Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Τηλεκοντρόλ κουμπί 4

Τηλεκοντρόλ κουμπί 4. Το πατάς και αρχίζει να παίζει. Η αγαπημένη συχνότητα. Η αγαπημένη τηλεοπτική στάση. Έτσι κάπως μεγάλωσα. Ή μάλλον και έτσι. Επέστρεφα από το σχολείο και πήγαινα κατευθείαν στο δωμάτιο με την τηλεόραση και πατούσα το 4. Το MEGA Channel. Βλέπεις η δική μου η γενιά που έκανε το ντεμπούτο της με την ΕΡΤ και την ΕΡΤ2 μυήθηκε στο χρώμα μέσα από το κουμπί 4. Το μαγικό κουμπί.
Είχα αναμνήσεις απ' αυτό το κανάλι. Μεσημέρια, απογεύματα, βράδια και νύχτες. Κάθε μέρα. Η κάθε μου μέρα είχε και την συγκεκριμένη αναφορά. Ταυτισμένη η ημέρα μου με το πρόγραμμα του «Μεγάλου Καναλιού». Τόσες σειρές και άλλες τόσες εκπομπές...
Οι Τρεις Χάριτες και η Ελίζα και η Άλλη σίγουρα σου κράτησαν παρέα... Για να μην αναφερθώ στον κύριο Μαρκορά και την κυρία Κουντουράτου... 
Απαράδεκτοι έλεγες... Και αμέσως σκεφτόσουν τον Μπέζο, την Παπαδοπούλου, τον Μπονάτσο και τον Παπαδόπουλο που αναρωτιόταν «τι έγινε ρε παιδιά» καθότι αγωνιστής του Πολυτεχνείου...
Αυθαίρετοι σου απαντούσαν κι εσύ σκεφτόσουν τι άλλο... Πουλικάκο, Μάνεση, Τριφύλλη, Τσακαρισιάνου και Βαλαβανίδη να κάνουν προβλέψεις για το 1992 αναζητώντας την άνοδο της μεσαίας τάξης ανάμεσα στη Δεξιά και το... Κέντρο. 
Εκμέκ Παγωτό... Γλυκιά στιγμή. Διαμαντόπουλος, Φωκά, Τσακίρογλου, Διαβάτη, Ρόχας, Παπαδόπουλος και τόσοι άλλοι. Και το έβλεπες και μαζί σ' έτρωγε η αγωνία για το πότε θα καταφέρει ο Αύγουστος Πετράκης να αγοράσει εκείνο το τζιπάκι που πάντα ονειρευόταν. Μέχρι που ο Παπαδόπουλος έβγαζε το πόρισμα της οσφιοκαμψίας στο 4ο τεταρτημόριο και ερχόταν το χάος. 
Κι αν μένεις στο Ρετιρέ με Μικρομεσαίους ε τότε... δεν μπορεί... έχεις κι εκεί τις αναφορές σου. Η Γιουλάκη, η κυρία Σοφία, ο Χρήστος, η Ξινή, η Αμαλία, η Χαρούλα Πεπονάκη και ο Παπάρας σίγουρα σου είναι κάτι παραπάνω από οικεία ονόματα. Γιατί τα έβλεπες. Και γελούσες.
Και μετά είχες τους Φρουρούς της Αχαίας με την Συνοδινού, τον Τζώρτζογλου και την Ντενίση. Και θυμάσαι τη σκηνή που φυσούσε δυνατά τόσο που η Χέλμη είχε το προαίσθημα ότι κάτι κακό συνέβαινε στον Ζανή της.

Και μετά τα δράματα. Άφρικα,  Η αίθουσα του Θρόνου, Ο μεγάλος Θυμός και τόσες άλλες σειρές που σε κρατούσαν εκεί. Αιχμάλωτο του τηλεκοντρόλ πάντοτε συντονισμένου στο 4. Και αργότερα ήρθε η Βέρα στο Δεξί. Και τα Μυστικά της Εδέμ. Και ανακάλυπτες την ιστορία που γράφουν οι παρέες. 
Τα τηλεπαιχνίδια. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις Κόντρες και τον Αδύναμο Κρίκο; Σίγουρα όχι εγώ. Ο Βλάσης και η Έλενα. Ο πολύχρωμος Βλάσης και η αυστηρή, μαυροφορούσα Έλενα. «Πάρα πολύ ωραίο», από τη μία και «Είστε ο πιο αδύναμος κρίκος» από την άλλη.
Κι ύστερα οι ειδήσεις και οι ενημερωτικές εκπομπές. Στιγμή χαραγμένη όταν έπεσε η ρουκέτα της «17Ν» με τον Λιάτσο ως εκφωνητή/παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου των 8. Η Κανέλη και ο Χατζινικολάου. Πόσες στιγμές. Η Καλογεροπούλου που έδινε ρεπορτάζ για τον Παπανδρέου αναφωνώντας «ο μαλάκας». Πόσες εκλογικές μεταδόσεις είχα παρακολουθήσει. Ακόμα και τη δίκη των περιβόητων «Σατανιστών της Παλλήνης» την παρακολουθούσα από το «MEGA».
Μέχρι που ήρθε η νέα εποχή στο Μεγάλο Κανάλι. Και μαζί της έφερε πράγματα που αναδιαμόρφωσαν την κατάσταση. Ήρθε η άκρατη παρέμβαση στα πράγματα. Κανένα φίλτρο. Καμία σωτηρία. Ξαφνικά κατακλυστήκαμε από περσόνες όπως η Τρέμη, ο Πρετεντέρης, ο Καμπουράκης και ο Σαραντάκος (ο αδερφός αυτού που κάνει ελεύθερο). Ξαφνικά το Μεγάλο Κανάλι έπαψε να είναι Μεγάλο. Έγινε απλά ένα Κανάλι όπως και τα υπόλοιπα. Οι μεγάλες παραγωγές κόπηκαν. Οι καλές ελληνικές σειρές μπήκαν στο ντουλάπι. Άκρατη πολιτική παρέμβαση και σειρές που... ας πούμε ότι ήταν έως και άκομψες.
Το Κανάλι της Μεσογείων άρχισε να μικραίνει. Άρχισε να χρησιμοποιεί τα στεγανά του. Ακρίτα με επαναλήψεις στις 6:00 το πρωί πότε με τη Βέρα και πότε με τα Μυστικά και άλλες σειρές για να βγει το πρόγραμμα. «50-50», «Θανάσιμες Πεθερές» -πολύ μου αρέσει-, και άλλες στιγμές που τώρα χρησιμοποιούνται όπως η μεθαδόνη στους τοξικομανείς. Και ο τοξικομανής είναι το Κανάλι. Ένα Μεγάλο Κανάλι που κάποιοι το άφησαν να γίνει «τόσο δα μικρούτσικο».
Δεν χαίρομαι που θα κλείσει. Πως μπορώ να χαρώ, όταν ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο της παιδικής μου ηλικίας κλείνει οριστικά; Όχι δεν χαίρομαι. Δεν χαίρομαι γιατί όσο κλισέ κι αν ακουστεί ή διαβαστεί εν προκειμένω, οι άνθρωποι που ήταν το Κανάλι -από τον καφεντζή μέχρι το στέλεχος- θα μείνουν άνεργοι. Το μαύρο θα πέσει σ' αυτούς τους ανθρώπους και όχι στα αρπακτικά που το ρήμαξαν. Γιατί πάντοτε τα αρπακτικά έχουν καβάντζες. Έχουν να πιαστούν. Όταν όμως δεν είσαι αρπακτικό δεν έχεις τίποτα.
Το Μεγάλο Κανάλι κλείνει λοιπόν και αυτή είναι η αλήθεια. Και θα βρουν ευκαιρία να σκυλεύσουν στο πτώμα. Μόνο που το ρεπορτάζ αυτό δεν θα το καλύψει κανείς... 

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Τίνα από Σταματία

Τώρα θα με ρωτήσεις τι μπορείς να καταλάβεις από τον τίτλο... Τίποτα θα σου απαντήσω για να με ρωτήσεις, για ποιον λόγο να διαβάσεις αυτό που ακολουθεί... Θα σε παραπέμψω στη φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν κείμενο, το οποίο είναι για μια αγαπημένη μου φίλη. Μια φίλη που γνωρίζω μόλις δύο χρόνια -όπως περιχαρής μου ανακοίνωσε εχθές-. Μια φίλη που ακούει στο όνομα Τίνα από το Σταματία -δεν έχει μεγάλη απόσταση- και που μπήκε στη ζωή μου κάπως παράξενα.
Μάιος ήταν. 2014 ήταν. Μεσημέρι ήταν, στο Κολωνάκι. Έδινε μια μαθήτρια μου εξετάσεις για το δίπλωμα των αγγλικών, βαριόμουν να περιμένω απ' έξω και μου λέει η εξαδέλφη Ειρηάννα «Ρε είναι ο Μανώλης Σκουφά... γιατί δεν πας να πιείτε έναν καφέ». Κοινωνικός άνθρωπος εγώ δεν μπορούσα να προσπεράσω την πρόταση και έτσι έγινε.
Στο γωνιακό καφέ Σκουφά και Ομήρου -έκλεισε πια- βλέπω τον λατρεμένο γιατρό Εμμανουήλ ή Μανόλη με τον οποίο απολαμβάνω πάντοτε συζητήσεις για υψηλά εγκεφαλικά κύτταρα -ξεκινάμε με Φρόυντ και Γιουνγκ για να καταλήξουμε σε άτυχα γκομενικά- και δίπλα του μια κοπέλα που ποτέ δεν γνώριζα. Αυτή ήταν η Τίνα. Για κάποιο λόγο δέσαμε αμέσως.
Εκφραστική, γελαστή, υψηλών ντεσιμπέλ με καλή αίσθηση του χιούμορ. Αλλάξαμε και facebook και αρχίσαμε να επικοινωνούμε όλο και συχνότερα. Ζήσαμε η μια το δράμα της άλλης και μετά όλα πήραν τον δρόμο τους. Μια τυχαία γνωριμία έγινε αφορμή να αναπτυχθεί μια φιλία. Μια ουσιαστική φιλία. Όταν σκέφτομαι τις φίλες μου νιώθω ευλογημένη. Πλέον οι φίλες μου είναι οικογένεια.
Φτάνει όμως με τα δικά μου. Ας πάμε στο πρόσωπο. Η Τίνα. Αυτό που εκτιμώ είναι ότι είναι ένα κοριτσάκι. Κάπου μπερδεμένο. Κάπου αποφασιστικό. Κάπου γεμάτο με τόσες απαντήσεις όσες και οι ερωτήσεις που έχει. Και έχει πολλές.
Η Τίνα έχει μια σοφία. Ναι ναι την έχει. Έχει μια παράξενη ικανότητα να μαντεύει. Μια ιδιότυπη κατάσταση να αντιλαμβάνεται. Πολλές φορές, ωστόσο, δεν την χρησιμοποιεί για την ίδια. Εκεί με στενοχωρεί. Όταν συμβιβάζεται με ψίχουλα. Όχι από έλλειψη αυτοπεποίθησης. Όχι. Ο λόγος που το κάνει; Γιατί αρκείται σ' αυτό. Αυστηρή πολύ με τον εαυτό της ελαστικότατη με τους άλλους. Ελάτε κόσμε και πάρτε ό,τι θέτε. Αδιαφορεί αν εκτεθεί. Ειλικρινής με τα συναισθήματά της πέφτει συνήθως βορά σε αρπακτικά. Ξέρεις τώρα... μπορεί να αφιερώσει χρόνο, κόπο και εαυτόν σε καταστάσεις μικρές που ξέρει ότι αν και δεν θα την βγάλουν πουθενά εκείνη επιμένει μέχρι να ανακαλύψει τον λόγο που θα της επιτρέψει να φύγει από αυτήν. Και συνήθως φεύγει με αίματα. Συνήθως φεύγει με πληγές. Γιατί στο τέλος για μάντεψε ποιος πληγώνεται... Η Τίνα.

Τα γράφω γιατί της τα έχω πει. Τα ξέρει. Το κορίτσι αυτό έχει μαγκιά. Είναι ειλικρινής. Και το ωραίο με την φίλη μου είναι ότι δεν φοβάται την αλήθεια. Θέλει να της τονίζεις αυτά που εσύ θεωρείς λάθος. Φτάνει όμως με την έκθεση της. Ας περάσω στα άλλα.
Η Τίνα. Αιώνια διαμάχη μας το «Sex and the City». Εγώ το απεχθάνομαι εκείνη το λατρεύει. Κάπου ψάχνει τον κύριο Πρέστον -έτσι δεν τον λένε;- κάπου το ψάχνει γενικώς. Αγαπάει τα Μανόλο και τα Λομποτέν -συγχώρα με φίλη δεν ξέρω γαλλικά και βαριέμαι να αλλάξω γλώσσα στο πληκτρολόγιο. Λατρεύει τις μπουτίκ του Κολωνακίου. Και πως αλλιώς αφού την συγκεκριμένη περιοχή την έχει χαρτογραφήσει. Καλύτερα κι απ τον φίλο Γούγλη το ξέρει το Κολωνάκι. Είναι η αγαπημένη της περιοχή. Έπρεπε να σε είχα, όταν την είχα πάει στην πλατεία Εξαρχείων -δική μου αγαπημένη περιοχή-. Κοιτούσε αριστερά, κοιτούσε δεξιά φοβούμενη την μολότοφ που θα έπεφτε. Προφανώς δεν έπεσε.
Η Τίνα είναι κόρη αξιωματικού πιλότου της πολεμικής αεροπορίας. Καταλαβαίνεις. Το πλέον τρωτό της σημείο. Όχι το επάγγελμα του μπαμπά της, αλλά οι καταβολές της. Αλλά έχουμε κάνει συμφωνία. Δεν μιλάμε για πολιτικά, εκτός αν μας αρέσει κάποιος βουλευτής. Με την Τίνα μιλάμε καθημερινά. Στριμώχνουμε συζητήσεις μεταξύ γυμναστηρίου και πιλάτες -εκείνη πάει όχι εγώ μην ξεχνιόμαστε. Εκείνη χτίζει κορμί εγώ προσπαθώ ακόμα να με πείσω να ξεκινήσω την πρωτεϊνική.
Η Τίνα που μου τα χώνει κυριολεκτικά όταν κάνω χαζομάρες κι εγώ που της πετάω έναν Ελύτη και ισιώνη. Συγκινείται με τον Οδυσσέα το κορίτσι αυτό. Ένας στίχος από το Μονόγραμμα αρκεί για να βρει τη λύση. Στο οτιδήποτε όμως.
Το ωραίο με την Τίνα είναι ότι δεν κρίνει. Καταλαβαίνει αλλά δεν κρίνει. Ή μάλλον κρίνει τους άλλους. Ποτέ εσένα. Θα κρίνει μια συμπεριφορά σου χωρίς να σε στηλιτεύσει. Χωρίς να φωνάξει. Χωρίς εξάρσεις και περίεργα.
Με όλες μου τις φίλες έχουμε κοινή συνιστώσα. Ξέρουν να αγαπούν. Και όταν αγαπήσουν αγαπούν. Δεν προσποιούνται. Δεν τις αφορά η υποκρισία. Έτσι και η Τίνα. Αν σ' αγαπήσει την έβαψες. Με την καλή έννοια. Αν σ' αγαπήσει θα σ' αγαπήσει για πάντα. Θα ανησυχεί για σένα, θα ενδιαφέρεται ουσιαστικά. Δεν χωράνε φτήνιες εδώ. Αν η Τίνα ενδιαφέρεται και σ' αγαπάει πρέπει να είσαι εντελώς άνους για να μην το αντιληφθείς. Δεν θα σου τη δώσει την ικανοποίηση να αναρωτηθείς πως σε βλέπει. Το νιώθεις. Το καταλαβαίνεις. Ξέρεις ότι αν σου συμβεί δύσκολη, εκείνη θα είναι εκεί.
Κι αυτό είναι το παν.
Το κείμενο αυτό της το χρωστούσα. Ένα πράγμα θέλω να σου πω. Τινάκι μου δεν σου πάνε οι παγίδες οιουδήποτε τύπου. Είσαι πολύ πάνω απ' αυτές. Δεν σου πάνε τα σκοτάδια που κατά καιρούς επιλέγεις. Τα χουμε πει αυτά. Βγες λίγο στο φως. Σε κείνο του Κολωνακίου, τη μέρα που γνωριστήκαμε. Αλλά από την άλλη... γι αυτό είσαι φίλη μου και σ' αγαπάω. Γιατί ακόμα και στα σκοτάδια, όταν κυκλοφορείς λάμπεις ρε παιδί μου. Δεν σε απορροφούν. Τα φωτίζεις άμα τη εμφάνιση σου.
Δεν ξέρω πως να το κλείσω το συγκεκριμένο. Ή μάλλον ξέρω... «Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές της παλάμης η Μοίρα. Σαν κλειδούχος. Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός. Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι»... 

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Πάσχα στο χωριό

Το ερώτημα που ετέθη προφανώς δεν άργησε να απαντηθεί. Που θα έκανα Πάσχα; Αθήνα ή Χωριό; Φυσικά χωριό! Είχα εκρεμμότητες από πέρυσι. Και έτσι η κόκκινη βαλιτσούλα μου με τα άσπρα πουά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στην αχαϊκή πρωτεύουσα... εντάξει λίγο πιο έξω από αυτήν. Και για να μην σε κρατάω σε αγωνία, ο προορισμός ήταν τα Λουσικά Πατρών.
Μεγάλη Τετάρτη ξεκίνησε η άδεια μου και μαζί μ' αυτήν και οι προετοιμασίες του ταξιδιού. Στάση πρώτη κομμωτήριο. Μαλλιά, φρύδια, νύχια -μιλάμε για το γενικό σέρβις των 156 ευρώ και όχι χιλιομέτρων-. Και να πεις ότι ήταν ωραίο το γαλλικό στο νύχι να σου πω μάλιστα, αλλά πιο αποτυχημένο πεθαίνεις... τέλος πάντων λες και προχωράς... Στάση δεύτερη επιλογή ρούχων. Δύσκολο πράγμα. Τι να φορέσεις σε ένα χωριό; Τζιν, τουνίκ, all star, άντε και δυο μαύρα παντελόνια και ζακετούλες -ζακέτες δηλαδή γιατί ρούχα με υποκοριστικά απλά τα προσπερνώ. Και μαζί μια φόρμα, αθλητικά και σανδάλια. Και τελευταία στιγμή σου ρχεται η επιφοίτηση να πάρεις και το μαύρο ημιπαλτάκι και ένα άνορακ σκεπτόμενη την πιθανότητα του κρύου. Διότι κάνεις αναγωγή στο περσινό Πάσχα που επέστρεψες με ακροαστικά. Και κάπως έτσι φεύγει και η Μ. Τετάρτη.
Μεγάλη Πέμπτη ξυπνάω στις 5 κάνω έναν τελευταίο έλεγχο και μετά μπάνιο, βάψιμο και βουρ για το σπίτι της φίλης Τίνας -δε σου χω μιλήσει για την Τίνα ε; παράλειψη... είναι κεφάλαιο μόνη της... θα το κάνω σύντομα- από το οποίο μας μάζεψε ο Σπύρος και ξεκινήσαμε... Αμαλιάδα η Τίνα, Αλυσσό εγώ. Μπήκαμε στο τουτού του Σπύρου, γελάσαμε, καπνίσαμε -τσιγάρο όχι τίποτα παράξενο- τραγουδήσαμε και Βουγιουκλάκη και περάσαμε τέλεια μέχρι που ήρθε η ώρα μου να κατέβω στο σημείο συνάντησης με τον  μπαμπά μου. Έξω από το κατάστημα αθιγγάνων στον παράδρομο επί της Πατρών Πύργου -Όσκαρ και μόνο που κατάφερα να δώσω συντεταγμένες-. Ήρθε ο μπαμπάς, ο οποίος πολύ χάρηκε που γνώρισε τα παιδιά, είδε την καθ' όλα διακριτική μου βαλιτσούλα, μας φόρτωσε -εμένα και τη βαλίτσα- και ξεκινήσαμε για το χωριό με ενδιάμεση στάση την Αχαγιά με τα 33 καφενεία που λόγω κρίσης έγιναν 32 και που ίσως να είναι και 30. Χμ... Στάση στο αγαπημένο κρεοπωλείο του μπαμπά στον κο Νιφόρα για τα δέοντα: μπριζόλες μοσχαρίσιες, λουκάνικα, κοτοκαλαμάκια και διάφορα άλλα. Μόνο που ο μπαμπάς Αλέξης κόντεψε να σαλτάρει καθότι ο μεσιέ χασάπης μπερδεύτηκε και έδωσε τα ειδικά ανάλατα γαρδουμπάκια του πατρός σε άτυχο κάτοικο της περιοχής... -μπαμπάς+κορτιζόνη=όχι αλάτι => θάνατος. Μετά στο χωριό. Σπίτι στα σκυλάκια. Τρώμε λιτά -μπριζολίτσες με πατάτες και μετά στη γιαγιά. Σοκ. Αυτή δεν ήταν η γιαγιά. Ήταν σαν προσφυγοπούλα από τη Συρία. Σκοτωμένη. Είχε πέσει -δώσε σημασία θα χρειαστεί παρακάτω- και είχε τραύμα στο μετωπιαίο λοβό και ένα χέρι που είχε αλλάξει χρώμα και είχε πάρει ένα πιο δαμασκηνί, μαύρο και μελαμψό. Και μετά εκκλησία για να προσκυνήσουμε τον Χριστούλη στον Σταυρό. Αποκάλυψη. Κόσμος. Γυναίκες με μίνι, εκνευριστικά μίνι -μη σου τρέχουν τα σάλια, κακόγουστες ήταν- με παπούτσια αυτά τα μαύρα δίσολα, τρίσολα που μοιάζουν με ορθοπεδικά. Βάψιμο αλά κακή μπουζουκλερί αδέσποτου χιλιομέτρου, κινητά στο χέρι και ύφος τουλάχιστον Μις Κόσμος. Πέροχο! Εκεί έμαθα ότι άπασες και άπαντες πιστοί γονατίζουν. Ο παπάς, του οποίου τις πομπές και προφανώς έμαθα, εκνευριστικά παράφωνος και ελεεινά βρώμικος ιιιιιιιιιιιιιιιου...
Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η Μ. Πέμπτη. Επόμενη μέρα, Μ. Παρασκευή. Βόλτα. Γύρισα όλα τα χωριουδάκια. Επισκέφθηκα την μαγευτική Καλογριά ή Καλόγρια -μπορείς να τονίσεις όπου θες όπως με πληροφόρησε η δασκάλα ξαδέρφη μου που ακούει στο όνομα Βάσω ή Βασούλα-, στο εξωτικό Βαρθολομιό και στην όμορφη Γαστούνη για να συνεχίσω στο κινηματογραφικό δάσος της Στροφιλιάς, στην γραφική Κυλλήνη και στο παραθαλάσσιο Αρκούδι.

Για να βρούμε το τελευταίο πέσαμε και πάνω σε έναν παππού που είχε τεράστιες μουσμουλιές. Άσχετο αλλά... Και μετά στην Δροσιά για το καθήκον στον παππού και στην γιαγιά. Για να πάμε εκεί περάσαμε από την Κίνα της Αχαίας το γνωστό Μαζαράκι. Το λένε Κίνα γιατί λένε ότι εκεί κάθε οικογένεια έχει πάνω από 15 παιδιά. Τα 10 λέει ίσον τίποτα.. Μπράβο οι άνθρωποι θα πω και θα συνεχίσω. Πηγαίνοντας προς Δροσιά τσουπ! να ένα φίδι!!! Ναι ναι είδα φίδι -το ζώο γιατί δίποδα φίδια έχω δει πολλά-. Δεν πέθαινε! Σοκ! Επτά φορές μάρσαρε ο μπαμπάς πάνω στο ασπόνδυλο κι αυτό εκεί! Τι να πω... Θεός συγχωρές το... ευτυχώς. Βράδιασε λοιπόν και ήρθε η ώρα του Επιταφίου... κόσμος πάλι. Γυναίκες που μπέρδεψαν τον οίκο του Θεού με τον οίκο του Τερλέγκα προσκυνούσαν ταπεινά τον Χριστό, έκαναν κι έναν σταυρό -γιατί πάνω απ όλα θρήσκες- και έφευγαν μέσα στην κατάνοιξη. Η καλύτερη ήταν μια μάνα στο προαύλιο που έβγαζε φωτογραφίες τον γιο της, ο οποίος γιος ήταν παπαδοπαίδι. Τα μαθα και γι αυτήν. Αυτή λέει παντρεύτηκε μέσα από το Χρυσό Κουφέτο. Μεγάλη επιτυχία! Έμαθα εγώ εκείνο το βράδυ.. Για τη γυναίκα του πυροσβέστη η οποία είναι μάλλον νυμφομανής και ο σύζυγος είναι πολύ κουλ. Για τον τεμπέλη του χωριού που εγκαλεί τους συγχωριανούς του που δεν μπορούν να τον θρέψουν. Για τον παπά που θεωρείται μέγας γκαντέμης αφού από την ώρα που ανέλαβε στον Άγιο Γρηγόριο -μεγάλη η χάρη του- έχει θάψει 600 άτομα. Και η λίστα είναι μακρά. Αυτό δεν είναι χωριό. Παράρτημα του δελτίου του Σταρ στις καλές του εποχές είναι.
Τέλος πάντων. Που είχα μείνει; Α ναι. Ε. Ξημέρωσε Μ. Σάββατο και 8:30 το πρωί βρέθηκα στα 10 στρέματα του μπαμπά Αλέξη με τις κυδωνιές και τις ελιές να τις ποτίζω. Κάνε με εικόνα. Φόρμα μπλε, άσπρη μπλούζα, μαλλί κομμωτηρίου και γαλλικό μανικιούρ, με τα all star να βουλιάζουν στο χώμα. Ένα σου λέω. Έγκαυμα έπαθα και άρπαξε και το μπούστο... μεγάλη επιτυχία. Και μετά τα κτήματα η ώρα για το αμνοερίφιο. Το έσφαξε ο ντάντι με έναν ταλαιπωρημένο -ο οποίος εκτός του ότι έχει χρήματα πολλά έχει και αμνοερίφια περί τα 300 τα οποία σαφώς εμπορεύεται αλλά ποτέ δεν καταναλώνει και ουδέποτε σφάζει-. Η βοήθεια του καθοριστική. Απλώς παρίστατο στη σφαγή. Μετά ανέλαβε ο μπαμπάς με τη βοήθεια μου. Έβαλε το βίσμα της τρόμπας στο πόδι του νεκρού κατσικιού και εγώ πατούσα την τρόμπα. Για να μην ταλαιπωρώ με διηγήσεις το γδάραμε, το σενιάραμε και το περάσαμε στη σούβλα. Σειρά είχε το κοκορέτσι και μετά τα γλυκά. Εκμέκ και παντεσπάνι. Αγαπημένα γλυκά. Προκειμένου δε να πάρουμε υλικά πήγαμε με το μηχανάκι του ντάντι. Μεγάλη πλάκα. Αφού ζούμε όμως, όλα καλά! Και μετά βράδυ Μ. Σαββάτου. Ανάσταση. Άλλη αποκάλυψη. Κόκκινες φούστες με σκισίματα, μπλουζίτσες που άλλες παρακαλούσαν για κορμί κι άλλες θρηνούσαν την τύχη τους την έρμη. Λουστρίνια, τακούνια με μέσο όρο ύψους τους 15 πόντους. Τακούνια που πήγαιναν μπρος και πίσω. Μαλλιά υπερφορτωμένα με ωδή στις λακ. Μανικιούρ με στρασάκια, αστράκια, πασχαλίτσες... τα πάντα όμως. Και μετά τα πυροτεχνήματα που απαιτούσαν άμεσο σχέδιο δράσης: φυγαδεύουμε τα παιδάκια και προφανώς φωνάζουμε στα άλλα παιδάκια που πετάνε τα βεγγαλικά στα πόδια του κόσμου. Έναν τον αποκάλεσα κανίβαλο. Ε ναι!
Κυριακή του Πάσχα. Χωρίς απρόοπτα. Μια χαρά κύλησε. Πολύ φαγητό. Εγώ, ο μπαμπάς Αλέξης, ο θείος και τα ξαδέρφια και η γιαγιά, η οποία έπεσε και την Μ. Παρασκευή και την Κυριακή. Η χαρά της πτώσης η γιαγιά.
Δευτέρα. Ο μπαμπάς είχε προγραμματίσει να με μάθει να οδηγώ τρακτέρ «για να μην με πιάνουν μαλάκα» αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει, διότι έπρεπε να πάμε τη γιαγιά στο νοσοκομείο. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες καταλήξαμε στο Ρίο. Προσπαθούσαμε να βρούμε αμαξίδιο γιατί εκείνη δεν μπορούσε να περπατήσει. Ρωτάω αριστερά, ρωτάω δεξιά τίποτα. Ένας δυστυχής πήγε να με βοηθήσει αφού πρώτα του εξήγησα ότι το αμαξίδιο είναι το καροτσάκι. Μπήκαμε στο παιδιατρικό και είδα μια κατσαρίδα να τρέχει του το τόνισα και εκείνος απλά έκανε ένα «Α» του είπα ότι είναι βρωμολάγνος και συνέχισα. Στο μεταξύ ο μπαμπάς είχε πιάσει συζήτηση με κάτι αθίγγανους που βρίσκονταν εκεί «έφαγκε το μαγκιρίτσα και γκιορτή είχε κτες και ήπιε και λίγκο κρασί, λίγκο το ουίσκι».. Για να μην τα πολυλογώ η γιαγιά νοσηλεύτηκε και κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες. Και κάπως έτσι πέρασε κι αυτό το Πάσχα. Και κάπως έτσι θα ρθει και το επόμενο... Τι νομίζεις... Σε λιγότερο από 12 μήνες θα το ξαναζήσω...
Αποκορύφωμα: δεν μπορούσα να επικοινωνήσω! Έπεσε κόκα κόλα -λάιτ- στο κινητό και αυτό ήταν οφ. Ο μπαμπάς εκνευρισμένος που δεν μπορούσα να βγάλω φωτογραφίες και να τις περάσω στο φβ πήγε να μου πάρει κινητό αλλά εις μάτιν...
Και επειδή χωριό χωρίς ορολογία απλά δεν προκύπτει ακολουθεί η επεξήγηση όρων:
1. έγινε φιτίλια = φράση που υποδηλώνει ότι κάτι δεν μπορεί να επανέλθει στην αρχική κατάσταση, κάτι έχει χαλάσει, κάτι είναι απλά για πέταμα.
2. πράματα = αμνοερίφια
3. ερωτικός μετανάστης = κομψή έκφραση για να αντικαταστήσει το παλιό «σώγαμπρος»
4. μακαρόνια = τα μπεκάκια που στερεώνονται πάνω στο λάστιχο ποτίσματος και που ποτίζουν τα μικρά δεντράκια