Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Πήγα σε μάγισσες, σε καφετζούδες...

Μέσα Δεκέμβρη. Μπορεί ακόμα να είμαστε στον Φεβρουάριο αλλά το περιστατικό έλαβε χώρα -βλέπεις, δίνω και την επισημότητα που αρμόζει- μέσα Δεκέμβρη. Πριν μπει το νέο έτος.
Μια πολύ αγαπημένη μου φίλη είχε μια πραγματικά φαεινή ιδέα. Ήθελε να πάει σε μια που «λέει» το φλιτζάνι. Μου πρότεινε να πάμε. Αρνήθηκα. Άρχισε να μουρμουράει. Της έκλεισα το τηλέφωνο. Έκανε επίκληση στο συναίσθημά μου. Δέχτηκα.
Το ραντεβού με την πολυάσχολη κυρία κλείστηκε λοιπόν για ένα βράδυ του Δεκέμβρη. Η κυρία αυτή ήταν στο Καματερό. Τόπος άγνωστος και για μένα και για τον Κυριάκο (το τουτού) και για την φίλη. Ξεκινήσαμε δύο ώρες νωρίτερα έχοντας ως απαραίτητα αξεσουάρ τον οδικό χάρτη και τα φορτισμένα κινητά σε πρώτο πλάνο. Ήταν λες και πηγαίναμε για εξερεύνηση στο Μάτσου Πίτσου. Τουλάχιστον εκεί σε πάνε ξεναγοί. Δεν χάνεσαι. Τέλος πάντων.
Όταν φτάσαμε είχε βραδιάσει. Παρκάρουμε το όχημα και κατεβαίνουμε για να αναζητήσουμε τον αριθμό. Η οδός ενεπαρκώς φωτισμένη -προφανώς- ψάχναμε το νούμερο φωτίζοντας με τα κινητά. Η φίλη μου ελαφρώς μαγκωμένη εγώ εμφανώς εκνευρισμένη. Με τα πολλά σε ένα οίκημα -γιατί σπίτι δεν το έλεγες ακριβώς- με κάτι που θα ήθελε να παραπέμπει σε αυλή όπου βρισκόταν απλωμένη η μπουγάδα -α... όλα κι όλα...παστρικιά η μελλοντολόγος- βγαίνει μια γυναικεία φιγούρα και φωνάζει «ε κορίτσια εμένα ψάχνετε καλέ;». Η αλήθεια είναι σκιαχτήκαμε λιγουλάκι. Ε ναι γιατί σκέψου τώρα σε μια οδό που δεν ακούγεται φωνή ζώσα να έχεις την αγωνία να βρεις το νούμερο και κάπου από το πουθενά να ακούγεται η φωνή.
Και εντάξει. Τη φωνή την ακούσαμε. Μετά ψάχναμε να ταυτίσουμε τη φωνή με κάποιον άνθρωπο. Όταν πλησιάσαμε ηρεμήσαμε. Αντικρύσαμε μια κυρία ελαφρώς κοντή (είμαι ευγενική), ελαφρώς ευτραφή (εξαιρετικά ευγενής) και εκνευριστικά ενδεδυμένη (θέλω αδριάντα για την ευγένεια μου).
Μπήκαμε μέσα στο οίκημα. Η φίλη μου μου είχε πει ότι της είχαν πει (θυμάσαι το σπασμένο τηλέφωνο; κάπως έτσι) ότι το σπίτι ήταν φτωχικό και ότι η συγκεκριμένη κυρία είχε τα θέματά της. Μπαίνοντας λοιπόν βλέπουμε ένα κάτι σαν κρεβάτι όπου κοιμόταν ο γιος της (ευτυχώς δεν είχε φως...δεν ξέρω αν αντέχαμε το θέαμα...) εμείς κοιτάξαμε από την άλλη... όχι από σεμνοτυφία αλλά επειδή δεν πιστεύαμε ότι ήμασταν σε ένα τέτοιο μέρος και περάσαμε στον τόπο εργασίας. Στον ενιαίο χώρο που αποτελούνταν από το σαλόνι και την κουζίνα.

Καθίσαμε στο τραπέζι έχοντας ως συνοδεία τα τρία σκυλιά της κυρίας και τις δυο γάτες της. Η φίλη μου με κοιτούσε με ένα βλέμμα συγκαταβατικό εγώ την κοιτούσα με ένα βλέμμα Σεχίδη (τον θυμάσαι; Ο μουσάτος που σκότωσε την οικογένεια του και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και άκουγε Μπαχ; Ένα τέτοιο βλέμμα είχα).
Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις. Είμαι η τάδε, είμαι η δείνα με στέλνει ο τάδε... η κυρία έσπευσε να φτιάξει τον καφέ. Η φίλη μου καλό το ψυχουλάκι μου παρήγγειλε δύο καφέδες. Η κυρία έτριβε τα χέρια της. Στην αρχή δεν κατάλαβα το λόγο του δεύτερου καφέ. Όσο περιμέναμε η κουβέντα κινείτο γύρω από την πολιτική και τα κοινωνικά. Η κυρία αυτή λοιπόν ανήκε παραταξιακά στην Χρυσή Αυγή -όχι ότι περιμέναμε κάτι διαφορετικό- μεγάλωσε μόνη τα παιδιά γιατί ο άντρας της την άφησε κλπ κλπ Όταν με τη φίλη μου ακούσαμε αυτό το ΧΑ μας ήρθε ένας ντουβρουτζάς καθότι κεντροαριστερή προς αριστερή εγώ, εξωκοινοβουλευτική Αριστερά η φίλη μου.
Φτιάχτηκαν οι καφέδες. Μου φέρνει τον έναν δίνει τον άλλον στη φίλη μου. Ξεκινάμε να πίνουμε ενώ παράλληλα μας συνοδεύει μια άσχημη μυρωδιά ακαθόριστης προέλευσης.
Η φίλη μου πίνει γρήγορα γρήγορα και η κυρία γυρίζει το φλιτζάνι. Μετά βάζει και τα γυαλιά πρεσβυωπίας και ξεκινά το ταξίδι στα άδυτα των διαστάσεων...
«Λιοντάρι... ποιος είναι λιοντάρι»... προσέγγιση ζωδιακή... Μετά αρχίζει να περιγράφει κάποια πρόσωπα και να ρωτάει αν γνωρίζει κάποιους που να έχουν επίθετο ή όνομα που ξεκινάει με το συγκεκριμένο γράμμα. Η φίλη μου τίποτα. Δεν είχε ούτε λιοντάρια -λογικό αφού δεν μένει στη ζούγκλα- ούτε γνωστούς με τέτοια ονοματεπώνυμα. Εγώ έχω αρχίσει και το διασκεδάζω αφού δεν μπορώ να το αποφύγω. Έχω ανοίξει το τετράδιο μου και σημειώνω ό,τι λέει η κυρία. Η φίλη μου να την ακούει σα χαμένη. Η άλλη να επιμένει. Με τα πολλά αρχίζει να βάζει τη φίλη να «πατάει» με τον αντίχειρα μέσα στο φλιτζάνι. Και εκεί βέβαια ρεσιτάλ. Εκεί είναι η ουσία. Γάμοι, παιδιά, διαζύγια χαμός... Μια ολόκληρη Ευελπίδων σε ένα πάτημα του αντίχειρα. Μέχρι που κάποια στιγμή η κυρία άρχισε να πέφτει μέσα. Και εκεί η φίλη μου μούδιασε. Κι εγώ δηλαδή δεν πήγα πίσω. Μέχρι που θυμήθηκα το θέμα του συντονισμού. Τους σχιζοειδείς ενορατικούς του Γιουνγκ και τους τσαρλατάνους. Τυχαίο είπα. Επιβεβαιώθηκα όταν άρχισε να λέει στη φίλη μου να μιλάει στο φεγγάρι σε όλες του τις φάσεις -ή μήπως μέχρι την Πανσέληνο...θα σας γελάσω- και να λέει αυτό που επιθυμεί να της συμβεί.
Έβαλα τα γέλια. Προσπαθούσα να φανταστώ τη φίλη μου να βγαίνει στο μπαλκόνι του ρετιρέ της ωσάν τη Φεγγαροκρουσμένη και να μιλάει στο φεγγάρι... Μετά η επίσκεψη έλαβε τέλος. Μόνο 25€. Αυτά είναι. Ένας καφές, πέντε δαχτυλιές και συμβουλή για το φεγγάρι μόνο 25€ γιατί «βρε κορίτσια μόνη μου παλεύω... δύσκολες μέρες...». Ανακουφισμένες που τελείωσε όλο αυτό κατευθυνθήκαμε στον Κυριάκο. Μπήκαμε μέσα χωρίς να μιλάμε... ούτε εκείνη ούτε εγώ... ανοίξαμε το ραδιόφωνο... κι αυτό έπαιζε το «πήγα σε μάγισσες...» Βάλαμε τα γέλια, στρίψαμε από ένα τσιγαράκι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Για την ιστορία πάντως, παντού αστόχησε η ατυχήσασα κυρία από το Καματερό που ψηφίζει ΧΑ και ζει δύσκολα... Τώρα αν έχεις την απορία για το τι απέγινε το δικό μου φλιτζάνι... μπορείς πάντα να πας σε μια Νίτσα, Κίτσα, Λέλα ή όποιο άλλο δισύλλαβο όνομα ασχολείται με τέτοια..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου