδεύει» και άλλα τέτοια...
Πόσο λίγα ήταν και πόσο μη ειλικρινά, αφού η ειλικρινής απάντηση είναι μια «μου αρέσει η θάλασσα γιατί μου μοιάζει»...
Η θάλασσα θυμίζει όχι μόνο εμένα αλλά όλους μας... Είναι απέραντη. Απέραντη όσο και η σκέψη μας. Όσο και τα θέλω μας. Απέραντη όσο η ανθρώπινη εμμονή της αθανασίας και της αιωνιότητας... Όσο η πεποίθηση της δεδομένης αγάπης. Μα είναι η αγάπη δεδομένη; Σαφώς και δεν είναι. Άλλο όμως το τι είναι και άλλο το τι μας βολεύει να θεωρούμε... έτσι δεν είναι;
Η θάλασσα είναι κυκλοθυμική. Αλλάζει διαθέσεις... γίνεται ορμητική, θελκτική, επικίνδυνη... πληγώνει και πληγώνεται... είναι επιρρεπής στις διαθέσεις του Αιόλου... όπως κάθε θηλυκό σ' αυτόν τον κόσμο. Έχει πλευρές. Είναι εκεί. Έτοιμη να προσφέρει τους θησαυρούς της απλόχερα. Χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Χωρίς να περιμένει κάτι. Και ύστερα κλείνει. Φουρτουνιάζει. Σκοτεινιάζει. Κάποιες φορές χωρίς καν να προειδοποιήσει. Σαν να θέλει να ξεσπάσει. Σαν να θέλει να φανερώσει ένα άλλο πρόσωπο... μα αυτή η φουρτούνα δεν κρατάει πολύ...
Η θάλασσα είναι γιατρός... Ναι... γιατρεύει. Κάθε φορά που ανεπαίσθητα κυματάκια χτυπούν έξω έξω στα βότσαλα και ακούγεται αυτό το «πλαφ» είναι σαν να παρηγορεί... σαν να σε πλησιάζει... σαν να προσπαθεί να σε κατευνάσει... να σου απαλύνει τις σκέψεις. Σα να σου λέει ότι όλα είναι εδώ κι όμως όλα απουσιάζουν... σάμπως έτσι δε γίνεται και στη ζωή; Όλα είναι εκεί για μια στιγμή και μετά χάνονται. Δεν έχει σημασία το γιατί. Λίγο μετράει ο λόγος. Το θέμα είναι ο χαμός της στιγμής. Και κεντρικό θέμα είναι η στιγμή. Αυτό κάνει η θάλασσα. Αυτό είναι το φάρμακό της. Σε μαθαίνει να εκτιμάς τη στιγμή. Να τη λατρεύεις. Σε μαθαίνει την αλήθεια της στιγμής.

Η θάλασσα σε ταξιδεύει... Σε παίρνει και σε πάει όπου εκείνη θέλει. Σε ένα ατέρμονο ταξίδι. Με ενδιάμεσους σταθμούς μνήμες, όρμους, λιμάνια, ξέρες, παγόβουνα και άλλους όγκους που συναντά κανείς καταμεσής της. Σου επιτρέπει να φανταστείς και να φαντασιωθείς. Να μεταφερθείς σε άλλους τόπους. Τόπους που ούτε το μυαλό σου μπορεί να φτάσει. Ούτε καν να υποθέσει. Σαν να σου προεκτείνει σκέψη και αισθήσεις... Κάθε φορά που το νερό πηγαίνει προς τα μέσα, τόσα ταξίδια σου προσφέρει.
Η θάλασσα έχει φωνή και σιωπή ταυτόχρονα... Ο ήχος της πολύτιμος η σιωπή διδαχή. Οι ήχοι εκκωφαντικοί. Η σιωπή συντριπτικά δυνατή. Την ακούς όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα τις Σειρήνες. Ακούς και βυθίζεσαι στα μηνύματά της. Ακούς και χάνεσαι σε μια άλλη διάσταση. Δύσκολη. Άχρονη. Μηδενική. Άφοβη. Σε μια διάσταση που ο φόβος παύει να υπάρχει. Εκεί που υπάρχει αποκλειστικά και μόνο ο εαυτός σου. Εσύ στο επίκεντρο. Εσύ στο κέντρο της διάστασης. Αν έχεις κάνει ειρήνη με τον εαυτό σου είσαι τυχερός. Αν όχι κρυώνεις. Παγώνεις. Και η Σιωπή. Εκεί ο χρόνος σταματά να υφίσταται. Εκεί μετράς εσένα. Είναι σαν να υποχρεώνεσαι να εξομολογηθείς πεπραγμένα και μη. Σαν να ζητάς άφεση για την ατέρμονη ύπαρξη σου. Σαν να παραδίδεσαι. Να λυγίζεις.
Όλοι έχουμε μια θάλασσα μέσα μας. Μια θάλασσα που ενδεχομένως να μην έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα. Μια θάλασσα που μας κρατά ενωμένους με το υδάτινο στοιχείο της ύπαρξης. Που μας προστατεύει από την υπαρξιακή αφυδάτωση. Λίγο βαρύγδουπο ε; Ε... θα μου το συγχωρήσεις... Την θάλασσα μας όμως επιλέγουμε να μην την βλέπουμε. Ίσως γιατί μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα με εμάς τους ίδιους... ίσως γιατί ενδόμυχα ξέρουμε ότι μας ορίζει... ίσως από φόβο ότι αν την αναγνωρίσουμε, τότε απλά θα μας παρασύρει στον βυθό της. Μα πόσες ομορφιές κρύβει ένας βυθός...; Πόσα χρώματα, πόσα μυστικά, πόση ομορφιά, πόση ηρεμία και πόση γαλήνη...
Έχω μια μάλλον παιδιάστικη συνήθεια... Κάθε φορά που επισκέπτομαι τη θάλασσα και μου αρέσει ο τόπος παίρνω ένα μπουκαλάκι πλαστικό και κλέβω λίγη θάλασσα... Την αποθηκεύω και κάθε φορά που θέλω να ταξιδέψω, κουνάω το μπουκαλάκι για να ακούσω λίγο από αυτό το «πλαφ»... να μπορέσω να πάω σε κείνη έστω και νοητά... δεν μπορείς να φανταστείς πόσο απελευθερωτικό είναι... γιατί τελικά η δύναμη της θάλασσας είναι αυτή ακριβώς... να ελευθερώνει και να προεκτείνει... εσένα, εμένα... τον οποιοδήποτε. Να σε παίρνει και να σε πηγαίνει άγνωστο που. Απλά σου δίνει την αίσθηση της μεταφοράς... Ποιος προορισμός... ποια στεριά... η μαγεία είναι η αίσθηση που έχεις... σαν να είσαι σε μια βάρκα καταμεσής του πελάγους χωρίς κουπιά... χωρίς πανιά... Ε ναι λοιπόν... το βασίλειο μου για μια τέτοια πλάνη...

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Η Άννα της Άννας

Η Άννα Κουραχάνη. Σύζυγος Κωνσταντίνου Κουραχάνη. Γεννηθείσα στο Φιλότι της Νάξου το 1921. Άννα Κουραχάνη. Μητέρα της Σοφίας και της Ουρανίας. Γιαγιά της Άννας, του Κωνσταντίνου, του Νάσου και της Ειρηάννας.
Άννα Κουραχάνη. Η γιαγιάΤμου. Γι αυτήν θα μιλήσω σήμερα. Γι αυτήν που όταν γεννήθηκα και πληροφορήθηκε ότι είμαι κορίτσι ανεφώνησε μάλλον στεναχωρημένη «πάλι κορίτσι;». Η γιαγιά μου η Άννα. Η γυναίκα από την οποία προήλθα κατά έναν τρόπο. Γιατί κακά τα ψέματα. Πάντα ένα παιδί κουβαλάει την κληρονομιά των προηγούμενων...
Η γιαγιά... Η γιαγιά που πριν φύγουμε και τα τέσσερα εγγόνια για το σχολικό είχε ήδη πάει στο φούρνο να πάρει τα θρυλικά φρέσκα φραντζολάκια. Τα γέμιζε με βούτυρο, τυρί και μπέικον και τα τύλιγε προσεκτικά στο αλουμινόχαρτο. Κατεβαίναμε τις σκάλες και η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού ήταν μυσταγωγία... Ακόμα και τώρα έχω τη μυρωδιά στα ρουθούνια μου. Η γιαγιά που φρόντιζε να υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά φαγητά στο τραπέζι για να καλύπτονται τα γαστριμαργικά γούστα όλων μας... Η γιαγιά που τα καλοκαίρια μας έπαιρνε στο χωριό. Που μας έφτιαχνε αυγό και μας το έδινε στο Σπαστήρα βλέποντας το ηλιοβασίλεμα,
Αυτή είναι η γιαγιά. Χρησιμοποιώ Ενεστώτα, διότι κάποια πρόσωπα συνδέονται με την αθανασία. Η ύπαρξή τους μπλέκεται με το άπειρο της αιωνιότητας.
Η Άννα της Άννας ήταν λίγο διαφορετική. Βλέπεις ήμουν η αδυναμία της. Το καμάρι της. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι; Μάλλον ξέρεις. Είναι ευθύνη να είσαι πρώτο εγγόνι. Γνωρίζεις αγάπη. Είσαι και όπως φαίνεται τελικά παραμένεις το μικρό κοριτσάκι με το κόκκινο φορεματάκι.
Η Άννα της Άννας. Η γιαγιά που μια ζωή με κυνηγούσε να διαβάζω και μετά με κυνηγούσε να σταματήσω να διαβάζω γιατί «οι άντρες είναι περίεργοι και δε θα βρεις κανέναν που να αντέχει γυναίκα πιο μορφωμένη απ' αυτόν».


Η Άννα της Άννας. Η Άννα που ήθελε να είμαι «τύπος και υπογραμμώς». Να βγαίνω στη γειτονιά και να είμαι καταδεκτική. «Εκτός αν δεν σου μιλάνε άρα δε θα μιλήσεις ούτε εσύ. Η εγγονή μου δε θα κάνει τη μικρότερη σε κανέναν».
Η Άννα της Άννας. Η Άννα που ήθελε να με δει νύφη. «Να σε δω νυφούλα κι ας πεθάνω». Για να της απαντήσω ότι γι αυτό δεν παντρεύομαι για να μη σε χάσω...
Η Άννα της Άννας. Η γιαγιά που μου φώναζε να είμαι περιποιημένη. Να είμαι κοκέτα. Πριν φύγω με ήλεγχε. Μαλλί, τσάντα, παπούτσι. Γιατί από εκεί ξεχωρίζει μια γυναίκα.
Η Άννα της Άννας. Πάντοτε είχε την αγωνία των ερώτων μου. Πάντοτε ήθελε να με δει με κάποιον αρσενικό, όπως έλεγε. Με κάποιον που να μ΄αγαπάει και να με σέβεται. Με κάποιον που μπορούσε να σταθεί δίπλα μου. Που θα ήταν άξιος να σταθεί δίπλα μου...
Η Άννα της Άννας έφυγε σήμερα. Αποφάσισε να φύγει έτσι. Μάλλον επειδή μας βαρέθηκε.  Μάλλον επειδή ήθελε να πάει να βρει τον παππού. Ζούσαν χώρια από το 1990 και η γλυκιά μου δεν άντεχε άλλο. Και τώρα εκεί θα δει και την κόρη της. Τη ζητούσε αλλά δεν γνώριζε.
Η Άννα ξεκίνησε το ταξίδι της. Γεμάτη όμορφες στιγμές. Ευτυχία. Η Άννα ευλογήθηκε. Έφυγε στα χέρια των εγγονιών της. Γεμάτη αγάπη. Ηρεμία. Ένα τόσο όμορφο τέλος. Ένα τέλος που δίνει το  σήμα μιας γαλήνιας ζωής.
Όσο για την Άννα της Άννας... Σήμερα κλείδωσαν οι απώλειες. Σήμερα αυτή η Άννα κατάλαβε ότι πλέον τελείωσαν τα σωσίβια. Σήμερα αυτή η Άννα σήκωσε άγκυρα για θάλασσες χωρίς λιμάνια. Κι όμως τι παράξενο. Κι όμως είναι χαρούμενη. Χαρούμενη γιατί γαλουχήθηκε από μια ισχυρή γυναίκα. Από μια γυναίκα που ήξερε να είναι αυτόνομη. Που «έκανε ζάφτι» παιδιά, εγγόνια, γαμπρούς και δισέγγονο. Μια γυναίκα που αγάπησε και αγαπήθηκε. Μια γυναίκα που... Μια γυναίκα. Η Άννα είναι ευτυχισμένη για το τέλος της Άννας. Μόνο που νιώθει ότι κόπηκαν οι ρίζες. Ότι κάπως χάθηκαν τα στεγανά. Από την άλλη όμως τα στεγανά είναι μέσα μας. Είναι ένα σύνολο αναμνήσεων, φωτογραφιών... κι αυτά δεν χάνονται. Οι άνθρωποι περνούν στην αιωνιότητα. Τους κουβαλάμε. Έχουμε ηθικό χρέος απέναντί τους να ζήσουμε όμορφα και με αγάπη. Αυτό θα κάνει και η Άννα. Θα αγαπάει γιατί μόνο έτσι θα μείνει η άλλη Άννα ζωντανή... Καλό ταξίδι γλυκιά μου Αννούλα του χιονιά και του θέρους...