Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Καλές θάλασσες Νικόλα...

Μούδιασμα... Αυτό νιώθεις. Όχι σοκ. Όχι απορία. Μόνο ένα μούδιασμα. Ένα κενό. Σαν να σταματάει ο χρόνος ξαφνικά... Σαν να μηδενίζονται όλα. Απλά μένεις όρθια και προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις το χαμπέρι... «Αννούλα... έμαθες τι έγινε; Ο Νικόλας... πνίγηκε...». Και στέκεις εκεί. Στέκεις και κοιτάζεις την γειτόνισσα που σου μεταφέρει την είδηση. Με κλάματα κι αυτή. Μα εσύ δεν αντιδράς. Δεν μπορείς. Και πως να μπορέσεις δηλαδή...
Το μόνο που κάνεις είναι να γυρίσεις το κεφάλι προς την μεριά του δρόμου. Να κοιτάξεις σουφρώνοντας λίγο τα μάτια. Πασχίζεις να θυμηθείς. Εικόνες. Γέλια. Χαρές. Κλάμματα. Τι παράξενο πράγμα... Δεν υπάρχει τίποτα πια. Ούτε οι παιδικοί σου φίλοι που θα αλλάζατε τον κόσμο, ούτε τα ποδήλατα. Τίποτα. Μόνο αυτοκίνητα παρκαρισμένα τόσο προσεκτικά το ένα πίσω από το άλλο.
Μέχρι που το βλέμμα πέφτει πάνω στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Νικόλας. Εκείνο με τους δύο ορόφους και το υπερυψωμένο ισόγειο. Ο ήλιος σε πονάει στα μάτια. Είναι κακός ο μεσημεριανός ήλιος. Μα σήμερα ήταν αμείλικτος.
Σήμερα χάσαμε ένα παιδί. Έναν παιδικό φίλο. Έναν ωραίο άνθρωπο 39 ετών. Μπορεί να είχαμε χαθεί πολλά χρόνια. Μα πάντα μάθαινε ο ένας για τον άλλον. Πάντοτε είχαμε αγάπη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είχαμε κοινή αφετηρία. Κοινό δρόμο. Κοινό παρελθόν. Κοινές ρίζες. Κι έτσι θα σου μιλήσω για τον Νικόλα...

Ο Νικόλας είναι -συγνώμη μα δεν μπορώ να βάλω Αόριστο- ένα πολύ σοβαρό παιδί. Αγαπάει τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Αγαπά να χάνεται σ' αυτούς. Αγαπά τόσο την θάλασσα που κάποια στιγμή επέλεξε το νησί καταγωγής του από την γκρίζα και άνυδρη Αθήνα. Και έφυγε για κει. Σαν άλλος Σεβάχ. Σαν άλλος οδοιπόρος.
Με τον Νικόλα παίζαμε παιχνίδια. Εκείνος μεγαλύτερος από μας έπαιζε με τα παιδιά της δικής του ηλικίας. Τον Γιάννη, τον Θοδωρή, τον Θανάση, τον Νίκο, την Κόνι... ήταν η παρέα των μεγάλων που στερέωναν ένα σκοινί -απ' αυτά που απλώνουμε τα ρούχα- στις δύο κολώνες της ΔΕΗ και έπαιζαν βόλεϊ. Ο Νικόλας είναι ήρεμος. Έχει ένα ταξιδιάρικο βλέμμα. Σαν να καθρεφτίζεται η θάλασσα. Τον κοιτάς και χάνεσαι.
Και τώρα πρέπει να χωνέψεις ότι αυτό το παιδί χάθηκε... έφυγε. Έφυγε για να ταξιδέψει σε άλλες θάλασσες. Σε πιο βαθιές. Πιο αγνές. Πιο ήρεμες. Πήγε να εξερευνήσει άβαθους ωκεανούς. Χάθηκε μέσα στους κόλπους της θάλασσας. Έτσι. Αθόρυβα. Μόνο που η απουσία του έκανε τεράστιο θόρυβο. Όση φασαρία απέφευγε να κάνει όσο ήταν μαζί μας την έκανε όταν έφυγε.
Η παρέα της Σπαθάρη χάνεται... μικραίνει. Και είναι τόση η αγωνία να κρατηθούν ζωντανές οι αναμνήσεις. Είναι τόσο αναγκαίο. Μα πάλι, ποιοι είμαστε εμείς που θα ζητήσουμε το αυτονόητο. Που θα αναμετρηθούμε μ' αυτό... για μένα ο Νικόλας εξακολουθεί να είναι... να υπάρχει. Όχι στο θολό μέρος. Αλλά στο καθαρό. Σε εκείνο που κρύβει γέλια. Ποδήλατα. Χαρά. Γιατί έτσι είναι εκείνος. Γιατί είναι... και θα είναι στο διηνεκές. Όσο υπάρχει Σπαθάρη... Όσο υπάρχουν οι αναμνήσεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου