Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Αντιθέσεις, Τιμωρία, Λύτρωση...

Έδινε... τα πάντα... Έδινε... σε όλους... ανεξαιρέτως... Έδινε... Άδειαζε... Γέμιζε... Ξέμενε... Ρήματα έντονα... Γεμάτα... Μοναδικά... Μα η κατάληξη ήταν πάντα ίδια... Η διαδικασία γνώριμη.. Τόσο γνώριμη όσο και η ίδια της η ύπαρξη... Τόσο μονότονα ίδια... Όσο και η μέρα της μαρμότας... Συνεχόμενα, επαναλαμβανόμενα γεγονότα... Όλα ίδια... Όλα επαναλαμβανόμενα...
Δεν έπαιρνε... Δεν ζητούσε... Δεν ζητιάνευε... Δεν, δεν, δεν... Αρνήσεις μέσα στην ίδια κατάφαση. Ζεύγη όχι απλά αντιθέσεων. Ζεύγη άνισα σε μια εξίσωση τουλάχιστον άτοπη. Ζεύγη που στη ζυγαριά του χρόνου δεν είχαν την ίδια βαρύτητα. Ζεύγη ξένα. Ζεύγη που δεν ήταν ζεύγη. Ζεύγη μονά. Λειψά... Μονόπλευρα. Κι όμως στο κεφάλι της ήταν ζεύγη.
Εκείνη δεν μπορούσε να χωρέσει στο κεφάλι της. Βλέπεις ήταν πολύ για εκείνη. Ήταν πολύ το να χωρέσει κάτι τόσο μεγάλο σε ένα τόσο δα μικρό εγκέφαλο. Διότι πάντα το παίρνειν είναι μικρότερο του δίνειν. Το να δίνεις είναι μάλλον χούι. Ένα ζαβό, τρελό, απειροελάχιστο χούι. Κατά πολλούς βλακεία κατά άλλους μεγαλειότητα. Εκείνη δεν το έβλεπε έτσι. Ούτε καν το έβλεπε. Εκείνη απλά έδινε. Χωρίς να φιλτράρει. Χωρίς να σκέφτεται. Κανένα κόστος. Κανέναν κίνδυνο. Κανένα ορατό προορισμό.
Γιατί προορισμός της ήταν το άλλο. Προορισμός ήταν το χαμόγελο του δέκτη. Η χαρά του. Λίγο την ενδιέφερε αν ο άλλος ήταν έτοιμος να δεχτεί. Κι εκείνη απλά έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα. Να δίνει. Χαρά, ελπίδα, ώθηση... Να στέκει ως δεκανίκι, ως άλλη βακτηρία σε όποιον την είχε ανάγκη. Τι ήταν η ίδια; Ηλίθια. Βλαμμένη. Διαταραγμένη. Πολλοί θεωρούσαν ότι το έκανε προκειμένου να ακούσει λόγια... «Τι καλή», «τι άξια», «τι μεγαλόψυχη»... Δεν την αφορούσαν οι χαρακτηρισμοί. Άλλοι πάλι το έβλεπαν κακόβουλα «Κάτι προσπαθεί να πετύχει» ή «πάει να το παίξει καλή»... Αλήθεια, πόσο μικροί και πόσο μικρόψυχοι. Αρνούνται να καταλάβουν ότι το δίνειν απλά πηγάζει εκ των έσω. Δεν φιλτράρεται. Δεν έχει κίνητρο και κυρίως δεν έχει δόλο...
Εκείνη ήταν μάλλον αφελής. Τι μάλλον δηλαδή... Αφελέστατη. Θεωρούσε ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί. Ότι την πλησίαζαν γιατί τη συμπαθούσαν. Διότι την ήθελαν στη ζωή τους. Διότι την αγαπούσαν. Πόση βλακεία και αφέλεια χωρούσε στο κεφάλι της Θεέ μου... Ναι... Ο Θεός... Εκείνος που ξοδεύει άπειρο μπλε για να μένει αόρατος. Εκείνος που σκέπει... Εκείνος που τα πάντα εν σοφία εποίησε. Κι όμως δεν ποίησε τα πάντα εν σοφία.

Εάν ποιούσε εν σοφία, τότε η σοφία θα βρισκόταν παντού. Η αφέλεια, ο κατεξοχήν εχθρός της σοφίας, δεν θα κέρδιζε. Το κριτήριο θα ήταν πάντοτε σωστό και ενιαίο. Αυτή θα ήταν η σοφία. Διότι όποιος τελικά δίνει τόσο απλόχερα, τόσο απόλυτα, τόσο διάχυτα χάνει. Ναι. Χάνει. Χάνει τον εαυτό του. Διότι το δώρο του δίνειν στον άλλον δεν επιστρέφεται ποτέ. Και για να απαντήσω σε ερώτημα, σαφώς και ο σκοπός δεν είναι να πάρεις. Εκείνη δεν το έβλεπε έτσι. Δεν έδινε για να πάρει. Ήθελε όμως να ακούσει κάτι. Κάτι. Ή να δει κάτι. Τουλάχιστον ένα βλέμμα. Ούτε ευγνωμοσύνες, ούτε ευχαριστώ αλλά και ούτε μεγαλοστομίες. Ήθελε απλά κάτι. Μια χειρονομία. Μια οποιαδήποτε κίνηση.
Εκτός του δίνειν είχε κι άλλο κουσούρι. Ίσως μεγαλύτερο, ίσως μικρότερο. Ήταν δεδομένο. Λειτουργούσε ως δεδομένο. Αλλά από την άλλη μόνο τα δεδομένα μπορούν να δίνουν. Άκριτα και τα πάντα. Εκείνη ήξερε να είναι εκεί. Σε κάθε κατάσταση. Σε κάθε πλαίσιο. Σε κάθε συνθήκη. Ήταν εκεί. Και της άρεσε να το ξέρουν. Και της άρεσε να την αντιμετωπίζουν έτσι. Θεωρούσε, η χαζή, ότι ο καθένας θα χαιρόταν να έχει ένα δεδομένο στη ζωή του. Θεωρούσε ότι το δεδομένο είναι μαξιλάρι ασφαλείας για εκείνον που το έχει. Πόσο λάθος έκανε. Ουδείς σέβεται τα δεδομένα. Ουδείς τα εκτιμά. Ο λόγος; Άγνωστος. Αδιάφορος σχεδόν.
Αποτέλεσμα; ένα. Πληγή. Κάθε λειτουργία της και μια πληγή. Όσο προσπαθούσε να κλείσει η μία, άνοιγε η άλλη και μάτωνε και τις άλλες ταυτόχρονα. Πληγές σαν την Λερναία Ύδρα. Μια έκλεινε, δέκα άνοιγαν. Κι όμως. Τα πράγματα περιπλέκονται.
Περιπλέκονται τόσο όσο και οι σκέψεις. Και γιγαντώνονται τόσο όσο και οι ταχυπαλμίες που ένιωθε στο στήθος. Αυτό το πλάκωμα. Συνήθως στους ανθρώπους έρχεται η Μόρα. Σε κείνη έρχονταν οι πληγές της. Και την πλάκωναν. Και ασφυκτιούσε. Κάποιες στιγμές ήθελε απλά να σκίσει τις σάρκες της. Δεν αντέχονται άλλες πληγές. Δεν αντέχονται άλλες σκέψεις.
Και τότε συνειδητοποιούσε. Ότι αυτό ήταν. Καταδικασμένη να δίνει. Καταδικασμένη να είναι αφελής. Καταδικασμένη στην πίστη στους ανθρώπους. Εγκλωβισμένη στη σκέψη ότι το να δίνεις είναι ευλογία... Κι ας καταλήγεις με πληγές. Βλέπεις για κείνη κάθε πληγή είναι και ένα παράσημο. Από κάποια μάχη. Μια μάχη του εαυτού της με τον κόσμο. Του μαύρου και του άσπρου. Διότι τελικά όλα είναι αντίθετα. Μα για στάσου... Πόσο αντίθετα είναι τελικά; Συνήθως είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι αυτή δεν είναι Μεσσίας. Και ούτε ήθελε να είναι. Το μόνο της αδίκημα; Η χαρά που ήθελε να προσφέρει. Η βοήθεια. Η λειτουργία της ως δεδομένο. Μα φαίνεται ότι αυτά είναι κακουργήματα στο αδηφάγο σήμερα. Στο σήμερα που προστάζει τα παντός είδους παίγνια. Το σήμερα που προστάζει το ξέσκισμα των σαρκών στην επιβίωση των φύλων.
Ας δικαστεί λοιπόν. Ας καταδικαστεί στην ανυπαρξία των αντιθετικών σχημάτων. Στην μηδενικότητα της ύπαρξης. Ας φυλακιστεί στην αιώνια φυλακή της Ανάστασης των άλλων. Η δική της; Έρχεται μέσα από εκείνη των άλλων. Η σωτηρία της η θεραπεία των άλλων. Ας καταδικαστεί στη λήθη. Κι ας μη γνωρίσει αγάπη. Κι ας μη γνωρίσει τίποτα. Άλλωστε ακόμα και το τίποτα ορισμένων είναι το μέγιστο κάτι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου