Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ένα Μπαούλο θυμάται...

Παρασκευή πρωί... Περπατούσε γρήγορα για να αποφύγει την βροχή... Δυστυχώς όμως το τακούνι του παπουτσιού της έσπασε και εκείνη κοντοστάθηκε. Στάθηκε λιγάκι και αποκαμωμένη ξεκίνησε να παρατηρεί τι γίνεται... ήταν σαν να σταματούσε τον κόσμο. Ξαφνικά δεν υπήρχαν ήχοι. Αισθανόταν σαν να έβλεπε ταινία σε πλήρη σίγαση με τα πλάνα να είναι τόσο αργά τόσο νωχελικά. Μέχρι που άκουσε κάτι... κάτι ακαθόριστο... κάτι που ήταν τόσο απαλό αλλά τόσο δυνατό που σχεδόν την έβγαλε από την απραξία της. Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα μπαούλο... Στην αρχή απόρησε μα μετά το προσέγγισε. Με φόβο στην αρχή. Άρχισε να νομίζει ότι τρελάθηκε, ότι κάτι λάθος συνέβαινε... Όμως για έναν παράξενο λόγο αυτό όλο της φαινόταν απίστευτα γοητευτικό. Ξαφνικά ήθελε να το προστατεύσει. Να το προφυλάξει... να το φυγαδεύσει. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της και το μετέφερε στο σπίτι της...
Εκεί το άφησε τρυφερά κάτω από το παράθυρο δίπλα από το τζάκι. Πέταξε τα παπούτσια της με το μισοτσακισμένο τακούνι, έβγαλε το άνορακ και έφερε πετσέτες να το σκουπίσει. Το σκούπιζε απαλά και το αισθανόταν να μιλάει. Σαν να τεντωνόταν. Σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Ήταν τόσο ζωντανό... Τόσο έντονη παρουσία... Και τότε συνέβη...
«Σε ευχαριστώ πολύ...Είχα πάψει να πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι... Η ιστορία μου είναι παλιά... Νοσταλγική και επίπονη... Δεν ξέρω πότε γεννήθηκα. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Βλέπεις η ύπαρξή μου ήταν πάντοτε ταυτισμένη με την ανάγκη. Με την ανθρώπινη ανάγκη της μεταφοράς. Με το κουβάλημα. Ξέρω ότι με έκαναν ανθεκτικό για να μπορώ να χωράω. Να χωράω αναμνήσεις, ελπίδες, προσμονές, χαρές και λύπες. Για να μπορώ να γεμίζω και να αδειάζω κάθε φορά που εσείς οι άνθρωποι αποφασίζετε να αλλάξετε κάτι.
Θυμάμαι όταν με πρωτοπήραν. Μια οικογένεια από τον Πειραιά. Ήμουν στο μαγαζί του μάστορα όταν ήρθαν ο πατέρας με τον γιο. Ακόμα το θυμάμαι. Ένας άντρας σχετικά ψηλός με ένα αγόρι εξαιρετικά τρομαγμένο. Από την αρχή φαινόταν ότι ο πατέρας είχε λάβει αποφάσεις και ο γιος θα τις εκτελούσε. Έψαχναν ένα μπαούλο ανθεκτικό που να μπορεί να αντέχει στα ταξίδια γιατί θα μετέφερε πολλά. Τον άκουγαν τα αδέρφια μου τρομαγμένα. Ο άνθρωπος μιλούσε και γελούσε τόσο δυνατά που όλοι παρακαλούσαμε να μην βρει κάτι στο μαγαζί μας. Ο μάστορας μου υπέδειξε εμένα ως πιο ογκώδη, ως πιο σκληροτράχηλο. Πόσο παράξενα παίζει μαζί μας η Μοίρα. Έτσι το λέτε νομίζω... Μοίρα... Κισμέτ... Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει. Μπορώ να σου πω ότι περισσότερο ένιωθα παρά καταλάβαινα. Χάζευα το αγόρι. Ψιλόλιγνο σχεδόν καχεκτικό.

Κοιτούσε τον πατέρα του με φόβο. Με δέος. Είστε αστείοι οι άνθρωποι όταν φοβάστε. Κλείνεστε. Μαζεύεστε. Χάνετε πόντους από την ύπαρξή σας. Έχετε πλάκα... Λένε ότι σαν έχει πλάσει καθ΄ομοίωση μα η ομοίωση σας προκύπτει μόνο στις χαρές. Εκεί αισθάνεσθε θεοί. ΄Ατρωτοι. Τέλος πάντων... Ο πατέρας με διάλεξε και ο δικός μου δημιουργός με φόρτωσε σε μια καρότσα ενός τρίκυκλου, με έδεσε με τριχιά και με οδήγησε στο σπίτι. Εκεί κατάλαβα τι με περίμενε. Η μάνα που έκλαιγε. Η αδελφή που στεκόταν αμίλητη στην άκρη του σαλονιού. Ένα φτωχό σπίτι. Άνθρωποι μικροί που περίμεναν από το αγόρι να γίνει λύση. Το αγόρι που θα θυσιαζόταν για τους τρεις τους. Το αγόρι που θα ταξίδευε στην Αμερική για να βρει δουλειά και να τους στέλνει λεφτά.
Όλα για τα λεφτά. Είναι να απορεί κανείς... Πόση αξία δίνετε στα λεφτά άνθρωποι. Τα μετράτε όλα με χαρτί. Όσα περισσότερα χαρτιά έχετε τόσο καλύτερα αισθάνεσθε. Μα δεν μου λες, με συναισθήματα τι μετράτε; Την ανασφάλεια σας; Την ανάγκη σας; Τον εγωισμό σας; Η μάνα με άνοιξε και άρχισε να βάζει μέσα ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια... μα εγώ δεν γέμιζα... ήταν τόσο λίγα τα πράγματα του αγοριού. Τελικά η μάνα αποφάσισε να βάλει μέσα και προικιά. Ποιος ξέρει σκέφτηκε μπορεί να βρει μια καλή κοπέλα... Το ταξίδι θα ξεκινούσε σε δύο μέρες. Πειραιάς Νέα Υόρκη με ενδιάμεσους σταθμούς διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Όλη μέρα η οικογένεια έκλαιγε. Όλοι εκτός του πατρός. Εκείνος βλέπεις ήταν άντρας. Έπρεπε να παινεύει τον γιο. Να απαιτεί από τον γιο. Και ο γιος... Μικρός. Ταπεινός. Χωρίς θέληση. Υπάκουε. Ώσπου έφτασε η μέρα. Επιβιβαστήκαμε εγώ και το αγόρι στο μεγάλο πλοίο. Με οδήγησαν σε ένα μέρος σκοτεινό. Σε ένα μέρος που υπήρχαν κι άλλα μπαούλα. Άλλα αστραφτερά κι άλλα φθαρμένα. Ψυχές στοιβαγμένες. Ψυχές μισές. Ψυχές είμαστε. Ψυχές που πρέπει να εξυπηρετήσουν τα σώματα-ξενιστές. Υπηρέτες στην ιδέα της αρχής ή και του τέλους ενίοτε. Το ταξίδι άρχισε κι εμείς αρχίσαμε να κουνιόμαστε. Τα κύματα έδιναν τον σκοπό κι εμείς χορεύαμε. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Άλλος πήγαινε στην Νάπολη, άλλος στην Βενετία. Οι περισσότεροι όμως πηγαίναμε στην Νέα Υόρκη. Συνάδελφοι κουβαλούσαν προικιά. Νυφικά. Απομεινάρια ζωής σε συνθήκες άθλιες. Άλλοι κουβαλούσαν παπούτσια και φωτογραφίες. Όλοι όμως κουβαλούσαμε ελπίδα. Ήμασταν όλοι σε αποστολή. Όλοι είχαμε κοινή αφετηρία και αβέβαιο προορισμό εξαιρουμένου του γεωγραφικού. Αφετηρία τα κλάματα, οι ευχές, οι κατάρες και προορισμός... ακαθόριστος. Ήμασταν το μέσο. Φτάσαμε στην Νέα Υόρκη και πήγαμε στην Νήσο Έλις. Εκεί μείναμε κάμποσο καιρό. Να μην στα πολυλογώ. Έμεινα με το αγόρι πολύ καιρό. Μέχρι που το αγόρι έγινε άντρας και γύρισε στην πατρίδα.
Πλούσιο. Ευτυχές καθώς πια μπορούσε να αναμετρηθεί με το πραγματικό πρότυπο. Γυρίσαμε. Και εγώ έφερνα μαζί μου δώρα για τις γυναίκες και τα ανήψια. Εγώ ήμουν η χαρά. Ήμουν το μέσο πάλι. Ποτέ δεν έγινα κάτι άλλο. Ποτέ δεν λογίστηκα για κάτι περισσότερο. Ήμουν ο αχθοφόρος. Έφερα άχθος. Γιατί εσείς οι άνθρωποι όσο τρανοί κι αν είστε μέσα σας κουβαλάτε άχθος. Το άχθος του φόβου. Της ανασφάλειας. Έτσι και το αγόρι. Γέμισαν οι τσέπες του μα ο φόβος ήταν πάντοτε εκεί. Δεν εξαγοραζόταν. Υπέβοσκε. Μόνο όταν είδε τον πατέρα στο νεκροκρέβατό του ξεστόμισε ένα σε νίκησα. Μόνο τότε επιβλήθηκε... Είστε τόσο αφελείς. Μεγαλοστομίες στην αρχή και μετά σιωπή και σκοτάδι. Το αγόρι έζησε κι έκανε κι άλλα παιδιά. Και φερόταν περίπου σαν τον πατέρα του. Επιστροφή στο καθ ομοίωση. Κι εγώ εκεί. Να ανοίγω και να κλείνω. Να με ραίνουν με ναφθαλίνη και αντισκοριακά. Να με ανοίγουν για να κρύψουν. Να με κλείνουν για να μην βλέπουν την ξεφτισμένη μου επένδυση. Μέχρι που το αγόρι πέθανε και τα ηνία ανέλαβε ο δικός του γιος. Έκανε ανακαίνιση στο σπίτι και αποφάσισε ότι εγώ δεν είχα θέση εκεί. Βέβαια. Ήμουν άχρηστο. Ήμουν απλά ένα στοιχείο διακόσμισης που άρχισα να μαδάω. Άρχισα να χάνω την λάμψη μου. Σαν τα παιχνίδια των παιδιών. Ποτέ όμως δεν σκέφτεσθε ότι ένα φαινομενικά άψυχο αντικείμενο έχει περισσότερη ψυχή απ όση αντέχετε να αντιληφθείτε, άνθρωποι. Γιατί ξεσπάτε στα αντικείμενά σας. Ταυτίζεστε. Τους ανοίγεστε γιατί είστε σίγουροι ότι δεν θα σας προδώσουμε ποτέ, αφού εμείς δεν έχουμε μιλιά. Είστε ηλίθιοι άνθρωποι. Θεωρείτε ότι δεν κινδυνεύετε από τους ΄κωφούς και τους άλαλους μα δεν καταλαβαίνετε ότι από μας κινδυνεύετε περισσότερο. Γιατί σας ξέρουμε. Ξέρουμε τι είστε και τι αισθάνεσθε με την αφή σας. Αν έχετε ιδρωμένα χέρια φοβάστε... αν έχετε κρύα χέρια... αν κλαίτε ή αν κλαίει η ψυχή σας.
Τέλος πάντων... Εγώ λοιπόν κατέληξα στα σκουπίδια. Εκεί που με βρήκες. Κι αυτή είναι η ιστορία μου. Μόνο σε παρακαλώ ένα πράγμα... Αν θελήσεις να με ξεφορτωθείς μην με παρατήσεις στα σκουπίδια. Διέλυσε με... Σπάσε με μα μην μ αφήσεις στα σκουπίδια. Ξέρεις δεν είμαι άνθρωπος. Μπορεί να αγοράζομαι μα δεν εξαγοράζομαι. Κάνε με κομμάτια. Δεν θα με πληγώσεις. Βλέπεις εγώ δεν μπορώ να αισθανθώ πόνο. Αισθάνομαι τον δικό σας πόνο... Κι έχετε τόσους. Σαν μικροί Χριστοί στον Γολγοθά λίγο πριν την Σταύρωση. Μην μου δίνεις άλλο βάρος στους ώμους...»
Κι εκείνη κατάλαβε ότι αυτό το μπαούλο θα ήταν πάντοτε εκεί. Εκεί για κείνη. Για να της θυμίζει μια πλευρά που είχε λησμονήσει...

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Α.Τ. Κυψέλης... Μια κλοπή κι ένα δίωρο...

Σάββατο σήμερα. Ξημέρωσε ο Θεούλης την ημέρα με πολλή πολλή βροχή... Η μέρα σκούρα και έντονα γκρίζα. Εγώ βυθισμένη στον καναπέ μου απολάμβανα την σαββατιάτικη σιωπή ενώ παράλληλα αναρωτιόμουν για τον λόγο που έπρεπε να ξυπνήσω πάλι νωρίς...
Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο αδερφός μου με την εύλογη απορία για την παρουσία μου στο σπίτι εν τη απουσία του Κυριάκου. Ο Κυριάκος... Ο Κυριάκος είναι, ήταν το αυτοκινητάκι μου... Ένα ασημί Smart Cabrio του 2005 έκδοση Sunray με πινακίδες ΙΕΥ 3030. Ο Κυριάκος, λοιπόν, ήταν δώρο της μαμάς. Μου τον είχε φέρει της Αγίας Κυριακής με κόκκινους φιόγκους. Κάποτε η κουκούλα είχε χρώμα κόκκινο αλλά φαίνεται κάποιος αποφάσισε να του πάρει το σκαλπ του έρμου του Κυριάκου και από το 2015 φοράει-φορούσε -συγνώμη μα δεν μπορώ να αποφασίσω σε τι χρόνο θα μιλήσω για το αυτοκινητάκι μου- μαύρη κουκούλα.
Τον Κυριάκο τον αγαπούσα. Τον αγαπάω. Είχαμε περάσει πολλά μαζί. Με κείνον έμαθα να οδηγώ. Του μιλούσα, του τραγουδούσα και γενικώς με τον Κυριάκο μπορούσα να είμαι όπως ήθελα εγώ. Δεν με δυσκόλευε ποτέ. Δεν μου ζητούσε τίποτε. Αντίθετα μου έδινε. Ελευθερία, αγάπη... φρόντιζε να φτάνω παντού ασφαλής. Ακόμα κι όταν είχα μαύρες εκείνος ήταν εκεί. Πρόθυμος να κάνει ό,τι μπορεί για να είμαι εγώ καλύτερα. Κι εγώ τον πρόσεχα. Τον πότιζα με την καλύτερη βενζίνη, του έπαιρνα πραγματάκια... τον είχα πάντοτε καθαρό... Μέχρι που σήμερα ή μάλλον εχθές την νύχτα κάποιος αποφάσισε να μου στερήσει αυτό το αγόρι -δύο σταθερά αγόρια είχα στην ζωή μου...τον Κυριάκο και τον θυρεοειδή...πάει ο ένας-.
Συνειδητοποιούμε λοιπόν με τον Κωνσταντίνο -ο αδερφός- ότι το αυτοκινητάκι μου εκλάπη. Ειδοποιούμε και τον μπαμπά, έτσι για να ναι ενήμερος και να ασχοληθεί με τα τεχνοκρατικά του πράγματος ήτοι με την ασφαλιστική. Επόμενο βήμα; Η Αστυνομία. Μέρος; Το Αστυνομικό Τμήμα Κυψέλης στην οδό Θήρας.

Τοίχος πάνω από το σαλονάκι... τρε σικ... νε σπα;
Με πηγαίνει ο αδελφός και με αφήνει στο Τμήμα. Μου δίνει και την συμβουλή «Ψύχραιμα μ' αυτούς» και φεύγει. Μπαίνω μέσα και πηγαίνω στον πρώτο όροφο. Στον Αξιωματικό Υπηρεσίας τρομάρα να του ρθει, που του έχει έρθει δηλαδή αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα... Έξω από την πόρτα δύο άνθρωποι. Ένας νεαρός και μια κυρία. Και μετά εγώ. Ένα σύνολο καθισμάτων σε μεταλλικό πλέγμα και σε μπλε σκισμένο ύφασμα και μπροστά ένα ημικυκλικό τραπέζι -τουλάχιστον αυτό υπέθεσα- ξεχαρβαλωμένο και χωρίς το ένα πόδι από την μία πλευρά. Οι τοίχοι ορφανοί. Μόνο σε έναν υπήρχε ένα πόστερ με εξαφανισμένα παιδιά. Στον άλλον υπήρχαν σημάδια από πολυκαιρισμένο σελοτέιπ σε σχήμα Χ ενώ σε έναν άλλον τοίχο υπήρχε μια συνδικαλιστικού περιεχομένου αφίσα που ζητούσε Εναλλακτική Λύση... Η κατάσταση τραγική. Και σε όλο αυτό υπήρχε και ο Α.Υ. Βεεεεβαια... το παλικάρι...
Πάνω από 30 δεν ήταν. Κοντός και προφανώς αναλφάβητος. Εμείς περιμέναμε καρτερικά την ειδοποίηση του ΑΥ να περάσει ο επόμενος. Η ώρα περνούσε, εγώ δυσανασχετούσα. Του μιλάω και εκείνος μου δείχνει απλά κάτι χαρτιά που συμπλήρωνε... Και κάπως έτσι πιάσαμε την κουβέντα με την κυρία και τον νεαρό. Η κυρία λοιπόν ακούει στο όνομα Νατάσα και έπεσε θύμα μάλλον πορτοφολά στην Φ. Νέγρη. Της έκλεψαν όλο το πορτοφόλι όπου μέσα είχε οοοοοολα της τα χαρτιά... δίπλωμα αυτοκινήτου, μηχανής και μοτοποδηλάτου, το χαρτί από ένα νοσοκομείο που δεν υπάρχει πια, κάρτες ανάληψης, κάρτα ΟΑΕΔ και πολλά άλλα... Για να μαι ειλικρινής αναρωτήθηκα αν όντως έχασε πορτοφόλι ή τσάντα...
Ο νεαρός λεγόταν Έσπερος... Βέβαια. Γραφίστας από το Σούνιο που έκανε μεταπτυχιακό στην Οπτική Επικοινωνία και που του έρμου του έκλεψαν το ποδήλατο από την Ασκληπιού που το χε δέσει και με αλυσίδες. Μια παρέα γίναμε. Αρχίσαμε να γνωριζόμαστε. Η Νατάσα, παντρεμένη με Κύπριο έχει έναν γιο τον Φαίδρο. Που δεν άντεχε τους Τούρκους αλλά ένας φίλος της έκανε δώρο μια κρουαζιέρα στην Κωνσταντινούπολη και κατάλαβε ότι «εμείς οι Έλληνες είμαστε άξιοι της μοίρας μας». Ο Έσπερος σαφώς πιο μαζεμένος, σαφέστερα περισσότερο λακωνικός απλά χαμογελούσε και μας εξιστόρησε την εμπειρία του. Είχε πάει στον φίλο του και το πρωί που έφυγε το ποδήλατο δεν ήταν εκεί. Εκεί βρισκόταν μόνο η αλυσίδα.
Σε κάποια φάση βγαίνει και ο ΑΥ και ρωτάει αν έχουμε κλοπές ή απώλειες. Παίρνει λοιπόν την Νατάσα και αφήνει τον Έσπερο και μένα στο ελεεινό σαλονάκι. Να μην τα πολυλογώ μετά από 45 λεπτά μπαίνει και ο Έσπερος μέσα. Στο μεταξύ εγώ περιμένω με το τηλέφωνο να χτυπάει και να με ρωτάνε τι κάνω και πόση ώρα περίμενα στο τμήμα. Εν τω μεταξύ απέκτησα κι άλλη παρέα. Μια κυρία με κάρντιγκαν και γαλότσες. Κάθεται η μαντάμ και χτυπάει το κινητό της «Ναι μάλιστα. Ναι πωλείται. 86 τετραγωνικά 45.000 ευρώ. Αυτό είναι δικό μου θέμα. Σας είπα ότι είναι λεπτομέρειες προσωπικές αυστηρά. Τι σας νοιάζει; Ναι είναι μισθωμένο στην Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ. Και τι σας αφορά; Θέλετε να το δείτε; Κατασκευή του '66». Η μαντάμ της Υπάτης Αρμοστείας η οποία Αρμοστεία μετά έγινε ΜΚΟ΄.
Έρχεται και η σειρά μου με τον βαριεστημένο και μάλλον αναλφάβητο ΑΥ να με ρωτάει γιατί δεν πήγα στο ΑΤ Αμπελοκήπων. Αφού του πήρε γύρω στο εικοσάλεπτο να γράψει ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο, ήρθε κι άλλος μπατσούλης. Εγώ σε διαφημίσεις. Έπρεπε ο ένας να ενημερώσει τον άλλον. Ο απερχόμενος αναλφάβητος που έγραψε το Άννα με ένα /Ν/ είχε και την απορία αν το όνομά μου είναι σύντμηση άλλου μου ρίχνει ένα βλέμμα και μου λέει «άλλη φορά να πηγαίνεις σε άλλο ΑΤ. Εδώ εμείς είμαστε χαλαροί». Τον κοιτάω εγώ και τον κοιτάει κι ο συνάδελφος. Ο συνάδελφος του... ψυχουλάκι. Αστυνομικός που σπουδάζει στο Παιδαγωγικό της Αθήνας. Νορμάλ άνθρωπος.
Και κάπως έτσι πέρασα ένα δίωρο και κάτι -προς τρίωρο- στο εξωτικό ΑΤ Κυψέλης. Σε ένα τόσο μίζερο και εγκαταλελειμένο Τμήμα όσο και ο χαρακτήρας εκείνων που δουλεύουν εκεί. Με τους αστυνομικούς να καλπάζουν στις σκάλες και να κοντοστέκονται στα ενδιάμεσα σκαλιά. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τον λόγο.
Και κάπως έτσι έχω μείνει χωρίς Κυριάκο και με την αίσθηση της ύπαρξης της Αστυνομίας. Και μπορώ να καταλήξω στο εξής συμπέρασμα... Στην Αστυνομία τελικά γίνονται όλα για έναν λόγο... για να έρχονται οι άνθρωποι κοντά... Ποια ΝΟΚΙΑ... Γκρικ πολίς κονέκτινκγ πιπλ... γιατί έτσι πάει... πλέον μπορώ να αναφωνήσω περιχαρής... άλλος με την βάρκα μας...; Τολμάτε...;

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Και ζήσε το ταξίδι...

Βράδυ Φθινοπώρου... τα πρώτα κρύα ή μάλλον για να είμαι ακριβέστερη η πρώτη υποψία κρύου έκανε την εμφάνισή της... και είσαι στο σπίτι... και έχεις βάλει καλτσάκια ή ακόμα και ζακέτα ή ζακετούλα -αν χωράς σε ρούχα με κατάληξη υποκοριστικού... Κάθεσαι, λοιπόν, τυλιγμένος/-η στον καναπέ ή στην καρέκλα του γραφείου σου, καπνίζεις, τρως σοκολάτα και ακούς μουσική...
Νταλάρα... τι άλλο... και πέφτεις σε ένα τραγουδάκι που λέει «Δεν έκανα ταξίδια μακρινά» και σκέφτεσαι την Μικρή Πατρίδα... Και αφήνεσαι σε ένα ταξίδι... Ένα ταξίδι που δεν έχει αρχή. Δεν έχει μέση. Δεν έχει τέλος. Το κυριότερο,όμως, δεν έχει αποσκευές.
Μόνη αποσκευή ο νους. Ο νους... τι παράξενα ταξιδεύει ο νους... δραπετεύει... φεύγει. Έτσι ξαφνικά. Χάνεται... Πλανάται... Σε άλλες διαστάσεις. Σε άλλα Σύμπαντα. Εκεί που ο χρόνος μηδενίζει. Εκεί που υπάρχει μόνο ... αλήθεια τι υπάρχει; Αλήθεια; Όνειρο; Προορισμός;
Κανείς δεν μπορεί να ορίσει εκείνο που υπάρχει. Ουδείς είναι βέβαιος. Μόνη βεβαιότητα η αναγκαιότητα. Η ανάγκη να φύγεις. Να χαθείς. Να κυνηγήσεις και να κυνηγηθείς. Να χάσεις και να βρεις. Να χάσεις εσένα για να βρεις εσένα. Να χάσεις το παρόν για να βρεις κάτι παράλληλο. Σχήμα οξύμωρο. Χάνω το τώρα για να βρω το τώρα. Χάνω εμένα για να βρω εμένα. Παράξενο πράγμα. Παράξενη σκέψη. Τόσο που για ορισμένους γίνεται παρανοϊκή. Όμως τι μας νοιάζουν εμάς αυτοί οι ορισμένοι... αυτοί που ζουν στα κουτάκια τους... που μένουν ασυγκίνητοι στα ενδεχόμενα, απλά επειδή τα δικά τους ενδεχόμενα είναι μαύρα ή σχεδόν μαύρα... άστους αυτούς και γύρνα σε μας.
Σε μας που για ένα ταξίδι θυσιάζουμε εμάς. Ναι. Έτσι είναι, αν το καλοσκεφτείς. Μπαίνουμε σε ταξίδια με μηδενικές αποσκευές. Χωρίς προσμονές. Χωρίς σκέψεις. Σκέτοι. Μόνο με τον εαυτό μας. Και αφηνόμαστε. Σαν να μπαίνουμε, να εισχωρούμε στις σελίδες ενός βιβλίου μυστήριου. Που τίτλος του μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε λέξη... «Έρωτας», «Μοναξιά», «Αναζήτηση», «Χάσιμο»... Πολλοί οι τίτλοι... περισσότερα τα ταξίδια... Πόσες λέξεις... Πόσα ταξίδια...
Και σε κάθε ταξίδι κερδίζεις και μια ακόμα αποσκευή... όχι απτή. Όχι κυριολεκτική. Μα βιωματική. Μια αποσκευή που την φορτώνεσαι, όπως ο στρατιώτης μια πληγή από βόλι στην γραμμή του μετώπου. Γίνεται ίδιον η βαλίτσα. Μόνο που το περιεχόμενό της είναι πάντοτε ίδιο. Πληγές, σημάδια και γράμματα. Όλα τα χαρακτηριστικά του ρακένδυτου φαντάρου. Εκείνου που πήγε. Εκείνου που γύρισε. Γιατί κάθε ταξίδι είναι και μια μάχη. Μια μάχη με σένα.

Μια μάχη με τον εσώτερο εαυτό.
Κι όμως... Αυτές οι βαλίτσες που είναι βαριές είναι τα παράσημα σου. Εκείνα που μονάχα εσύ ξέρεις ότι τα έχεις. Δεν είναι ορατά. Δεν ξοδεύονται. Δεν εκτίθενται. Μόνο εσύ τα γνωρίζεις. Κι αν είσαι ευλογημένος, μπορεί να τα δείξεις σε κάποιον... Σε κάποιον που θα σκύψει και θα τα θαυμάσει. Όπως θα κάνεις κι εσύ στα δικά του παράσημα. Δεν είναι φτηνά τα παράσημα.
 Επιστροφή στο ταξίδι λοιπόν... Στην μαγική διαδικασία που σημαίνει ή και που συνεπάγεται την ελευθερία. Θέλει ελευθερία και ουχί ελευθεριότητα ένα τέτοιο ταξίδι. Η αναζήτηση... Το φευγιό. Θέλει πνεύμα και συνείδηση καθαρή. Το ψέμα δεν χωράει σε τέτοιες περιπλανήσεις. Είναι περιττό. Η υποκρισία είναι ξένη και η ψευτιά βρωμιά.... Θέλει συνέπεια ένα ταξίδι... Συνέπεια και ψυχή ανοιχτή.
Το μυαλό να πετάει... Να δημιουργεί κόσμους. Κόσμους που θα κατοικούνται από υπάρξεις καθαρές. Διάφανες. Τόσο διάφανες που θα μοιάζουν με στοιχειά. Σαν εκείνα που φοβόμασταν στην παιδική μας ηλίκια. Σαν εκείνα από τα οποία πασχίζαμε να κρυφτούμε...
Εκείνα που έκαναν την εμφάνισή τους τα μεσάνυχτα... Θυμάσαι; Θυμάσαι τον φόβο σου; Ταξίδι στους φόβους λοιπόν. Ταξίδι στην εποχή του ξεχασμένου. Της φθαρμένης μας αθωότητας. Σκοπός η αναζήτηση. Το χαμόγελο. Ο νόστος. Αυτοσκοπός η απόδραση. Από το τώρα. Από το στενό πλαίσιο. Από το πλαίσιο που ενδεχομένως επιβλήθηκε. Ίσως από τις συνθήκες. Ίσως από τα πρέπει. Ίσως από τον καθωσπρεπισμό και τις μεγαλόστομες ταμπέλες που μας φόρεσαν.
Ταξίδι στο Όνειρο. Εκεί που όλα γιγαντώνονται. Εκεί που όλα αποκτούν και κουμπώνουν αποκλειστικά στην διάσταση που επιλέγεις.
Απόδραση σε ένα νησί. Με μια σχεδία μονάχα. Σαν άλλος Οδυσσέας. Μα για στάσου... Εκείνος είχε προορισμό... Την Ιθάκη. Την Πινελόπη. Έναν προορισμό που έμενε σταθερός. Σταθερά ζωγραφισμένος με χρώματα έντονα. Κι όμως. Ακόμα κι αυτός χάθηκε. Αφέθηκε στις Κίρκες. Ξέχασε για να θυμηθεί αργότερα. Η Πηνελόπη όμως έμεινε. Εκεί. Φιγούρα ταυτισμένη με την αναμονή. Την προσμονή. Το δεδομένο. Στοιχείο καρτερίας. Μοτίβο εξειδανικευμένο. Στάσιμη. Μονάχα ο ταξιδευτής γύρισε με εμπειρία. Ακλόνητος στο αρχικό. Χάθηκε στην πορεία μα βρέθηκε. Εξευμενίστηκε. Γνώρισε την κάθαρση. Εκείνη που του τόσο απλόχερα του προσέφερε η θάλασσα.
Ταξίδι στην θάλασσα. Σε κείνη που σου παίρνει και σου φέρνει. Σε μια διαδρομή ανάλογη των διπλώσεων που κάνουν τα κυματάκια που σκάνε στην παραλία. Ταξίδι στο νερό. Στο στοιχείο που γνωρίζουμε κατά την δημιουργία μας.
Ταξίδι στην Αρχή. Στην δημιουργία. Στο τίποτα που είναι πάντα. Εκεί που μπορείς να κάνεις όνειρα ζωής. Ανενόχλητος. Χωρίς παρεμβάσεις. Ταξίδι στον κόσμο που στέκουν ψηλά οι αξίες και τα ιδανικά που έχεις διαμορφώσει.
Ταξίδι στον Έρωτα. Στην αναζήτηση του ιδεατού άλλου. Ενός Άλλου που θα σε συμπληρώσει. Θα σε ολοκληρώσει. Μπορεί και να σε πληγώσει. Μα δεν σε νοιάζει. Στο τέλος αυτό που μένει είναι ζωή. Οι πληγές μαρτυρούν ζωή. «Νίκη νίκη όπου έχω νικηθεί» λέει ο Ελύτης. Δίκιο έχει. Απόλυτο. Κάθε ήττα μια νίκη. Ένα δίδαγμα. Ακόμα κι αν είσαι σαν εμένα...
Σαν εμένα που έχω αρκετές τέτοιες νίκες στο παλμαρέ μου μα μυαλό δεν βάζω... Ανασκουμπώνομαι, ανοίγω τους χάρτες μου, παίρνω τον διαβήτη και χαράσσω νέα πορεία... με ένα καράβι... με ένα τρελοβάπορο... όρτσα λα μπάντα λέμε και προχωράμε... χωρίς προορισμό... ποιος ενδιαφέρεται για το λιμάνι... άλλωστε οι άξιοι καπεταναίοι είναι για τις ανοιχτές θάλασσες, τους ωκεανούς... όμορφο το αραξοβόλι όταν όμως δεν είναι ψευδαίσθηση... ψέμα... ακόμα και τότε μοιάζει τόσο ασύλληπτα και μοναδικά γοητευτικό που ναι... καις τα καράβια σου... δίνεις το βασίλειο σου...Αρκεί να ζήσεις το ρημάδι το ταξίδι...