Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Μια βραδιά στο ΚΑΤ

Άλλοι πηγαίνουν σε μπαρ... άλλοι πηγαίνουν στον κινηματογράφο... άλλοι πάλι επιλέγουν το Νότινγκ Χιλ...  εγώ πάλι πήγα στο ΚΑΤ... Εντάξει... Είχα πρόβλημα (είπαμε ξεφεύγω αλλά έχω και όρια)... Πονούσα... Το πόδι...Να τα πάρω από την αρχή...
Εδώ και αρκετό καιρό έχω οξύτατο πόνο στο δεξί γόνατο αριστερά... Τις προάλλες το πρωί ξύπνησα στα υπέροχα σεντονάκια μου και σηκώθηκα όρθια. Και έπεσα... και εκεί κατάλαβα ότι το γόνατό μου εξέπεμψε sos... και αποφάσισα το απόγευμα να πάω στο ΚΑΤ...που αλλού... πήγα το πρωί στη δουλειά γιατί έπρεπε να «κλείσω» και την ύλη μου στην εφημερίδα και περίμενα υπομονετικά να περάσει η ώρα...Επέστρεψα στο σπίτι, έκανα μπάνιο, έβαλα τις κρέμες μου, κολώνια και τσουπ ετοιμάστηκα. Μαύρο παντελόνι δύο νούμερα μεγαλύτερο για να «ανεβαίνει» εύκολα το μπατζάκι, πουλοβεράκι μαύρο, άσπρο μπλουζάκι, μαύρη πασμίνα και κόκκινη καπαρντίνα... Με μία λέξη είχα γίνει κουκλίτσα ή αν προτιμάς Κοκκινοσκουφίτσα. Κρατούσα και μαύρη τσάντα... κυρία σου λέω... βαμμένη τόσο όσο και ξεκίνησα για το ΚΑΤ.
Φτάνω στην πύλη και θέλω να μπω μέσα στο νοσοκομείο να παρκάρω το personal γιατί οκ ολόκληρο αυτοκίνητο δεν τον λες τον Κυριάκο Smart... με κατευθύνει ο κυριούλης στην πύλη για να «πέσω» πάνω σε έναν σεκιουριτά...
«Καλησπέρα σας... σας παρακαλώ μπορώ να παρκάρω εδώ; έχω ένα πρόβλημα στο γόνατο και δεν διευκολύνομαι να περπατήσω» είπα εγώ για να λάβω την αποστομωτική απόκριση «Είστε ΑμΕΑ;»... Αποφάσισα ότι ένεκα της ανάγκης να παρκάρω εντός -είχε και ψοφόκρυο- το καλύτερο θα ήταν να είμαι ευγενής... χαμογέλασα λοιπόν στο παλικάρι συγκαταβατικά και του λέω «όχι κύριε... απλά ασθενής». Το τσακάλι λοιπόν μου δείχνει θέση πάρκινγκ. Παρκάρω κι εγώ και κατεβαίνω. Ο πόνος εκεί. Αααα όλα κι όλα... με συνόδευε καταπληκτικά... δεν μπορώ να πω. Μπαίνω μέσα και πληροφορούμαι για τα νέα εκσυγχρονισμένα συστήματα. Παθαίνω πανικό. Ο κόσμος περίμενε υπομονετικά στο σαλονάκι. Δεν ακουγόταν κιχ. Κρατούσαν τα νούμερα προτεραιότητας και ένας άλλος κύριος σεκιούριτι φώναζε τους αριθμούς. Μπερδεύτηκα. Δεν μου είχε ξανατύχει σε νοσοκομείο τόσος πολιτισμός. Νόμιζα ότι ήμουν σε σκανδιναβικό κράτος. Τόσο πολύ εντύπωση μου προκάλεσε. Και μια ησυχία... λες και όντως ήμουν σε νοσοκομείο... αλλά απ τα άλλα τα ευρωπαϊκά...
Περίμενα υπομονετικά στο σαλονάκι. Είχα ανοίξει το ραδιόφωνο μέσω του κινητού και ένα βιβλίο και πραγματικά το απολάμβανα... μέχρι που ο κύριος φώναξε το νούμερό μου «187»... Έβγαλα τα ακουστικά μου, τακτοποίησα το βιβλίο στην τσάντα μου και κατευθύνθηκα προς το εξεταστήριο με τον αριθμό 1. Περίμενα στην κάσα της πόρτας. Έβλεπα τους γιατρούς και νόμιζα ότι ήμουν σε reality game... Voice... ή κάτι τέτοιο... περνάω. Στέκομαι όρθια μπροστά από πέντε άντρες και μια γυναίκα γιατρό. Για κακή μου τύχη με αναλαμβάνει η μανδάμ...


«Έλα τι έγινε;» Πήγα να της πω... «καλά μωρέ νταξ εδώ βολτίτσα γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω»... κρατήθηκα... εξηγώ το πρόβλημα μου. Μου λέει πήγαινε εκεί (στο κρεβάτι) και γδύσου. Εκεί μάλλον είχα το βλέμμα της αγελάδας, γιατί μου έδειξε που ήταν το κρεβάτι. Τη ρωτάω ευγενικά αλλά εμφανώς απορημένα πως εννοεί αυτό το «γδύσου» (ξανθιά γαρ). Μου λέει να βγάλω το παντελόνι... Της ζητάω να κλείσει τις κουρτίνες. Κλείνει μόνο την μπροστινή. Εγώ κάθομαι πάνω στο κρεβάτι. Κυρία. Έχω βγάλει μόνο καπαρντίνα, πασμίνα και παπουτσάκια.. και περιμένω... την μανδάμ... έρχεται. Της λέω «σας παρακαλώ... είναι εύκολο να κλείσετε και την πλαϊνή κουρτίνα;» για να μου απαντήσει «Σου πα να βγάλεις το παντελόνι» και φεύγει εμφανώς εκνευρισμένη. Τα νεύρα μου στο κόκκινο, διότι κάτι ψέλλισε. Ο πόνος εξακολουθούσε. Άρχισα τεχνική αναπνοών. Έβγαλα το παντελόνι. Στο μεταξύ άκουγα φωνές πίσω από την κουρτίνα. Η μανδάμ αρνείτο να περιθάλψει έναν -υπέθεσα- ηλικιωμένο κύριο διότι τον μετέφεραν από ψυχιατρική κλινική. Με τα πολλά βλέπω στα αριστερά μου να κατευθύνεται ένα φορείο με έναν ηλικιωμένο κύριο. Εντάξει μέσα σε όλα το πρώτο που σκέφτηκα ήταν κάτι τύπου «εσύ μου έλειπες»... και πραγματικά αυτός μου έλειπε.
Ο κύριος λοιπόν με κοίταζε -υπενθυμίζω την απουσία της πλαϊνής κουρτίνας- και μου μιλούσε. Το θέμα βέβαια ήταν αυτά που έλεγε τα οποία δεν μπορώ να αναπαράγω...ήταν πολύ... σόκιν... εγώ αισθανόμουν εξαιρετικά άβολα. Έρχεται η μανδάμ «α γδύθηκες»... και άρχισε να μου τσακίζει το γόνατο, να το πηγαίνει αριστερά, να το φέρνει δεξιά... γενικώς έκανε βόλτες το γόνατο μου... ο παππούς δίπλα να συνεχίζει το ρεσιτάλ... και το νευρικό μου σύστημα να γίνεται κρόσια... κάποια στιγμή αρχίζει για τον δικό της λόγο να μου πειράζει τα δάχτυλα λέγοντας «θα αφήσεις επιτέλους τα πόδια σου; δεν μπορώ να σε καταλάβω...βαριέσαι;!» Ε εντάξει. Άνθρωπος κι εγώ. Πόσο να αντέξω. «Δε μου λες... Κύπρια είσαι;», «Ναι» μου λέει «Της λέω δεν ξέρω πως μιλάτε στην Κύπρο. Εδώ θα μιλάς ανθρώπινα. Η άσπρη σου η μπλούζα δεν σε κάνει κάτι ιδιαίτερο ούτε σου δίνει το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι. Σου έχω ζητήσει να τραβήξεις την κουρτίνα. Δεν είναι εύκολο να βγάζεις παντελόνια έτσι και ιδίως όταν δίπλα σου έχεις άνθρωπο που σε βλέπει και λέει αυτά που ακούς να λέει». Δίνω κι εγώ ένα σάλτο, σηκώνομαι -με στιλ αλλά τι να το κάνεις- βάζω παντελόνι και παπούτσια και της ζητάω το παραπεμπτικό για ακτινογραφία. Το ύφος μου ήταν μάλλον απειλητικό. Πρέπει να έμοιαζα στον Σόιμπλε όταν κοιτούσε τον Βαρουφάκη γιατί οι άλλοι γιατροί απλά είχαν σαστίσει. Μου δίνει το παραπεμπτικό, το αρπάζω και κατευθύνομαι στο Ακτινολογικό.
Βγάζω την ακτινογραφία -με το παντελόνι να σημειώσω- και επέστρεψα στο Κολαστήριο-Εξεταστήριο. Έρχεται η σειρά μου και πάει να δει την ακτινογραφία. Σιγά μην της την έδινα. Ζήτησα να τη δει άλλος γιατρός. Του εξηγώ του ανθρώπου τι έχω. Παίρνει το γατόνι την ακτινογραφία και στέκεται μπροστά της καλώντας και τους άλλους. Κάνε με εικόνα. Εγώ από τη μία να πονάω και να χω νεύρα και από την άλλη έξι ζούδια με άσπρες μπλούζες να κοιτάζουν μια ακτινογραφία σαν χάνοι. «Συγνώμη μπορείτε να μου πείτε τι έχω;» Τότε γυρίζει ο Μπρέιν και μου λέει «άλγος γονάτου»... εκεί τρελάθηκα... βουλωμένο γράμμα διάβασε το αστέρι... κρίμα τα χρόνια που πλέρωνε ο μπαμπάς του να τον δει με την λευκή ρόμπα... «το θέμα είναι ότι έχετε πρόβλημα κάτω από το γόνατο. Βλέπετε τις σκιάσεις... να το δείτε οπωσδήποτε. Μαγνητική ή αξονική. Έχετε σοβαρό πρόβλημα»... τ' ακούω εγώ... χάνω τη γη κατά το ήμισυ... «σοβαρό;» «Να το δείτε το συντομότερο» «Συγνώμη, μιλάμε για καρκίνο; οστεοσάρκωμα;» «Κοιτάξτε... απλά δείτε το. Είπα ή αξονική ή μαγνητική» «Μου λέτε ότι έχω κάτι σοβαρό... μου αφήνετε και την επιλογή ανάμεσα στην αξονική και τη μαγνητική... δεν καταλαβαίνω...τι γίνεται;» «Ειπαμε... να το κοιτάξετε...» «Και γιατί πονάω;» «α... εντάξει τυχαίνει... να... πάρτε κι έναν επίδεσμο να το δέσετε στο σπίτι...Δεκαπέντε μέρες ξάπλα 15 λεπτά πάγο τρεις φορές την ημέρα» «Μα δουλεύω» «Ε εντάξει πάρτε άδεια» «Να πάρω. Μπορείτε να το σημειώσετε;» «Εντάξει μωρέ... »
Πήρα τον επίδεσμο. Πήρα την ακτινογραφία. Πήρα τα χαρτιά με τη διάγνωση «Άλγος γονάτου». Πήρα και απόφαση να επιλέξω τη μαγνητική. Μετά έπαιρνα τηλέφωνα να μοιραστώ το δράμα μου. Δεν ήξερα για ποιο πράγμα ήμουν περισσότερο συγχισμένη. Για τη συμπεριφορά των γιατρών... για τη γνωμάτευση που δεν ερχόταν... ιδέα δεν είχα. Και ακόμα δεν έχω για να είμαι ειλικρινής. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι «είχα σοβαρό πρόβλημα»...
Με τα πολλά τις επόμενες ημέρες πήγα σε ιδιώτη γιατρό. Για την ακρίβεια με πήγαν. Στον Πέτρο. Βλέπει ο άνθρωπος την ακτινογραφία. Μου εξήγησε... Ηρέμησα. Οστεοποιημένη κύστη και διάστρεμμα εξωτερικών συνδέσμων από απότομη ασυνείδητη κίνηση. Αυτό ήταν όλο. Απλά θα γίνει και μια αξονική προς τεκμηρίωση... Τελικά ξέρεις τι αποφάσισα; Ότι οι άσπρες μπλούζες φοριούνται και από τους γιατρούς και από τους ψυχικά διαταραγμένους... μωρέ καλά έλεγε ο παππούς ... «γιατρός... το οπίσθιο του να τρως» (αλλιώς το λεγε το οπίσθιο αλλά... αλλά...)

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Πήγα σε μάγισσες, σε καφετζούδες...

Μέσα Δεκέμβρη. Μπορεί ακόμα να είμαστε στον Φεβρουάριο αλλά το περιστατικό έλαβε χώρα -βλέπεις, δίνω και την επισημότητα που αρμόζει- μέσα Δεκέμβρη. Πριν μπει το νέο έτος.
Μια πολύ αγαπημένη μου φίλη είχε μια πραγματικά φαεινή ιδέα. Ήθελε να πάει σε μια που «λέει» το φλιτζάνι. Μου πρότεινε να πάμε. Αρνήθηκα. Άρχισε να μουρμουράει. Της έκλεισα το τηλέφωνο. Έκανε επίκληση στο συναίσθημά μου. Δέχτηκα.
Το ραντεβού με την πολυάσχολη κυρία κλείστηκε λοιπόν για ένα βράδυ του Δεκέμβρη. Η κυρία αυτή ήταν στο Καματερό. Τόπος άγνωστος και για μένα και για τον Κυριάκο (το τουτού) και για την φίλη. Ξεκινήσαμε δύο ώρες νωρίτερα έχοντας ως απαραίτητα αξεσουάρ τον οδικό χάρτη και τα φορτισμένα κινητά σε πρώτο πλάνο. Ήταν λες και πηγαίναμε για εξερεύνηση στο Μάτσου Πίτσου. Τουλάχιστον εκεί σε πάνε ξεναγοί. Δεν χάνεσαι. Τέλος πάντων.
Όταν φτάσαμε είχε βραδιάσει. Παρκάρουμε το όχημα και κατεβαίνουμε για να αναζητήσουμε τον αριθμό. Η οδός ενεπαρκώς φωτισμένη -προφανώς- ψάχναμε το νούμερο φωτίζοντας με τα κινητά. Η φίλη μου ελαφρώς μαγκωμένη εγώ εμφανώς εκνευρισμένη. Με τα πολλά σε ένα οίκημα -γιατί σπίτι δεν το έλεγες ακριβώς- με κάτι που θα ήθελε να παραπέμπει σε αυλή όπου βρισκόταν απλωμένη η μπουγάδα -α... όλα κι όλα...παστρικιά η μελλοντολόγος- βγαίνει μια γυναικεία φιγούρα και φωνάζει «ε κορίτσια εμένα ψάχνετε καλέ;». Η αλήθεια είναι σκιαχτήκαμε λιγουλάκι. Ε ναι γιατί σκέψου τώρα σε μια οδό που δεν ακούγεται φωνή ζώσα να έχεις την αγωνία να βρεις το νούμερο και κάπου από το πουθενά να ακούγεται η φωνή.
Και εντάξει. Τη φωνή την ακούσαμε. Μετά ψάχναμε να ταυτίσουμε τη φωνή με κάποιον άνθρωπο. Όταν πλησιάσαμε ηρεμήσαμε. Αντικρύσαμε μια κυρία ελαφρώς κοντή (είμαι ευγενική), ελαφρώς ευτραφή (εξαιρετικά ευγενής) και εκνευριστικά ενδεδυμένη (θέλω αδριάντα για την ευγένεια μου).
Μπήκαμε μέσα στο οίκημα. Η φίλη μου μου είχε πει ότι της είχαν πει (θυμάσαι το σπασμένο τηλέφωνο; κάπως έτσι) ότι το σπίτι ήταν φτωχικό και ότι η συγκεκριμένη κυρία είχε τα θέματά της. Μπαίνοντας λοιπόν βλέπουμε ένα κάτι σαν κρεβάτι όπου κοιμόταν ο γιος της (ευτυχώς δεν είχε φως...δεν ξέρω αν αντέχαμε το θέαμα...) εμείς κοιτάξαμε από την άλλη... όχι από σεμνοτυφία αλλά επειδή δεν πιστεύαμε ότι ήμασταν σε ένα τέτοιο μέρος και περάσαμε στον τόπο εργασίας. Στον ενιαίο χώρο που αποτελούνταν από το σαλόνι και την κουζίνα.

Καθίσαμε στο τραπέζι έχοντας ως συνοδεία τα τρία σκυλιά της κυρίας και τις δυο γάτες της. Η φίλη μου με κοιτούσε με ένα βλέμμα συγκαταβατικό εγώ την κοιτούσα με ένα βλέμμα Σεχίδη (τον θυμάσαι; Ο μουσάτος που σκότωσε την οικογένεια του και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και άκουγε Μπαχ; Ένα τέτοιο βλέμμα είχα).
Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις. Είμαι η τάδε, είμαι η δείνα με στέλνει ο τάδε... η κυρία έσπευσε να φτιάξει τον καφέ. Η φίλη μου καλό το ψυχουλάκι μου παρήγγειλε δύο καφέδες. Η κυρία έτριβε τα χέρια της. Στην αρχή δεν κατάλαβα το λόγο του δεύτερου καφέ. Όσο περιμέναμε η κουβέντα κινείτο γύρω από την πολιτική και τα κοινωνικά. Η κυρία αυτή λοιπόν ανήκε παραταξιακά στην Χρυσή Αυγή -όχι ότι περιμέναμε κάτι διαφορετικό- μεγάλωσε μόνη τα παιδιά γιατί ο άντρας της την άφησε κλπ κλπ Όταν με τη φίλη μου ακούσαμε αυτό το ΧΑ μας ήρθε ένας ντουβρουτζάς καθότι κεντροαριστερή προς αριστερή εγώ, εξωκοινοβουλευτική Αριστερά η φίλη μου.
Φτιάχτηκαν οι καφέδες. Μου φέρνει τον έναν δίνει τον άλλον στη φίλη μου. Ξεκινάμε να πίνουμε ενώ παράλληλα μας συνοδεύει μια άσχημη μυρωδιά ακαθόριστης προέλευσης.
Η φίλη μου πίνει γρήγορα γρήγορα και η κυρία γυρίζει το φλιτζάνι. Μετά βάζει και τα γυαλιά πρεσβυωπίας και ξεκινά το ταξίδι στα άδυτα των διαστάσεων...
«Λιοντάρι... ποιος είναι λιοντάρι»... προσέγγιση ζωδιακή... Μετά αρχίζει να περιγράφει κάποια πρόσωπα και να ρωτάει αν γνωρίζει κάποιους που να έχουν επίθετο ή όνομα που ξεκινάει με το συγκεκριμένο γράμμα. Η φίλη μου τίποτα. Δεν είχε ούτε λιοντάρια -λογικό αφού δεν μένει στη ζούγκλα- ούτε γνωστούς με τέτοια ονοματεπώνυμα. Εγώ έχω αρχίσει και το διασκεδάζω αφού δεν μπορώ να το αποφύγω. Έχω ανοίξει το τετράδιο μου και σημειώνω ό,τι λέει η κυρία. Η φίλη μου να την ακούει σα χαμένη. Η άλλη να επιμένει. Με τα πολλά αρχίζει να βάζει τη φίλη να «πατάει» με τον αντίχειρα μέσα στο φλιτζάνι. Και εκεί βέβαια ρεσιτάλ. Εκεί είναι η ουσία. Γάμοι, παιδιά, διαζύγια χαμός... Μια ολόκληρη Ευελπίδων σε ένα πάτημα του αντίχειρα. Μέχρι που κάποια στιγμή η κυρία άρχισε να πέφτει μέσα. Και εκεί η φίλη μου μούδιασε. Κι εγώ δηλαδή δεν πήγα πίσω. Μέχρι που θυμήθηκα το θέμα του συντονισμού. Τους σχιζοειδείς ενορατικούς του Γιουνγκ και τους τσαρλατάνους. Τυχαίο είπα. Επιβεβαιώθηκα όταν άρχισε να λέει στη φίλη μου να μιλάει στο φεγγάρι σε όλες του τις φάσεις -ή μήπως μέχρι την Πανσέληνο...θα σας γελάσω- και να λέει αυτό που επιθυμεί να της συμβεί.
Έβαλα τα γέλια. Προσπαθούσα να φανταστώ τη φίλη μου να βγαίνει στο μπαλκόνι του ρετιρέ της ωσάν τη Φεγγαροκρουσμένη και να μιλάει στο φεγγάρι... Μετά η επίσκεψη έλαβε τέλος. Μόνο 25€. Αυτά είναι. Ένας καφές, πέντε δαχτυλιές και συμβουλή για το φεγγάρι μόνο 25€ γιατί «βρε κορίτσια μόνη μου παλεύω... δύσκολες μέρες...». Ανακουφισμένες που τελείωσε όλο αυτό κατευθυνθήκαμε στον Κυριάκο. Μπήκαμε μέσα χωρίς να μιλάμε... ούτε εκείνη ούτε εγώ... ανοίξαμε το ραδιόφωνο... κι αυτό έπαιζε το «πήγα σε μάγισσες...» Βάλαμε τα γέλια, στρίψαμε από ένα τσιγαράκι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Για την ιστορία πάντως, παντού αστόχησε η ατυχήσασα κυρία από το Καματερό που ψηφίζει ΧΑ και ζει δύσκολα... Τώρα αν έχεις την απορία για το τι απέγινε το δικό μου φλιτζάνι... μπορείς πάντα να πας σε μια Νίτσα, Κίτσα, Λέλα ή όποιο άλλο δισύλλαβο όνομα ασχολείται με τέτοια..