Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Ουρανός και Γη

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου θυμάμαι να φοβάμαι τους κεραυνούς. Ο ήχος τους, η λάμψη τους, η απολυτότητά τους... Μου προκαλούσαν και εξακολουθούν να μου προκαλούν δέος. Θυμάμαι μικρή τις νύχτες, όταν μπουμπούνιζε και έπεφταν κεραυνοί εγώ να κουκουλώνομαι και να τυλίγομαι μέσα στις κουβέρτες και στα παπλώματα από φόβο προσπαθώντας να σκεφτώ άπειρα πράγματα που θα έκαναν το μαρτύριό μου πιο υποφερτό.
Σκεφτόμουν, λοιπόν,ότι ο Θεός βγάζει φωτογραφίες και επειδή είναι νύχτα χρησιμοποιεί φλας. Βέβαια ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο που ο  Θεούλης ήθελε να απαθανατίσει το φυσικό κόσμο που με σοφία εποίησε. Το κόλπο έπιανε έχοντας πάντα συνοδεία ένα ποτήρι Coca-Cola. Παρόλο που το κόλπο ήταν επιτυχές κάθε φορά που έπεφτε κεραυνός εγώ μαζευόμουν όλο και περισσότερο. Φοβόμουν. Και φοβάμαι. Μέχρι που πρόσφατα κάποιος ειδικός στην ανάλυση των κεραυνών επέλεξε να μου πει μια ιστορία. Μια ιστορία για τον Ουρανό, τη Γη και τους Κεραυνούς.
«Γιατί φοβάσαι τους κεραυνούς; Δεν ξέρεις ότι είναι ενέργεια; Είναι μια ενέργεια που μοιράζονται ο Ουρανός και η Γη. Είναι ο τρόπος που βρίσκει η Φύση να ενώνει τον Ουρανό με τη Γη. Γι αυτό και πέφτουν με κατακόρυφη μορφή».
Είναι ό,τι πιο μαγικό έχω ακούσει. Ο Ουρανός και η Γη. Δύο άκρα αντίθετα. Δύο πόλοι που ενώ λαχταρούν να ενωθούν γνωρίζουν ότι η έλξη και η ένωση αυτή είναι απόκοσμη. Και έτσι έρχεται ο Κεραυνός να δώσει τη λύση. Ο Ουρανός μαζεύει όλη του την ενέργεια για να μπορέσει η Γη να τον νιώσει απόλυτο. Στην ολότητά του. Και η Γη ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον αιώνιο αγαπημένο. Τον Ουρανό που ο Κεραυνός ως άλλος αγγελιοφόρος εκτελεί την αποστολή του...
«Ο Ουρανός αγαπούσε τη Γη. Η Γη δεν μπορούσε να είναι ολόκληρη χωρίς τον Ουρανό. Μια αγάπη πρωτόγνωρη. Απόκοσμη. Μαγική. Δύο ζεύγη αντίθετα που συμπληρώνουν, ωστόσο, με απόλυτη ακρίβεια το ένα το άλλο. Η Γη χωρίς τον Ουρανό είναι μισή και ο Ουρανός αν δεν αντικρύζει τη Γη δεν μπορεί να υφίσταται. Προαιώνιο το φλερτ τους. Κοιτάζονται από απαρχής κόσμου.

«Μια αστραπή η ζωή μας μα προλαβαίνουμε» Ν. Καζαντζάκης
Κατακτώνται και κατακτούν με την Γη να γνωρίζει την απόλυτη μορφή της Παθητικής Φωνής. Η Γη κατακτάται και ο Ουρανός πληγώνεται.
Η Γη πονάει και ο Ουρανός κλαίει. Και τα δάκρυα του πέφτουν πάνω της για να της πάρουν τον πόνο. Να ελευθερώσουν την ψυχή της. Όταν δεν τη βλέπει καλά ο Ουρανός συννεφιάζει. Ρίχνει ένα γκρίζο πέπλο που επιτρέπει στην αιώνια αγαπημένη του να καταλάβει ότι εκείνος γνωρίζει. Δεν χρειάζεται να πουν πολλά. Γνωρίζουν και είναι αρκετό.
Ο ένας παρηγορεί τον άλλον μέσα από σκιαγραφήματα. Μέσα από μορφές. Μέσα από φαινόμενα. Ο Ουρανός χαρίζει χρώματα μοναδικά και η Γη ανοίγει την αγκαλιά της να τα υποδεχτεί.
Μέχρι που τα συναισθήματα μαζεύονται. Μέχρι που η λαχτάρα του ενός για τον άλλον γίνεται ανάγκη επιβίωσης. Και τότε την ευθύνη φέρει ο δυνατός. Η Γη δεν έχει τα μέσα να δείξει στον Ουρανό. Εκείνη είναι έρμαιο του. Κινείται, γεννάει, χαρίζει βρισκόμενη πάντα σε πλήρη εναρμόνιση με τις διαθέσεις εκείνου. Εκείνος είναι ο εντολοδόχος της.
Και εκείνος χωρίς αυτήν πνίγεται. Πνίγεται τόσο που αδημονεί να βρεθεί μαζί της. Δίπλα της. Να την αγγίξει. Να ενωθεί μαζί της. Και τότε εκείνος σκοτεινιάζει. Γίνεται μαύρος. Κλείνει. Μαζεύει την οργή του γι αυτό που δεν μπορεί να έχει.
Φτάνει στο σημείο του μη ελέγχου. Και τότε δημιουργεί το μέσο. Διότι αν δεν την φτάσει εκείνος δεν θα μπορεί κανείς. Γεννάει το αγαπημένο του παιδί. Τον Κεραυνό. Το μέσο που θα βοηθήσει στην εκτόνωση αυτής της επιθυμίας. Ο Ουρανός φορτίζει και ο Κεραυνός γεννάται. Γεννιέται γνωρίζοντας ότι σε λίγα δευτερόλεπτα θα καταλήξει. Θα πεθάνει εκείνος προκειμένου ο Ουρανός να μπορέσει να δείξει στη Γη πόσο ανάγκη την έχει. Και ο Ουρανός θα θυσιάσει πολλά από τα παιδιά του στη μάχη. Στην επιθυμία. Θα θυσιάσει για το αέναο και βαθέως ποθούμενο. Για το αυτονόητο ποθούμενο. Εκείνο που θα ελευθερώσει. Εκείνο που θα ενώσει. Μετά ο Ουρανός χαρίζει τα πιο όμορφα χρώματά του. Και η Γη τις πιο μεθυστικές μυρωδιές της».
Πλέον κάθε φορά που θα ακούω κεραυνό θα χαίρομαι. Θα χαίρομαι που ο Ουρανός άγγιξε την αιώνια αγαπημένη του. Αυτή που κοιτάζει όταν χαράζει και καληνυχτά όταν βραδιάζει. Θα λυπάμαι για τον Κεραυνό αλλά θα ξέρω ότι η θυσία του εξυπηρετεί το Παν. Θα ξέρω πλέον ότι ο Κεραυνός φέρνει κοντά δύο ζεύγη τόσο όμοια που η έλξη τους συνεχίζεται στο διηνεκές... Που η έλξη τους δημιουργεί μαγεία. Πλέον ο Κεραυνός είναι ο από μηχανής Θεός που εξυπηρετεί την ανάγκη μιας ένωσης.
Και κάπως έτσι θα τυλίγομαι και πάλι στις κουβέρτες και στα παπλωματάκια μου έχοντας, ωστόσο, ένα χαμόγελο στα χείλη γνωρίζοντας το αιώνιο μυστικό...


Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Κόκκινη κλωστή δεμένη...

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι. Ένα μικρό κοριτσάκι που ήταν πολύ περίεργο να ανακαλύψει τον κόσμο. Έναν κόσμο που πολλοί έλεγαν ότι ήταν σκληρός, κακός και αρκετές ή τις περισσότερες φορές περίεργος και παράξενος.
Το κοριτσάκι εκδήλωνε την περιέργεια του σε κάθε κατάσταση. Και κάπως έτσι έχτιζε γνώση και άποψη και μεγάλωνε. Μέχρι που μεγάλωσε τόσο που θέλησε να εγκαταλείψει τον πύργο του για να γνωρίσει αυτό που τόσο καιρό της περιεγράφαν. Τον κόσμο.
Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος παραήταν μεγάλος για να τον δει μόνη της και αποφάσισε να βρει παρέα. Μια παρέα που θα μπορούσαν να βλέπουν μαζί, να αναλύουν μαζί και να μοιράζονται. Αυτή βέβαια ήταν η άποψη του κοριτσιού. Γιατί ο κόσμος είχε άλλες βλέψεις.
Το κοριτσάκι λοιπόν γνώρισε πολλούς ανθρώπους. Άλλους ατελείς, άλλους όμορφους, άλλους φοβικούς. Άρχισε να κάνει τη συλλογή του. Έλα όμως που κανείς δεν έμαθε στο μικρό κοριτσάκι, ότι οι άνθρωποι φεύγουν. Όχι επειδή το κοριτσάκι είχε το πρόβλημα, αλλά επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν αντέχουν τη δοτικότητα, την καθαρότητα, την ειλικρίνεια.
Η τελευταία απώλεια που αυτή τη φορά την αποφάσισε το κοριτσάκι προς μεγάλη της έκπληξη της έφερε μια σιωπή. Το κοριτσάκι αισθανόταν άνετα στη σιωπή αυτή. Βλέπεις, το είχε πάρει απόφαση πια ότι τον κόσμο θα τον εξερευνούσε μόνη της. Με το δισάκι της. Ένα παλιό δισάκι που είχε μέσα ελάχιστα εφόδια: όνειρα, αγάπη, ρομαντισμό...
Και το κοριτσάκι ξεκίνησε το ταξίδι του. Περπατούσε στο δάσος, έβγαινε σε ξέφωτα, ανέβαινε σε βουνά και διέσχιζε ποτάμια. Χάζευε τα δέντρα, τα λουλούδια. Στεκόταν με κλειστά μάτια για να αισθανθεί τη Φύση.

Και ξάφνου πίσω από ένα δέντρο πετάχτηκε μια μορφή. Μια απόκοσμη μορφή. Μια μορφή που δεν ήταν ανθρώπινη. Ήταν άυλη... Το κοριτσάκι πλησίασε γεμάτο περιέργεια. Και η μορφή απέκτησε φωνή. Μια όμορφη φωνή. Παιχνιδιάρικη, ευχάριστη, περιπαικτική. Το κοριτσάκι άφησε το δισάκι του και ήπιε νερό από κείνο που της προσέφερε η Μορφή. Και ήταν τόσο διαφορετικό αυτό το νερό. Με τις πρώτες σταγόνες το κοριτσάκι άρχισε να αισθάνεται όμορφα. Ανάλαφρα. Χαρούμενο.
Άρχισε να παίζει με τη Μορφή. Δεν την έβλεπε αλλά την αισθανόταν. Και το παιχνίδι ήταν όμορφο και αμφίδρομο. Μέχρι που η Μορφή αποκαλύφθηκε.
Η Μορφή έγινε ένας Γέρος Σοφός που ήθελε να παίξει με το κοριτσάκι. Και το κοριτσάκι μαγεύτηκε. Μαγεύτηκε από την ικανότητα του να τη μαθαίνει πράγματα. Εκστασιάστηκε με τα παιχνίδια. Πίστεψε το Γέρο Σοφό και αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Τον ακολούθησε παρά το γεγονός ότι ο γέρος Σοφός την είχε προειδοποιήσει ότι ο δικός του δρόμος είναι σκληρός. Ο δικός του δρόμος είχε απαγορεύσεις. Ο δρόμος του ήταν σκοτεινός. Μα το κοριτσάκι παραήταν ενθουσιασμένο. Μαγεμένο. Τον ακολούθησε. Δεν το ένοιαζε τι θα συναντούσε. Δεν το ένοιαζαν οι δράκοι που θα έπρεπε να σκοτώσει. Το ένοιαζε μόνο να είναι με το γέρο Σοφό. Εκείνος θα γινόταν ο οδηγός της. Οι κόσμοι που θα της άνοιγε θα ήταν για κείνη ένα νέο ταξίδι.
Το κοριτσάκι περνούσε όμορφα με τον γέρο Σοφό. Της μάθαινε πράγματα. Την οδηγούσε. Την έφτιαχνε. Ανάμεσά τους είχε αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη φιλία. Μια φιλία τόσο παράξενη και άξαφνη όσο και ο τρόπος που γνωρίστηκαν.
Ο ένας απολάμβανε τον άλλον. Προβληματισμοί, σκέψεις όλα ήταν προς συζήτηση. Και ο γέρος Σοφός ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει το κοριτσάκι. Και κείνο αφηνόταν. Στα λόγια του και στη φροντίδα του. Ένα βλέμμα του Σοφού έκανε το κοριτσάκι ήρεμο. Τοποθετούσε τον παράξενο κόσμο στη διάσταση που θα έπρεπε να είναι.
Μια μέρα όμως ο γερό-Σοφός χάθηκε. Τον πήρε μαζί του ένας δράκος. Ένας κακός δράκος που ο γερό Σοφός είχε πετάξει από την Εδέμ. Και αυτή ήταν η τιμωρία του Σοφού. Να απομακρυνθεί από το κοριτσάκι. Το κοριτσάκι διαλύθηκε. Ήταν τόσο κολλημένο πάνω στον γερό-Σοφό που δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Έμεινε πάλι μόνο του να προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο. Μάζεψε το δισάκι του που πια είχε τρυπήσει. Μάζεψε τα κομματάκια από το ύφασμα τα έβαλε στην τσέπη του, σκούπισε τα δάκρυα του και συνέχισε το ταξίδι του. Μα πάντα του έλειπε ο Σοφός. Εκείνη η άυλη μορφή που είχε καταφέρει να γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι του δικού της κόσμου. Το κοριτσάκι ανέπνεε βαριά. Μέχρι που λύγισε. Έσκυψε με τα γονατάκια του στο χώμα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω κι έκλαιγε. Φώναζε τον γερό Σοφό μα εκείνος δεν ήταν πουθενά. Εκείνος δεν υπήρχε πια. Είχε χαθεί. Είχε πάει σε έναν άλλο κόσμο και είχε αφήσει το κοριτσάκι μόνο. Και το κοριτσάκι έμεινε ασάλευτο. Εκεί. Στο χώμα. Να τον περιμένει. Της είχε διαλύσει την καρδιά. Της είχε πάρει την ανάσα. Ο γερό Σοφός... Το κοριτσάκι δεν ήξερε αν όντως υπήρξε ή αν τον έπλασε με τη φαντασία της. Απλά έμεινε εκεί ασάλευτο. Μέχρι που το πήρε η μεγάλη παγωμένη νύχτα»