Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Η συνομωσία του κοκκινιστού

Απόψε θα σας μιλήσω με καημό... με σπαραγμό... Ναι αγαπημένοι αναγνώστες... Απόψε θα εκθέσω το δράμα μου... Εδώ και ούτε έναν μήνα γυμνάζομαι. Ξυπνάω το πρωί, κάνω μπάνιο, φοράω τις φόρμες και τα αθλητικά μου παπουτσάκια, παίρνω την πετσετούλα μου και στις 11 πηγαίνω στο γυμναστήριο...
Έλα όμως που δεν κάνω μόνο αυτό... Για να εξανθρωπιστώ -υπερβολή αλλά εξυπηρετεί- πρέπει να κάνω και μια ας πούμε διατροφή όπως το λένε σήμερα... Εγώ πάλι δίαιτα το λέω και όχι με τον αρχαιοελληνικό όρο... Δίαιτα. Αποφάσισα να κάνω πρωτεϊνική. Ξέρεις... κι αν δεν ξέρεις να σε πληροφορήσω ότι με τη συγκεκριμένη μπορείς να φας τον άμπακο από πρωτεϊνούχα φαγητά αρκεί να μην αγγίξεις υδατάνθρακες, άμυλο, γλυκά, ζάχαρη, μέλι και άλλα αμαρτωλά... Ξεκινώ λοιπόν τη δίαιτα και παράλληλα το γυμναστήριο. Και άκου πως έχει το δράμα μου...
Το πρωί κάτι πρέπει να φας. Τι να φας είναι η ερώτηση που σκοτώνει... γιατί γάλα δεν πίνω, ψωμί ούτε καν, φρούτο -άσε με κουκλίτσα μου- οπότε κάθεσαι και τρως αλλαντικό με αλλαντικό ή έμενταλ ή καμιά σοκολατίτσα απ αυτές τις χωρίς ζάχαρη. Έρχεσαι και γίνεσαι τούμπανο. Μετά το γυμναστήριο και αφού έχεις χτυπηθεί μία ώρα στον διάδρομο -αερόβιο λέει λέγεται- και άλλο ένα δίωρο για προσαγωγούς, απαγωγούς και ό,τι κεφαλή υπάρχει στο σώμα, μια πείνα ε όσο να πεις σε πιάνει. Κι εκεί δράμα. Γιατί τι να φας... αμ θα φας... ή μάλλον θα βοσκήσεις αν δεν το χεις και με τη μαγειρική... θα βοσκήσεις μαρουλάκι και για να το κάνεις πιο γκουρμέ -γιατί άνθρωπος είσαι- θα βάλεις και φιλέτο σολωμού σε λάδι του Ρίο Μάρε... Το βράδυ έρχεται... και εκεί θυμάσαι όλα τα ταχυφαγεία και παραγγέλνεις... ό,τι θες... θες γύρο; Φάε. Θες μπριζόλα? Φάε μάνα μου! Θες και παϊδάκια?! Αμέτρητα... μέχρι να σκάσεις!!!
Τέλος πάντων δεν είναι αυτό το θέμα... το θέμα είναι η γαστριμαργική συνομωσία των κυριών της γειτονιάς που σημαίνει και την απαρχή του προσωπικού μου δράματος... Και ευθύς θα σου εξηγήσω...
Κατά τις δύο ή τρεις το μεσημέρι λες να πας στο σπίτι γιατί απλά αν μείνεις κι άλλο στο γυμναστήριο θα αρχίσεις να αφήνεις μέρη του σώματός σου... κανά πόδι, κανά χέρι, κανά γλουτό... ε δε μπορεί... εκτός από ιδρώτα θα αφήσεις και κάτι άλλο... Για να μην αφήσω τίποτα -άγχος αποχωρισμού γαρ- παίρνω τα συμπράγαλά μου και φεύγω... Και επειδή πλέον είμαι ή τείνω να γίνω φιτ -τρομάρα να μου ρθει- το κόβω με τα πόδια... Μεσημέρι στην Αθήνα ισούται με φαγητό στην κατσαρόλα. Και φαγητό στην κατσαρόλα ισούται με μυρωδιά από το παράθυρο. Να περπατάς στους δρόμους και να μυρίζεις ένα κρεμμύδι που σοτάρεται, το μοσχάρι που μπαίνει μέσα στην κατσαρόλα... δεν παίρνεις χαμπάρι. Για μένα αυτό είναι μανούλα ή γιαγιούλα. Βλέπεις η ομορφιά μου δεν ξέρει να μαγειρεύει και μη σου πω ότι έχει πάρει και συναινετικό διαζύγιο με την κουζίνα και έτσι... νο μοσχάρι νο κοκκινιστό... όχι ότι μ' αρέσει κιόλας... αλλά νουά ευκολάκι... -αν έχει κάποιος συνταγή ευπρόσδεκτη...

Σήμερα λοιπόν τα περισσότερα διαμερίσματα σε κεντρικές οδούς της περιοχής μαγείρευαν κοκκινιστό μοσχαράκι. Πλανιόταν η μυρωδιά στον αέρα... Μεθυστική.. Υπέροχη... Μοναδική... Σ αυτούς τους δρόμους έχω παρατηρήσει το εξής... κάθε μέρα έχει το φαγητό της... εχθές τους είχε πιάσει μια μανία με το τηγανιτό ψάρι... Όλοι ψάρι... Δεν έχει σημασία το είδος του ψαριού... από ψάρι έως μαλάκιο... γαύρος, μαρίδα, καλαμαράκι... Είναι τρομερό.
Και να μαι κι εγώ πάνω στο διάδρομο ή μέσα στο δρόμο να περπατώ και να χάνομαι στις μυρωδιές... Να προσπαθώ να αγιάσω μέσα στους πειρασμούς. Γιατί ναι.. .και κοκκινιστό μπορώ να φάω, και ψάρι μπορώ και μαλάκιο...
Το θέμα αμόρες είναι ότι δεν μπορώ να φάω το ψωμάκι -χωρίς να είμαι ιδαίτερα φαν... και τσουπ αρχίζεις να βλέπεις μικρούς κοντούς ανθρώπους -παιδιά- με παγωτά στο χέρι... και σου ρχεται νταμπλάς... ντουβρουτζάς... πάρεση... ό,τι έχεις πρόχειρο... και σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και το ζάχαρο πέφτει στα Τάρταρα... γιατί άνθρωπος είσαι βρε αδερφέ... θες και το παγωτό σου... ένα ρημάδι μακαρόν τουλάχιστον... ένα κατιτίς... ένα άπλ πι (μηλόπιτα από άνθρωπο που δεν γνωρίζει αγγλικά) ή ένα σοκολατάκι με ζάχαρη... και ερωτώ... θολώνει το μάτι ή όχι; Θολώνει.. θολώνει, γυρίζει και εύκολα μπορείς να γίνεις Τζακ ο Αντεροβγάλτης... και βλέπεις τα παγωτά, και βλέπεις τα φρούτα και έχει και ζέστη και είσαι και στερημένη και τσουπ έκρηξη! Ο ατομικός σου Βεζούβιος επαναστατεί...
Και σήμερα δεν άντεξα. Όχι. Υπέκυψα. Η λάβα της εσωτερικής μου οργής παρέσυρε τη σιδερένια μου θέληση και υπέπεσα σε αμαρτία... πήγα στο ζαχαροπλαστείο... έχεις δει την ταινία με τη Βουγιουκλάκη που παίρνει τον κυρ Στέφανο και παραγγέλνει; Έτσι κι εγώ! «Τρεις μπάλες παγωτό... μια φυστίκι, μια παρφέ κρέμα, μια παρφέ σοκολάτα και έναν μπαμπά απ αυτούς με το πολύ σιρόπι»... και μετά πήρα και φρουτάκια... καρπούζι, κερασάκια, νεκταρίνια και βερύκοκα... Θεέ τι υπέροχη η γεύση του βερίκοκου ιδίως όταν είναι γλυκό και ζουμερό... Μια που σου τα λέω και μια που λιγώνομαι... τόσο που σίγουρα κάνω και ορθογραφικά... αλλά ποιος νοιάζεται... ουδείς...
Τελικά ναι... αμάρτησα αλλά το φχαριστήθηκα... ααααα όλα κι όλα... ή που θα πέσεις με τα μούτρα στην αμαρτία ή που δε θα πέσεις καθόλου... γιατί φίλη/φίλε αναγνώστη αυτό το ολίγον δεν το κατάλαβα... τι ολίγον μάνα μου?! Φάε να λιγδώσει τ' αντεράκι σου... Και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα πάρω κι ένα Ζαντάκ -ξέρεις του στομάχου- γιατί μου έπεσαν βαριά όλα αυτά... Αλλά χαλάλι... άλλωστε μερικές αμαρτίες είναι εξαιρετικές... κι αυτό το παγωτό... μμμμμμμμμμμμμμμμμουρλια....

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Το παρεάκι Αμφικλείας και Σπαθάρη

Το θυμάσαι ένα τραγουδάκι παλιό που πήγαινε κάπως έτσι... «Μένω σε κάποια γειτονιά, φτωχική γειτονιά που χει σπίτια χαμηλά»; Το θυμάσαι ε? Άτιμε αναγνώστη πόσα ξέρεις... κάτι σε παντογνώστη αφηγητή σε φαντάζομαι... -ποιος είναι αυτός; ένας τύπος που εισήγαγε ο θεωρητικός της αφηγηματολογίας, Ζενέ- ωχού και φεύγουμε από το θέμα μας...
Έτσι είναι και η δική μου γειτονιά... Σου χω ξαναμιλήσει... Κάποτε είχε σπίτια χαμηλά, τώρα έχει πολυκατοικίες. Κάποτε μπορεί να ήταν προς το φτωχική, πλέον είναι αστικοτάτη... Σήμερα όμως το θέμα δεν είναι ούτε τα κτίρια της γειτονιάς μου, ούτε τα παιδιά της γειτονιάς μου, ούτε τα λουλούδια και οι μονοκατοικίες -όσες απόμειναν τουλάχιστον. Σήμερα το θέμα είναι το δικό μου παρεάκι μέσα στη γειτονιά μου...
Κάθε μέρα ή για να ακριβολογώ, κάθε απόγευμα περιμένω το ρολόι -του κινητού βέβαια, διότι χειρός δεν φοράω- να δείξει 19:00-19:30. Ο λόγος; Μα για να πάρω τη Μαιρούλα τηλέφωνο. Η Μαιρούλα... Η Μαιρούλα μου είναι πια οικογένεια. Μένει ακριβώς δίπλα μου στη γωνία Σπαθάρη και Αμφικλείας. Με γνωρίζει προ εμβρυακής καταστάσεως... Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι η σχέση που μας συνδέει είναι, πως να το πω... είναι καθόλα απαραίτητη έως και ζωτικής σημασίας για μένα. Σκέψου ότι είναι ο πρώτος άνθρωπος που με είδε με τσιγάρο και που μου έκανε πλάτες για να απολαμβάνω τα τσιγαράκια μου χωρίς να το πάρει χαμπάρι η μαμά.. σημειωτέον καπνίζω από τα 22.. φαντάσου...
Τηλεφωνώ στη Μαιρούλα και αυτοπροσκαλούμαι. Είναι αλήθεια ότι χωρίς πρόσκληση δεν πάω ποτέ πουθενά, διότι δεν είναι σωστό... Σκέψου πόσο θάρρος έχω που έχω πια την άνεση να αυτοπροσκαλούμαι. Αφού ανάβει «πράσινο» στην αυτοπρόσκληση, παίρνω τον καπνό, το κινητό και καμιά σοκολατίτσα -λάιτ ένεκα της διατροφής- και ξαμολιέμαι...
Το μπαλκόνι της Μαιρούλας είναι άνετο. Με φερ φορζέ έπιπλα -συγνώμη δεν γνωρίζω γαλλικά για να το γράψω-, λουλούδια, ένα τεράστιο τραπέζι και καρέκλες αναπαυτικές. Το μπαλκόνι έχει θέα στην εξωτική οδό Αμφικλείας ενώ η είσοδος είναι από την οδό Σπαθάρη. Είναι ένα χαρούμενο μπαλκόνι που οκ ολίγες φορές με είχε φιλοξενήσει ως παιδί... Στρογγυλοκάθομαι η μαντάμ στην καρέκλα και αρχίζω να φτιάχνω ένα τσιγάρο.
Μέχρι να τελειώσει τσουπ έρχεται η Κική. Η Κική ή η Κικίτσα μου. Μαμά της Μαιρούλας. Η Κική θα μπορούσε να είναι και είναι ουσιαστικά δεύτερη γιαγιά μου. Μένει ακριβώς κάτω από τη Μαίρη σε ένα σπίτι με μια τεράστια αυλή. Εκεί θα βρεις λεμονιές, τριανταφυλλιές, λουλούδια και βασιλικούς και αν θυμάμαι καλά ακόμα και κουμ κουάτ... Φαντάσου. Η Κική λοιπόν... Φίλη της γιαγιάς. Η μαμά μου πρακτικά μεγάλωσε στα χέρια της. Άνθρωπος ανοιχτός... Γυναίκα ισχυρή όπως όλες στην ηλικία της, αν και η Κικίτσα δεν έχει ηλικία. Κάποιοι άνθρωποι στη ζωή μας δεν μπορούν να αντιστοιχηθούν με έναν αριθμό. Ίσως είναι δική μου οπτική αλλά... αλλά... είπαμε... είμαι και ρομαντικιά... (ναι ναι ρομαντικιά καλά διαβάζεις)... Αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε, αφού έχουμε και πολύ καιρό να ειδωθούμε και θρονιάζεται και η γλυκιά μου η Κικίτσα.

Πριν αρχίσουμε να μιλάμε σιγά σιγά έρχεται και η Ιουλιέτα. Όχι η κυρία του Ρωμαίου... Όοοοοχι... η Ιουλιέτα της Αμφικλείας... Κατά κόσμον η κυρία Μαρία... Ο λόγος που ακούει στο Ιουλιέτα; Μια φορά την έβλεπα από το μπαλκόνι της Μαίρης. Η κα Μαρία μένει στην πολυκατοικία απέναντι από την Μαίρη στην Αμφικλείας. Το σπίτι της έχει ένα μικρό μπαλκονάκι που χωράει δύο καρέκλες. Στο πεζοδρόμιο της έχει μια δάφνη, ελπίζω να είναι όντως δάφνη, η οποία είναι τεράστια. Ένα βράδυ λοιπόν μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή του μπαλκονιού από το ομώνυμο έργο του Σέξπηρ... και κάπως έτσι η κυρία Μαρία έγινε Ιουλιέτα...
Και αφού φιλιόμαστε και αγκαλιαζόμαστε γιατί όπως προείπα έχουμε και καιρό να ανταμώσουμε αρχίζουμε την συζήτηση... Σιγά μη σου πω τι λέμε... Δε θα σαι καλά.. Άλλωστε ό,τι γίνεται στο μπαλκονάκι μένει στο μπαλκονάκι... Επειδή όμως είσαι και περίεργος θα σου πω... ή μάλλον θα σου δώσω ίχνη... Αναπολούμε τα χρόνια που δεν είχαμε «έποικους» -όρος για όσους ήρθαν στη γειτονιά μετά το 1985-.Μιλάμε για την αγένεια που διακατέχει κάποιους από τους γείτονες... Έχουμε κι απ αυτούς... αμέ αμέ... μετά όμως αρχίζει η ενημέρωση από την Κικίτσα... Αναμεταδίδει τα πάντα γύρω από το φαινόμενο ΜένιοςΜένιος.. δεν πρόκειται για νόσο αλλά για ένα τηλεοπτικό πρόσωπο... βεεεεεεεεεεεεβαια... ό,τι πει ο ΜένιοςΜένιος μας το αναμεταδίδει η Κικίτσα και συμπληρώνουμε η κυρία Μαρία και εγώ... η Μαιρούλα απέχει... Ύστερα συζητάμε για ταξίδια... Στο μεταξύ η Μαιρούλα φέρνει γλυκίσματα και λικεράκι ή τσάι αιγυπτιακό... και καταλαβαίνεις φίλη/φίλε πως κυλάει το βράδυ...
Στο μεταξύ στο παρεάκι του μπαλκονιού προστίθενται και τα παιδιά που έχουν κάνει στέκι το πλατύσκαλο της πολυκατοικίας της κυρίας Μαρίας. Και εμείς τα χαζεύουμε. Πρώτα έρχονται τα αγόρια... Ο Άγγελος και οι λοιποί -έχει ωραία μάτια ο Άγγελος γι αυτό τον θυμάμαι και πάντα γελάει-... πίνουν καφέ, στρίβουν τσιγάρα προσπαθώντας να λύσουν τους αέναους γρίφους της εφηβείας... τόσο βουνό τους φαίνεται ο κόσμος... μετά έρχονται τα κορίτσια για να ελαφρύνουν την κατάσταση... και τα αγόρια γίνονται πιο ανάλαφρα... και τα κορίτσια πιο... μικρομέγαλα... -καημένα αγόρια θα πω η ξανθιά παρατηρήτρια-....
Και η παρέα αυξάνεται με τις μυρωδιές του νυχτολούλουδου και του γιασεμιού να μας κατακλύζουν... Και όλα γίνονται πιο γλυκά... Πιο ήρεμα... πιο... πιο... πιο ρετρό ίσως... Ξέρεις αποκτούν εκείνη τη γεύση και το χρώμα το παλιακό το αριστοκρατικό όμως... εκείνο που σκέφτεσαι όταν πας να πιεις τον ελληνικό και μυρίζεις την άνοιξη... θαρρείς πως οι αυλές υπάρχουν ακόμα... θαρρείς πως όπου να ναι θα δεις τις λευκές κορδέλες που φορούν τα κορίτσια... μα ναι.. .εδώ είναι όλα... και οι κορδέλες και το άρωμα ακόμα και οι γεύσεις...

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

«Τα θέματα είναι βατά»

Πόσες φορές το χεις ακούσει; «Τα θέματα ήταν βατά» ή το άλλο «τα θέματα ήταν για καλά διαβασμένους»... Αν κατάλαβες τις φράσεις προφανώς σου ξύπνησαν μνήμες από το μαύρο παρελθόν. Εκείνη τη μαύρη, σκοτεινή περίοδο που θα έδινες Πανελλήνιες Εξετάσεις...
Τι σου θύμησα, ε; Εμ... ξεχνιούνται αυτά; Όχι βέβαια... Δυστυχώς είναι τόσο έντονες όσο η ουλή του Αλ Πατσίνο στον «Σημαδεμένο»...
Από τον Σεπτέμβριο που ξεκινά η σχολική χρονιά των τελειοφοίτων έως τον Μάιο τα πάντα κινούνται γύρω από τις εξετάσεις. Τα πάντα όμως. Τα πάντα και οι πάντες. Όταν είσαι σε σπίτι υποψηφίου είναι σαν να είσαι σε σπίτι με άτομο που μόλις βγήκε από το χειρουργείο. Και πως αλλιώς;
Κάνεις ησυχία. Ούτε αναπνοή όμως, διότι το παιδί διαβάζει. Η τηλεόραση στον ελάχιστο ήχο και οι συζητήσεις τόσο χαμηλόφωνα που θυμίζουν κομμουνιστές να μιλούν την περίοδο της επταετίας σε κεντρικό δρόμο. Προς Θεού μην διαταραχτεί ο υποψήφιος.
Διατροφή. Το μενού είναι πλούσιο πάντα και οι πορτοκαλάδες σε πρώτη ζήτηση. Οι σοκολάτες φυσικά επιτρέπονται, αφού μελέτες έχουν δείξει ότι βοηθούν στη μνήμη. Κι αν είναι κάτι που χρειάζεται ένας υποψήφιος αυτό είναι μνήμη.
Όλα αυτά μέχρι τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου. Γιατί αν οι βαθμοί παραπέμπουν σε Χαβάη, τότε όλα είναι καλά. Οι γονείς χαίρονται και κάνουν όνειρα για το μέλλον. Όταν ο γιος ή η κόρη περάσει σε σχολή Νομική, Ιατρική, Φιλολογία ή Πολυτεχνική και σχεδιάζουν το δώρο που θα κάνουν στο καμάρι τους. Αν όμως οι βαθμοί παραπέμπουν σε Σιβηρία τότε το μοντέλο αλλάζει. Συνήθως οι γονείς κρατάνε τσιγάρο και αρχίζουν τις υπενθυμίσεις στους υποψήφιους ενώ παράλληλα μιλούν μεταξύ τους για το φιντάνι τους ως «ο γιος σου/η κόρη σου». Σ' αυτήν την περίπτωση το παιδί έχει μόνο έναν γονέα. Ο άλλος είναι... διακοσμητικός. Ο πατέρας επιδίδεται σε ένα λογίδριο τύπου «Ξέρεις πόσα μου έχουν κόψει; Ξέρεις πως ματώνω για να τα φέρω βόλτα. Έχουμε και την κρίση. Και δεν εκτιμάς ούτε εμένα ούτε τη μάνα σου» και άλλα τέτοια κομψά και ευγενή. Τώρα αν οι βαθμοί είναι κάπου ανάμεσα τότε η οικογένεια εξασκείται στην υπομονή.
Και περνούν τα Χριστούγεννα. Ξεσαλώνουν οι υποψήφιοι. Και αρχίζουν τα τηλέφωνα σε συγγενείς «Ε, τι να κάνουμε... προσπαθεί το κακόμοιρο... καλά τα λέει το φροντιστήριο» και άλλα τέτοια «συγκρατημένα αισιόδοξα» μοιράζονται οι γονείς -κυρίως η μάνα- με τις αδερφές, τις ξαδέρφες ή και τις θείες. Οι πατεράδες είναι πιο χαλαροί. Δεν το αναλύουν πολύ αν και ελπίζουν κι ονειρεύονται... τώρα τι ακριβώς ονειρεύονται... θα σας γελάσω... συνήθως σκέφτονται το οικονομικό... το κόστος...
Και οι μήνες περνούν. Και το σπίτι γίνεται στρατώνας. Και περί τον Απρίλιο ο χρόνος αρχίζει να μετράει αντίστροφα... 5 βδομάδες, 4 βδομάδες, 15 μέρες κοκ... Την τελευταία εβδομάδα πριν τις εξετάσεις οι γιαγιάδες εκβιάζουν, δε, τα εγγόνια - υποψηφίους να πάνε στην εκκλησία να παραστούν στη δέηση που γίνεται για τους υποψήφιους. Ακόμα και η εκκλησία στο παιχνίδι...
Οι γονείς πηγαίνουν στα φροντιστήρια, συμβουλεύονται τους καθηγητές και αρχίζουν τα παρακάλια στα τέκνα τους «διάβασε λίγο περισσότερο παιδάκι μου». Οι γιαγιάδες βάζουν τα μεγάλα μέσα «διάβασε να προκόψεις, διάβασε να χεις την ευχή μου» -γιατί αν δεν διαβάσεις δεν θα την έχεις.
Και τα παιδιά αρχίζουν να χουν τύψεις. «Αν διάβαζα τον Σεπτέμβριο» «αν προσπαθήσω λίγο ακόμα» και όλα μένουν στο αν. Ακόμα και αριστούχος να ναι ο υποψήφιος πάλι θα πιεστεί. Ο καιρός γαρ εγγύς και το παιδί μετατρέπεται σε σπιτόγατο προσπαθώντας να σώσει ό,τι δεν σώζεται. Οι συζητήσεις στο facebook αφορούν την ιστορία -όχι την γκομενική αλλά την ελληνική-, τα μαθηματικά, τα αρχαία, τα λατινικά, τη φυσική, τη χημεία, τη βιολογία... Όλοι τελευταία στιγμή να προσπαθούν να θυμηθούν την λεπτομέρεια που θα κάνει τη διαφορά...

Μάθε παιδί μου γράμματα
Βέβαια υπάρχουν και οι υποψήφιοι-κουλ. Είναι η κατηγορία που απλά δεν αγχώνεται. Συνήθως είναι οι υποψήφιοι του 13-16 (με ζόρι το 16) που υποστηρίζουν ότι μια ζωή την έχουμε και ό,τι ότι είναι να γίνει θα γίνει. Ερώτηση... Δηλαδή τι; Θα ρθει ο αγαπημένος Πλάτωνας και Αριστοτέλης να σου δώσουν τη μετάφραση; Χλωμό... Ή μήπως ο Τζον Νας -αυτός δεν θεμελίωσε τις πιθανότητες;- θα σου λύσει το θεματάκι...; Χιονισμένο το βλέπω...
Και έρχεται η μέρα. Ένα περίεργο πράγμα οι εξετάσεις ξεκινούν πάντα Δευτέρα. Δευτέρα πρωί λοιπόν και έξω από τα Λύκεια επικρατεί πανικός. Γονείς να προετοιμάζουν τα παιδιά τους, σαν αυτό που βλέπεις στις ταινίες φούτμπολ που τους έχει ο κόουτς και τους ενθαρρύνει. Βλέπεις τους υποψήφιους ντυμένους χαλαρά -έτσι είπαν στην τηλεόραση- με μπουκαλάκια νερού στο χέρι, κομποσκοίνια, σταυρούς και άλλα φυλαχτά. Το κουδούνι χτυπάει και οι γονείς φιλούν σταυρωτά τα παιδιά τους σαν να μπαρκάρουν στα ξένα...
Ο χρόνος κυλάει και οι γονείς έχουν διακοσμήσει το πεζοδρόμιο με γόπες τσιγάρων. Με το που βλέπουν τον πρώτο υποψήφιο να βγαίνει, σπεύδουν στα κάγκελα σαν τους ελεύθερους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι ή σαν κι αυτούς που κρέμονται στις φυλακές για να διατυπώσουν τα αιτήματά τους. Κάτι σαν τους φοιτητές το '73 στο Πολυτεχνείο. Περιμένουν να ακούσουν τι έπεσε... γιατί προφανώς εξετάσεις δίνουν κι εκείνοι. Δεν δίνει το παιδί, δίνει όλη η οικογένεια «Α εμείς θέλουμε Νομική» -εσείς τη θέτε τη Νομική, εκείνη σας θέλει; Ουδείς ρωτάει...
Βγαίνει το παιδί και γίνεται Βαρουφάκης μετά το Γιούρογκρουπ... Πολλές οι ερωτήσεις κι άντε να βρει τις απαντήσεις το δύσμοιρο... «Νταξ τα θέματα ήταν βατά... Κάποιος που είχε διαβάσει έγραφε μωρέ ανετα...»... Κι άντε ο γονιός να το αποκρυπτογραφήσει... Τρέχα γύρευε...
Κάπως έτσι περνούν και οι υπόλοιπες μέρες... Και μετά αρχίζει η συζήτηση για τις βάσεις. Θα ανέβουν; Θα κατέβουν; Και να σου ο Κάτσικας, και να σου η Ράπτη και να σου ο Βαρνακιώτης... Και οι γονείς στον λαβύρινθο με τα παιδιά στον κόσμο τους. Και βγαίνουν οι βάσεις και μαζί και η ένταση.. Και τώρα; Θα μείνει το Παιδαγωγικό στα μόρια; «Και σου πα ρε Χαρίλαε διάβασε λίγο παραπάνω το θεώρημα αλλά εσύ....» και μένει κόκαλο ο έρμος ο Χαρίλαος.
Και μετά όλοι περιμένουν τα αποτελέσματα... Κλασικά οι πρώτοι των πρώτων στις τηλεοπτικές εκπομπές να διατυμπανίζουν ότι «διάβαζαν με σύστημα» ότι είναι πολύ χαρούμενοι κλπ κλπ κλπ. Ποιο σύστημα που λιώνανε τα έρμα... Σιγά μην διάβαζαν με 1-2-Χ. Τρίχες...
Αργότερα βγαίνουν και τα ονόματα... Αααααα εκεί είναι το απώγειο. Οι γονείς κερνάνε γλυκά ή και αλμυρά, κάνουν δώρα στα παιδιά και τα τηλέφωνα πέρνουν φωτιά «Έλα Σούλα μου περάσαμε... Φιλολογία Αθήνας... Ναι κουράστηκε το πουλάκι μου» -το τι είχε ακούσει το πουλάκι το τελευταίο εννιάμηνο δεν περιγράφεται-. Ακόμα και κείνοι που πέρασαν σε ΤΕΙ «Ναι πέρασε σε ΤΕΙ αλλά είναι καλή η σχολή... έχει αποκατάσταση. Ε εκεί ήθελε να πάει» που ανάθεμα που ήθελε να πάει αλλά... αλλά... είναι κάτι τύπου «άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα Τάρταρα»...

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Τρία σετ των... 15...

Τετάρτη 30 Απριλίου. Ημέρα ορόσημο. Είχα ξυπνήσει απόλυτα θετικά και όλα πήγαιναν θαυμάσια μέχρι που ο υπέροχος -το εννοώ- διευθυντής της εφημερίδας ανακοινώνει την απόλυση μας. Όχι λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, αλλά επειδή τα «επάνω» κεφάλια αποφάσισαν να καταργήσουν την εφημερίδα -μην αγχώνεσαι φίλη/φίλε δεν θα την ήξερες. Αρχικά βάλαμε τα κλάματα. Όχι επειδή χάσαμε τη δουλειά μας αλλά επειδή είχαμε ένα ωραίο εργασιακό κλίμα. Και μετά τα κλάματα, περάσαμε από το λογιστήριο να πάρουμε το χαρτί απολυμένου -πρώτη φορά το έπαιρνα- και μετά χαιρετηθήκαμε και συνεχίσαμε...
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο άρχισα πια να γελάω. Νευρικό; Ποιος ξέρει... Απλά σκέφτηκα το τελευταίο 15μηνο. Έχασα τη μαμά μου, τη γιαγιά μου, μου έκλεψαν το μισό αυτοκίνητο και δουλειά γιοκ... Τι άλλο δηλαδή θα μπορούσε να συμβεί; -μην είσαι περίεργος και αναρωτιέσαι για τα προσωπικά μου εντάξει;-... Πήγα σπίτι και μοιράστηκα τα νέα με την οικογένεια. Εμβρόντητοι έμειναν. Κι εγώ κάπως έτσι ήμουν αλλά ήξερα ότι κάτι έπρεπε να κάνω. Να αντιδράσω, να βρω κάτι να φεύγω από το σπίτι. Και τότε μου ρθε... Θα ξεκινήσω γυμναστήριο! Αυτό ήταν!
Την επόμενη κιόλας μέρα πήγα σε κατάστημα αθλητικών ειδών. Είχα να μπω σε τέτοιο κατάστημα από το Γυμνάσιο για να πάρω Stan Smith... Και τώρα μπήκα και ζήτησα παπούτσια για γυμναστήριο και φόρμες... Πολύ ευγενική η πωλήτρια μου έδειξε παπούτσια. Μια που μου τα δειξε μια που πήγα στην Κόλαση... Χοντροκομμένα όλα, φωτουριστικά, χρωματιστά με αποχρώσεις stabilo... Επέλεξα εκείνα που φαίνονταν πιο «ήσυχα», λιγότερο «φλύαρα» και δύο φορμίτσες. Πλέον είχα τον εξοπλισμό αλλά μου έλειπε το τεχνικό μέρος... Μου έλειπε το «που»... Ο τόπος, δηλαδή, που θα απορροφούσε την ενέργεια μου...

Δευτέρα. Μπαίνω στο γυμναστήριο. Αποφασισμένη. Βλέπω μια κυρία εξαιρετικά αδύνατη με εξτρίμ μαλλί. Μου συστήνεται «Άννα» μου λέει. Συστήνομαι κι εγώ και με ρωτάει τι θέλω. Στην αρχή δεν κατάλαβα την ερώτηση και της απάντησα περιφραστικά αλλά συγκεκριμένα. «Κοίτα, βασικά θέλω να χάσω βάρος και να σφίξω γιατί εμένα που με βλέπεις ήμουν 125 κιλά»... Δεν με διέκοψε η γυναίκα. Με άκουγε και μου είπε τελικά «θα χτίσουμε κορμί». Δεν θα μπορούσε να μου πει κάτι πιο αστείο. Μου εξηγεί ότι τη φωνάζουν «Χίτλερ» και της εξηγώ να μην δανείζεται ακραίους γερμανικούς όρους αν δεν ξέρει τι σημαίνουν. Κάπως έτσι και αφού δώσαμε τα διεπιστευτήρια μας και κάναμε την εγγραφή πήγα στο σπίτι, έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια, καλτσάκια, φόρμα (!) και μπλουζάκι και πήγα πάλι στον τόπο του εγκλήματος.
Χάρηκε που με είδε. Το περίμενε. «Ψυχολογία γυμναζομένου» είναι αυτή. Και ξεκινάμε. Με τοποθετεί στον διάδρομο και μου εξηγεί πως πρέπει να στέκομαι. Μου βάζει και την ταχύτητα κι εγώ αρχίζω να βαδίζω πάνω στον διάδρομο. Άρχισα να αυξάνω την ταχύτητα. Και όσο η ταχύτητα αυξανόταν τόσο έφευγε ο ιδρώτας από παντού... Πολύς ιδρώτας... Λες και περπατούσα στην έρημο ντάλα καλοκαίρι. Μετά από 37 λεπτά και περί τα 5,5 χιλιόμετρα σταμάτησα. Και πήγα στα όργανα... Άλλος κόσμος. Όργανο για το χέρι, όργανο για το στήθος, όργανο για την πλάτη, όργανο για τα οπίσθια... Ένας καινούργιος κόσμος μου αποκαλύφθηκε...
«Θέλω τρία σετ των 15»... Εκείνη ήθελε εγώ εκτελούσα. Έλα όμως φίλη/φίλε που ξεχνούσα να μετράω... Μεγάλο δράμα... Να μην στα πολυλογώ οι μέρες περνούν και οι απαιτήσεις του «Αδόλφου» αυξάνονται. Και μαζί και τα κιλά που μου βάζει για να σηκώνω με τα πόδια «γιατί πρέπει να γυμνάσεις και τον...ποπό»... Και τι να πεις; Όχι...; Αποκλείεται! Όχι γιατί δεν θες αλλά γιατί η Άννα με τα 48 κιλά και το 17% λίπος -προφανώς δεν αναφέρομαι σε μένα- δεν σ' αφήνει να το ξεστομήσεις. Ιδίως όταν σου δείχνει τα δημιουργήματά της όπως ο Πάνος που σε τρεις μήνες από 99 έφτασε τα 84 κιλά κι έχει μειώσει το λίπος του στο μισό.Άρα αφού το έκανε ο Πάνος μπορώ κι εγώ... Και δωστου ασκήσεις. Και δώστου μέτρημα. Και να χεις και την Άννα να σου λέει «τώρα γυμνάζεις τους απαγωγούς» ή «τώρα κάνεις κωπηλατικό με άρσεις... (το υπόλοιπο δεν το θυμάμαι)»...
Έχει πλάκα το γυμναστήριο. Σήμερα πήγα πάλι με καλή διάθεση. Μου έφυγε όμως όταν η Αννούλα μας επέλεξε να κάνουμε κοιλιακούς. Εκεί πραγματικά τα χρειάστηκα... Έχεις ακούσει τις εκφράσεις «δώσε πόνο» ή «no pain»? Έ... κάπως ή μάλλον ακριβώς έτσι. Ανηλεώς... Τι δεν μπορώ τι καλή μου, τι χρυσή μου τίποτα... Μια έκπτωση μου έκανε επειδή είμαι καινούργια... αντί δηλαδή να παραμείνω σε στάση «βάρκας» 10 δεύτερα έμεινα 8... Μεγάλο σκόντο!!!
Η πλάκα είναι ότι αρχίζω να «εθίζομαι» στον κόσμο αυτό... Δεν με ενδιαφέρει ο πόνος που νιώθω αυτή τη στιγμή στην κοιλίτσα... Ούτε ο πόνος στα καλάμια μου... Όχι... Αυτό που θέλω είναι να δω το λίπος να λιώνει και να εξαφανίζεται... Άκου τι λέω! Πάω καλά; Αναρωτιέμαι! Ευχήσου μου καλή τύχη φίλη/ φίλε αναγνώστη... κάτι μου λέει ότι θα τη χρειαστώ... Κάτι μου λέει ότι είμαι στις Ειδικές Δυνάμεις και εκπαιδεύομαι από ΟΥΚα περνώντας εκπαίδευση Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι...

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ένα τριήμερο στο χωριό...

Πέμπτη 30 Απριλίου... Βράδυ... Ένα υπερφορτωμένο αυτοκίνητο και τρεις άνθρωποι και ένας μισός -το δίχρονο- ξεκινάμε το ταξίδι για το χωριό. Είχαμε βλέπεις αποφασίσει να πάμε εκδρομή στην εξωτική Πάτρα στα μαγευτικά Λουσικά -κοντά στα Βραχναίικα- στον μπαμπά...
Μετά από δύο ώρες φτάσαμε. Είχε πια βραδιάσει για τα καλά όταν το αυτοκίνητο του Κωνσταντίνου σταμάτησε στην μεγάλη πόρτα του κτήματος. Ενθουσιάστηκε ο μπαμπάς με τον εγγονό, φάγαμε και μετά για νάνι.
Παρασκευή. Πρωτομαγιά. Τόση χαρά είχε ο πατήρ που μέχρι και αμνό σιτευτό έψησε για να τιμήσει τους απογόνους του. Κτήμα, χώμα, δέντρα, πράσινο... Η φύση στα καλύτερα της. Τα δέντρα στο κτήμα ανθισμένα, το αμπέλι σε ετοιμότητα να προσφέρει ό,τι εκλεκτότερο και τα χορτάρια και η πρασινάδα στο απώγειο τους. Και όλα αυτά να συνοδεύονται με την μυρωδιά της φύσης... Γιατί η Φύση έχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά.
Ανάμεσα στα δέντρα και στα λοιπά κότες, γαλοπούλες, κόκορες και σκυλιά. Ο Άρης, η Φρίντα και η Ήρα. Όσοι με ξέρουν, καταλαβαίνουν ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι για μένα μάλλον ξένο... Βλέπεις η ιδέα να περπατάω ή μάλλον να παραπατάω σε ανώμαλο χωμάτινο έδαφος δεν είναι το καλύτερο μου. Με τη φύση ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις. Τέλος πάντων. Αφού φάγαμε το έρμο το αμνοερίφιο -κατσικάκι ήταν νομίζω, αλλά όρκο δεν παίρνω- ο μπαμπάς θυμήθηκε ότι θέλει βοήθεια στις ελιές.
Κι εκεί μας εξηγεί ότι ένεκα του ελεύθερου χρόνου και δεδομένης της απέχθειας του προς το αμπέλι αποφάσισε σε μια αρκετά μεγάλη έκταση -που προφανώς αδυνατώ να υπολογίσω- να φυτέψει 400 ναι ναι τετρακόσιες, ρίζες ελιές. Έλα όμως που ναι μεν τις φύτεψε, ναι μεν τις στερέωσε με κάτι ξύλα -την ονομασία των οποίων προφανώς και αγνοώ αλλά είμαι σίγουρη ότι κάπως τα λένε- έπρεπε να περάσει «λάστιχα» ποτίσματος. Ήθελε λοιπόν βοήθεια για να περάσει λάστιχα ποτίσματος στα νέα δεντράκια και επιπλέον βοήθεια για να βάλει κάτι άλλα λαστιχάκια πάνω στο λάστιχο που θα πότιζαν -αν δεν λανθάνω μπεκ λέγονται- τα δέντρα.
Με κοιτάει με το βλέμμα ενός θλιμμένου λαμπραντόρ και μετά το ακράδαντο επιχείρημα «για σας τα κάνω... γιατί άλλη όρεξη δεν είχα από το να φυτεύω ελιές» και μετά από το μονόλογο που όλοι γνωρίζουμε αλλά ουδείς αγαπά, ο μόνος τρόπος για να σταματήσει όλα αυτό ήταν η συναίνεση. «Εντάξει» λέω και αποφασίζω να πάω. Με κοιτάει με ένα βλέμμα μάλλον περίεργο και με  παρακινεί να αλλάξω ρούχα. Γιατί όπως και να το κάνεις στο χωράφι δεν πας με μαύρο παντελόνι, μαύρο σανδάλι και τουνίκ. Φοράω κι εγώ μια φόρμα, ένα μπλουζάκι κι άλλο ένα μακό με βε λαιμό μαριν και ξεκινάω. Όταν με είδαν μάλλον απόρησαν... Γιατί με το All Star ήμουν μάλλον περίεργο θέαμα. Μπαίνω στο αγροτικό αυτοκίνητο -ναι ναι σ' αυτό με την καρότσα, καλά κατάλαβες- και ξεκινάμε. Και φτάνουμε. Βγάζει από την καρότσα τρεις κουλούρες λάστιχα που όπως είπε -δεν κατάλαβα αν το έλεγε σε μένα ή γενικώς ήθελε να το μοιραστεί με κάποιον- είναι «Φ25». Πολύ μεγάλη συγκίνηση μου προξένησε. Και αρχίζουμε να περνάμε λάστιχα και αρχίζει και το μαρτύριο μου. Γιατί περπατώντας ανάμεσα στα δεντράκια βούλιαζε το παπούτσι. Και όσο βούλιαζε το παπούτσι τόσο έμπαινε χώμα μέσα. Ήταν τραυματικό. Να περνάμε το λάστιχο ψηλά μέσα από τα κλαδιά των ελιόδεντρων και μετά να πρέπει να προσέξω να μην τσακίσει. Γιατί λέει άπαξ και τσακίσει είναι άχρηστο. Και δεν ήταν μόνο αυτό... Όλα τα ιπτάμενα ζωάκια έρχονταν πάνω μου. Δύο τα βάσανα. Από τη μία να χω το λάστιχο και να το κρατάω κι απ την άλλη να προσπαθώ να διώχνω μυγάκια κι άλλα τέτοια περίεργα όντα.. Και βέβαια δεν έφτανε αυτό. Οι περαστικοί αγρότες σταματούσαν για να διαπιστώσουν την ταυτότητά μου. Δεν είμαι ψώνιο αλλά το κατάλαβα από τις ερωτήσεις. Με κοιτούσαν μάλλον περίεργα... Τώρα θες το γυαλί ηλίου, θες το ντύσιμο, θες η ασχετοσύνη... Ο Θεός κι η ψυχή τους...

Μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε στο σπίτι... Μέση, χέρια, πλάτη ανύπαρκτα... Που είναι το χαμάμ όταν το χρειάζεσαι... Έκανα ένα μπάνιο, έφτιαξα μαλλάκι, κυρία έγινα...Το χα ανάγκη. Κι εκεί που ήμουν έξω και κοιτούσα το φεγγαράκι και τα αστεράκια -γιατί στην Αθήνα φεγγάρι έχουμε στα αστέρια όμως χολαίνουμε- τσουπ έρχεται ένα πλάσμα ιπτάμενο που πρώτη φορά το έβλεπα... Το είδα, δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα σιγά σιγά ατάραχη και πήγα προς τα μέσα τραβώντας τη σίτα που δεν είναι κι απ τις έξυπνες...
Μετά ήρθε η θεία Μαρίνα και ζήτησε δέκα ζευγάρια αυγά από τον μπαμπά. Αυτό ήταν. Πρώτη φορά το άκουγα «Δέκα ζευγάρια αυγά»... εντύπωση μου προξένησε και είπα να ρωτήσω «Μαρινάκι όταν λες ζευγάρι εννοείς θηλυκό αρσενικό;» και κάπως έτσι τους ήρθε ο... θάνατος. Το κατάλαβα διότι όλοι άρχισαν να με κοιτούν περίεργα.
Η μέρα έληξε και ξημέρωσε Σάββατο. Πήγαμε στην εξωτική Πάτρα ή αλλιώς όπως συνηθίζουν να λένε πήγαμε «μέσα» -δες λεξιλόγιο στο τέλος του κειμένου-. Ντύθηκα νορμάλ. Πήγαμε στο κρεοπωλείο της καρδιάς μας. Στην διάρκεια της εξόρμησης στην πόλη ο μπαμπάς μου έλεγε «Ρήγα Φεραίου, Σκάλες Γιογκαράκη, Αγίου Νικολάου» και άλλα τέτοια. Ένα περίεργο πράγμα δεν μπορώ να προσανατολιστώ σ' αυτήν την πόλη. Την θεωρώ αφάνταστα σύνθετη. Αφού πήραμε τα απαραίτητα επιστρέψαμε στο χωριό. Φάγαμε όλοι μαζί και μετά πάλι ελιές. Ω ναι... Έπρεπε να πάω με τον μπαμπά για να δέσουμε τις άκρες και τελικά να ποτίσουμε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο χριστιανός πήγαινε αμέσως μετά το φαγητό. Τι να υποθέσω δεν ξέρω. Ερωτήσεις εκεί δεν κάνω γιατί είναι επικίνδυνο -για τους άλλους-. Πήγαμε και με τον μπαμπά να πάρουμε σύρμα. Εκεί είχε πλάκα διότι νόμιζαν ότι είμαι η σχέση του μπαμπά. Όλοι μαζεύονταν και μιλούσαν με τον «μπαγάσα τον Αλέξη που χτύπησε το ξανθό»... Είχε γούστο αυτό ιδίως αν σκεφτείς φίλη/φίλη αναγνώστη ότι αυτοί που ρωτούσαν ήταν 60+... Άλλη κουβέντα...
Τα κατάφερα όμως. Τα λάστιχα περάστηκαν και μετά έπρεπε να ενεργοποιηθεί το μοτέρ ποτίσματος. Ο παππούς ο Ντίνος είχε φτιάξει ένα πρωτοπόρο σύστημα ύδρευσης των στρεμμάτων που αναλογούσαν στον καθε γιο. Τα έφτιαξε και επιστρέψαμε στις ελιές. Και ξαφνικά το νερό άρχισε να ποτίζει τα δέντρα. Και όσο έπεφτε το νερό έπρεπε να φτιάχνουμε τα μπεκ προκειμένου το νερό να ποτίζει τις ρίζες. Και όσο νερό έπεφτε τόσο βούλιαζε το πόδι. Και όσο βούλιαζε το πόδι τόσο η λάσπη κοσμούσε τα ρούχα μου... Τρέλα... απλά τρέλα...
Για να είμαι ειλικρινής, ωστόσο, αν εξαιρέσεις τα περιττά ιπτάμενα η όλη διαδικασία είχε ενδιαφέρον. Να περάσεις τα λάστιχα σε δεντράκια που σε κάποια χρόνια θα αποδώσουν καρπούς, να κάνεις τρύπες για να συνδέσεις τα μπεκ και στο τέλος να βλέπεις το νερό να ποτίζει τις ρίζες ήταν κάτι πολύ καινούργιο για μένα. Κάτι που μπορώ να πω ότι μου άλλαξε τον τρόπο που βλέπω το λάδι. Μπορεί να μην έμεινε το γαλλικό στα νύχια, μπορεί να μου στραπατσαρίστηκαν τα νύχια -πρώτη φορά με θυμάμαι με τόσο απεριποίητο νύχι- αλλά μάλλον άξιζε τον κόπο. Σαν να ήρθε κάθαρση με το νερό. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, αλλά ήταν μια μάλλον «ουάου» εμπειρία, όπως θα έλεγε και ο Γιάνης -ο Βαρουφάκης, δε θέλω να ξεχνιόμαστε...-.
Την Κυριακή υπερφορτώσαμε πάλι το τουτού και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μπορεί τα ρούχα να ήταν σύξυλα, μπορεί τα νύχια να ήταν χάλια αλλά άξιζε μάλλον... Αν θα το ξανάκανα...; Χμ..
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
πηγαίνω μέσα = πηγαίνω στην Πάτρα
πηγαίνω έξω = πηγαίνω στο χωριό
λαϊνα = το πήλινο δοχείο λαδιού με τα δύο πλαϊνά χεράκια
αφρός = το πρώτο γάλα της κατσίκας
πηλάλα = το γρήγορο τρέξιμο (βλπ κωλοπηλάλα= πιο έντονο από γρήγορο τρέξιμο)
ζευγάρι αυγά = δύο (2) αυγά
Φ25 = είδος ποτιστικού λάστιχου, κατά προτίμηση για ελιές
μπεκ = μαύρα σωληνάκια με κόκκινες άκρες που μπαίνουν στο Φ25 για να ποτίζουν