Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Κόκκινη κλωστή δεμένη...

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι. Ένα μικρό κοριτσάκι που ήταν πολύ περίεργο να ανακαλύψει τον κόσμο. Έναν κόσμο που πολλοί έλεγαν ότι ήταν σκληρός, κακός και αρκετές ή τις περισσότερες φορές περίεργος και παράξενος.
Το κοριτσάκι εκδήλωνε την περιέργεια του σε κάθε κατάσταση. Και κάπως έτσι έχτιζε γνώση και άποψη και μεγάλωνε. Μέχρι που μεγάλωσε τόσο που θέλησε να εγκαταλείψει τον πύργο του για να γνωρίσει αυτό που τόσο καιρό της περιεγράφαν. Τον κόσμο.
Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος παραήταν μεγάλος για να τον δει μόνη της και αποφάσισε να βρει παρέα. Μια παρέα που θα μπορούσαν να βλέπουν μαζί, να αναλύουν μαζί και να μοιράζονται. Αυτή βέβαια ήταν η άποψη του κοριτσιού. Γιατί ο κόσμος είχε άλλες βλέψεις.
Το κοριτσάκι λοιπόν γνώρισε πολλούς ανθρώπους. Άλλους ατελείς, άλλους όμορφους, άλλους φοβικούς. Άρχισε να κάνει τη συλλογή του. Έλα όμως που κανείς δεν έμαθε στο μικρό κοριτσάκι, ότι οι άνθρωποι φεύγουν. Όχι επειδή το κοριτσάκι είχε το πρόβλημα, αλλά επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν αντέχουν τη δοτικότητα, την καθαρότητα, την ειλικρίνεια.
Η τελευταία απώλεια που αυτή τη φορά την αποφάσισε το κοριτσάκι προς μεγάλη της έκπληξη της έφερε μια σιωπή. Το κοριτσάκι αισθανόταν άνετα στη σιωπή αυτή. Βλέπεις, το είχε πάρει απόφαση πια ότι τον κόσμο θα τον εξερευνούσε μόνη της. Με το δισάκι της. Ένα παλιό δισάκι που είχε μέσα ελάχιστα εφόδια: όνειρα, αγάπη, ρομαντισμό...
Και το κοριτσάκι ξεκίνησε το ταξίδι του. Περπατούσε στο δάσος, έβγαινε σε ξέφωτα, ανέβαινε σε βουνά και διέσχιζε ποτάμια. Χάζευε τα δέντρα, τα λουλούδια. Στεκόταν με κλειστά μάτια για να αισθανθεί τη Φύση.

Και ξάφνου πίσω από ένα δέντρο πετάχτηκε μια μορφή. Μια απόκοσμη μορφή. Μια μορφή που δεν ήταν ανθρώπινη. Ήταν άυλη... Το κοριτσάκι πλησίασε γεμάτο περιέργεια. Και η μορφή απέκτησε φωνή. Μια όμορφη φωνή. Παιχνιδιάρικη, ευχάριστη, περιπαικτική. Το κοριτσάκι άφησε το δισάκι του και ήπιε νερό από κείνο που της προσέφερε η Μορφή. Και ήταν τόσο διαφορετικό αυτό το νερό. Με τις πρώτες σταγόνες το κοριτσάκι άρχισε να αισθάνεται όμορφα. Ανάλαφρα. Χαρούμενο.
Άρχισε να παίζει με τη Μορφή. Δεν την έβλεπε αλλά την αισθανόταν. Και το παιχνίδι ήταν όμορφο και αμφίδρομο. Μέχρι που η Μορφή αποκαλύφθηκε.
Η Μορφή έγινε ένας Γέρος Σοφός που ήθελε να παίξει με το κοριτσάκι. Και το κοριτσάκι μαγεύτηκε. Μαγεύτηκε από την ικανότητα του να τη μαθαίνει πράγματα. Εκστασιάστηκε με τα παιχνίδια. Πίστεψε το Γέρο Σοφό και αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Τον ακολούθησε παρά το γεγονός ότι ο γέρος Σοφός την είχε προειδοποιήσει ότι ο δικός του δρόμος είναι σκληρός. Ο δικός του δρόμος είχε απαγορεύσεις. Ο δρόμος του ήταν σκοτεινός. Μα το κοριτσάκι παραήταν ενθουσιασμένο. Μαγεμένο. Τον ακολούθησε. Δεν το ένοιαζε τι θα συναντούσε. Δεν το ένοιαζαν οι δράκοι που θα έπρεπε να σκοτώσει. Το ένοιαζε μόνο να είναι με το γέρο Σοφό. Εκείνος θα γινόταν ο οδηγός της. Οι κόσμοι που θα της άνοιγε θα ήταν για κείνη ένα νέο ταξίδι.
Το κοριτσάκι περνούσε όμορφα με τον γέρο Σοφό. Της μάθαινε πράγματα. Την οδηγούσε. Την έφτιαχνε. Ανάμεσά τους είχε αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη φιλία. Μια φιλία τόσο παράξενη και άξαφνη όσο και ο τρόπος που γνωρίστηκαν.
Ο ένας απολάμβανε τον άλλον. Προβληματισμοί, σκέψεις όλα ήταν προς συζήτηση. Και ο γέρος Σοφός ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει το κοριτσάκι. Και κείνο αφηνόταν. Στα λόγια του και στη φροντίδα του. Ένα βλέμμα του Σοφού έκανε το κοριτσάκι ήρεμο. Τοποθετούσε τον παράξενο κόσμο στη διάσταση που θα έπρεπε να είναι.
Μια μέρα όμως ο γερό-Σοφός χάθηκε. Τον πήρε μαζί του ένας δράκος. Ένας κακός δράκος που ο γερό Σοφός είχε πετάξει από την Εδέμ. Και αυτή ήταν η τιμωρία του Σοφού. Να απομακρυνθεί από το κοριτσάκι. Το κοριτσάκι διαλύθηκε. Ήταν τόσο κολλημένο πάνω στον γερό-Σοφό που δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Έμεινε πάλι μόνο του να προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο. Μάζεψε το δισάκι του που πια είχε τρυπήσει. Μάζεψε τα κομματάκια από το ύφασμα τα έβαλε στην τσέπη του, σκούπισε τα δάκρυα του και συνέχισε το ταξίδι του. Μα πάντα του έλειπε ο Σοφός. Εκείνη η άυλη μορφή που είχε καταφέρει να γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι του δικού της κόσμου. Το κοριτσάκι ανέπνεε βαριά. Μέχρι που λύγισε. Έσκυψε με τα γονατάκια του στο χώμα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω κι έκλαιγε. Φώναζε τον γερό Σοφό μα εκείνος δεν ήταν πουθενά. Εκείνος δεν υπήρχε πια. Είχε χαθεί. Είχε πάει σε έναν άλλο κόσμο και είχε αφήσει το κοριτσάκι μόνο. Και το κοριτσάκι έμεινε ασάλευτο. Εκεί. Στο χώμα. Να τον περιμένει. Της είχε διαλύσει την καρδιά. Της είχε πάρει την ανάσα. Ο γερό Σοφός... Το κοριτσάκι δεν ήξερε αν όντως υπήρξε ή αν τον έπλασε με τη φαντασία της. Απλά έμεινε εκεί ασάλευτο. Μέχρι που το πήρε η μεγάλη παγωμένη νύχτα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου