Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ένα τριήμερο στο χωριό...

Πέμπτη 30 Απριλίου... Βράδυ... Ένα υπερφορτωμένο αυτοκίνητο και τρεις άνθρωποι και ένας μισός -το δίχρονο- ξεκινάμε το ταξίδι για το χωριό. Είχαμε βλέπεις αποφασίσει να πάμε εκδρομή στην εξωτική Πάτρα στα μαγευτικά Λουσικά -κοντά στα Βραχναίικα- στον μπαμπά...
Μετά από δύο ώρες φτάσαμε. Είχε πια βραδιάσει για τα καλά όταν το αυτοκίνητο του Κωνσταντίνου σταμάτησε στην μεγάλη πόρτα του κτήματος. Ενθουσιάστηκε ο μπαμπάς με τον εγγονό, φάγαμε και μετά για νάνι.
Παρασκευή. Πρωτομαγιά. Τόση χαρά είχε ο πατήρ που μέχρι και αμνό σιτευτό έψησε για να τιμήσει τους απογόνους του. Κτήμα, χώμα, δέντρα, πράσινο... Η φύση στα καλύτερα της. Τα δέντρα στο κτήμα ανθισμένα, το αμπέλι σε ετοιμότητα να προσφέρει ό,τι εκλεκτότερο και τα χορτάρια και η πρασινάδα στο απώγειο τους. Και όλα αυτά να συνοδεύονται με την μυρωδιά της φύσης... Γιατί η Φύση έχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά.
Ανάμεσα στα δέντρα και στα λοιπά κότες, γαλοπούλες, κόκορες και σκυλιά. Ο Άρης, η Φρίντα και η Ήρα. Όσοι με ξέρουν, καταλαβαίνουν ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι για μένα μάλλον ξένο... Βλέπεις η ιδέα να περπατάω ή μάλλον να παραπατάω σε ανώμαλο χωμάτινο έδαφος δεν είναι το καλύτερο μου. Με τη φύση ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις. Τέλος πάντων. Αφού φάγαμε το έρμο το αμνοερίφιο -κατσικάκι ήταν νομίζω, αλλά όρκο δεν παίρνω- ο μπαμπάς θυμήθηκε ότι θέλει βοήθεια στις ελιές.
Κι εκεί μας εξηγεί ότι ένεκα του ελεύθερου χρόνου και δεδομένης της απέχθειας του προς το αμπέλι αποφάσισε σε μια αρκετά μεγάλη έκταση -που προφανώς αδυνατώ να υπολογίσω- να φυτέψει 400 ναι ναι τετρακόσιες, ρίζες ελιές. Έλα όμως που ναι μεν τις φύτεψε, ναι μεν τις στερέωσε με κάτι ξύλα -την ονομασία των οποίων προφανώς και αγνοώ αλλά είμαι σίγουρη ότι κάπως τα λένε- έπρεπε να περάσει «λάστιχα» ποτίσματος. Ήθελε λοιπόν βοήθεια για να περάσει λάστιχα ποτίσματος στα νέα δεντράκια και επιπλέον βοήθεια για να βάλει κάτι άλλα λαστιχάκια πάνω στο λάστιχο που θα πότιζαν -αν δεν λανθάνω μπεκ λέγονται- τα δέντρα.
Με κοιτάει με το βλέμμα ενός θλιμμένου λαμπραντόρ και μετά το ακράδαντο επιχείρημα «για σας τα κάνω... γιατί άλλη όρεξη δεν είχα από το να φυτεύω ελιές» και μετά από το μονόλογο που όλοι γνωρίζουμε αλλά ουδείς αγαπά, ο μόνος τρόπος για να σταματήσει όλα αυτό ήταν η συναίνεση. «Εντάξει» λέω και αποφασίζω να πάω. Με κοιτάει με ένα βλέμμα μάλλον περίεργο και με  παρακινεί να αλλάξω ρούχα. Γιατί όπως και να το κάνεις στο χωράφι δεν πας με μαύρο παντελόνι, μαύρο σανδάλι και τουνίκ. Φοράω κι εγώ μια φόρμα, ένα μπλουζάκι κι άλλο ένα μακό με βε λαιμό μαριν και ξεκινάω. Όταν με είδαν μάλλον απόρησαν... Γιατί με το All Star ήμουν μάλλον περίεργο θέαμα. Μπαίνω στο αγροτικό αυτοκίνητο -ναι ναι σ' αυτό με την καρότσα, καλά κατάλαβες- και ξεκινάμε. Και φτάνουμε. Βγάζει από την καρότσα τρεις κουλούρες λάστιχα που όπως είπε -δεν κατάλαβα αν το έλεγε σε μένα ή γενικώς ήθελε να το μοιραστεί με κάποιον- είναι «Φ25». Πολύ μεγάλη συγκίνηση μου προξένησε. Και αρχίζουμε να περνάμε λάστιχα και αρχίζει και το μαρτύριο μου. Γιατί περπατώντας ανάμεσα στα δεντράκια βούλιαζε το παπούτσι. Και όσο βούλιαζε το παπούτσι τόσο έμπαινε χώμα μέσα. Ήταν τραυματικό. Να περνάμε το λάστιχο ψηλά μέσα από τα κλαδιά των ελιόδεντρων και μετά να πρέπει να προσέξω να μην τσακίσει. Γιατί λέει άπαξ και τσακίσει είναι άχρηστο. Και δεν ήταν μόνο αυτό... Όλα τα ιπτάμενα ζωάκια έρχονταν πάνω μου. Δύο τα βάσανα. Από τη μία να χω το λάστιχο και να το κρατάω κι απ την άλλη να προσπαθώ να διώχνω μυγάκια κι άλλα τέτοια περίεργα όντα.. Και βέβαια δεν έφτανε αυτό. Οι περαστικοί αγρότες σταματούσαν για να διαπιστώσουν την ταυτότητά μου. Δεν είμαι ψώνιο αλλά το κατάλαβα από τις ερωτήσεις. Με κοιτούσαν μάλλον περίεργα... Τώρα θες το γυαλί ηλίου, θες το ντύσιμο, θες η ασχετοσύνη... Ο Θεός κι η ψυχή τους...

Μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε στο σπίτι... Μέση, χέρια, πλάτη ανύπαρκτα... Που είναι το χαμάμ όταν το χρειάζεσαι... Έκανα ένα μπάνιο, έφτιαξα μαλλάκι, κυρία έγινα...Το χα ανάγκη. Κι εκεί που ήμουν έξω και κοιτούσα το φεγγαράκι και τα αστεράκια -γιατί στην Αθήνα φεγγάρι έχουμε στα αστέρια όμως χολαίνουμε- τσουπ έρχεται ένα πλάσμα ιπτάμενο που πρώτη φορά το έβλεπα... Το είδα, δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα σιγά σιγά ατάραχη και πήγα προς τα μέσα τραβώντας τη σίτα που δεν είναι κι απ τις έξυπνες...
Μετά ήρθε η θεία Μαρίνα και ζήτησε δέκα ζευγάρια αυγά από τον μπαμπά. Αυτό ήταν. Πρώτη φορά το άκουγα «Δέκα ζευγάρια αυγά»... εντύπωση μου προξένησε και είπα να ρωτήσω «Μαρινάκι όταν λες ζευγάρι εννοείς θηλυκό αρσενικό;» και κάπως έτσι τους ήρθε ο... θάνατος. Το κατάλαβα διότι όλοι άρχισαν να με κοιτούν περίεργα.
Η μέρα έληξε και ξημέρωσε Σάββατο. Πήγαμε στην εξωτική Πάτρα ή αλλιώς όπως συνηθίζουν να λένε πήγαμε «μέσα» -δες λεξιλόγιο στο τέλος του κειμένου-. Ντύθηκα νορμάλ. Πήγαμε στο κρεοπωλείο της καρδιάς μας. Στην διάρκεια της εξόρμησης στην πόλη ο μπαμπάς μου έλεγε «Ρήγα Φεραίου, Σκάλες Γιογκαράκη, Αγίου Νικολάου» και άλλα τέτοια. Ένα περίεργο πράγμα δεν μπορώ να προσανατολιστώ σ' αυτήν την πόλη. Την θεωρώ αφάνταστα σύνθετη. Αφού πήραμε τα απαραίτητα επιστρέψαμε στο χωριό. Φάγαμε όλοι μαζί και μετά πάλι ελιές. Ω ναι... Έπρεπε να πάω με τον μπαμπά για να δέσουμε τις άκρες και τελικά να ποτίσουμε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο χριστιανός πήγαινε αμέσως μετά το φαγητό. Τι να υποθέσω δεν ξέρω. Ερωτήσεις εκεί δεν κάνω γιατί είναι επικίνδυνο -για τους άλλους-. Πήγαμε και με τον μπαμπά να πάρουμε σύρμα. Εκεί είχε πλάκα διότι νόμιζαν ότι είμαι η σχέση του μπαμπά. Όλοι μαζεύονταν και μιλούσαν με τον «μπαγάσα τον Αλέξη που χτύπησε το ξανθό»... Είχε γούστο αυτό ιδίως αν σκεφτείς φίλη/φίλη αναγνώστη ότι αυτοί που ρωτούσαν ήταν 60+... Άλλη κουβέντα...
Τα κατάφερα όμως. Τα λάστιχα περάστηκαν και μετά έπρεπε να ενεργοποιηθεί το μοτέρ ποτίσματος. Ο παππούς ο Ντίνος είχε φτιάξει ένα πρωτοπόρο σύστημα ύδρευσης των στρεμμάτων που αναλογούσαν στον καθε γιο. Τα έφτιαξε και επιστρέψαμε στις ελιές. Και ξαφνικά το νερό άρχισε να ποτίζει τα δέντρα. Και όσο έπεφτε το νερό έπρεπε να φτιάχνουμε τα μπεκ προκειμένου το νερό να ποτίζει τις ρίζες. Και όσο νερό έπεφτε τόσο βούλιαζε το πόδι. Και όσο βούλιαζε το πόδι τόσο η λάσπη κοσμούσε τα ρούχα μου... Τρέλα... απλά τρέλα...
Για να είμαι ειλικρινής, ωστόσο, αν εξαιρέσεις τα περιττά ιπτάμενα η όλη διαδικασία είχε ενδιαφέρον. Να περάσεις τα λάστιχα σε δεντράκια που σε κάποια χρόνια θα αποδώσουν καρπούς, να κάνεις τρύπες για να συνδέσεις τα μπεκ και στο τέλος να βλέπεις το νερό να ποτίζει τις ρίζες ήταν κάτι πολύ καινούργιο για μένα. Κάτι που μπορώ να πω ότι μου άλλαξε τον τρόπο που βλέπω το λάδι. Μπορεί να μην έμεινε το γαλλικό στα νύχια, μπορεί να μου στραπατσαρίστηκαν τα νύχια -πρώτη φορά με θυμάμαι με τόσο απεριποίητο νύχι- αλλά μάλλον άξιζε τον κόπο. Σαν να ήρθε κάθαρση με το νερό. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, αλλά ήταν μια μάλλον «ουάου» εμπειρία, όπως θα έλεγε και ο Γιάνης -ο Βαρουφάκης, δε θέλω να ξεχνιόμαστε...-.
Την Κυριακή υπερφορτώσαμε πάλι το τουτού και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μπορεί τα ρούχα να ήταν σύξυλα, μπορεί τα νύχια να ήταν χάλια αλλά άξιζε μάλλον... Αν θα το ξανάκανα...; Χμ..
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
πηγαίνω μέσα = πηγαίνω στην Πάτρα
πηγαίνω έξω = πηγαίνω στο χωριό
λαϊνα = το πήλινο δοχείο λαδιού με τα δύο πλαϊνά χεράκια
αφρός = το πρώτο γάλα της κατσίκας
πηλάλα = το γρήγορο τρέξιμο (βλπ κωλοπηλάλα= πιο έντονο από γρήγορο τρέξιμο)
ζευγάρι αυγά = δύο (2) αυγά
Φ25 = είδος ποτιστικού λάστιχου, κατά προτίμηση για ελιές
μπεκ = μαύρα σωληνάκια με κόκκινες άκρες που μπαίνουν στο Φ25 για να ποτίζουν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου