Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Μην μπλέκεις με «Φευγάτους»!

Μην μπλέκεις με φευγάτους... είναι κακό. Είναι κακό για σένα. Είναι σφάλμα. Ιδίως όταν εσύ είσαι στρατευμένος. Γιατί να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Γιατί να υποβληθείς σε ένα διαρκές για σένα μυστήριο; Είσαι τόσο γειωτικός έως και γειωμένος τόσο προσκολημένος στην δική σου πραγματικότητα, που εμείς οι φευγάτοι όπως μειονεκτικά και περιπαικτικά μας αποκαλείς ερχόμαστε να ανατρέψουμε το ατομικό σου σύμπαν.
Μην μπλέκεις με μας. Ναι με μας. Βάζω και τον εαυτό μου μέσα στην κατηγορία. Έχω σιχαθεί να ακούω ότι είμαι φευγάτη. Ότι είμαι κάτι παράξενο. Ξένο. Ότι ανήκω στην κατηγορία που για να την αντιμετωπίσεις, θα πρέπει να φωνάξεις από πνευματιστή μέχρι την Opus Dei -αν δεν ξέρεις τι είναι, μπορείς εύκολα να το... γκουγκλάρεις. Είναι η πρακτική σου άλλωστε.
Απευθύνομαι σε σένα φίλη/φίλε που αντιμετωπίζεις την δική μου κατηγορία σαν κάτι εξωπραγματικό. Σαν κάτι που θέλεις και που έχεις ανάγκη να ξορκίσεις. Να απεμπολίσεις. Να τερματίσεις. Γιατί εμάς μας φοβάσαι. Το ερώτημα όπως απευθύνεται σε σένα. Γιατί μπλέκεις με φευγάτους; Το αποψινό, λοιπόν, είναι για σένα. Για σένα που δεν μας θες αλλά δεν ξέρεις να μας ξεχωρίζεις. Ένα εγχειρίδιο χρήσης βρε παιδί μου για να μάθεις τι είμαστε και γιατί δεν πρέπει να μπλέκεις μαζί μας.
Οι φευγάτοι δινόμαστε. Πολύ. Έχουμε την ικανότητα να μπαίνουμε στις καταστάσεις. Έχουμε μια δυνατότητα να εισχωρούμε στη ζωή σας και να την αλλάζουμε. Σας δίνουμε προοπτικές. Σας ανοίγουμε δρόμους. Δρόμους που σας οδηγούν στην αλήθεια σας. Στο πεδίο από το οποίο πασχίζετε να βγείτε. Σας ωθούμε στη γυμνή σας οντότητα, και δεν εννοώ στην χωρίς ρούχα οντότητά σας. Είναι σαν να σας βλέπουμε και σας αποκαλύπτουμε αυτό που εμείς εισπράττουμε ως μαύρο. Αυτό που εμείς καλούμαστε να φωτίσουμε. Μην μπλέκεις λοιπόν με φευγάτους, αν δεν θέλεις να αποκαλυφθείς. Αν προτιμάς την πανοπλία της θωράκισης που τόσο έντεχνα έχεις δημιουργήσει. Μείνε σ' αυτό. Είσαι καλά εκεί. Έλα... είσαι ασφαλής.

Μην μπλέκεις με φευγάτους. Θα σε μπερδέψουν. Θα σου μιλήσουν για τα ωραιότερα ταξίδια που είναι εκείνα που δεν έχουν κάνει ποτέ, παραφράζοντας τον μέγα Χικμέτ -Ναζίμ το μικρό του στην περίπτωση που θελήσεις να γράψεις τσιτάτο του στο φατσοβιβλίο για εφέ. Θα σε κάνουν μόνιμο λειτουργό της Παναγιάς της Παντοχαράς της Σικίνου. Θα σου μιλούν για την αλληγορία της ύπαρξης. Μην μπλέκεις με φευγάτους λοιπόν. Θα σε πλανέψουν.
Ναι. Μην μπλέκεις με φευγάτους. Θα σε παρασύρουν. Θα σε οδηγήσουν μακριά από κάθε είδος μιζέριας. Θα σε ταξιδέψουν στην χώρα του Μαρ, στην χώρα του Ποτέ. Στην χώρα του άχρονου. Εκεί που υπάρχουν μόνο ιδέες. Ιδέες και αθωότητα. Θα σε κάνουν να εκτιμάς τα μικρά πράγματα. Θα σε κάνουν να χαμογελάς χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Θα σου θυμίσουν πως είναι να είσαι ευτυχισμένος και πλήρης με τα μικρά και τα ασήμαντα.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Δεν έχουν πισινές. Είναι σίφουνες. Είναι αμφίσημοι. Από τη μία είναι γεμάτοι σιγουριά και από την άλλη είναι παιδιά. Είναι αφόρητα βέβαιοι και ταυτόχρονα μπορεί να είναι εκνευριστικά στενοχωρημένοι για κάτι που εσύ θεωρείς παιδιάστικο. Βλέπεις είναι παιδιά οι φευγάτοι. Γεμίζουν, αδειάζουν και γιγαντώνονται με το οτιδήποτε. Με μία υπόσχεση, με μία ιδέα, με έναν στίχο, με μια ιστορία που θα ακούσουν.
Ναι. Μην μπλέκεις με φευγάτους. Είναι διχασμένοι. Ζουν στην απόλυτη πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα έχουν πάντοτε έναν κόσμο δικό τους. Με ισχυρό αξιακό κώδικα. Με ισχυρό διανοητικό θέμα. Εκεί υπάρχουν μόνο εκείνοι. Εκείνοι και ό,τι άλλο αυτοί επιλέγουν... Δραπετεύουν σ' αυτό που εσύ αποκαλείς ροζ συννεφάκι. Το μόνο που σου διαφεύγει είναι ότι το συννεφάκι αυτό είναι τόσο ευαίσθητο που εσύ αγαπητή/αγαπητέ μου φίλε δεν μπορείς να καταλάβεις το πόσο εύθραυστο είναι.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Αυτοί έχουν αλήθεια. Μπέσα. Είναι πάνω από τις δημόσιες σχέσεις. Είναι βλαμμένοι. Αγαπούν. Αισθάνονται. Πονούν και πληγώνονται. Μπαίνουν σε καταστάσεις γνωρίζοντας ότι είναι αδιέξοδες. Και μπαίνουν για να βοηθήσουν τον άλλον. Να του πάρουν την μοναξιά του. Να τον παρηγορήσουν. Να τον εμπνεύσουν με τη συνέχεια.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Είναι Δον Κιχώτες. Είναι κάτι ηλίθιοι ρομαντικοί που επιμένουν να κυνηγούν το αδύνατο. Επιμένουν να συνεχίζουν την μάχη ακόμα κι όταν αυτή έχει κριθεί. Επιμένουν να ζητούν την μαγεία ακόμα κι όταν ξέρουν ότι δεν μπορούν να τους την παράσχουν.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Είναι οντότητες που αρκούνται στα λίγα. Στα ψίχουλα. Δεν ζητούν. Δεν αξιώνουν. Δεν μετρούν. Κάνουν πίσω. Αντέχουν. Υπόκεινται για να σαι εσύ καλά. Και δεν τους φαίνεται. Αντίθετα φαίνονται κυριαρχικοί. Απόλυτοι. Φαίνεται να κινούνται στα όρια του κυνισμού.
Γι αυτό στα λέω. Για να σε προστατεύσω από μας. Μην μπλέκεις με φευγάτους. Και ξέρεις γιατί δεν πρέπει να μας συνανστρέφεσαι; Γιατί μπορεί να καταλήξεις να γκρεμίσεις την συμβατικότητα σου. Να καταργήσεις τα κουτάκια στα οποία έχεις τόσο τεχνιέντως εντέχνως εντάξει την ζωή σου. Θα σου χαλάσουν την τάση και τάξη. Άφησέ μας να κινούμαστε ελεύθερα στο άχρονο διηνεκές. Γιατί ο πραγματισμός σου θα καταρρεύσει σαν άλλος χάρτινος πύργος.
Αν πάλι θελήσεις να μπλέξεις με φευγάτους τότε γυάλισε την πανοπλία σου. Γυάλισέ την τόσο που να την κάνεις διάφανη. Γιατί σε περιμένουν ταξίδια... ταξίδια αναρίθμητα. Από κείνα που δεν έχουν αποσκευές. Από κείνα που διαρκούν μια ζωή... μη μου ζητήσεις να σου προσδιορίσω την διάρκεια... σου υπόσχομαι όμως ότι αν μπεις με ελεύθερη καρδιά και νου θα δεις ότι οι φευγάτοι είναι ό,τι ομορφότερο μπορεί να σου συμβεί... το ερώτημα ξεκινά και καταλήγει σε σένα... έχεις τα κότσια να μπλέξεις με έναν φευγάτο...;

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Τα δικά μου Εξάρχεια...

Σπυρίδωνος Τρικούπη, Θεμιστοκλέους, Καλλιδρομίου, Τοσίτσα, Ερεσού, Ζαϊμη, Βουλγαροκτόνων, Στουρνάρη, Χαριλάου Τρικούπη... Όχι δεν χάθηκα... Όχι δεν μαθαίνω δρόμους... Αναπολώ. Νοσταλγώ. Αγαπώ. Δρόμοι που έχω περπατήσει, που περπατάω... Αυτοί και άλλοι όπως η Σολωμού, η Αραχώβης, η Τσαμαδού, η Μπενάκη... Και όλες αυτές οι οδοί καταλήγουν που αλλού; Στην πλατεία... Στην θρυλική πλατεία. Στην πλατεία με τα τρία περίπτερα, με το μπρούτζινο άγαλμα των Τριών Ερώτων και με τις πολλές καφετέριες. Στην πλατεία με τον Βοξ, την Μπλε Πολυκατοικία. Στην πλατεία που έχει γνωρίσει τόσους αστικούς μύθους που απορώ αν υπάρχει άλλη, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στον ευρύτερα ελλαδικό χώρο -κοίτα έκφραση που βρήκα... απορώ με μένα απορώ...- που να χει βιώσει τόσα.
Στην πλατεία του Φλοράλ, της Ήβης, του Διπλού, του Τζιντζερέιλ, του αραβικού καφενείου και τόσων άλλων... Εκεί μεγάλωσα. Κάθε Κυριακή με τη μαμά. Φλοράλ. Εκεί ενηλικιώθηκα. Κάθε βδομάδα εκεί. Καφές και συζητήσεις. Εκεί τα πέρασα όλα. Έρωτες, στεναχώριες, χαρές... Όλα.
Με φίλους ή και μόνη. Τι είναι τα Εξάρχεια λοιπόν...;
Πάντοτε η περιοχή αυτή μου προξενούσε συναισθήματα. Ανάμεικτα συναισθήματα. Αισθανόμουν ένα δέος από την ιστορία τους. Ο μπακάλης Έξαρχος που ουσιαστικά «βάφτισε» την περιοχή. Ο Νικόλας ο Άσιμος που έκανε την πλατεία γνωστή σε όλους με τον αιρετισμό του. Με τη φωνή του και με έναν τρόπο ζωής που σε πολλούς φάνταζε... εξωπραγματικός. Δεν μπορούσε να χωρέσει, βλέπεις, στο στενό κύκλο της γραβάτας. Έπρεπε να αποβληθεί. Να απομακρυνθεί από το πολιτισμένο γίγνεσθαι. Και μετά η Γώγου που οι φίλοι της είναι μαύρα πουλιά. Και μετά τόσοι και τόσοι άλλοι... Οι Σπυριδούλα με τον Παύλο... ο Πουλικάκος, ο Μπονάτσος. Ονόματα που σημάδεψαν κάθε σπιθαμή της περιοχής. Κι απ την άλλη η Μπλε Πολυκατοικία και η Βέμπο και οι υπόλοιποι ένοικοι. Κάθε φορά στην πλατεία είναι σαν ν' ακούω το «Ας ερχόσουν για λίγο» και από την άλλη το «Αγαπάω κι αδιαφορώ» ή το «Παπάκι» και πόσα άλλα...

Ο άστεγος και ο φτωχός...  
 
Κι ύστερα κάθομαι στην αγαπημένη Ήβη, πίνω καφέ και χαζεύω. Χαζεύω τον κόσμο. Καταλαβαίνω ότι στα Εξάρχεια χωράνε όλα. Όλα και όλοι. Καθένας έχει τον χώρο του. Φρικιά, πανκ, χαρτογιακάδες, μεσοαστοί, αστοί, τοξικομανείς, αριστεροί, αριστεριστές, αναρχικοί όλοι. Ξέρεις τι δεν χωράει στα Εξάρχεια; Η ψευτιά. Η υποκρισία. Η φτήνεια. Μέχρι και ασφαλίτες έχει και πάλι δεν υπάρχει πρόβλημα. Θυμάμαι τότε, όταν ήμουν μικρή, που καθόμασταν στο Φλοράλ και δίπλα μας ακούγονταν συζητήσεις πολιτικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Ονόματα όπως Τρότσκι, Μπακούνιν, Προυντόν, Μαλατέστα... Όροι όπως «υπαρκτός σοσιαλισμός», «αναρχισμός», «καπιταλισμός» και τόσοι άλλοι παρήλαυναν δίπλα μου κι εγώ άκουγα εκστασιασμένη. Η αναγκαιότητα της πάλης και της αντίστασης σε όσα θα έρχονταν. Οι ιδέες της ένοπλης βίας, του αντάρτικου πόλης και η ενάντια σ' αυτό επιχειρηματολογία ήταν ένας κόσμος που απλά με προκαλούσε. Με ιντρίγκαρε με έναν τρόπο εγκεφαλικό. 
Κι ύστερα το άγαλμα των τριών ερώτων. Το μπρούτζινο άγαλμα που στολίζει το κέντρο της πλατείας. Μάρτυρας των γεγονότων. Μάρτυρας των εξελίξεων. Το κοιτάζω και σκέφτομαι... οι έρωτες στο κέντρο... τρεις τον αριθμό... όσοι και οι δικοί μου... τρεις έρωτες ενωμένοι στο κέντρο μιας πλατείας. Σάμπως έτσι δεν είναι και στη ζωή...; Οι έρωτές μας... τα μετάλλιά μας... οι πληγές και τα τραύματα... τρεις αλήθειες που εμπεριέχονται σε κάθε έρωτα... και να που η πλατεία τα φέρνει όλα στο φως.
Στα Εξάρχεια δεν μπορείς να κρυφτείς. Είναι όλα στο φως. Τα γκράφιτι με το χρώμα είτε μουντό είτε φωτεινό... τα στιχάκια και τα τα συνθήματα που είναι γραμμένα στους τοίχους και προκαλούν τον καθένα να τα διαβάσει. Να ασχοληθεί μαζί τους. Και είναι τόσο εύστοχα. Τόσο στοχευμένα...
Λένε ότι έχει άβατο. Δεν λένε για ποιους... ποτέ δεν το κατάλαβα... πάντα στα Εξάρχεια η σκέψη κινούνταν και διακινούνταν ελεύθερα. Προκλητικά. Και μετά η μουσική. Και η ζωγραφική.
Μόνο που τώρα κάπου έχει αρχίσει και ξεφτίζει... κάτι χαλάει... κάτι χάλασε... δεν είναι πια όπως ήταν. Τα χάλασαν τα Εξάρχειά μας. Το Φλοράλ έκλεισε... η Μπλε πολυκατοικία ξέφτισε... οι άνθρωποι συζητούν για την κρίση και άλλα... οι φοιτητές συζητούν για τις εξεταστικές ή για ανόητες σχέσεις που είτε πραγματώνονται είτε περνούν σε άλλη φάση...
Κάτι λείπει πια από την πλατεία. Ίσως να χάθηκε η αλήθεια. Η σκέψη. Ίσως πάλι να μεγάλωσε το χάσμα. Εκείνο που ήταν σε αντίθεση με αυτό που γίνεται. Η Όστρια εξελίχθηκε, το ΒΟΞ έγινε αυτοδιαχειριζόμενος χώρος προβολής ταινιών και όχι μόνο και όλα απέκτησαν μια πιο κοσμική κατάσταση. Κι όμως.... όσο και να άλλαξαν, όσο και να αλλάζουν τα Εξάρχεια θα παραμείνουν αυτό που πάντα ήταν. Τουλάχιστον για μένα. Ένας τόπος της αθωότητάς μας. Ένας τόπος ζυμώσεων. Ένας τόπος ελευθερίας. Γιατί πάντα θα έχουμε να θυμόμαστε... όλοι είναι εκεί... και περιμένουν να τους αναζητήσουμε... ο Νικόλας, η Κατερίνα, ο Παύλος, ο Βλάσης, ο Αλέξης... όλοι εκεί... κι εμείς..; εμείς δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε... όχι... τα παιδιά των Εξαρχείων δεν έχουν δειλία... αυτά είναι για άλλους... τα παιδιά των Εξαρχείων έχουν μνήμη... αλήθεια... μπέσα... αναρωτιέμαι αν ξέρουν τι σημαίνουν οι λέξεις... τι λέω κι εγώ μες στο βράδυ, ε...;

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Καλές θάλασσες Νικόλα...

Μούδιασμα... Αυτό νιώθεις. Όχι σοκ. Όχι απορία. Μόνο ένα μούδιασμα. Ένα κενό. Σαν να σταματάει ο χρόνος ξαφνικά... Σαν να μηδενίζονται όλα. Απλά μένεις όρθια και προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις το χαμπέρι... «Αννούλα... έμαθες τι έγινε; Ο Νικόλας... πνίγηκε...». Και στέκεις εκεί. Στέκεις και κοιτάζεις την γειτόνισσα που σου μεταφέρει την είδηση. Με κλάματα κι αυτή. Μα εσύ δεν αντιδράς. Δεν μπορείς. Και πως να μπορέσεις δηλαδή...
Το μόνο που κάνεις είναι να γυρίσεις το κεφάλι προς την μεριά του δρόμου. Να κοιτάξεις σουφρώνοντας λίγο τα μάτια. Πασχίζεις να θυμηθείς. Εικόνες. Γέλια. Χαρές. Κλάμματα. Τι παράξενο πράγμα... Δεν υπάρχει τίποτα πια. Ούτε οι παιδικοί σου φίλοι που θα αλλάζατε τον κόσμο, ούτε τα ποδήλατα. Τίποτα. Μόνο αυτοκίνητα παρκαρισμένα τόσο προσεκτικά το ένα πίσω από το άλλο.
Μέχρι που το βλέμμα πέφτει πάνω στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Νικόλας. Εκείνο με τους δύο ορόφους και το υπερυψωμένο ισόγειο. Ο ήλιος σε πονάει στα μάτια. Είναι κακός ο μεσημεριανός ήλιος. Μα σήμερα ήταν αμείλικτος.
Σήμερα χάσαμε ένα παιδί. Έναν παιδικό φίλο. Έναν ωραίο άνθρωπο 39 ετών. Μπορεί να είχαμε χαθεί πολλά χρόνια. Μα πάντα μάθαινε ο ένας για τον άλλον. Πάντοτε είχαμε αγάπη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είχαμε κοινή αφετηρία. Κοινό δρόμο. Κοινό παρελθόν. Κοινές ρίζες. Κι έτσι θα σου μιλήσω για τον Νικόλα...

Ο Νικόλας είναι -συγνώμη μα δεν μπορώ να βάλω Αόριστο- ένα πολύ σοβαρό παιδί. Αγαπάει τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Αγαπά να χάνεται σ' αυτούς. Αγαπά τόσο την θάλασσα που κάποια στιγμή επέλεξε το νησί καταγωγής του από την γκρίζα και άνυδρη Αθήνα. Και έφυγε για κει. Σαν άλλος Σεβάχ. Σαν άλλος οδοιπόρος.
Με τον Νικόλα παίζαμε παιχνίδια. Εκείνος μεγαλύτερος από μας έπαιζε με τα παιδιά της δικής του ηλικίας. Τον Γιάννη, τον Θοδωρή, τον Θανάση, τον Νίκο, την Κόνι... ήταν η παρέα των μεγάλων που στερέωναν ένα σκοινί -απ' αυτά που απλώνουμε τα ρούχα- στις δύο κολώνες της ΔΕΗ και έπαιζαν βόλεϊ. Ο Νικόλας είναι ήρεμος. Έχει ένα ταξιδιάρικο βλέμμα. Σαν να καθρεφτίζεται η θάλασσα. Τον κοιτάς και χάνεσαι.
Και τώρα πρέπει να χωνέψεις ότι αυτό το παιδί χάθηκε... έφυγε. Έφυγε για να ταξιδέψει σε άλλες θάλασσες. Σε πιο βαθιές. Πιο αγνές. Πιο ήρεμες. Πήγε να εξερευνήσει άβαθους ωκεανούς. Χάθηκε μέσα στους κόλπους της θάλασσας. Έτσι. Αθόρυβα. Μόνο που η απουσία του έκανε τεράστιο θόρυβο. Όση φασαρία απέφευγε να κάνει όσο ήταν μαζί μας την έκανε όταν έφυγε.
Η παρέα της Σπαθάρη χάνεται... μικραίνει. Και είναι τόση η αγωνία να κρατηθούν ζωντανές οι αναμνήσεις. Είναι τόσο αναγκαίο. Μα πάλι, ποιοι είμαστε εμείς που θα ζητήσουμε το αυτονόητο. Που θα αναμετρηθούμε μ' αυτό... για μένα ο Νικόλας εξακολουθεί να είναι... να υπάρχει. Όχι στο θολό μέρος. Αλλά στο καθαρό. Σε εκείνο που κρύβει γέλια. Ποδήλατα. Χαρά. Γιατί έτσι είναι εκείνος. Γιατί είναι... και θα είναι στο διηνεκές. Όσο υπάρχει Σπαθάρη... Όσο υπάρχουν οι αναμνήσεις...

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Σαν θερινό ειν΄η ζωή μας...

Σάμπως έτσι δεν είναι; Σαν σκηνή προσεχώς σε θερινό κινηματογράφο. Έτσι είναι η ζωή μας. Ή για να αποφύγω την απολυτότητα, έτσι φαίνεται σε 'μενα. Επιλέγω έναν όμορφο θερινό κινηματογράφο, να όπως η Ριβιέρα για παράδειγμα, πηγαίνω την τελευταία βραδιά του Αυγούστου, όπως εχθές για παράδειγμα και παρακολουθώ αγαπημένες ταινίες, παλιακές -όπως το χθεσινό «Ξημερώνει».
Έτσι είναι και η ζωή... Επιλέγεις ένα όμορφο πλαίσιο που για να το αναδείξεις το επισκέπτεσαι την στιγμή που ξέρεις ότι είναι αγαπημένη, και εκεί αποφασίζεις να δημιουργήσεις μια έξοχη ανάμνηση.
Μόνο που η αξία της ανάμνησης μεγαλώνει όταν περιλαμβάνει και φίλους. Φίλους καλούς. Φίλους πολύτιμους. Φίλους που η σχέση σου μαζί τους έχει ξεφύγει αρκετά από τα πλαίσια... έχει πάει σε ένα επίπεδο οικογένειας. Φίλους που ξέρεις ότι είναι ευλογία να τους έχεις στη ζωή σου. Είναι τόσο ακριβό και υπέροχο να γνωρίζεις, βαθιά, ότι οι φίλοι σου σ' αγαπούν. Σ' αγαπούν γι αυτό που πραγματικά είσαι και όχι για τον δυνητικά καλύτερο εαυτό σου. Και κάθε φορά που το διαπιστώνεις απλά νιώθεις ένα μεγαλείο. Ένα μεγαλείο που μεταφράζεται σε ηρεμία, γαλήνη. Βεβαιώνεσαι ότι «ναι ρε γαμώτο...όλα θα πάνε καλά».
Η αίσθηση της συνηδειτοποίησης είναι πάντα η ίδια. Όπως και η γιγάντωση της. Έτσι κι εχθές. Διότι εχθές δεν πήγα μόνη μου στην «Ριβιέρα». Πήγα με την οικογένεια. Με την Μαρία και τον Κώστα, με τον Κώστα και την Μαρία. Ακριβά πρόσωπα. Βαριά χαρτιά στον ατομικό μου δείκτη αξιών. Από τους άσους που ένας χαρτοπαίκτης θα κρατήσει στο μανίκι του. Είτε κρυφούς, είτε φανερούς. Άσοι είναι. Άσοι που δίνουν το φουλ σε εφιαλτικές παρτίδες. Κάτσαμε στις διαγώνιες θέσεις του κινηματογράφου. Κίτρινες καρέκλες με διάσπαρτα μπλε τραπεζάκια. Το κίτρινο και το μπλε. Τα χρώματα που αναδείχτηκαν μέσα από «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» -βιβλίο του Γκαίτε. Τι μου ρθε τώρα... δεν ξέρω... μην δίνεις σημασία. Η ταινία ξεκίνησε και αφεθήκαμε στο δράμα του Φρανσουά -πρωταγωνιστής της ταινίας-. Κι όμως κάποια στιγμή το δράμα του Φρανσουά πέρασε σε δεύτερη Μοίρα. Πρωταγωνιστής έγινε το όμορφο αυγουστιάτικο αεράκι. Τα φύλλα των φυτών που έπεφταν πάνω στην οθόνη του κινηματογράφου προσθέτοντας κάτι διαφορετικό στην ταινία. Ο καπνός από τα στριφτά τσιγάρα των θεατών που μπερδευόταν τόσο όμορφα με το άρωμα του νυχτολούλουδου από τις διπλανές πολυκατοικίες. Ο ήχος της ταινίας και ο ήχος των πολλών αναπτήρων.

Καημένε Φρανσουά... Όσο ο Φρανσουά ταλαντευόταν ανάμεσα στα ψέμματα και στην μαυρίλα της εποχής που ζητούσε ελπίδα, εγώ την είχα βρει. Καθόμουν ανάμεσα στον Κώστα και την Μαρία. Και ήμουν ευτυχισμένη. Ήμουν ακριβώς που ήθελα να είμαι. Χωρίς να σκέφτομαι. Μόνη σκέψη ένα ευχαριστώ. Με τον Κώστα και την Μαρί(α) έχουμε σχέση ζωής. Η διαδρομή της σχέσης αυτής ξεκινά κάπου στο 1998 και συνεχίζεται. Η Μαρί έχει βρει σε μένα το προσωπικό της δαιμόνιο... και πως αλλιώς αφού τα πιο δύσκολά μου τα χουμε περάσει παρέα. Και μετά ο Κώστας. Τι να πεις. Δεν λες.
Κι εκεί που ο Φρανσουά θα πήγαινε την Φρανσουάζ στην εξοχή να μαζέψουν πασχαλιές εγώ πήγα στις Κυριακές. Στις Κυριακές που πηγαίνω στα παιδιά. Κάθε Κυριακή στην Παράσχου. Ενίοτε και καθημερινές. Η Παράσχου δεν έχει μέρα. Δεν έχει ώρα. Έχει όμως χαρά. Κυριακή απόγευμα η Μαρί οριστικοποιεί το ραντεβού κι εγώ πάντα πιστή πηγαίνω στο ρετιρέ της Παράσχου. Ο Κώστας αναλαμβάνει την μαγειρική και η Μαρί κι εγώ -ως έναν βαθμό, καθότι μαγειρικώς είμαι άχρηστη- τα υπόλοιπα. Μιλάμε... Ώρες μιλάμε... Δεν φλυαρούμε όμως... Ο Κώστας, η Μαρί κι εγώ... Η συζήτηση ξεκινά με τα καθημερινά και τη ρουτίνα και εξελίσσεται. Είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο. Ένα παράθυρο σε ένα χάος που όμως είναι τόσο προσιτό όσο και το δωμάτιο ενός ψυχαναγκαστικού με την τάξη τύπου. Μεταξύ μπριζόλας, κόκορα, σαλάτας, ψαριού περνούν από το τραπέζι θέματα πολιτικά, γεωπολιτικά, κοινωνικά... Και εκεί που τρώμε πατατίτσα τηγανιτή -περασμένα μεγαλεία καθότι δίαιτας αχ αχ αχ- και μιλάμε για την πορεία της Αριστεράς και το ηθικό της χρέος μπορεί από κει να περάσουμε στα γκομενικά και στα συμπλέγματα. Και σε όλα αυτά χωράνε ατάκες από τον ελληνικό κινηματογράφο.
«Inside joke» το χαρακτηρίζουν τα παιδιά... η Ελένη, η Τζένη και ο Δημήτρης. Τρία πρόσωπα που συμπληρώνουν την κυριακάτικη παρέα. Φάτσες υπέροχες με ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Και τα θέματα αρχίζουν με το άγχος των κιλών, διευρύνονται με τον Παναθηναϊκό και καταλήγουν στον Τσίπρα, στον Καμμένο, στον ανύπαρκτο Κυριάκο και στις αλλεργίες.
΄Οπως και ο Φρανσουά... Εκείνος που έδινε παράθυρα στην Φρανσουάζ και ρίγη συγκίνησης ένιωσε όταν η μικρή αθώα παιδίσκη -όπως θα έλεγε και ο Εμπειρίκος- έδωσε στον αγαπημένο της την καρφίτσα της... (δεν σου λέω άλλο για την καρφίτσα... κάτσε δες την ταινία)... Έτσι περνούν οι Κυριακές. Με τον Κώστα και την Μαρία που ανοίγουν παράθυρα. Η Μαρία που δεν βρίζει, που βλέπει πάντα μια θετική όψη των πραγμάτων, που αγορεύει κρατώντας πάντοτε έναν αναπτήρα στο χέρι. Ο Κώστας που αναλύει και τοποθετεί τα πράγματα σε μια σειρά δίνοντας άλλη οπτική. Που βοηθάει λίγο στην ημιμάθεια μου... Ο άνθρωπος που έχει απαντήσεις. Φωτεινός παντογνώστης.
Έτσι είναι για μένα οι Κυριακές. Μια βόλτα με ποδήλατο στην εξοχή για να μαζέψω πασχαλιές.
Έτσι ήταν και εχθές το βράδυ... Βόλτα στην εξοχή με αγαπημένα μου πρόσωπα που δημιουργήσαμε όμορφη ανάμνηση...