Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Δημοσιογραφία αγάπη μου

Δευτέρα Δημοτικού πήγαινα... Στην «Ελληνογερμανική Αγωγή»... παιδάκι... λίγο περίεργο, λίγο διαφορετικό αλλά παιδάκι. Ένα πρωί η κυρία Έλλη μας ανακοίνωσε ότι θα πηγαίναμε εκδρομή στο «Έθνος». Το ήξερα το «Έθνος». Καθημερινή εφημερίδα. Καθημερινή συνήθεια του παππού. Όμως την εφημερίδα την ήξερα και για έναν ακόμα λόγο. Από το περίφημο σαλόνι (το κεντρικό δισέλιδο μιας εφημερίδας) με το συναρμολογημένο κορμί της Ζωής Φραντζή πάνω στο τραπέζι του νεκροτομείου με τον Κουτσαύτη και τον Σόμπολο να στέκουν δίπλα από το ανθρώπινο παζλ. Ε, το θυμάσαι, δεν μπορεί...
Χαράς Ευαγγέλιο για μένα αυτή η εκδρομή. Ανυπομονούσα να φτάσει η μέρα. Όταν έφτασε επιβιβαστήκαμε γρήγορα και τακτικά στο πούλμαν και πήγαμε στις εγκαταστάσεις της εφημερίδας. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν υπερβάλλω. Θυμάμαι ακριβώς κάθε συναίσθημα. Όταν φτάσαμε μας εξήγησαν ότι η ξενάγηση θα ξεκινούσε από το πιεστήριο. Συντεταγμένα μπήκαμε στην αχανή αίθουσα. Χώρος τεράστιος. Τόσο μεγάλος που εμείς τα μικρά κοντά ανθρωπάκια αισθανόμασταν μυρμήγκια... Ο ήχος των μηχανών, η μυρωδιά της μελάνης, τα ογκώδη μηχανήματα... Ένιωθα σαν να μου αποκαλύφθηκε το Εξκάλιμπερ. Το φως το αληθινό. Θυμάμαι κοιτούσα ψηλά και τα μάτια μου προσπαθούσαν να ακολουθήσουν τη διαδρομή του χαρτιού. Δεν θυμάμαι τι άκουγα. Δεν θυμάμαι τι μας έλεγαν. Θυμάμαι μόνο τα ρολά, το χαρτί, τη μυρωδιά και τον ήχο. Και θυμάμαι και ένα χέρι να με τραβάει σχεδόν βίαια γιατί «ξεχάστηκα» και με έχασαν (από μικρή το χα το κουσούρι). Επειδή ήμασταν καλά παιδιά μας επέτρεψαν να μπούμε στην αίθουσα των δημοσιογράφων. Κόσμος πολύς, τσιγάρα πολλά, ένταση και ο ήχος των πλήκτρων στις γραφομηχανές. Άλλοι ήχοι, άλλη ένταση.
Αυτό ήταν. Έκτοτε ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Και λόγω της Φραντζή και του σαλονιού της εποχής ήθελα να ασχοληθώ με το αστυνομικό.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι συνήθειες έμειναν. Δύο όνειρα είχα λοιπόν... ένα να γίνω ποινικολόγος και ένα να γίνω αστυνομικός συντάκτης. Ήταν το ψώνιο μου. Η λόξα μου αν θέλεις. Και κάπως έτσι και μετά από αρκετές περιπέτειες -η περιγραφή των οποίων δεν είναι της παρούσης- αποφάσισα το 1998 να γραφτώ στο «Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας» (ναι ναι εκείνο που φοίτησε ΚΑΙ η Ναταλία Γερμανού ΚΑΙ η Ηρώ Καρυοφίλη ΚΑΙ ο Γιάννης Πολίτης και πολλοί πολλοί άλλοι τους οποίους δεν θυμάμαι κιόλας)...Οκτώβριος. Ξεκινούν τα μαθήματα και μαζί μ' αυτά και οι ελπίδες για μια μεγάλη καριέρα ως αστυνομικός συντάκτης ή ως πολεμική ανταποκρίτρια (αγαπημένη η Κρίστιαν Άμανπουρ του CNN). Πρώτο μάθημα «Αρχές εφηρμοσμένης δημοσιογραφίας» με εισηγητή κάποιον Μάκη Δεληπέτρο.
Και Αρχές και Εφηρμοσμένη μια χαρά ήταν! Τι μια χαρά δηλαδή... τέλειο φάνταζε. Μπαίνουμε στην αίθουσα στον δεύτερο όροφο. Καθόμαστε και περιμένουμε τον κύριο Δεληπέτρο. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει. Ένας τύπος περίεργος και μάλλον αλλόκοτος. Τζιν παντελόνι, ριγέ πουκάμισο, μπεζ καστόρινο σακάκι. Στον δεξί ώμο μια μαύρη Delsey ασφυκτικά γεμάτη και στα χέρια ένα πλαστικό ποτήρι με γαλλικό και ένα μπουκάλι νερό. Κατευθυνόμενος προς την έδρα το μόνο που λέει «Κυρίες και κύριοι καλημέρα σας. Μόλις έσκασε βόμβα. Τί κάνουμε;» Αυτό ήταν. Βρήκα το μάθημά μου! Επιτέλους λίγη δράση. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ιδανικότερα.

Ο κύριος Δεληπέτρος που έγινε Μάκης γιατί ο ίδιος είναι του πραγματικού σεβασμού και όχι του πρωτοκόλλου ή των τύπων. Ο Μάκης που μας έμαθε ότι το μόνο τηλέφωνο που χρειάζεται ένας δημοσιογράφος είναι το «131» (κάτι σαν το 11821,11880 κλπ για τους σύγχρονους) και ότι το πιο απαραίτητο αξεσουάρ είναι η βελόνα και η κλωστή για να ράψεις κανά κουμπί αν σκιστεί και πρέπει να παραστείς σε καμιά συνέντευξη τύπου.
Ο Μάκης που είχε αναλάβει να μας κάνει μάχιμους. Ο κύριος Δεληπέτρος που κατέβαινε έξω για τσιγάρο μαζί μας και συζητούσε τα πάντα. Μπορούσες να του μιλήσεις για το οτιδήποτε. Προσωπικό, επαγγελματικό... τα πάντα. Ήταν εκεί. Δεν ήταν ψώνιο. Ήταν γνώστης. Θυμάμαι μας μιλούσε τότε για τη γεωπολιτική και για την διάσπαση του ΠΑΣΟΚ και την αλλαγή ονόματός του.
Προφήτης; Όχι. Διαβασμένος απλά. Μορφωμένος. Ήξερε. Έβλεπε. Αυτός ο άνθρωπος είχε και έχει την ικανότητα να ανοίγει το μυαλό σου. Το ίδιο έπαθα κι εγώ. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος -ο δεύτερος ήρθε πολύ πολύ αργότερα- που μπόρεσε να μου επεκτείνει το μυαλό. Σε προκαλούσε να διαβάσεις. Να διαβάσεις όχι για να γίνεις καλός δημοσιογράφος. Όχι. Να διαβάσεις για να ανοίξεις το μυαλό σου. Να αποκτήσεις ένα εύρος σκέψης. Κάθε του φράση ήταν συντονισμένη σ' αυτό το στόχο.
«Όπου υπάρχουν πολλές συμπτώσεις υπάρχει στατιστικό παράδοξο». Η φράση που με κυνηγάει ακόμα και σήμερα. Ποτέ δεν πίστευα στις συμπτώσεις. Απλά ο Μάκης κατάφερε να δώσει όγκο και να στεριώσει πιο απλά το επιχείρημά μου για την μη ύπαρξη των συμπτώσεων. Ακόμα και τώρα τον σκεφτόμαστε με την καλύτερη μου φίλη, τη Μαρία πάντα τον σκεφτόμαστε και αναφερόμαστε σε περιστατικά ή και ατάκες του. Παροιμιώδης η ατάκα για την μπάλα «το ποδόσφαιρο αρέσει στη μάζα γιατί είναι σαν τη ζωή. Στη ζωή δεν μπορείς να βάλεις πάνω από πέντε γκολ» ή η άλλη ότι «βάση ψυχολογίας μόνο μια φορά θα μπορέσεις να αλλάξεις τη ζωή σου».
Ο κύριος Δεληπέτρος. Ο Μάκης. Ο άνθρωπος που μπορούσε να ανακατεύει πολιτική, ψυχολογία, τρομοκρατία και να βγάζεις νόημα. Ο άνθρωπος που ήταν τόσο ρεαλιστής που ο ρεαλισμός του πήγαζε από τον ρομαντισμό που αντλούσε από τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι και την Κάρυστο. Μιλούσε πολύ γι αυτά. Και έγραφε κιόλας. Στην «Απογευματινή»... στη σελίδα 9. Ήμασταν φανατικές αναγνώστριες της σελίδας του. Νομίζω έχω ακόμα κάποια αποκόμματα...
Εχθές τον αναζήτησα στο Facebook... Τον βρήκα του έκανα αίτημα φιλίας και το έκανε δεκτό. Και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια και τόσες συζητήσεις νιώθω ότι του χρωστάω ένα ευχαριστώ. Ευχαριστώ γιατί μου «σύστησε» τον Νίκο Μάνο. Ευχαριστώ γιατί μου έδωσε εργαλεία για να εμβαθύνω. Ευχαριστώ γιατί έμαθα μέσα από κείνον και τα μαθήματά του ότι ο πραγματικός ρεαλισμός υπάρχει μόνο ως προϋπόθεση του ρομαντισμού. Σε ευχαριστώ πολύ Μάκη Δεληπέτρο για όσα μου έμαθες. Για όσα με βοήθησες να ανακαλύψω. Μα πάνω από όλα σε ευχαριστώ γιατί μου έμαθες πως να ανοίγω τα παράθυρα του μυαλού μου...

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ο πονοκέφαλος, τα χάπια και το φαρμακείο

Βράδυ Δευτέρας... Η μέρα τελειώνει... αυτό που οι Βρετανοί λένε let's call it a day... κάπως έτσι. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της ημέρας έχουν ολοκληρωθεί. Κάτι έμεινε ωστόσο. Κάτι να θυμίζει την ένταση. Ένας πονοκέφαλος... αρσενικό ουσιαστικό, δυνατό ουσιαστικό με υπερδυνατή παρενέργεια. Τα μηνίγγια σφίγγουν και παράλληλα μικραίνει και το σαλόνι... «πονοκέφαλος έντασης» σκέφτεσαι και συνεχίζεις... κάνεις μπάνιο, τρως λιγουλάκι γιατί ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις φάει τίποτα όλη μέρα και μετά εκείνος εξακολουθεί να σε πολιορκεί.
Και εντάξει. Αν είσαι τύπος των φαρμάκων θα πάρεις ένα Deponάκι, ένα Panadol/Panadol Extra θα σου περάσει... θα σε ανακουφίσει. Έλα όμως που για τη δυστυχία μου αφενός δεν έχω παυσίπονα στο σπίτι και αφετέρου δεν είμαι και φαν του είδους... μια μανία -από τις πολλές που διαθέτω- είναι να μην παίρνω χάπια. Δεν τα αντέχω. Μόνο σιροπάκι. Σου ακούγεται χαζό ε; Δίκιο έχεις. Απεχθάνομαι μετά βδεληγμίας τα χάπια. Όταν έπρεπε να πάρω την αντιβίωση για την φαρυγγίτιδα έδινα κυριολεκτικά μάχη με τον εαυτό μου. Παιδιάστικο; μπορεί... ούτε ασπιρίνη δεν μπορώ να πάρω εκτός βέβαια αν είναι λιωμένη στο κουτάλι της σούπας με νερό και ζαχαρίτσα... φαντάσου... Ξέρω. Σου φαίνεται ηλίθιο αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορώ. Είπαμε. Μόνο σιροπάκι. Βλέπεις ανήκω στη γενιά του Dimetap (αυτό με το φραγκοστάφυλο) το θυμάσαι; Ωραία γεύση... και το Amoxil είναι ωραίο...φραουλένιο σαν τις παιδικές ασπιρίνες... τι σου λέω ε;
Προσπαθούσα λοιπόν να χαλαρώσω μπας και χαλαρώσει και ο πολιορκητής μου. Έβγαλα τα γυαλάκια μου και έκλεισα τα μάτια μου. Σκεφτόμουν το πόσο περίεργη είμαι με το θέμα των φαρμάκων. Και να πω ότι τα χω πάρει κι από φόβο... αντίθετα ο κύριος Στέλιος -ο φαρμακοποιός της γειτονιάς- μια χαρά άνθρωπος. Ο κύριος Στέλιος... Σου χω μιλήσει για τον κύριο Στέλιο; Όχι;! Αααα... Άκου λοιπόν...

Ο κύριος Στέλιος είναι από τις πιο εμβληματικές μορφές της γειτονιάς. Το φαρμακείο του στην οδό Βαφειοχωρίου. Μετρίου αναστήματος προς το ψηλός, μελαχρινός, καλοσυνάτος, γλυκομίλητος. Εξαιρετικός. Του λες τι σε ταλαιπωρεί και αμέσως βρίσκει τη λύση. Ο Χουντίνι των φαρμάκων. Μιλάει σιγά και αργά έχοντας πάντα ένα χαμόγελο στα χείλη πειστήριο τρανό της προθυμίας να σε εξυπηρετήσει. Αυτό που είναι άξιο θαυμασμού στον κύριο Στέλιο -όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν μπορώ να του μιλήσω στον Ενικό- είναι η τερατώδης ψυχραιμία του. Είναι ζεν. Τον ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν τον έχω δει ποτέ να δυσανασχετεί. Ό,τι κι αν του ζητήσουν. Όσο παράξενο κι αν είναι εκείνος κάνοντας τις ίδιες κινήσεις φροντίζει όσους περνούν την πόρτα του φαρμακείου.
Του δίνεις τη συνταγή, βάζει τα γυαλιά του και την περιεργάζεται. Δεν μιλάει εκτός αν θέλει διευκρίνηση. Ξύνει ελαφρά το κεφάλι του και γυρίζει σχεδόν νωχελικά, για να συγκεντρώσει τα ιάματα. Άνθρωπος της τάξης. Ακόμα και τα γράμματα του στις ολόγραφες αποδείξεις μαρτυρούν την τάξη. Ατάραχος. Ιεροτελεστία.
Τα τελευταία χρόνια δουλεύει στο φαρμακείο και η κόρη του η Ναταλία. Άλλος αέρας. Εκείνη έχει πιο έντονο ταμπεραμέντο. Πιο σκερτσόζα, πιο εκφραστική το ίδιο όμως καλοσυνάτη, χαμογελαστή και εξυπηρετική. Η Ναταλία. Ποιος να το φανταζόταν ότι η  κοπέλα που παίζαμε μικρά κάνει τώρα ενέσεις -άουτς- και εκτελεί συνταγές. Η επικοινωνία της οικογένειας με τη Ναταλία έχει πάει σε άλλο επίπεδο. Της στέλνουμε ραβασάκια με φάρμακα για να ετοιμάσει τις αποδείξεις. Χαρτάκια με ονόματα, mg, ποσότητες συνοδευμένα με καρδούλες, χαιρετισμούς και ζωγραφιές που πλέον βρίσκει κανείς αποκλειστικά και μόνο σε μπλοκ ιχνογραφίας -ζωγραφικής για τους νεότερους- νηπίων παίδων. Έχει χιούμορ η Ναταλία. Πρόσχαρη και ευγενική. Ούτε εκείνη εκνευρίζεται. (ρε συ Ναταλία θέλω τη συνταγή πλάκα-πλάκα).
Αυτό που μ αρέσει είναι ότι και ο κύριος Στέλιος και η Ναταλία είναι προσβάσιμοι 24/7 (αμερικάνικη επιρροή...24 ώρες την ημέρα/7 μέρες την εβδομάδα). Και πως αλλιώς αφού το φαρμακείο αυτό είναι σημείο αναφοράς όλης της γειτονιάς. Και είναι όμορφο αυτό. Πολύ όμορφο. Μια σχέση που διατηρείται χρόνια και που θα συνεχιστεί μέχρι η οικογένεια Κατσάρα να βαρεθεί τις παραξενιές των γύρω δρόμων... Αλλά από την άλλη μας αγαπούν και τους αγαπάμε πολύ για να μας αφήσουν... είναι πια οικογένεια... στα καλά και στα κακά ο κύριος Στέλιος και η Ναταλία είναι εκεί... εκέι για να προσδίδουν λίγο από τον ρομαντισμό που είχαμε πριν οι μονοκατοικίες γίνουν πολυκατοικίες, πριν έρθουν «έποικοι» (ονομάζουμε έτσι όσους ήρθαν στη γειτονιά μετά το 1990+)... αλλά ευτυχώς για μας ακόμα κι αυτοί οι «ξένοι» δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν τίποτα από το αρχικό... Ναταλία και κύριε Στέλιο νομίζω πρέπει να σας ευχαριστήσω εκ μέρους όλης της γειτονιάς -φαντάζομαι- για τις φροντίδες σας... για όλα αυτά που μας προσφέρετε... αλήθεια Ναταλία μπορείς να αφήσεις ένα Zantac και ένα Losec στο φούρνο αν δεν προλάβω να ρθω να το πάρω αύριο???

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Το Χιόνι, το Παρελθόν και το Μέλλον

Τετάρτη βράδυ... Πυρετός υψηλός... Καιρός... Καιρός υπέροχος... Λευκές νιφάδες ζωγραφίζουν τον ουρανό αναγκάζοντας τα αστέρια να υποχωρήσουν. Κρύο πολύ. Θερμοκρασίες χαμηλές. Κάθομαι στην καρέκλα μπροστά στον υπολογιστή τυλιγμένη με μια φλις πολύχρωμη κουβέρτα...
Τα παράθυρα μου στο σαλόνι του ισογείου είναι μεγάλα. Έχω ανοίξει τα εξώφυλλα και έχω τραβήξει τις κουρτίνες. Ανάβω τσιγάρο παρά το γεγονός ότι είναι μάλλον ριψοκίνδυνο καθότι επιρρεπής σε φαρυγγίτιδες και χάνομαι στη θέα από το παράθυρο. Ασυνείδητα πιάνω τον εαυτό μου να τραγουδάει κάτι από τα παλιά... σπεύδω να το ακούσω από το youtube... «μόνο να γράφεις τ' όνομά σου κι εκείνο το μαθες μισό»... δεν ξέρω γιατί... ίσως γιατί αυτές οι μελωδίες ήταν η συντροφιά μου... έτσι μεγάλωσα... με Καλογιάννη, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και ρεμπέτικα... εντάξει και λίγο κλασική ροκ...
Πλατιάζω όμως και δεν πρέπει... Επανέρχομαι λοιπόν... Βλέπω τις νιφάδες να πέφτουν τόσο συμμετρικά, τόσο ασύμμετρα... πέφτουν με μια μανία...με έναν σκοπό... να καλύψουν τα πάντα. Όσο διαρκεί ένα στριφτό (τσιγάρο...μην πάει το μυαλό σου πουθενά αλλού...δεν είμαι του παραισθησιογόνου...) τόσο διήρκησε και ένα ταξίδι...
Ένα ταξίδι προς τα πίσω... Ναι, ναι πάλι προς τα πίσω... Εκεί που είχε ξαναχιονίσει εδώ στο εξωτικό Γκύζη... Κάποτε που δεν ξεπερνούσα το ενάμισι μέτρο... είχε πλάκα... όλα τα πιτσιρίκια έξω στο δρόμο, ντυμένα σαν κρεμμύδια (σκούφοι, γάντια, μποτάκια ή γαλότσες, μοντγκόμερι ή μπουφάν και κασκόλ), να φωνάζουν, να ουρλιάζουν, να παίζουν χιονοπόλεμο μαζεύοντας χιόνι από τα αυτοκίνητα ή το δρόμο, να σχηματίζουν χιονανθρώπους ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρουν καρότα, κουμπιά, πίπες...είχαν στενάξει τα κουτάκια ραπτικής των γιαγιάδων...Πέφταμε στο χιόνι και κουνούσαμε χέρια και πόδια αδιαφορώντας για το χιόνι... για δες... σχεδόν ακόμα ακούω τις φωνές μας...

τότε που δεν ξεπερνούσα το ενάμισι μέτρο... 
Όμως αυτό συνέβη κάποτε... αργότερα όταν ξαναχιόνισε στη μαγευτική Σπαθάρη είχαμε μεγαλώσει. 2001 κι όμως... ξαναβγήκαμε στο δρόμο... με την ίδια λαχτάρα... μόνο που τότε μπορούσαμε να πάρουμε χιόνι κι απ τους «ουρανούς» των αυτοκινήτων... βλέπεις είχαμε ξεπεράσει το ενάμισι μέτρο... κι η άγνοια κινδύνου η ίδια... ήταν τόσο εξαγνιστικό να παίζεις μ' αυτή την άσπρη μάζα που είχε καλύψει το άπαν Σύμπαν... ήταν τόσο ελπιδοφόρο που μπορούσαμε να συνεχίσουμε από τότε που ταράζαμε τα κουτάκια της γιαγιάς... ήταν όμορφο να είμαστε τόσο αφελείς... να γινόμαστε τόσο εκούσια παιδιά... σαν να μην σταματήσαμε ποτέ.
Έτσι κι απόψε... απόψε που το χιόνι πέφτει πυκνό.. εδώ που η εξωτερική θερμοκρασία είναι στον ένα βαθμό Κελσίου. Απόψε που κανείς δεν βγαίνει έξω. Όλοι όμως έχουν τα φώτα των σπιτιών τους ανοιχτά και η μυρωδιά των ξύλων που καίγονται στα τζάκια και στις ξυλόσομπες συμπληρώνουν τόσο αρμονικά το τοπίο. Αποσκευές η μνήμη και η οσμή. Αποσκευές για ένα ταξίδι που διαρκεί όσο διαρκεί η ίδια μας η ζωή. Για ένα ταξίδι που με ορμή του παρελθόντος σε γεμίζει προσμονή και ανυπομονησία για το μέλλον... ένα μέλλον που δεν ορίζεται. Ένα μέλλον που δύσκολα προβλέπεται.
Σηκώνομαι από τον υπολογιστή και κατευθύνομαι στο παράθυρο... από το κρύο μπορείς να κάνεις αυτό το «χα» στο τζάμι και να θολώσει... (μη μου πεις ότι δεν το έχεις κάνει...ψέματα θα πεις). Μια νιφάδα έρχεται και κάθεται παχιά παχιά πάνω στο μαύρο αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο έξω... είναι συμπαγής και ευδιάκριτη. Κάθομαι και τη χαζεύω... έχει πλάκα... η καημένη αντιστέκεται στο λιώσιμο και ψάχνει κι αυτή παρέα... σε κλάσματα του δευτερολέπτου η μια νιφάδα γίνεται δύο, τρεις... και στο λεπτό αμέτρητες νιφάδες χιονιού καλύπτουν αχνά το καπό του αυτοκινήτου.
Πόσο όμορφη εικόνα. Ένα μαύρο καπό να καλύπτεται από το λευκό χιόνι. Σαν να φωτίζεται το σκοτάδι. Σαν να αναγκάζεται εις άτροπον φυγή το μαύρο. Το χιόνι. Η ελπίδα που έρχεται και κάθεται πάνω στους φόβους. Η προσμονή της βίωσης του μέλλοντος που διαγράφεται τόσο διάφανο όσο και το χιόνι. Ένα μέλλον που φαίνεται τόσο όμορφο, αγνό, αγαπησιάρικο...
Σφίγγω το φλις κουβερτάκι γύρω μου. Χαμογελώ και ανοίγω το παράθυρο. Κοιτάζω τον ουρανό βλέποντας αχόρταγα τις νιφάδες να πέφτουν. Κάθε νιφάδα μια ευχή. Κάθε νιφάδα ένα ουσιαστικό. Κάθε νιφάδα μια εικόνα για το μέλλον που έρχεται. Γιατί το μέλλον είναι ακόμα και το ένα δευτερόλεπτο, το ένα λεπτό που έρχονται. Μέλλον... όμορφη λέξη... μέλλον και μέλι... άραγε να χουν κάτι κοινό...; χμ... δεν ξέρω... δεν με νοιάζει όμως... στη δική μου λογική το μέλλον είναι γλυκό... είναι αγνό... το μέλλον μπορεί να είναι και ένα κάστρο που είναι πάντα εκεί αλλά δεν διακρίνεται παρά από λίγους... στην τελική το μέλλον έρχεται...
Κλείνω τα εξωτερικά παράθυρα και τα τζάμια. Κι εξακολουθώ να βλέπω από τις γρύλιες τις νιφάδες που πέφτουν και κάνω ευχές... και σχηματίζω εικόνες... και ο κύκλος συνεχίζεται...

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Η ανελεύθερη ελευθερία ενός μυαλού

Έχω καιρό να γράψω. Πολύ καιρό. Ίσως φταίει που δεν έχω έμπνευση. Που δεν ξέρω τι να γράψω... Όχι... αυτό δεν είναι αλήθεια. Ξέρω πολύ καλά αυτό που θέλω να γράψω. Επί του παρόντος όμως δεν μου επιτρέπεται... Ίσως κάποια άλλη στιγμή... Στο μέλλον...Ή καλύτερα σ'  αυτό που εμείς ονομάζουμε μέλλον... Προς ώρας θα μοιραστώ μια διαδρομή...
Κυριακή εχθές. Σας έχω μιλήσει για την Κυριακή. Δεν είναι και η αγαπημένη μου μέρα. Είναι βαριά για μένα η Κυριακή πλην κάποιων που ήταν Κυριακές-πυροτεχνήματα. Εχθές λοιπόν η διάθεση ήταν βαριά. Διάθεση μηδενική. Κανένα θέλω, κανένα πρόγραμμα. Μια μέρη κενή. Κενή και καινή. Το σπίτι μικρό. Τα ντουβάρια τεράστια. Ανάγκη ήλιου. Ανάγκη απεραντοσύνης. Ανάγκη για φευγιό. Λύση μία. Θάλασσα.
Μπαίνω στον Κυριάκο -το αυτοκινητάκι μου- του βάζω και βενζίνη και ξεχυνόμαστε στους δρόμους. Χωρίς προορισμό. Κι όμως ο προορισμός υπήρχε και ήταν ένας. Η θάλασσα. Αρχίζω να κατευθύνομαι προς Γλυφάδα. Τα ξέρεις αυτά τα μέρη. Παραλιακή. Τσιγάρο, καφές από τα Everest και ραδιόφωνο. Παραλιακή, Σαρωνίδα, Λαγονήσι, Μαύρο Λιθάρι, Ανάβυσσος, Σούνιο.
Η ταμπέλα μου έδωσε τη λύση. Στο Σούνιο λοιπόν. Στον ναό του Ποσειδώνα. Εκεί που οι κίονες στέκουν ακόμα αγέρωχοι. Αλύγιστοι στο χρόνο. Εκεί που όλα εκτίθενται στα απαίδευτα μάτια των επισκεπτών. Εκεί στην κορφή που το μάτι χάνεται στο απέραντο γαλάζιο που με έναν μαγικό τρόπο ενώνεται με το απέραντο του ουρανού. Καθόμουν και χάζευα. Χάζευα την απεραντοσύνη. Παρατηρούσα τον τρόπο με τον οποίο τα σύννεφα έμπαιναν και περιπλέκονταν ανάμεσα στις κολώνες του ναού. Ο ποιητής αναφέρεται στο ξοδεμένο μπλε του Θεού για να μην τον βλέπουμε. Εγώ πάλι επαναλάμβανα τον άλλο στίχο «Νίκη νίκη όπου έχω νικηθεί». Βλέπεις για μένα η ήττα είναι πάντα μια νίκη. Αν υπάρχει ήττα αυτή είναι έτσι στο μυαλό του νικητή. Ο νικημένος το αντιλαμβάνεται αλλιώς. Για τον νικημένο η ήττα είναι μάθημα. Η ήττα σου επιτρέπει να μάθεις καλύτερα τον εαυτό σου. Να τον γνωρίσεις. Να τον προσεγγίσεις.

Καθόμουν εκεί στην άκρη και έβγαζα φωτογραφίες. Μια απελπισμένη προσπάθεια να απαθανατίσω το μπλε. Το αιώνιο. Το διαρκές. Φωτογράφισα το ναό, τη θέα, τους κίονες, τα σύννεφα... Όμως δεν κατάφερα να απαθανατίσω τίποτε άλλο. Έκλεισα το κινητό και έφυγα.
Ο δρόμος της επιστροφής. Ίδιο μοτίβο. Λίγο πιο γεμάτο. Είχα πείσει τον εαυτό μου να μην περιπλανηθεί σε άλλες διαδρομές. Σχεδόν του είχα απαγορεύσει να μην σκεφτεί. Να μην πάει πίσω. Έλα όμως που το ρημάδι το μυαλό είναι αναρχικό. Ναι είναι άναρχο. Είναι σκληρό το μυαλό. Γιατί σε πάει ακριβώς εκεί που θέλει αυτό. Ό,τι και να χεις αποφασίσει. Όσο ενσυνείδητα το έχεις αποφασίσει. Αυτό έχει την ικανότητα να σε παρακάμπτει. Να σου θυμίζει πόσο μικρός είσαι. Πόσο λίγος και πόσο αστείος είσαι.
Το ίδιο έκανε και σε μένα το μυαλό μου. Με έφερε ακριβώς εκεί που δεν ήθελα. Εκεί που ήθελα να αποφύγω. Έλα όμως που η ελευθερία είναι η φυλακή μας. Η ελευθερία που έχεις να πας μια βόλτα με το αυτοκίνητο καταντά φυλακή. Γιατί δυστυχώς είναι και το μυαλό και η ψυχή σου παρόντα. Και σου θυμίζουν άλλες εκδρομές. Άλλες στιγμές από τις οποίες πασχίζεις να απαγκιστρωθείς γιατί αλλιώς στροβιλίζεσαι και χάνεσαι μέσα τους. Αυτό το χάσιμο που συμβαίνει όταν το μυαλό σου επιλέγει να σε παρασύρει σε ένα ιδεατό μελλοντικό παρόν. Άσχημο πράγμα αυτό. Να χάνεσαι σε ιδεατά μελλοντικά παρόντα. Και δεν το κάνεις ενσυνείδητα. Απλά προκύπτει. Προκύπτει από την ανάγκη να ζήσεις όχι σε άλλη πραγματικότητα  από αυτή που ζεις, αλλά από την ανάγκη να οπτικοποιήσεις και να βιώσεις ένα ιδεατό... Τέλος πάντων...  άλλη κουβέντα τα χασίματα...
Βαριά τα σύννεφα. Βαρύς ο καιρός. Συνήγορος τους το ραδιόφωνο. Μια καρδιά που χάλασε Κυριακάτικα, μια συννεφιασμένη Κυριακή, μια Χιούστον... ησυχία πουθενά. Μέχρι που το κλείνεις. Κάνεις δεξιά. Κλείνεις το ρημάδι -να μην ακούς τουλάχιστον- βγαίνεις κι απ το αυτοκίνητο να σε χτυπήσει λίγο το κρύο και περιμένεις. Η παραμονή του τρόπου. Βλέπεις το δρόμο προς Αθήνα και νομίζεις ότι είσαι σε άλλους δρόμους. Λαύριο διαβάζεις άλλο  καταλαβαίνεις. Βλέπεις πινακίδες που προειδοποιούν για ενδεχόμενους κινδύνους και σκέφτεσαι άλλες πινακίδες που λόγω του διάτρητου δεν καταλάβαινες που ξεκινούσε και που σταματούσε ο κίνδυνος.
Μάταιος κόπος. Κι απλά συνεχίζεις. Συνεχίζεις έχοντας το βλέμμα στραμμένο μπροστά σου. Πάνω στο δρόμο. Ούτε αριστερά στη θάλασσα ούτε δεξιά στο βουνό. Και το μυαλό συντονισμένο στην ίδια συχνότητα. Να σου επαναλαμβάνει όσα δεν θες. Όσα προσπαθείς να αποφύγεις. Ή μάλλον να σου τονίζει ό,τι έχεις ήδη μέσα σου. Γιατί το μυαλό έχει αυτοβουλία. Αντιστέκεται. Σε κάνει πιόνι του. Σε βάζει να βλέπεις και να σκέφτεσαι ό,τι θέλει αυτό. Σε βάζει στη λογική που θέλει αυτό.
Δεν ξέρω κατά πόσο το μυαλό μας κατευθύνει ή το κατευθύνουμε. Δεν πιστεύω στην αντικειμενική λογική. Θεωρώ ότι η λογική είναι συνάρτηση του τρόπου που ο καθένας αντιλαμβάνεται τον κόσμο και πλήρως εξαρτημένη από το πόσο θέλει ο καθένας να διασκεδάσει ή να περιπαίξει με τα δεδομένα. Ξέρεις τι ξέρω όμως; Ότι είναι παντοδύναμο. Ότι είναι ακόρεστο. Όσο καλά κι αν νομίζεις ότι το ξέρεις. Εκείνο θα κρατάει πάντα κάτι για το ίδιο. Δεν θα επιτρέψει να παρεισφρήσει κανένας αν το ίδιο δεν θέλει. Γι αυτό το μυαλό μπορεί να είναι δυστυχισμένο.
Γιατί τελικά η τόση του ελευθερία, η τόση δύναμη, η τόση αυτονομία και αυτοβουλία του να είναι η ίδια του η φυλακή.