Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ένα Μπαούλο θυμάται...

Παρασκευή πρωί... Περπατούσε γρήγορα για να αποφύγει την βροχή... Δυστυχώς όμως το τακούνι του παπουτσιού της έσπασε και εκείνη κοντοστάθηκε. Στάθηκε λιγάκι και αποκαμωμένη ξεκίνησε να παρατηρεί τι γίνεται... ήταν σαν να σταματούσε τον κόσμο. Ξαφνικά δεν υπήρχαν ήχοι. Αισθανόταν σαν να έβλεπε ταινία σε πλήρη σίγαση με τα πλάνα να είναι τόσο αργά τόσο νωχελικά. Μέχρι που άκουσε κάτι... κάτι ακαθόριστο... κάτι που ήταν τόσο απαλό αλλά τόσο δυνατό που σχεδόν την έβγαλε από την απραξία της. Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα μπαούλο... Στην αρχή απόρησε μα μετά το προσέγγισε. Με φόβο στην αρχή. Άρχισε να νομίζει ότι τρελάθηκε, ότι κάτι λάθος συνέβαινε... Όμως για έναν παράξενο λόγο αυτό όλο της φαινόταν απίστευτα γοητευτικό. Ξαφνικά ήθελε να το προστατεύσει. Να το προφυλάξει... να το φυγαδεύσει. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της και το μετέφερε στο σπίτι της...
Εκεί το άφησε τρυφερά κάτω από το παράθυρο δίπλα από το τζάκι. Πέταξε τα παπούτσια της με το μισοτσακισμένο τακούνι, έβγαλε το άνορακ και έφερε πετσέτες να το σκουπίσει. Το σκούπιζε απαλά και το αισθανόταν να μιλάει. Σαν να τεντωνόταν. Σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Ήταν τόσο ζωντανό... Τόσο έντονη παρουσία... Και τότε συνέβη...
«Σε ευχαριστώ πολύ...Είχα πάψει να πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι... Η ιστορία μου είναι παλιά... Νοσταλγική και επίπονη... Δεν ξέρω πότε γεννήθηκα. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Βλέπεις η ύπαρξή μου ήταν πάντοτε ταυτισμένη με την ανάγκη. Με την ανθρώπινη ανάγκη της μεταφοράς. Με το κουβάλημα. Ξέρω ότι με έκαναν ανθεκτικό για να μπορώ να χωράω. Να χωράω αναμνήσεις, ελπίδες, προσμονές, χαρές και λύπες. Για να μπορώ να γεμίζω και να αδειάζω κάθε φορά που εσείς οι άνθρωποι αποφασίζετε να αλλάξετε κάτι.
Θυμάμαι όταν με πρωτοπήραν. Μια οικογένεια από τον Πειραιά. Ήμουν στο μαγαζί του μάστορα όταν ήρθαν ο πατέρας με τον γιο. Ακόμα το θυμάμαι. Ένας άντρας σχετικά ψηλός με ένα αγόρι εξαιρετικά τρομαγμένο. Από την αρχή φαινόταν ότι ο πατέρας είχε λάβει αποφάσεις και ο γιος θα τις εκτελούσε. Έψαχναν ένα μπαούλο ανθεκτικό που να μπορεί να αντέχει στα ταξίδια γιατί θα μετέφερε πολλά. Τον άκουγαν τα αδέρφια μου τρομαγμένα. Ο άνθρωπος μιλούσε και γελούσε τόσο δυνατά που όλοι παρακαλούσαμε να μην βρει κάτι στο μαγαζί μας. Ο μάστορας μου υπέδειξε εμένα ως πιο ογκώδη, ως πιο σκληροτράχηλο. Πόσο παράξενα παίζει μαζί μας η Μοίρα. Έτσι το λέτε νομίζω... Μοίρα... Κισμέτ... Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει. Μπορώ να σου πω ότι περισσότερο ένιωθα παρά καταλάβαινα. Χάζευα το αγόρι. Ψιλόλιγνο σχεδόν καχεκτικό.

Κοιτούσε τον πατέρα του με φόβο. Με δέος. Είστε αστείοι οι άνθρωποι όταν φοβάστε. Κλείνεστε. Μαζεύεστε. Χάνετε πόντους από την ύπαρξή σας. Έχετε πλάκα... Λένε ότι σαν έχει πλάσει καθ΄ομοίωση μα η ομοίωση σας προκύπτει μόνο στις χαρές. Εκεί αισθάνεσθε θεοί. ΄Ατρωτοι. Τέλος πάντων... Ο πατέρας με διάλεξε και ο δικός μου δημιουργός με φόρτωσε σε μια καρότσα ενός τρίκυκλου, με έδεσε με τριχιά και με οδήγησε στο σπίτι. Εκεί κατάλαβα τι με περίμενε. Η μάνα που έκλαιγε. Η αδελφή που στεκόταν αμίλητη στην άκρη του σαλονιού. Ένα φτωχό σπίτι. Άνθρωποι μικροί που περίμεναν από το αγόρι να γίνει λύση. Το αγόρι που θα θυσιαζόταν για τους τρεις τους. Το αγόρι που θα ταξίδευε στην Αμερική για να βρει δουλειά και να τους στέλνει λεφτά.
Όλα για τα λεφτά. Είναι να απορεί κανείς... Πόση αξία δίνετε στα λεφτά άνθρωποι. Τα μετράτε όλα με χαρτί. Όσα περισσότερα χαρτιά έχετε τόσο καλύτερα αισθάνεσθε. Μα δεν μου λες, με συναισθήματα τι μετράτε; Την ανασφάλεια σας; Την ανάγκη σας; Τον εγωισμό σας; Η μάνα με άνοιξε και άρχισε να βάζει μέσα ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια... μα εγώ δεν γέμιζα... ήταν τόσο λίγα τα πράγματα του αγοριού. Τελικά η μάνα αποφάσισε να βάλει μέσα και προικιά. Ποιος ξέρει σκέφτηκε μπορεί να βρει μια καλή κοπέλα... Το ταξίδι θα ξεκινούσε σε δύο μέρες. Πειραιάς Νέα Υόρκη με ενδιάμεσους σταθμούς διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Όλη μέρα η οικογένεια έκλαιγε. Όλοι εκτός του πατρός. Εκείνος βλέπεις ήταν άντρας. Έπρεπε να παινεύει τον γιο. Να απαιτεί από τον γιο. Και ο γιος... Μικρός. Ταπεινός. Χωρίς θέληση. Υπάκουε. Ώσπου έφτασε η μέρα. Επιβιβαστήκαμε εγώ και το αγόρι στο μεγάλο πλοίο. Με οδήγησαν σε ένα μέρος σκοτεινό. Σε ένα μέρος που υπήρχαν κι άλλα μπαούλα. Άλλα αστραφτερά κι άλλα φθαρμένα. Ψυχές στοιβαγμένες. Ψυχές μισές. Ψυχές είμαστε. Ψυχές που πρέπει να εξυπηρετήσουν τα σώματα-ξενιστές. Υπηρέτες στην ιδέα της αρχής ή και του τέλους ενίοτε. Το ταξίδι άρχισε κι εμείς αρχίσαμε να κουνιόμαστε. Τα κύματα έδιναν τον σκοπό κι εμείς χορεύαμε. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Άλλος πήγαινε στην Νάπολη, άλλος στην Βενετία. Οι περισσότεροι όμως πηγαίναμε στην Νέα Υόρκη. Συνάδελφοι κουβαλούσαν προικιά. Νυφικά. Απομεινάρια ζωής σε συνθήκες άθλιες. Άλλοι κουβαλούσαν παπούτσια και φωτογραφίες. Όλοι όμως κουβαλούσαμε ελπίδα. Ήμασταν όλοι σε αποστολή. Όλοι είχαμε κοινή αφετηρία και αβέβαιο προορισμό εξαιρουμένου του γεωγραφικού. Αφετηρία τα κλάματα, οι ευχές, οι κατάρες και προορισμός... ακαθόριστος. Ήμασταν το μέσο. Φτάσαμε στην Νέα Υόρκη και πήγαμε στην Νήσο Έλις. Εκεί μείναμε κάμποσο καιρό. Να μην στα πολυλογώ. Έμεινα με το αγόρι πολύ καιρό. Μέχρι που το αγόρι έγινε άντρας και γύρισε στην πατρίδα.
Πλούσιο. Ευτυχές καθώς πια μπορούσε να αναμετρηθεί με το πραγματικό πρότυπο. Γυρίσαμε. Και εγώ έφερνα μαζί μου δώρα για τις γυναίκες και τα ανήψια. Εγώ ήμουν η χαρά. Ήμουν το μέσο πάλι. Ποτέ δεν έγινα κάτι άλλο. Ποτέ δεν λογίστηκα για κάτι περισσότερο. Ήμουν ο αχθοφόρος. Έφερα άχθος. Γιατί εσείς οι άνθρωποι όσο τρανοί κι αν είστε μέσα σας κουβαλάτε άχθος. Το άχθος του φόβου. Της ανασφάλειας. Έτσι και το αγόρι. Γέμισαν οι τσέπες του μα ο φόβος ήταν πάντοτε εκεί. Δεν εξαγοραζόταν. Υπέβοσκε. Μόνο όταν είδε τον πατέρα στο νεκροκρέβατό του ξεστόμισε ένα σε νίκησα. Μόνο τότε επιβλήθηκε... Είστε τόσο αφελείς. Μεγαλοστομίες στην αρχή και μετά σιωπή και σκοτάδι. Το αγόρι έζησε κι έκανε κι άλλα παιδιά. Και φερόταν περίπου σαν τον πατέρα του. Επιστροφή στο καθ ομοίωση. Κι εγώ εκεί. Να ανοίγω και να κλείνω. Να με ραίνουν με ναφθαλίνη και αντισκοριακά. Να με ανοίγουν για να κρύψουν. Να με κλείνουν για να μην βλέπουν την ξεφτισμένη μου επένδυση. Μέχρι που το αγόρι πέθανε και τα ηνία ανέλαβε ο δικός του γιος. Έκανε ανακαίνιση στο σπίτι και αποφάσισε ότι εγώ δεν είχα θέση εκεί. Βέβαια. Ήμουν άχρηστο. Ήμουν απλά ένα στοιχείο διακόσμισης που άρχισα να μαδάω. Άρχισα να χάνω την λάμψη μου. Σαν τα παιχνίδια των παιδιών. Ποτέ όμως δεν σκέφτεσθε ότι ένα φαινομενικά άψυχο αντικείμενο έχει περισσότερη ψυχή απ όση αντέχετε να αντιληφθείτε, άνθρωποι. Γιατί ξεσπάτε στα αντικείμενά σας. Ταυτίζεστε. Τους ανοίγεστε γιατί είστε σίγουροι ότι δεν θα σας προδώσουμε ποτέ, αφού εμείς δεν έχουμε μιλιά. Είστε ηλίθιοι άνθρωποι. Θεωρείτε ότι δεν κινδυνεύετε από τους ΄κωφούς και τους άλαλους μα δεν καταλαβαίνετε ότι από μας κινδυνεύετε περισσότερο. Γιατί σας ξέρουμε. Ξέρουμε τι είστε και τι αισθάνεσθε με την αφή σας. Αν έχετε ιδρωμένα χέρια φοβάστε... αν έχετε κρύα χέρια... αν κλαίτε ή αν κλαίει η ψυχή σας.
Τέλος πάντων... Εγώ λοιπόν κατέληξα στα σκουπίδια. Εκεί που με βρήκες. Κι αυτή είναι η ιστορία μου. Μόνο σε παρακαλώ ένα πράγμα... Αν θελήσεις να με ξεφορτωθείς μην με παρατήσεις στα σκουπίδια. Διέλυσε με... Σπάσε με μα μην μ αφήσεις στα σκουπίδια. Ξέρεις δεν είμαι άνθρωπος. Μπορεί να αγοράζομαι μα δεν εξαγοράζομαι. Κάνε με κομμάτια. Δεν θα με πληγώσεις. Βλέπεις εγώ δεν μπορώ να αισθανθώ πόνο. Αισθάνομαι τον δικό σας πόνο... Κι έχετε τόσους. Σαν μικροί Χριστοί στον Γολγοθά λίγο πριν την Σταύρωση. Μην μου δίνεις άλλο βάρος στους ώμους...»
Κι εκείνη κατάλαβε ότι αυτό το μπαούλο θα ήταν πάντοτε εκεί. Εκεί για κείνη. Για να της θυμίζει μια πλευρά που είχε λησμονήσει...

2 σχόλια: