Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Μια βραδιά στο Emilton

Όχι δεν είναι στο Νότινγκ Χιλ. Ούτε στο Σόχο. Φύγε από την Βρετανία... είναι περισσότερο κοντά από όσο φαντάζεσαι... Είναι στην Πανόρμου... Και η Άννα -για τους φίλους της Γόβα-, ο Απόστολος -δεν έχει υποκοριστικό- και η γράφουσα αποφάσισαν να το επισκεφθούν. Την Τρίτη.
Ναι. Εκείνη την Τρίτη που ο Θεός αποφάσισε να μας θυμίσει ότι η σύνθεση αυτής της παρέας είναι τουλάχιστον επεισοδιακή. Και πως να μην είναι όταν κοινός τόπος και των τριών μας είναι το... γυμναστήριο. Η γυμνάστρια, ο ειδικός της Ειδικής Αγωγής και... εγώ. Το τι είμαι εγώ μάλλον το χεις καταλάβει, οπότε ας μην αυτοαναφέρομαι. 
Τρίτη απόγευμα και το ραντεβού κλείστηκε. Στις επτά και μισή στο Έμιλτον -συγνώμη που δεν αλλάζω γλώσσα, αλλά βαριέμαι-. Και εκείνη την ημέρα καταλαβαίνουμε ότι εμείς και οι έξοδοι είμαστε μάλλον μη ταυτόσιμοι. Εγώ κάθομαι στον Κυριάκο μέσα εγκλωβισμένη να ακούω και να βλέπω το χαλάζι να πέφτει και να καπνίζω γελώντας, διότι απλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Στο μέρος που πάρκαρα απέναντί μου ήταν ένα καφενείο με κάτι τύπους που εύκολα παρέπεμπαν σε μέλη του Sons of Anarchy οι οποίοι με κοιτούσαν και γελούσαν. Παράλληλα, ήμουν σε ανοιχτή γραμμή με τους άλλους δύο οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο κάτω από το υπόστεγο πολυκατοικίας. Το τι θα κάναμε ήταν απλό. Θα παραμέναμε στα σημεία μέχρι να σταματήσει το Κακό. 
Κάποια στιγμή λοιπόν σταμάτησε και ήρθε η ώρα να ανταμώσουμε. Στο Έμιλτον βέβαια. Που αλλού. Πρώτη φορά πήγαινα. Από εκεί που πάρκαρα ήταν προς τα πίσω.
«Έλα Άννα μου στα πορτοκαλί και πράσινα τραπεζοκαθίσματα είναι» μου έλεγε ο φίλος Απόστολος. Εγώ βάδιζα με την ελπίδα του εντοπισμού. Μέχρι που είδα τα πορτοκαλί και πράσινο τσαγαλί καρεκλάκια -καρέκλες σκηνοθέτη για την ακρίβεια- με τα συμπαθητικά αλλά ανετότατα τραπέζια και τα φαναράκια. Περνώ απέναντι και βρίσκω και την παρέα. 
Συνήθως με τους νέους χώρους με πιάνει κάτι απροσδιόριστο. Δεν ξέρω τι ακριβώς. Έλα όμως που εκεί δεν με έπιασε τίποτα. Και μου έκανε εντύπωση, για να μαι ειλικρινής. Γι αυτό και γράφω το συγκεκριμένο. Γιατί μόλις μπήκα μέσα και είδα τα πρόσωπα των ανθρώπων που είναι το Έμιλτον κατάλαβα. Αρχής γενομένης από την Ιωάννα. Η Ιωάννα είναι μια κοπέλα που γνωρίζαμε από το γυμναστήριο. Και δούλευε εκεί. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ. Απλά βρεθήκαμε εκεί. 
Μας οδήγησε σε ένα πολύ συμπαθητικό τραπέζι με θέα από την μεγάλη τζαμαρία του μαγαζιού. Πρώτη θέση στην περαντζάδα. Μας άφησε λίγο δίνοντας μας χώρο για να παραγγείλουμε. Το μάτι μου κινήθηκε στον χώρο που από την αρχή μου έδωσε την αίσθηση του οικείου. Άνετος χώρος. Είναι σαν τους χώρους που λατρεύω να βρίσκομαι. Μεγάλος, άνετος που για να στριμωχτείς θα πρέπει να καταβάλεις τεράστια προσπάθεια -και σε παρακαλώ μην πηγαίνει το μυαλουδάκι σου σε άλλα στριμώγματα... αν θες να τα ζήσεις μπορείς να το κάνεις στις τουαλέτες που είναι εξαιρετικές...-. 
Παραγγείλαμε καφέ, σαγκρία (με τα τσούκου τσούκου = φρουτάκια στην δική μου διάλεκτο) και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Είναι που είμαστε γλεντζέδες και το ρίχνουμε έξω. Δεν φαντάζεσαι να ρωτήσεις ποιος πήρε καφέ... η ξανθιά προφανώς (εγώ είμαι αυτή)...
Η Ιωάννα πολύ φιλικά ερχόταν να δει αν ήταν όλα καλά, αν χρειαζόμασταν κάτι. Και προφανώς δεν το έκανε μόνο σε μας αλλά και στους υπόλοιπους θαμώνες, με τους οποίους δεν νομίζω ότι γνωριζόταν από το γυμναστήριο. 
Εμείς βέβαια στον κόσμο μας. Και τι δεν είπαμε εκείνο το απόγευμα στο Έμιλτον. Τι άκουσαν οι τοίχοι και το κυριότερο... τι είδαν... Φωτογραφίες... όχι πονηρές.. η παρέα αυτή δεν έχει πονηρά... έχει... άλλα... που δεν είναι και της παρούσης. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχει μυαλά αποκλίνοντα. Και ως τέτοια φερθήκαμε. Αλήθεια. Και σε αυτό το σημείο να τονίσω, βεβαίως, ότι σταθήκαμε στο ύψος μας. Παρά το γεγονός ότι τσακίζαμε τα πατατάκια που η Ιωάννα δεν παρέλειπε να ανενεώνει... ακριβώς όπως έκανε και με τους ξηρούς καρπούς, οι οποίοι ήταν και φρέσκιοι...
Με τα πολλά, λίγο η παρέα, λίγο ο χώρος μείναμε τόσο όσο αντέχαμε κι εμείς κι ο χώρος και οι λοιποί θαμώνες. Φεύγοντας μας κέρασαν κι ένα σφηνάκι με τον Γιαννάκη τον Περιπατητή, Καλούα και Σαντιγύ. Η Άννα και ο Απόστολος το ήπιαν... εγώ πάλι... έφαγα την σαντιγύ... μην ξεχνιόμαστε.. .δεν θέλω... Φεύγοντας μας χαιρέτησαν οι άνθρωποι ευγενέστατα και πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Η βροχή είχε σταματήσει ώρες πριν... και οι θαμώνες είχαν επιλέξει τα πολύχρωμα τραπεζοκαθίσματα με τα αναμένα φαναράκια. Και ξέρεις κάτι; Ήταν ένα υπέροχα όμορφο θέαμα. Ατμοσφαιρικό. Με ταυτότητα. Και κοίτα να δεις που κάτι μου λέει ότι αυτό δεν ήταν μια βραδιά στο Έμιλτον... αλλά μια από τις πολλές βραδιές που αυτή η παρέα -και όχι μόνο- θα συνεδριάζει εκεί... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου