Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Διακοπές στη Ρώμη

«Διακοπές στη Ρώμη». Μια εβδομάδα στην αιώνια πόλη μαζί με την καλύτερή μου φίλη, την Ελεάννα. Το σχέδιο φάνταζε ονειρικό. Αψεγάδιαστο. Βρισκόμασταν για καφέ και καταστρώναμε σχέδια. Θα πηγαίναμε εδώ, εκεί, παραδώ και παρακεί και παραπέρα. Γιατί τι νόμιζες?! Δύο ξανθιές πηγαίνουν παντού. Γιατί προφανώς μπορούν. Όνειρα κάναμε γι αυτό το ταξίδι. Βγαίναμε για ποτό και ήμασταν γουλιά και όνειρα.
Μέχρι που η μέρα αναχώρησης έφτασε. Και μαζί με την ημέρα έφτασε κι ένας οξύς πόνος στο στομάχι. Σε πείσμα του πόνου έφυγα. Ήρθε το ταξί με την Ελεάννα και την υπέρκομψη φούξια βαλιτσούλα της και φόρτωσαν εμένα και την πεζή γκρι μου βαλιτσούλα -δανεική από τον αδερφό...η δική μου δική μου είναι κόκκινη με άσπρα πουά- και βουρ για αεροδρόμιο. Και στη διαδρομή γελούσαμε και λέγαμε και μιλούσαμε και γελούσαμε προς τέρψιν του αυτοκινητιστή...
Για να μην τα πολυλογώ έφτασε και η ώρα της επιβίβασης. Με τα φτερά του Ράιαν θα πηγαίναμε εκεί που οδηγούν όλοι οι δρόμοι: στη Ρώμη βεβαίως βεβαίως. Καθίσαμε στο αεροπλάνο και αφού βλέπαμε ό,τι κυκλοφορούσε κάποια στιγμή απογειωθήκαμε. Κουνούσε το αεροπλάνο κουνιόμασταν κι εμείς. Πέρα δώθε το αεροσκάφος, πέρα δώθε κι εμείς. Μέχρι που κάποια στιγμή προσγειωθήκαμε...
Πήραμε τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε να βρούμε τον κυριούλη που θα μας περίμενε κρατώντας ένα ταμπελάκι με τα ονόματά μας -όπως στις ταινίες- για να μας μεταφέρει στο ξενοδοχείο μας που ήταν και στο κέντρο. Βλέπουμε κι εμείς τον κυριούλη με ένα χαρτί Α4 που έγραφε τα επίθετά μας. Όταν αποκωδικοποιήσαμε την Γραμμική Β τον χαιρετήσαμε, εκείνος πήρε τις αποσκευές μας και μας φόρτωσε με κάτι άλλους επιβάτες -μεταξύ των οποίων και μια τριμελής οικογένεια από την Ελλάδα- στο πολύπαθο βαν και ξεκινήσαμε. Μας έκανε μια μίνι περιήγηση στην πόλη -σε 15 λεπτά είχαμε δει κατακόμβες, αψίδες, Κολοσσαίο κλπ- γιατί ο μουσουλμανούλης -Χριστιανός δεν ήταν- πήγαινε ωσάν τον Χάμιλτον στην Μόντσα. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο δεν το πιστεύαμε ότι ήμασταν αρτιμελής. Αφήσαμε βαλίτσες, πήραμε τον χάρτη ανά χείρας, τις φωτογραφικές και τα κινητά και ξεκινήσαμε...
Στάση πρώτη Βία Κοντότι για καφέ στο Ελ Γκρέκο. Πήγαμε, το θαυμάσαμε, γευτήκαμε και το εσπρεσσάκι στα μπαμ και βγήκαμε για τσιγάρο, διότι μέσα δεν καπνίζεις. Πληρώσαμε -άουτς!- και βγήκαμε. Και αρχίσαμε να περπατάμε. Βήμα και αναστεναγμός, αναστεναγμός και ιδρώτας. Πολλοί οι οίκοι μόδας, άπειρα τα αγάλματα. Και μετά καταλήξαμε στην πιάτσα ντι Σπάνια. Σκαλιά, σκαλωσιές και στρατός. Αυτά είδαμε. Ως πλατεία ωραία ήταν αλλά εκτελούντο έργα και αυτό όσο να πεις μάλλον έκοβε από την ομορφιά της. Πεινούσαμε. Κάτσαμε για φαγητό. Για πίτσα. Ε... δεν έπρεπε?! Έπρεπε. Καθίσαμε κάπου να χουμε και θέα. Παρατηρήσαμε ότι τα τραπεζομάντηλα μαρτυρούσαν ότι είχαν περάσει κι άλλοι πριν από μας. Ο σερβιτόρος μας έφερε τα σουπλά από το δίπλα τραπέζι και μετά ήρθε και η πίτσα. Δεν ήταν και κάτι το ιδιαίτερο. Την φάγαμε και συνεχίσαμε μέχρι την Πιάτσα ντι Πόπολο. Εκεί ήταν η αποθέωση. Καθίσαμε για καφέ σε ένα καφενεδάκι που το έλεγαν Rosetti. Ήρθε ένας τύπος για παραγγελία. Κοντός, παχουλοκομψούλης με στολή. Παραγγείλαμε οι αδαείς... φρέντο καπουτσίνο και δύο ποτήρια νερό. Όταν του λέω «με δύο ζαχαρίνες ο ένας και πέντε ζάχαρες ο άλλος» ο δόλιος Ιταλός που εύκολα παρέπεμπε στον Ζανίνο, κόντεψε να πάθει πάρεση. Εκνευρίστηκε. Κυριολεκτικά. Και που να του βαζα και νερό στο τασάκι. Θα φευγε. Την εκδίκησή του την πήρε όταν έφερε τον λογαριασμό: 22€. Ναι ναι καλά διαβάζεις. Δεν το σχολιάσαμε, διότι η θέα ήτο συναρπαστική.
Φύγαμε από κει και διασχίσαμε την πλατεία αναρωτώμενες που να ναι η Βίλα Μποργκέζε... για να ρθει η απάντηση σε άπταιστα Ελληνικά από Πακιστανό «κει τα πας. Προς τα κει ειναι το Μποργκέζε». Τρέλα μου ρθε.  Η Ελεάννα απλά γελούσε. Μαζί μου. Ναι. Ήταν υπέροχο. Βρήκαμε Πακιστανό, που να μιλάει Ελληνικά στη Ρώμη. Αμε... και συνεχίσαμε παρόλα αυτά.
Πολλά τα μνημεία σ' αυτήν την πόλη. Πολλά. Γωνία και μνημείο. Και οι Ιταλοί όμως... σένιοι ρε παιδί μου. Ντυμένοι με οίκους από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ασύλληπτο. Ήταν λες και διαβάζαμε διαδραστικό περιοδικό μόδας για άνδρες. Και ήταν όλοι έτσι. Αγέλαστοι, ανέκφραστοι, αλαζόνες. Τρομερό πράγμα. Το χειλάκι δεν τσάκιζε. Δεν χαμογελούσαν. Αλλά είχαν στιλ. Πολύ στιλ. Τόσο που έφτυναν με περισσή ευκολία στους δρόμους οι οποίοι δεν είναι και οι καθαρότεροι. Ήταν τέτοιο το σοκ που όπου βλέπαμε εκκλησία μπαίναμε να την επισκεφθούμε. Γιατί εντάξει... μπορεί να μαστε Ορθόδοξες -εξαιρετική ατάκα Ελεάννας θα στα πω αργότερα- αλλά και μια επίκληση στον έναν Θεό -δεύτερο σκέλος ατάκας θα στα πω μετά- έπρεπε να το κάνουμε.

Την άλλη μέρα πήγαμε στο Κάστρο των Αγγέλων. Αμεεεε... μπήκαμε μέσα, είδαμε τον Ανδριανό το τρελό αγόρι, περπατήσαμε εκεί που περπάτησε ο άγιος Μάρκος, είδαμε δόρατα, ασπίδες, επιγραφές πολλά. Και βγήκαμε. Και πήγαμε στον δρόμο των αγγέλων. Αυτό ήταν συγκλονιστικά όμορφο. Υπέροχο. Και μετά ήρθε η καταστροφή. Βατικανό και Άγιος Πέτρος. Πολλά τα ευρώ αλλά δεν το κάναμε θέμα. Και αφού πληρώσαμε 14€ για δύο πλαστικά ποτήρια κόκα κόλα λάιτ και δύο μπουκαλάκια νερό είπαμε να ακολουθήσουμε ένα γκρουπ με ξεναγό που θα μας εξηγούσε τα του Βατικανού και του Αγίου. Και τον ακολουθήσαμε. Και για να τον βρούμε τρέχαμε γύρω γύρω από τα τείχη του Βατικανού. Κάπως έτσι έφτανα να συμπονώ τους δρομείς μακρινών αποστάσεων. Εμείς οι δύο και δύο Γερμανίδες. Και μετά από ένα γρήγορο χιλιόμετρο βρήκαμε και τους υπόλοιπους. Γλυκύτατος ο ξεναγούλης. Μας είπε και για τον φίλο του τον Γιώργο που ήταν από την Θεσσαλονίκη αλλά διέμενε στας Αθήνας. Μας παρέλαβε λοιπόν και ξεκινήσαμε. Και στους κήπους του Βατικανού κόντεψα να γίνω άγαλμα. Ο θάνατος μου ρθε. Ήλιος, ζέστη κι ένας Ιταλός να μιλάει. Λιποθυμία. Πήραμε χρώμα όμως. Και αφού ολοκληρώθηκε το Βατικανό με την Καπέλα Σιστίνα που δεν βγάζεις πια φωτογραφίες γιατί το απαγορεύουν οι Γιαπωνέζοι που έκαναν την αναστήλωση της, πήγαμε στον Άγιο Πέτρο. Εντυπωσιακό. Με το στόμα ανοιχτό μένεις. Είδα κι εγώ τους Καθολικούς να πιάνουν το πόδι του Αγίου, και λέω στην Ελεάννα να το πιάσουμε κι εμείς -ε μέχρι εκείνη την ώρα μας έπιαναν αυτοί, ας πιάσουμε κι εμείς κάτι σκέφτηκα- για να μου ρθει η ατάκα «Είμαι Ορθόδοξη» είπε η Ελεάννα κι εγώ την κοιτούσα σα να κοιτάω την Ντενίση να λέει «η Σμύρνη είναι φως». Δεν μίλησα. «ο Θεός είναι ένας» συνέχισε και τελικά αγγίξαμε κι εμείς το πόδι του Αγίου. Βγήκαμε έξω χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε από τη συγκίνηση. Πραγματικά ανατριχιάσαμε και προχωρήσαμε με ενδιάμεση στάση στο ξενοδοχείο.
Φοντάνα ντι Τρέβι. Υπέροχη, θεσπέσια... μαγική... κόσμος πολύς. Πακιστανοί έβγαζαν φωτογραφίες τον κόσμο. Φυσικά και ρίξαμε νομίσματα αλλά σιγά μη σας πω τι ευχήθηκα... με την απορία θα μείνεις... και μετά μαμ σε ένα ριστοράντε. Μακαρονάδες. Ο σερβιτόρος φυσιολογικός. Παραγγείλαμε, φάγαμε και πάνω που θα ανάβαμε τσιγάρο, ήρθε ο σινιόρε και μας έφερε τον λογαριασμό προκειμένου να φύγουμε για να κάτσουν άλλοι. Καθόλου ωραίο. Αλήθεια.
Την επόμενη μέρα Πιάτσα Ναβόνα. Έρωτας! Μαγεία! Τρία συντριβάνια στη σειρά... μαγικό. Δεν υπάρχουν λόγια γι αυτήν την πλατεία. Είναι υπέροχη. Όπως και τα καφέ της. Καφές για την Ελεάννα, σοκολάτα για μένα. Κρύα του είπα ζεστή έφερε. Του επανέλαβα ότι την ήθελα κρύα κι έφερε τον μετρ ο οποίος μου είπε με νοήματα και Ιταλικά βέβαια ότι σοκολάτα κρύα είναι εκείνη που τρώμε. Ήθελα να συνουσιαστεί το σπιτάκι του αλλά δεν μίλησα καθότι ευγενής και υπεράνω. Με καταλαβαίνεις... Και απολαύσαμε τα ζεστά μας σε ένα κλίμα καύσωνα... Στην υγειά μας!
Εκκλησίες. Πολλές. Άγιος Ανδρέας, Μιζερεκόρντια, Άγιος Ιγνάτιος, Άγιος Πέτρος, Πάνθεον και κάποιες άλλες που μου διαφεύγουν. Σε κάποια φάση νόμιζα ότι κάναμε θρησκευτικό τουρισμό. Αλήθεια. Πολλοί οι τάφοι στις εκκλησίες. Άπειροι. Όπως και οι καρδινάλιοι. Βαλσαμωμένοι. Πως έχουμε εμείς τον Άη Γιάννη το Ρώσο; Κάπως έτσι. Βαλσαμωμένοι στα κουτάκια τους, με τα παπουτσάκια τους με όλα. Τάφοι πολλοί. Πάπες άπειροι.
Και μετά κι άλλα μνημεία. Δικαστικό μέγαρο, Μαυσωλείο Αυγούστου, Πιάτσα Βενέτσια... Μνημεία που απλά ξεπετάγονταν στο δρόμο σου. Δεν χρειαζόταν να τα ψάξεις. Ήταν εκεί. Μπροστά σου. Μνημεία και Φοντάνες. Φοντάνα ντι Μπαρμπερίνι... Χορτάσαμε φοντάνα, βία και πιάτσα -πηγή, οδός, πλατεία μην πάει το μυαλό σου πουθενά πονηρά-. Ιδρώτας. Ο χάρτης έλιωσε. Το αστείο είναι ότι τον χάρτη τον κρατούσα εγώ αλλά η Ελεάννα προσανατολιζόταν. Αυτό δεν κατάλαβα γιατί έγινε αλλά... έγινε. Πάντως η αιώνια πόλη είναι η χαρά του καπνιστή. Καπνίζουν όλοι αλλά όχι μέσα. Έξω. Χαμός. Πολύ τσιγάρο. Και πολλές γόπες κάτω. Και σαγιονάρες κάτω... νταξ... δεν το χουν με την καθαριότητα... Έχουν και αντίληψη... μας πέρασαν για Τουρκάλες και Ισπανίδες. Όταν του λέγαμε «ντε Γκρέτσια» ξενέρωναν. Δεν καταλάβαμε γιατί.
Σ' αυτό το σημείο βέβαια θα με ρωτήσεις αν μου άρεσε η Ρώμη. Θέλεις ειλικρινή απάντηση; Δεν ξέρω θα σου πω. Δεν ξέρω αν μου άρεσε. Όλο αυτό το θέμα με τα πομπώδη μνημεία που τα έβρισκες μπροστά σου, όλη αυτή η υπερπροβολή γενικά όλο αυτό το πολύ, το υπερβολικό και το πομπώδες κάπου με στρίμωξαν. Αναμφίβολα πόλη που πρέπει να επισκεφθείς. Αναμφίβολα πανάκριβη. Αναμφίβολα πανέμορφη. Αλλά ρε παιδί μου... κάτι έλειπε... η εγγύτητα; η αίσθηση της φιλοξενίας; δεν ξέρω... κάτι... κάτι έλειπε... Ίσως η ζεστασιά. ίσως το χιούμορ... Ο ρεσεψιονίστ τρόλαρε τον Έλληνα που είχε την ατυχία να λέγεται «Ροπόκος» και τον αποκαλούσε Ρόμποκοπ και γελούσε... για τους δικούς του λόγους... που έβλεπε μια Γαλλίδα να κοιμάται στον καναπέ περιμένοντας το ταξί της και έγνεψε συνοδεύοντας το με τη λέξη «καπούτ»...
Περάσαμε όμορφα. Γελάσαμε πολύ. Περπατήσαμε περισσότερο και ανατριχιάσαμε με την Τέχνη. Αν ψωνίσαμε; Αμε... μαγνητάκια! Και κάτι εξαρτήματα κουζίνας. Γιατί αν το δεις από αυτή την άποψη θα συμφωνήσεις με τον Κάτωνα και θα παραφράσεις την φράση που ολοκλήρωνε τους δικανικούς του λόγους «Et praeterea censeo Roma delenda est»...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου