Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Turks do it better...

Turks do it better ή «οι Τούρκοι το κάνουν καλύτερα» αν προτιμάς. Ώρα είναι να μου πεις ότι ψάχνεις τον δεύτερο βαθμό σύγκρισης. Από ποιον το κάνουν καλύτερα; Μα από τους Έλληνες αγαπητή μου. Για να δεις πόσο υπέροχα ακομπλεξάριστη είμαι, αποφάσισα να σου κάνω ένα δωράκι. Και σε σένα φίλη και σε μένα -γιατί να το κρύψω άλλωστε-. Βλέπεις, κάθε φορά που έχω ακεφιές τι κάνω; ε; στρέφομαι στα αγόρια του εξωτερικού. Γιατί εδώ που τα λέμε, τα δικά μας είναι λίγο, ε, παρά δυτικοποιημένα βρε πουλάκι μου... πολύ... μετροσέξουαλ να το πω... πολύ μιγιάγγιχτα να τα χαρακτηρίσω... είναι πια της κρέμας... εμα... κι εμείς τι να κάνουμε... ακολουθούμε τον ποιητή «ο μόνος δρόμος είναι η Ανατολή». Κι εκεί που ο Αντωνάκης -ο Τσέχωφ παιδί μου, ο Τσέχωφ- προστάζει να τρέξουμε στη Μόσχα, εγώ σου κλείνω το μάτι έχοντας σύμμαχο και τον Οδυσσέα και σου λέω... Ανατολή... ο μόνος σίγουρος δρόμος... Θέλεις να σε πείσω; Μπορώ... Γιαααα έλα μαζί μου... α και που σαι... τσιγαράκι άναψες...; Γιατί εγώ θα στις ανάψω τις φωτίτσες... Όσο για τους φίλους της παρέας, πάρτε μαθήματα βρε αγόρια...

Halit Ergenc - Onur
 Είναι ο πρώτος σου έρωτας. Ο Ονούρ. Ναι ναι της Σεχραζάτ... ή αλλιώς Σουλεϊμάν. Όπως και να χει φίλη τον ερωτεύτηκες. Μπορεί να μην είναι και το πρώτο μπόι, μπορεί να μοιάζει σα να χει εξώφθαλμο βρογχοκοίλη αλλά έχει ένα βλέμμα ρε παιδί μου... διαπεραστικό να το πεις; λιγωτικό να το χαρακτηρίσεις; ένα στιλ...εντάξει είναι λιγουλάκι μπουνταλάς. Υποχωρητικός απέναντι στην ξεράκλω τη Σεχραζάτ. Τη θυμάσαι; Θυμάσαι πως την κοιτούσε στα μάτια -με προσπάθεια- και έλιωνε... και λες ορίστε! αυτό είν σερνικό. Μέχρι και ολόκληρο πίνακα ζωγραφικής της πήρε... καλά για λουλούδια ούτε λόγος. Δεν πρέπει να χε στεριώσει παρτέρι για παρτέρι στην Πόλη. Όλα στα πόδια της. Μέχρι και το παραμύθι «Χίλιες και μια Νύχτες» της διάβασε. Κι εμείς εδώ λέμε ένα «πες μου ένα ψέμα ν αποκοιμηθώ» και τ ακούμε κιόλας. Α ρε Ονουράκο... ΄Νάρντεσεν Ονούρτζουμ... νάρντεσεν... (=που είσαι Ονουράκο μου... που είσαι...)

Kenan Imirzalioglu - Ezel, Mehmet, Karadayi
Και μετά τον Ονούρ έρχεται ο παλίκαρος. Έρχεται ο άντρας ο σωστός, ο στιβαρός, ο πρόστυχος, ο γοητευτικός -σταμάτα με θα πω κι άλλα. Ο λόγος για τον Κενάν Ιμιρζαλίογλου ή Εζέλ αν προτιμάς, ή Μεχμέτ ή Καρανταγί ή όπως και να τον πεις θα γυρίσει. Άντρας. Βαρβατίλα. Να τον βλέπεις να κρατάει όπλο και να θες να είσαι η σκανδάλη. Φυσικά έβλεπα τον Εζέλ. Αρχικά γιατί είχε ομοιότητες με τον «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι. Μετά γιατί είχε τον Κενάν... ψέματα εγώ δεν ξέρω να λέω. Το λεγε η περδικούλα του. Αμέ... αγάπησε την ζαβή την Εϊσάν, έκανε κι ένα λίφτινγκ -ευτυχώς γιατί πριν δεν βλεπόταν- και τσουπ να το το αγόρι. Με τα κοστούμια του, με τη Μαζεράτι του. Κύριος. Και να τα βλέμματα στην ανορεκτική, και να τα νοήματα και να κοντινό στα χέρια. και αυτά τα χέρια είναι μαχαίρια και ναι κάπως έτσι παθαίνεις τη ζημιά. Νομίζεις δεν ξέρω...; Αφόρητα γοητευτικός. Ακόμα κι όταν σκοτώνει. Αυτό είναι τέχνη αγόρια. Μπορείς να σκοτώνεις και να ακούς «απ το χέρι σου ας πάω»... μπορείς?! Δε μπορείς!

Kivanc Tatlitug
Οι ξανθοί δεν μ' αρέσουν. Αλλά τούτο δω είναι μια εξαίρεση. Τι να πεις... μάτια μπλε; πωπω κάτι μάτια μ' έκαναν κομμάτια; αυτά τα μάτια  σου...; ε; Δεν θα το πεις. Απλά θα χαθείς στο αφόρητα γαλάζιο των ματιών του, θα πεις ότι το παλικάρι ναι είναι κούκλος. Είναι θεούλης. Θα χαθείς λίγο στα τατουάζ του, λίγο στο άτσαλο του βαδίσματός του, λίγο στον τρόπο που κοιτάει... βασικά μπούρδες φίλη. Θα τον κοιτάξεις στη φωτογραφία και θα νομίζεις ότι σου μιλάει. Θα νομίζεις ότι σε προσκαλεί για ένα τσαγάκι στα Πριγκηπόνησα. Κι εσύ θα τον ακολουθήσεις. Άσχετα αν έχει την Γκιουμούς τη μαυριδερή με το κατσαρό μαλλί ή κάποιες άλλες. Μωρέ θα πας... θα πας κι ας σου βγει και σε κακό. Εμ... Κιβάντζ είν αυτός... μπορείς να πεις όχι; Με τι καρδιά μαρή; Ε; Με τι καρδιά;

Murat Yildirim - Demir, Savvas
Πάμε και σε έναν γνώριμο. Ναι η φωτογραφία είναι λίγο άκυρη, αλλά είναι απ τις καλύτερες ασπρόμαυρες που διαθέτει. Πρόκειται για τον Σαββάς που αγάπησε την Γιάσεμιν -την οποία άφησε έγκυο με τη μία- ή αν θες τον Ντεμίρ που ερωτεύτηκε την Άσι την κτηνίατρο. Όλα τα έκανε ο έρμος για την Άσι. Σίγουρα θα τα κανε και για την Γιάσεμιν αλλά για κάποιο λόγο δεν καλοθυμάμαι. Άσι άκουγε στο ποτάμι έπεφτε -πρωταγωνιστούσε κι ένα ποτάμι-. Τι να σου πω. Τι κυνήγι έριξε ο Μουσουλμάνος δεν περιγράφεται. Να τον φτύνει εκεί στο ίσωμα, να κολλάει ο δόλιος. Μέχρι άλογο της έκανε δώρο. Μέχρι που αγόρασε και τη σοδειά του πατέρα της για να μην τους κατασχέσουν το σπίτι. Μετά αυτή τον αγάπησε, η αδερφή του αυτοκτόνησε κι αυτός είπε να φύγει να σκεφτεί. Εκεί μου τα χάλασε για να πω την αλήθεια. Εκεί φέρθηκε ως γνήσιος Έλλην. Ο λόγος που βρίσκεται στη λίστα; Μα προφανώς έκανε την καλύτερη πρόταση γάμου. Της έστελνε καρτ ποστάλ από τα εξωτερικά και στο τέλος όλα μαζί σχημάτιζαν την πρόταση. Εμπνευσμένο θα μου πεις. Ναι θα συμφωνήσω. Αλλά το υποστηρίζει. Έχει ένα στιλ αρρενωπό που κάποιες φορές συνδυάζει με το βλέμμα της αγελάδας. Αλλά είναι τόσο cute αυτή η αγελάδα.. .ακόμα κι όταν θυμώνει.. Νε σπα σερί;

Mehmet Akif Alakurt - Boran, Adanali
 Εντάξει ρε παιδί μου. Εδώ τώρα τι... τι να σχολιάσω. Είναι ο ένας. Ο μοναδικός. Είναι ο Μποράν Γκέντσο, αρχηγός της φυλής των Γκέντσο. Προφανώς έχω δει Σιλά. Τι εννοείς μανιωδώς; Γιατί, υπάρχει κι άλλος τρόπος; Μεχμέτ Ακίφ Αλακούρτ ή αν προτιμάς το δώρο του Αλλάχ στον γυναικείο πληθυσμό. Σκληρός, με το χέρι στη σκανδάλι. Έτοιμος να σκοτώσει αλλά και να φυγαδεύσει όσους είχαν ανάγκη. Και ξέρεις πόσοι ήταν; Ουυυυυ αμέτρητοι... επεισόδιο κι ανάγκη. Δίκαιο όμως το αγόρι αυτό. Α όλα κι όλα. Και φίλος με Χριστιανό. Αμέ. Και σπουδαγμένο. Και κουκλάκι ζωγραφιστό. Φωνή; Χέρια; Είναι σκέψου μια σκηνή που κάθεται τ' αρσενικό και έτσι όπως ζεσταίνεται ρίχνει νερό στο χέρι του πιάνει τον βασιλικό και μυρίζει τα δάχτυλα του. Χάνει μεν στη μεταφορά αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις. Κι αυτό τ αγόρι βίασε. Ε εντάξει. Κι απ το βιασμό γεννήθηκε ο γιος. Ο διάδοχος. Κι η μάνταμ η ανορεκτική βδέλλα. Αλλά κι αυτός... λουλούδια, αγάπες... το ακομπλεξάριστο σερνικό που δεν παίζει παιχνίδια. Θέλει κάτι, πάει ντουγρού. Ο άντρας στα καλύτερα του...
Αν μετά από αυτούς τους πέντε εκπροσώπους της λαγγεμένης ανατολής δεν μπόρεσα να σε πείσω για κείνο το ταξιδάκι στην Πόλη τότε τι να πω... εις μάτιν... κυριολεκτικά μάταια. Βρε σου λέω ξανασκέψου το. Οι Τούρκοι ορμάνε. Δεν είναι σαν τους ημεδαπούς. Οι παραπάνω έψαχναν το σιγουράκι και όχι αυτό που θα τους τρέλαινε με το ναι ή όχι. Εδώ να σου θυμίσω τι γίνεται; Γι αυτό σου λέω... Ιστάνμπουλα μπενίμλε γκελ!  (Έλα μαζί μου στην Κωνσταντινούπολη) ... Έλα σου λέω... Θα ρθεις... ;!











Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Πες μου παππού...

Κάθε φορά που προσπαθώ να ξεκινήσω να γράφω το συγκεκριμένο κείμενο σταματάω. Σταματάω, σβήνω την ή τις προηγούμενες προτάσεις, ανάβω τσιγάρο και η ματιά μου πέφτει στο κόκκινο κουτί που υπάρχει πάνω στο καλοριφέρ. Σε κείνο το κόκκινο κουτί που είναι ένα απτό δείγμα ότι αυτός ο άνθρωπος υπήρξε.
Ο Ντίνος λοιπόν υπήρξε. Πρώτη φορά γράφω γι αυτόν και δεν ξέρω πως να βάλω σε μια σειρά όσα θέλω να του πω. Γιατί απόψε παππού θέλω να σου μιλήσω... Θέλω να σου πω πράγματα. Να σου εξομολογηθώ. Θέλω απλά να σου μιλήσω όπως τότε. Θυμάσαι; Τότε που καθόμουν δίπλα σου και μου μιλούσες για χίλια δύο πράγματα. Μόνο που απόψε είναι η σειρά μου. Απόψε θα σου πω εγώ τα όχι χίλια δύο αλλά κάποια που χρειάζομαι να σου πω. Κάποια που θα θελα να μοιραστώ μαζί σου. Γιατί ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχεις φύγει ποτέ από δίπλα μου.
Ξέρεις, παππού, μου λείπεις πολύ. Μου λείπεις ως παρουσία. Μου λείπεις ως πνεύμα. Μου λείπει η αγκαλιά σου. Μου λείπει το χάδι σου στα μαλλιά μου. Μου λείπει το χαμόγελό σου και το φιλί σου. Μου λείπει η φωνή σου. Η μυρωδιά από τα τσιγάρα σου. Μα ευτυχώς μου άφησες γερή παρακαταθήκη το κουτί με τις πίπες και τους καπνούς σου. Ξέρεις, όταν νιώθω απόλυτα μόνη, ανοίγω το κουτί αυτό, κλείνω τα μάτια και εισπνέω τη μυρωδιά των καπνών που δεν πρόλαβες να εξαντλήσεις. Και κάπως έτσι νομίζω ότι είσαι πάλι δίπλα μου. Κοντά μου. Και μου χαμογελάς.
Ξέρεις παππού πολλές φορές μεταφέρομαι πίσω. Θυμάμαι τη μορφή σου. Και τι δε θα δινα να γινόμουν και πάλι το κοριτσάκι που έπαιρνες από το χέρι και το πήγαινες στον κυρ Νότη να του πάρεις τις Κις σοκολάτες με το πορτοκαλί χαρτί «μια θα φας καθ οδόν προς το σπίτι και δεν θα πεις στη γιαγιά ότι έφαγες. Η γιαγιά θα ξέρει ότι σου πήρα μόνο μία». Σε θυμάμαι να μου μιλάς για τον πόλεμο και την πολιτική. Σε θυμάμαι να μας αφηγείσαι ιστορίες. Πόσο λάτρευα να σε ακούω. Να με ταξιδεύεις. Είχες μια μοναδική ικανόητα να μου κάνεις το παρελθόν παρόν. Με έπαιρνες από το χέρι και με ταξίδευες στο Μέτωπο, στον Εμφύλιο, στο Σήμερα. Λάτρευα που έπαιζα τη δικηγόρο ή την πολιτικό κι εσύ καμάρωνες. Αλλά ήσουν δύσκολο ακροατήριο.
Ξέρεις παππού αυτό που μου λείπει περισσότερο είναι η ασφάλεια. Όταν με έπαιρνες αγκαλιά και ένιωθα απόλυτα προστατευμένη. Σαν την πριγκήπισσα του κάστρου. Ένιωθα ότι όλος ο κόσμος έμπαινε στη θέση του. Αυτή η αίσθηση με κυνηγάει μέχρι σήμερα.

 Ξέρεις παππού αυτό μου έκανε κακό. Μεγάλο κακό. Πίστεψα ότι οι άνθρωποι λειτουργούν έτσι. Μα με διέψευσαν παππού. Είδα ότι οι άνθρωποι είναι μικροί. Ατελείς. Όπως προσπαθούσες να τους περιγράψεις, μα είχες δίκιο. Ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω.
Ξέρεις παππού... δεν μπορώ να σου μιλάω χωρίς να βουρκώνω. Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη φυγή σου. Στην αρχή προσπάθησα να σε μισήσω που με άφησες. Νόμιζα ότι με βαρέθηκες. Ότι ήθελες να με αφήσεις. Δεν μπόρεσα όμως να το κάνω. Επέλεξες να φύγεις ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς. Ήξερα ότι το επέλεξες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που έφυγες για το νοσοκομείο. Μας είχαν στείλει στο υπόγειο όσο οι τραυματιοφορείς θα σε μετέφεραν στο ασθενοφόρο. Μας φυλάκισαν. Μου στέρησαν τη δυνατότητα να σε δω για τελευταία φορά. Μετά μου στέρησαν το δικαίωμα να έρθω να σε συνοδεύσω στο σπίτι σου. Κι αυτό δεν μπορώ να τους το συγχωρήσω παππού.
Ξέρεις παππού τι θα δινα για να μπορούσα μια φορά να κλάψω στην αγκαλιά σου και να με παρηγορήσεις; Ξέρεις. Ναι ξέρεις. Να μπορούσα να τρέξω και να με κλείσεις στα χέρια σου κάνοντάς με να πιστέψω ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν πάνε καλά παππού. Τίποτα δεν πάει καλά. Με έχουν στριμώξει παππού. Η πριγκίπισσά σου είναι στριμωγμένη στον τοίχο. Την στρίμωξαν τα τέρατα. Προσπαθούν να τη μικρύνουν. Κι εκείνη απλά σκέφτεται εσένα.
Ξέρεις παππού δεν ξέρω αν κατάφερα να ανταποκριθώ σε όλα όσα προσδοκούσες από μένα. Ελπίζω να το έκανα. Ελπίζω να βαδίζω ορθά στο δρόμο που μου δίδαξες. Μα λοξοδρομώ παππού. Κάποιες στιγμές αισθάνομαι σαν τρένο που εκτροχιάζεται. Που βγαίνει από τις γραμμές του. Συγχώρα με παππού. Έχω ανάγκη να με συγχωρήσεις.
Ξέρεις παππού όταν έφυγε η μαμά και μετά η γιαγιά αισθάνθηκα τύψεις. Ένιωσα ότι δεν ήμουν καλή κόρη ή καλή εγγονή. Γιατί ενδεχομένως δεν τις θρήνησα με τον τρόπο που θρηνώ εσένα. Μου λείπουν πολύ. Αφάνταστα πολύ αλλά εσύ ρε παππού μου λείπεις αλλιώς. Δεν μπορώ να το εκφράσω. Μα εσύ ξέρεις, έτσι δεν είναι; Καταλαβαίνεις.
Παππού ξέρεις κάτι; Το σ' αγαπώ είναι ακριβό τελικά. Είναι όπως μου το λεγες. Ακριβό. Και είναι τόσο δυσβάσταχτα θλιβερό να διαπιστώνεις ότι έχει γίνει φτηνό.
Παππού οι άνθρωποι δεν νοιάζονται. Προσπερνούν, εκμεταλλεύονται. Μένουν στην επιφάνεια. Ποδοπατούν, ικανοποιούν το εγώ τους και φεύγουν. Αδιαφορούν για το τι αφήνουν πίσω. Αυτό ήθελες να καταλάβω παππού;  Αυτό προσπαθούσες να μου εξηγήσεις. Όμως εγώ επιλέγω να πληγώνομαι. Ίσως γιατί θέλω τόσο πολύ να σου αποδείξω ότι εγώ θα τους καταφέρω τους ανθρώπους. Θα τους βοηθήσω να βγάλουν το καλύτερο που κρύβουν μέσα τους.
Ξέρεις παππού, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ σου μιλάω. Στα λέω όλα. Σε καθίζω δίπλα μου, σε κερνάω τσιγάρο και στα λέω όλα. Τα πάντα. Δεν κρύβω τίποτα. Κι εσύ μου απαλύνεις τις πληγές.
Ο Ντίνος και η Άννα. Ο παππούς και η εγγονή. Ο παππούς που έδινε μαθήματα και που η Άννα πάσχιζε να αφομοιώσει. Ο Ντίνος που έμαθε την Άννα να είναι ατρόμητη και η Άννα που τον απογοήτευσε σ αυτό γιατί απέτυχε στην αποστολή της. Δεν μπορεί να είναι ατρόμητη. Πληγώνεται, φοβάται, κλαίει. Ο Ντίνος που ήθελε από το στόμα της Άννας να στάζει μέλι και να γίνει επιστήμονας. Εντάξει. Σ αυτό παππού κάτι καταφέραμε. Δεν αποτύχαμε παταγωδώς. Ο Ντίνος που ήθελε να δει δίπλα στην Άννα κάποιον αντάξιό της. Σ' αυτό παππού δεν θα απαντήσω. Γιατί εσύ τα ξέρεις. Καλύτερα από όλους. Ο Ντίνος που ήταν έτοιμος να σκοτώσει όποιον πλήγωνε την Άννα. Και η Άννα που αν και πληγώνεται επιλέγει να μην σκοτώνει.
Α ρε παππού. Δεν ξέρω. Ίσως όλα αυτά να είναι φλυαρίες της νύχτας. Φόβοι που προκύπτουν ή που διογκώνονται. Όμως παππουλάκο μου όλο αυτό είναι και μια προσπάθεια. Μια προσπάθεια να σε φέρω πάλι εδώ. Δίπλα μου. Να σε νιώσω. Να μυρίσω την κολόνια σου -Old Spice- με το καραβάκι. Πόσο χανόμουν στη μυρωδιά σου. Κοιτάζω τις φωτογραφίες μας. Σε βλέπω να με κρατάς όταν είμαι μωρό και λίγο μεγαλύτερη και με ζηλεύω. Δεν ξέρω πως γίνεται. Μη με ρωτήσεις. Ξέρω απλά ότι θα δινα τα πάντα για να έχω την αίσθηση του χεριού μου μέσα στο δικό σου.
Ίσως να μην έπρεπε να γράψω τίποτα. Ίσως έπρεπε να τα κρατήσω όλα αυτά για μένα. Αλλά ξέρεις κάτι παππού; Εσύ είσαι εκείνος που μου έμαθε να μην φοβάμαι να εκφράζομαι. Εσύ παππού ήθελες να είμαι σίγουρη γι αυτά που νιώθω. Κι έτσι ξέρω ότι δε θα μου θυμώσεις για το αποψινό. Ξέρω ότι καταλαβαίνεις παππού. Και ξέρω ότι απόψε θα έρθεις δίπλα μου. Να με σκεπάσεις. Να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά. Να με φιλήσεις. Και να κάτσεις στο πλάι μου για να σαι σίγουρος ότι τίποτα δεν θα ταράξει τον ύπνο μου. Κι εγώ θα αφεθώ ασφαλής και σίγουρη γιατί ξέρω ότι εσύ παππού με προστατεύεις. Με φροντίζεις. Έστω κι αν δεν μου μιλάς. Καληνύχτα παππού... σε περιμένω...

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Ο Μάγκας και το Παλικάρι

Μια φορά και έναν καιρό -έτσι δεν ξεκινούν τα παραμύθια;- ήταν ένας Μάγκας που η τύχη τα φερε έτσι που ερωτεύτηκε ένα Παλικάρι...
Ήταν μια γνωριμία βιαστική...  απλή και καθόλου βεβιασμένη... Ήταν από τις γνωρίμιες εκείνες που δεν συμβαίνουν συχνά ή που δεν ακούμε συχνά. Γνωρίστηκαν Φθινόπωρο. Την ερωτεύτηκε αστραπιαία. Τον ερωτεύτηκε με χρονοκαθυστέρηση. Εκείνος την αποκαλούσε «παλικάρι», εκείνη τον αποκαλούσε «μάγκα».
Σίγουρος για τον εαυτό του και τα συναισθήματά του άρχισε να της μιλάει. Δειλά στην αρχή και ύστερα πιο επιθετικά. Τόσο που της μιλούσε εντελώς ανοιχτά «εγώ σε θέλω στη ζωή μου και θα σε έχω στη ζωή μου»... «θα στο πω... είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί σου»... Η σιγουριά του την τρόμαζε. Τον άκουγε να κάνει σχέδια. Τον παρακολουθούσε να σχεδιάζει ένα κοινό μέλλον και αυτό την έκλεινε... της δημιουργούσε φόβο «κράτα τη μπάλα χαμηλά» του έλεγε. Χωρίς αποτέλεσμα. Είχε έναν τρόπο να παρουσιάζεται ακλόνητα βέβαιος για τα πάντα. Ότι έπρεπε να είναι μαζί. Ότι το παλικάρι είναι ό,τι περίμενε ο μάγκας και πλέον είχε βεβαιωθεί.
Την διεκδικούσε. Της μιλούσε. Την εκνεύριζε με τις αμέτρητες αναπάντητες κλήσεις που της έκανε στο κινητό της προκειμένου να την ακούσει λιγάκι. Αργότερα την επισκέφθηκε κάνοντάς της το πιο ακριβό δώρο που είχε λάβει ποτέ... ένα λουλούδι...ναι.. ένα κόκκινο λουλούδι... το είχε ο Μάγκας έτσι βαλμένο, ώστε να μην μαραθεί... το Παλικάρι εκεί απλά λύγισε... «το δικό μου το Παλικάρι δεν είναι για ζελατίνες και φιόγκους» είπε ο Μάγκας και το Παλικάρι απλά κοκκίνησε κα ο Μάγκας έλιωσε. Της είχε δώσει τον εαυτό του κι εκείνη... απλά ήταν επιφυλακτική. Εξαιρετικά επιφυλακτική.
Την νοιαζόταν και φρόντιζε να της το δείχνει. «Εγώ αγαπάω ακόμα και το θυμό σου» της είπε χωρίς να της πει έκδηλο «σ' αγαπάω»... χωρίς εκείνη να καταλάβει...
Ένα ζευγάρι αντιθέσεων. Εκείνος εκδηλωτικός, σίγουρος, καταιγιστικός... εκείνη επιφυλακτική. Ο Μάγκας μιλούσε για τα συναισθήματά του εκείνη άκουγε. Πάλευε να το κάνει μα δεν ήξερε τον τρόπο. Του ζητούσε υπομονή κι εκείνος έκανε. Της μάθαινε πράγματα. Της δίδασκε τρυφερότητα, το χάδι, την αγκαλιά... μαθήματα που εκείνη είχε αμελήσει να πάρει. Ο Μάγκας την ξεκλείδωνε σιγά σιγά. Αργά. Το έκανε με μεγάλη μαεστρία.
Μέχρι που το Παλικάρι αποφάσισε να αφεθεί. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι για κάποιον. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος της φερόταν έτσι και όχι για να επωφεληθεί στιγμιαίες ηδονές ή για να επιβεβαιώσει ένα γελοίο είναι. Κάποιος της φερόταν έτσι, επειδή την αγαπούσε. Φυσικά είχε αγαπηθεί το Παλικάρι. Αλλά ποτέ έτσι. Ποτέ έτσι από έναν άντρα. Και κάπως έτσι το Παλικάρι ενέδωσε. Έπιανε τον εαυτό της να τον σκέφτεται... να ανησυχεί. Να θέλει να είναι κοντά του. Να φοβάται μήπως του συμβεί κάτι. Και αυτό που ένιωθε είχε συγκεκριμένο όνομα. Ήταν έρωτας. Ναι τον είχε ερωτευτεί.

«Ο Έρωτας και η Ψυχή» 
 Της άρεσε που το συνειδητοποιούσε. Ήξερε ότι είχε βρει επιτέλους κάποιον που «αν εκείνος είναι στην Αλάσκα και γω στο Κιλιμάντζαρο και μάθει ότι πέφτω, θα βρει τρόπο και θα έρθει να με πιάσει». Ένιωθε ασφαλής μαζί του. Εκείνος την κακομάθαινε και εκείνη το απολάμβανε. Το Παλικάρι είχε βρει το ιδανικό μαζί και ο Μάγκας το άλλο του μισό. Και οι τρεις μήνες πέρασαν στην απόλυτη παράδοση.
Μέχρι που κάποια στιγμή, μια κακιά μάγισσα αποφάσισε να τους δοκιμάσει. Προκάλεσε μεγάλες αναταράξεις στη ζωή του Μάγκα. Τον ανάγκασε να επαναπροσαρμόσει τη ζωή του σε νέα δεδομένα. Να κάνει κινήσεις που φαίνονταν πισωγυρίσματα. Και το Παλικάρι έπρεπε να προσαρμοστεί σ' αυτές τις αλλαγές. Πλέον πάλευαν και οι δύο με τέρατα. Τέρατα γνώριμα. Τέρατα με ονόματα... Δουλειά, Αλλαγές, Γιορτές, Κούραση, Άχθος, Βίαιη Πραγματικότητα -ναι... το τελευταίο είχε ονοματεπώνυμο...Πάσχιζαν να μιλήσουν στο τηλέφωνο. Έκαναν σχέδια για τις Γιορτές χωρίς όμως να έχουν λογαριάσει τη ρήση «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός χαμογελάει»... και έτσι το αντάμωμά τους έπαιρνε παράταση... μέχρι που η παράταση διογκώθηκε.
Τα τηλέφωνα αραίωσαν. Το ίδιο και οι αναπάντητες. Δεν την αποκαλούσε πια «ερωτάρα μου» -πράγμα που την εκνεύριζε αφόρητα-... δεν φλυαρούσαν για τα μελλοντικά τους σχέδια... δεν της «έσπαγε τα κόκαλα της σπονδυλικής στήλης»... όχι γιατί δεν ήθελε... απλά δεν προλάβαινε. Οι ρυθμοί ζωής του Μάγκα άλλαξαν άρδην. Και το Παλικάρι βυθιζόταν. Της έλειπε ο Μάγκας που γνώρισε. Εκείνος που έκανε απίστευτα σχέδια. Εκείνος που διεκδικούσε ακόμα και ένα μήνυμα όσο αμήχανο κι αν ήταν από την πλευρά της. Και εκείνη που κοκκίνιζε κάθε φορά που της μιλούσε.
Το Παλικάρι τον περίμενε... κάθε μέρα... ένα τηλέφωνο... ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο. Τον περίμενε να της μιλήσει. Να την παρασύρει... αν αργούσε εκείνη ανησυχούσε. Ήθελε να τον ακούσει ακόμα κι όταν εκείνος φώναζε για την κίνηση. Ακόμα κι αν της εξηγούσε για το αγαπημένο του άθλημα, για το οποίο εκείνη δεν είχε ιδέα. Δεν την πείραζε το περιεχόμενο. Ήθελε τη φωνή. Την είχε ανάγκη. Εκείνη τη φωνή που την είχε ταξιδέψει στη Βενετία... εκείνη τη φωνή που την έβαζε για ύπνο... εκείνη τη φωνή που θα της διάβαζε ένα παραμύθι για να κοιμηθεί.
Μα η φωνή ελαττωνόταν. Τρυφερή πάντα μα πλέον βεβιασμένη. Κι εκείνη παραληρούσε... σενάρια επί σεναρίων... υπάρχει άλλη, βαρέθηκε, γιατί... τόσα συμπεράσματα και τόσα ερωτήματα μαζί. Ο Μάγκας της τόνιζε ότι του έλειπε... ότι την αγαπούσε... μα εκείνη... εκείνη φοβόταν... φοβόταν μήπως απλά «συνήθιζε να τον αγαπάει από μακριά»... μέχρι που συναντήθηκαν... μέχρι που ο Μάγκας την διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν καλά... κι εκείνη ηρέμησε.. μόνο που ήθελε να τον βλέπει συχνότερα...
Το Παλικάρι φερόταν εγωιστικά αλλά ο έρωτας και η αγάπη δεν ενέχουν το στοιχείο του εγωισμού; Εκείνος νόμιζε ότι το Παλικάρι ζήλευε. Πόσο λάθος έκανε... το Παλικάρι «μισούσε» κάθε δραστηριότητα του Μάγκα -πέραν της δουλειάς του που την σεβόταν απόλυτα- της οποίας δεν αποτελούσε μέλος... τον άκουγε να της μιλάει για βόλτες με φίλους και εκείνη ευχόταν να μπορύσε να ήταν εκείνη μέσα στο αυτοκίνητο... τόσο απλά... μα τώρα λύθηκε...
Τώρα ο Μάγκας και το Παλικάρι, το Παλικάρι και ο Μάγκας έμπαιναν σε άλλη φάση... σε μια φάση που εκείνη δεν μπορούσε να ονοματίσει... το μόνο που ευχόταν ήταν διάρκεια... διάρκεια της στιγμής τους... διάρκεια του δικού τους, του κοινού μαζί που είχαν αρχίσει να έχουν... ευχόταν... και τι δεν ευχόταν...
Αρκετά αφηγήθηκα όμως... έχει πια βραδιάσει... και τα παιδάκια μετά το παραμύθι τους πρέπει να πάνε για ύπνο... όπως ο Μάγκας... όπως το Παλικάρι... η συνέχεια...?! Οψόμεθα...


Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

WIND... απομάκρυνση τώρα!

Ζω ένα δράμα... τι ένα δηλαδή... πολλά. Πάρα πολλά δράματα. Που όλα συνοψίζονται σε μια λέξη... στη λέξη WIND.
Όπως προφανώς κατάλαβες ναι είμαι συνδρομήτρια της εν λόγω «εταιρίας» από τον Δεκέμβριο του σωτηρίου έτους 2014. Κατόπιν παρέναισης του πατρός. Έξυπνος ο μπαμπάς, ε; Γάτα με πέταλα! Πήγαμε σε κατάστημα στην εξωτική Κάτω Αχαγιά -22 χλμ από την Πάτρα, μέρος με 33 καφετέριες ή καφενεία μου διαφεύγει τώρα- και έτσι απέκτησα συμβόλαιο με την εταιρία πληρώνοντας ένα σχετικά φυσιολογικό πάγιο αν σκεφτείς ότι είχα 1500 λεπτά προς όλους, άλλα τόσα μηνύματα και διαδίκτυο (δεν γράφω ίντερνετ -βαριέμαι να αλλάζω γλώσσα-). Και ο λατρεμένος μπαμπάκας μου έκανε δώρο ένα κινητό Samsung Core 2.
Και ο καιρός περνούσε... και εγώ πλήρωνα κανονικά τους λογαριασμούς σε κατά τόπους καταστήματα όπου πάντα τους έλεγα ότι δεν με λένε Σπηλιοπούλου αλλά Σπηλιωτοπούλου... αλλά μάλλον είναι δυσνόητο... διότι κάθε λογαριασμός έρχεται με λάθος στοιχεία...
Το 2015 ξεκίνησε το δράμα μου... πήγα στο κατάστημα του Ψυχικού να πληρώσω τον λογαριασμό μου και μου είπαν ότι δικαιούμαι προσφορά με πέντε (5) ευρώ (!) πάγιο. Ρωτώ ως γνήσια ξανθιά «Πέντε ευρώ; Δεν μου κάνετε πλάκα; Όντως τόσο;» Προφανώς οι απαντήσεις ήταν ναι, όχι, ναι. Ενθουσιάστηκα η ξανθή και έβαλα και σταθερό... Ανάθεμα! Το πέντε έγινε 25 γιατί εγώ λέει δεν κατάλαβα καλά... το κατάπια κι αυτό...
Τέλη του 2015 έχω πρόβλημα με το δίκτυο. Τηλεφωνώ στο τεχνικό τμήμα. Ένας κυριούλης, ακουστικά του «συμφώνου» με πολύ ψιλή φωνούλα μου βάζει τις φωνές που δεν έχω καλώδιο έθερνετ λέει για να συνδέσω τη μονάδα με το μόντεμ/ρούτερ λέει για να μου περάσει ρυθμίσεις λέει... εγώ είπα άλλα. Εγώ κατέβασα κάποια Ευαγγέλια θυμούμενη τη θρησκευτική παιδεία πυ έλαβα ως μαθήτρια. Εις μάτιν, ωστόσο, όπως έλεγε και ο φίλος Καποδίστριας. Το πρόβλημα συνέχισε να υφίσταται.
Μετά χαλάει το κινητό. Απλά χάλασε. Η κάμερα δεν δουλεύει. Το πληκτρολόγιο αρνείται να γράψει με λατινικούς χαρακτήρες, σε άλλον τηλεφωνώ και άλλον καλεί... μια κατάσταση τραγική. Για όσους με ξέρουν καταλαβαίνουν ότι ναι... έχω αρχίσει να αγγίζω κόκκινα. Πηγαίνω σε κατάστημα όπου μου λένε ότι ναι όντως έχω θέμα με το κινητό μου αλλά «τι περιμένεις με το τηλέφωνο που έχεις»... ξέρω γω τι περίμενα... σίγουρα όχι το τρόλει.

Τώρα εξηγείται ο τρόπος που κοιτάζεις έρημο σκυλάκι... 
Ξαφνικά έρχεται και ο λογαριασμός αρκετά υψηλός. Προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί τους αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Τίποτα. Είτε εσένα έπαιρνα είτε αυτούς το ίδιο... αποφασίζω κι εγώ να μην πληρώσω τίποτα μέχρι να με πάρουν τηλέφωνο. Έρχεται και ο δεύτερος λογαριασμός. Και ξανά εγώ να προσπαθώ να επικοινωνησω μαζί τους. Και ξανά ματαιότης ματαιοήτων τα πάντα ματαιότης. Σιωπή. Τίποτα. Ψυχή ζώσα. Και εμμένω στην απόφασή μου να μην πληρώσω.
Και κάπως έτσι μπήκε το 2016. Επικοινωνία μηδέν. Ανήμερα των Φώτων, η λατρεμένη εταιρία αποφασίζει μέσα στο βράδυ να πραγματοποιήσει φραγή εξερχομένων κλήσεων. Αυτό ήταν. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι...
Αρχίζω να παίρνω τηλέφωνα... τίποτα... δεν υπήρχε άνθρωπος. Μόνο το ηχογραφημένο που μετά από κάποια λεπτά έκλεινε την κλήση. Πηγαίνω κι εγώ στο κατάστημά τους στη Γκύζη να πληρώσω τον έναν λογαριασμό και να βγάλω και άκρη γιατί ... εντάξει... και παίρνω την απάντηση «Κάρτα?! Έχετε κάρτα?! Ξέρετε μας πήραν τα μηχανάκια για συντήρηση και δεν μπορούμε. Πεταχτείτε μέχρι την Αλεξάνδρας»... εκεί έφυγα... κυριολεκτικά. Προφανώς δεν πετάχτηκα πουθενά...
Στο μεταξύ μου έρχονται μηνύματα, ειδοποιήσεις, κλήσεις και εγώ απαξιώ... δεν απαντάω στους φίλους μου... ναι είμαι βεντέτα αυτή την περίοδο... αν με θέλει ο οποιοσδήποτε θα ξαναπάρει... ήμαρτον... κάνω όμως υπομονή... (στο τέλος θα κάνω μεγαλύτερη καριέρα από την Αλίκη)...
Το Σάββατο πηγαίνω στο κατάστημα του Ψυχικού. Εκφράζω τα παράπονα και τις απορίες μου. Ο υπάλληλος με κοιτάζει με ένα βλέμμα ωσάν της αγελάδος... δεν με βοηθησε... άλλαξε -ΠΑΛΙ- τα στοιχεία μου, μου έδωσε και την απόδειξη πληρωμής και μου είπε ότι η γραμμή θα επανερχόταν σε δέκα λεπτά το πολύ... γιατί ρε παιδί μου είνα και εταιρία γρήγορη...  Τον ρωτάω τον άνθρωπα για την επιδότησή μου. Εκεί να σε έχω. «Α τώρα είναι» μου λέει «δεν αργεί» μου λέει «ωραία» συνεχίζει... και ρωτάω η αφελής «Τέλεια! Πότε να έρθω να ρωτήσω» για να λάβω την υπέοχη απάντηση «Στις 26 Αυγούστου» Εγκεφαλικό. Έμφραγμα. Ένα χαμόγελο του τρελού σχηματίζεται στο αλαβάστρινο προσωπάκι μου, κάνω στροφή και φεύγω. Ήσυχη γνωρίζοντας ότι η γραμμή θα επανερχόταν σε... λιγάκι. Κυρία. Πηγαίνω για ψώνια. Προσπαθώ να πάρω τηλέφωνο... δεν έχω τύχη... λέω με το αφελές μυαλό μου ότι οκ θα ρθει αργότερα...
Μέχρι που στη μια το μεσημέρι δεν είχε έρθει από τις εννέα το πρωί. Παίρνω πάλι τλφ και μου απαντάει μια κοπελίτσα -μην πω κοπελιά δε θέλω- ότι θα με πάρουν εκείνοι γιατί είχαν πρόβλημα με το δίκτυο. Αρκετά εκνευρισμένη το δέχτηκα φροντίζοντας να φανεί η δυσαρέσκειά μου... Μην στα πολυλογώ... το τηλεφώνημα δεν ήρθε ποτέ. Ξαναπήρα -είναι δωρεάν- στις έξι το απόγευμα και μου λέει η μαντάμ ότι ναι δεν γίνεται να επανέλθει η γραμμή γιατί δεν πλήρωσα και τον άλλο λογαριασμό. Ρώτησα γιατί δεν με ενημέρωσε το κατάστημα... καμία απάντηση... μέχρι που μου λέει «αυτοί είναι οι κανονισμοί»... εντάξει. Το τηλεφώνημα κατέληξε με εμένα να της αποκρίνομαι «Άει στο γερο διάολο ανήδονη»... ναι... έβρισα. Ναι... ήμουν αγενής. Συγνώμη αλλά έβραζα.
Σκοπός του παρόντος είναι η ατομική μου εκτόνωση. Και βέβαια προκειμένου να καταλάβουν κάποιοι φίλοι τον λόγο που δεν απαντώ στα μηνύματά τους... Δεν είναι αμέλεια... είναι θέμα... αέρα... Πλέον έχω αποφασίσει πάντως, τον .... αέρα μου να τον παίρνω αλλού...

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Ο Οργασμός του... ουρανίσκου...

Δεν ξέρω που σε παραπέμπει ο τίτλος αλλά τα πρόστυχα ξέχνα τα! Τι με πέρασες...? Σκοπός του παρόντος είναι να σε κάνει να λιώνεις από επιθυμία... να κλείνεις τα μάτια και να νιώθεις εκρήξεις στο στόμα σου... να «περπατάς» τη γλώσσα σου στα χείλη, κουνώντας το κεφάλι -πάντα με κλειστά μάτια- αριστερά και δεξιά μην μπορώντας να συνειδητοποιήσεις από που σου ήρθε...
Λιγώθηκες από τώρα...; Ε τότε... για έλα μαζί μου... έλα... μη φοβάσαι... έτοιμη/-ος για... στάσεις εγγυημένης... απόλαυσης...; μμμ...

Στάση πρώτη: «Κυβέλη». Τι θα χρειαστεί να κάνεις; μια βόλτα μέχρι την εξωτική πλατεία Πολυγώνου, να βρεις πάρκιν και να αφήσεις το τουτού με αλάρμ, να κουμπώσεις το μπουφανάκι και να πεταχτείς μέσα... και μετά να μείνεις... να βλέπεις το cheese-cake σε πρόστυχες παραλλαγές όπως με όρεο, με καραμέλα, με φράουλα... μμμμ.... και μόνο που το σκέφτομαι... λιώνω... μπισκότο όρεο και σιρόπι σοκολάτας... αχ... εδώ το χω... στα χείλη μου... γεύση παχύρευστη που κάθε κουταλιά του δικαιώνει τη φράση του Ελύτη πως «από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος»... δυστυχώς ο ποιητής δεν γνώριζε το cheese-cake και τις συγκεκριμένες του παραλλαγές... αλλιώς ξέρεις τι θα λεγε «ένα cheese-cake συνιστά τον Παράδεισο»... αααααααχ... ωραίο ήταν...

Και από την Αμερική πάμε στη λαγεμένη Ανατολή... πες ότι σου ξυπνάει τη λαχτάρα της Σουλτάνας ή της χανούμισας ο πασάκας σου... και που να βρεις τώρα κάτι που να τον τελειώσει... εντάξει... ένα τσιφτετέλι θα το χορέψεις... αρκεί όμως...; σκέψου τώρα φίλη να του χορεύεις το «Μπουρνοβαλιά» και παράλληλα να του χεις μπακλαβά με φυστίκι Αιγίνης κατευθείαν από Τουρκία... Και ο πασάκας γίνεται αυτομάτως Σουλεϊμάν... είναι το σιρόπι... είναι το φυστίκι... είναι αυτό το γρατσανιστό του φύλλου... είναι αυτό το... αυτή η ιδέα της Ανατολής... θα σε γελάσω και δεν το θέλω... σκέψου όμως ένα φιλί του πασάκα που είναι έτσι μελωμένο... έτσι...απαλά βουτυρένιο... σε κόλασα; Καλά σου κανα... που το βρίσκεις; στο Γκιούλογλου... Νίκης... Σύνταγμα... αμεεεε....

Στάση τρίτη «Αθηναία»... οδός Πριγκηποννήσων (προέκταση Ευελπίδων)... αφού λοιπόν σε... ζέστανα με τον μπακλαβά... ας σε δροσίσω λιγουλάκι με το ωραιότερο παρφέ της πόλης... στην ίδια διάθεση θα παραμείνω να ξέρεις... και θα σου πω πόσο απαλή υφή έχει... πόσο εύκολα γλιστράει το κουτάλι στο στόμα... πόσο γεμίζει η στοματική σου κοιλότητα από τη γεύση... για σκέψου... βράδυ... ταινία... μόνος να θυμάσαι... μόνη να κλαις βλέποντας το «Ημερολόγιο» -ή όποια άλλη ταινία θέλεις.. δεν έχω θέμα- και να χεις αγκαλιά ένα κιλό τέτοιο παγωτό... μισό κρέμα μισό σοκολάτα... αααααααααχ.... η κόλαση που πάγωσε για να ρθει να σε... απογειώσει... πόσα βράδια έχω περάσει έτσι... πόσα έχω να θυμάμαι μ αυτό το παγωτό... ααααχ....

Βέβαια μπορεί να μην είσαι τόσο του παγωτού και να θες μια πάστα... σοκολατίνα εννοείται.. φρέσκια προφανώς. Αγαπημένη μου είναι το ποντικάκι... και θα το βρεις στην Πριγκηποννήσων... ευθεία μετά την «Αθηναία»... το στόμα γίνεται φάκα... μια κουταλιά από λαχταριστή σοκολάτα και παντεσπάνι εξαιρετικά και ισορροπημένα μελωμένο... και όπως κλείνει η φάκα κάτι παθαίνεις... κλείνεις τα μάτια και παρασύρεσαι στη σοκολάτα... και αρχίζεις να χάνεσαι... να ακολουθείς βήματα παράξενα που σε ταξιδεύουν στα πιο γλυκά σου χρόνια... που σε ταξιδεύουν στο χρόνο... και μετά αν είσαι καλό παιδί και είσαι και τύπος που μοιράζεται μπορείς να παίξεις και με το έτερον ήμισυ... ποιος θα φάει την ουρά και ποιος τα αυτάκια... καλέ σου λέω... εμπιστεύσου με... ψιτ σε βλέπω.. σιγά μη σου πω αν έχω παίξει το παιχνίδι... χα!

Για περισσότερο ενήλικα παιχνίδια, ωστόσο, να προτιμήσεις το κολασμένο προφιτερόλ του «Χατζηνάσιου» (οδός Αμφείας, Γκύζη). Τι να λέμε... το βλέπεις στη φωτογραφία; ε... αυτό είναι... φρεσκότατη σαντιγί πασπαλισμένη με μπιλίτσες τριών ειδών σοκολάτας -μαύρης, λευκής και γάλακτος- και μέσα αφράτα σουδάκια με σοκολάτα... εδώ αγάπη μου δεν μιλάς... απολαμβάνεις... είναι εκείνη η στιγμή που σταματάει ο χρόνος... που η ύπαρξη αποκτά άλλη διάσταση. Που οι αισθήσεις συντονίζονται για να σε οδηγήσουν στα Ουράνια -των Φώτων σήμερα είπα να κάνω μια αναφορά-... αν το Ισλάμ είχε ανακαλύψει το προφιτερόλ, η αμοιβή του καλού μουσουλμάνου θα ήταν το συγκεκριμένο προφιτερόλ... άκου με που σου λέω... το λέω και το αισθάνομαι...

Στάση έκτη ... «Λουκουμάδες Μπαλατσούρα» στο Αιγάλεω... απευθύνεται σε ρετρό τύπους... σε τύπους που νοσταλγούν τους κλασικούς λουκουμάδες της γιαγιάς... που αρέσκονται να ταξιδεύουν στο τότε... ναι... ω ναι... είναι οι λουκουμάδες που μας ταξιδεύουν στην αθωότητα... είναι το γλύκισμα που μας ξυπνά μνήμες όταν είχατε κοτσιδάκια -δεν είχα ποτέ... σγουρομάλλα γαρ... κοντό πάντα...- ή όταν παίζαμε στις γειτονιές ανέμελα... ή σε κάτι νηστείες ενόψει Δεκαπενταύγουστου... για μένα είναι οι καλύτεροι λουκουμάδες της Αθήνας... ζεστό το μέλι δένει άριστα με την κανέλα και ίσως το ψιλοκομμένο καρύδι -προαιρετικό-... και αυτό το έδεσμα πάντως ξυπνάει ένστικτα... και τα ξυπνάει και γλυκύτερα... καθότι συνυφασμένο με την αθωότητα... χορταστικοί και ουχί λιγωτικοί... άσε που και την επόμενη μέρα να τους φας θα νομίζεις ότι τους πήρες πριν πέντε λεπτά... ααααχ....

Έβδομη και τελευταία στάση γιατί πολλά ένστικτα σου ξύπνησα και είναι και βράδυ προς νύχτα... «Κωνσταντινίδης» Εκμέκ Κανταίφι... η επιτομή της απόλαυσης... το άλφα και το ωμέγα... απίθανα δροσερό... εξαιρετικά αρωματισμένο... μοναδική σαντιγί... έξοχο κανταίφι... τρως μια κουταλιά και το κεφάλι γυρίζει αριστερά και δεξιά... τα μάτια κλείνουν... και η γλώσσα απλά περιπαίζει την ίδια σου την ύπαρξη... είναι από τους λόγους που ευγνωμονείς για τη θνητότητά σου... ευτυχώς που γεννηθήκα άνθρωπος λες και γέρνεις πίσω απολαμβάνοντας τη στιγμή... χάνεσαι στις κουταλιές... και είναι τόσο αμαρτωλά υπέροχο αυτό το χάσιμο...

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Κι από Δευτέρα... δίαιτα...

Άσε με, άσε με, άσε με! Τύψεις, νεύρα... νεύρα, τύψεις... Δευτέρα σήμερα. Ναι οκ...Δευτέρα. Η πρώτη Δευτέρα του χρόνου. Όπερ σημαίνει ότι έχουν προηγηθεί οι Γιορτές... Έλα τώρα... Χριστούγεννα, Παραμονή και Ανήμερα Πρωτοχρονιάς.
Και φαντάζομαι δε θες να σου θυμίσω τι έκανες... ή μάλλον τι κάναμε... κι αν θες να ξεχάσεις δεν θα σε αφήσω εγώ! Τρώγαμε φίλη/φίλε... τρώγαμε... Και προφανώς δεν εννοώ σαλατούλες... οοοοοοοοχι... τρώγαμε ό,τι είχε φάει τη φυσική σαλατίτσα... γαλοπούλες, χοιρινό σε όλες τις εκδοχές, αρνί, και τα παρελκόμενα... πίτες και πιτάκια παντός είδους. Χμ... μήπως αρχίζεις να θυμάσαι...; Α βέβαια... ξέχασα! Τα... γλυκά... ποοοολλά γλυκά... η σοκολάτα έρεε άφθονη... όπως η σαμπάνια στον «Υπέροχο Γκάτσμπι» -με τον Ρέντφορντ και ουχί τον Ντι Κάπριο... είπαμε ρετρό... δε θέλω να ξεχνιέσαι...-. Μην το αρνηθείς... έφαγες.. πολύ... σοκολάτες, σοκολατάκια, μελομακάρονα, δίπλες, κουραμπιέδες, τούρτες, πάστες για να μην πω για την βασιλόπιτα με το γλάσο... Καλύτερα τώρα...; Ωραία...
Και αφού έχουν προηγηθεί ημέρες πραγματικής κτηνωδίας και αφού έχεις φορέσει τα μαύρα σου τα παντελόνια που έχουν περάσει σε φάση «κλαίει το ρούχο για κορμί και το κορμί για ρούχο» αποφασίζεις την Κυριακή τι άλλο να ξεκινήσεις δίαιτα από αύριο... Και έτσι καταλήγουμε στη Δευτέρα...
Οι τύψεις και τα νεύρα πως δικαιολογούνται; Δε... μαντεύεις...; Όντως?! Ντροπή σου... Φυσικά και ξέρεις. Και επειδή πολύ σου τη λέω απόψε θα σου πω γιατί έχω εγώ νεύρα και τύψεις...
Σήμερα η πρώτη μέρα στη δουλειά μετά από τις 24/12. Παρκάρω σε ωραιότατη θέση, κατεβαίνω κυρία με ύφος θριάμβου ακριβώς επειδή βρήκα και πάρκαρα και πάω να πάρω έναν καφέ... με ζαχαρίνη... προφανώς. Παίρνω και κάτι για τον κο Διευθυντή και κάτι για τα κορίτσια στη δουλειά έτσι μωρέ για να χουν γλυκό χρόνο... μέχρι που ρχεται η συνάδελφος με το γλυκάκι της που σε κοιτάει και λέει «εγώ το φτιαξα... Άννα δε θα πάρεις ένα κομμάτι» και τι να της πεις... «δεν βλέπεις μαντάμ πως έχω γίνει σα μποθρόνα» ε δεν το λες και παίρνεις. Και μετά τρως και μια κασερόπιτα. Κατάλαβες τώρα προς τι η σύγχυση...;
Και κάπως έτσι καταλήγεις βραδιάτικο να συχτιρίζεις την ώρα, τη στιγμή και τα γονίδια. Και τη λαιμαργία σου. Και το τρισκατάρατο «Παντοπωλείον Η Αφθονία» από το οποίο η Αλίκη παρήγγελνε από τον κυρ Στέφανο σαν να μην υπάρχει αύριο. Και αρχίζεις την κατάδυση στο συρτάρι με τις δίαιτες για να αποφασίσεις τι θα κάνεις... πως θα μαζευτείς...

 1.Πρωτεϊνική: ή αλλιώς η διατροφή -να το πω εξευγενισμένα- του Χάνιμπαλ. Σ' αρέσει μάνα μου το κρέας; Τρώγε. Βασικά τι τρώγε... ξεκοιλιάσου. Όσο μπορείς. Ό,τι κρέας θες... ακόμα κι ανθρώπινο... ομορφαίνει δεν παχαίνει... το συνοδεύεις και με τζατζικάκι... και με κοκακολίτσα λάιτ... και έρχεται ο χασάπης και σου κάνει εικόνισμα... μη σου πω ότι σου ανάβει και κεριά.
2.Θερμιδικές: ή αλλιώς η διατροφή -είπαμε... εξευμενίζω- των θετικών επιστημών. Η χαρά της αυτιστικής διαταραχής. Εκατό γραμμάρια μοσχάρι, μια κούπα μακαρόνια, δέκα τα μύγδαλα του Βόγλη όσο η παλάμη ο σολωμός. Να ξέρεις ότι αυτή δεν ενδείκνυται για νευρικούς ανθρώπους... εκ πείρας σου ομιλώ και ουχί ως μελετητής...
3.Θερμιδομετρητής: ναι ναι καλά κατάλαβες... πρόκειται για το κόκκινο βιβλιαράκι της μαμάς ή της γιαγιάς. Δεν γίνεται να μην το χεις δει. Εκεί μέσα υπάρχουν οι θερμίδες ανά μερίδα φαγητού. Βεβαίως και εδώ μετράς. Μην τυχόν και φας έξτρα γραμμάριο... οοοοοοοοοοχι... τς τς τς δε θέλω να κλέβεις... ή τα γραμμάρια όπως αναγράφονται ή... γκιλοτίνα! Απλό δεν είναι?
4. Αδυνατιστικά βοηθήματα: εδώ τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Κρέμες, χάπια, οροί, σκευάσματα όλα για να γίνεις λυγερόκορμη/-ος. Αμέ. Τρίβεσαι με κρέμα το βράδυ... μέχρι που τα ποδαράκια σου γίνονται κατακόκκινα σα να σε έκαψε ο ήλιος. Και τρίβεσαι αφού έχεις ήδη πάρει 3-4 χάπια πριν από κάθε γεύμα... έστω κι αν το γεύμα είναι τοστ. Περιττό βεβαίως να αναφερθεί το γεγονός ότι μεταξύ δισκίων και κρέμας έχουν προηγηθεί άλλα...
5.Νερό: πάντα είχα απορία για το πως μια δισύλλαβη λέξη μπορεί να γεννήσει μίσος. Αν δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ, προφανώς δεν χρειάστηκε να κάνεις δίαιτα -ε δεν άντεξα- άρα δεν χρειάστηκε ΠΟΤΕ να πίνεις δύο λίτρα νερό ημερησίως. Το μόνο νερό που αντέχω είναι το θαλασσινό όταν κολυμπώ στους κόλπους του.
6. Ζαχαρίνη: τη μισώ αυτή τη λέξη. Σχεδόν όπως το νερό. Πόσο άθλια λέξη. Αυτή και οι φίλες της η ασπαρτάμη, η μελιτόλη, η στέβια και οι άλλες γλυκαντικές μανταμίτσες. Εμ είναι μέσα στο δήθεν -δήθεν τάχα γλυκαντικά- εμ σου προκαλούν και νεύρα γιατί σε απομακρύνουν από τη ζάχαρη. Ξέρω ότι τη ζαχαρίνη πολλοί εμίσησαν τη ζάχαρη ουδείς. Δε σου φταίει μάνα μου η ζάχαρη... αλλά ας μην αποδώσω ευθύνες μέρα και ώρα που είναι. Το θέμα είναι ότι είναι υποκατάστατο. Υποκατάστατο ενός πράγματος τόσο προσιτού... που μοιάζει αφάνταστα μακρινό όταν μπαίνεις στη διαδικασία...δίαιτας.
7. Άθληση: γυμναστήριο. Ιδρώτας. Φόρμα. Διάδρομος. Ποδήλατο. Κοιλιακοί. Πόνος. Χριστέ μου ψυχοπλακώθηκα. Αλήθεια. Γιατί ξέρω ότι θα τα επαναλάβω. Πρέπει. Και μη μου λες τώρα ότι δεν κάνει να λέμε πρέπει γιατί θα τ ακούσεις...
Όλα αυτά λοιπόν έπρεπε να ξεκινήσουν από σήμερα. Από Δευτέρα... Από την πρώτη Δευτέρα του χρόνου.. .αλλά βέβαια... όταν είσαι ξανθιά, γλυκούλα και με επιλεκτικό ουρανίσκο... οι αντιστάσεις μειώνονται... κι αφού η μέρα πήγε στράφι σκέφτομαι εγώ τώρα... σουβλάκι ή πίτσα; Όσο για τη Δίαιτα... θα πρωτοτυπήσω. Από Πέμπτη... ακολουθούν και τα Φώτα ;)

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Πρωτοχρονιά: Υπόθεση Οικογενειακή

Πριν αρχίσω να εξιστορώ, θα πρέπει να εξηγήσω ότι μένω σε ένα σπίτι που πάντοτε το περιέγραφα ως «οικογενειακή πολυκατοικία». Στο Ισόγειο μένω εγώ, στον δεύτερο ο αδερφός μου με την οικογένεια του και στον τρίτο όροφο μένει η φοβερή θεία με την ξαδέρφη.. ο εξάδελφος μένει αλλού.
Αφού λοιπόν κατατέθηκε η κάτοψη του σπιτιού, δε μένει άλλο από την αρχή της ιστορίας...
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Στις σκάλες του κλιμακοστασίου αναδύονταν μυρωδιές από τα δύο διαμερίσματα. Το Ισόγειο προφανώς απείχε κάθε μαγειρικής διαδικασίας.
Μυρωδιές από κρέατα που ψήνονται, από πατάτες φούρνου, φαγητά κατσαρόλας μπερδεύονταν δημιουργώντας ένα άρωμα μεθυστικό.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά κάναμε όλοι μαζί. Μαζευόμασταν στον δεύτερο και τρώγαμε, γελούσαμε, παίζαμε και περιμέναμε τον Άη Βασίλη. Σκηνικό που επαναλαμβανόταν και την επόμενη ημέρα εξαιρουμένου του Αγίου... νταξ πόσες φορές να ρθει κι αυτός...
Τα τελευταία χρόνια λόγω της απώλειας της μαμάς, οι Πρωτοχρονιές μας ήταν ελαφρώς έως απόλυτα θολές, άχρωμες, ανήδονες... Φέτος ήταν αλλιώς... Φέτος μαζευτήκαμε όλοι. Πρώτη μέρα του χρόνου. Μεσημέρι. Ήρθε ο Νάσος -εξάδελφος- φέρνοντας ένα τεράστιο κουτί με Πανετόνε. Το πήρε από την Πεύκη, τονίζοντάς μας περιχαρής ότι «το πήρα από ένα ζαχαροπλαστείο που έχει ένας Ιταλός. Ο τύπος δεν παίζεται. Ο μαλάκας δεν είχε προφιτερόλ γιατί του χε τελειώσει. Και πήρα αυτό το πανετόνε με κομμάτια σοκολάτας». Ο Νάσος. Μεγάλο κεφάλαιο. Ψηλός και εύρωστος, μανιώδης με την γυμναστική, απασχολούμενος σε σώμα ασφαλείας. Απόφοιτος Γερμανικής Φιλολογίας. Με τον Νάσο πάντα γελάμε. Είμαστε τα... απροσάρμοστα της παρέας των φοβερών τεσσάρων...
Όταν με είδε ο Νάσος ήμουν με φόρμα... «πήγαινε ρε να ντυθείς να μαστε όλοι περιποιημένοι». Είχε δίκιο. Πήγα. Ντύθηκα. Μαύρα έβαλα με έντονο κραγιόν ωστόσο -έτσι, για να σου φύγει η περιέργεια, και ανέβηκα στον δεύτερο.
Δεν πήγα μόνη μου. Ήδη από προπαραμονή Πρωτοχρονιάς είχα παραγγείλει τούρτα στο ζαχαροπλαστείο. Μια... μικρή για 15 άτομα... Αγαπάμε τα γλυκά στο σπίτι. Η τούρτα αυτή λοιπόν γνώρισε μεγάλη Οδύσσεια. Την Παραμονή ανέβηκε και κατέβηκε άπειρες φορές αφού όπως δήλωνε η Τερέζα -σύζυγος αδελφού- και ο Κωνσταντίνος -αδελφός- «Άννα πάρτην κάτω! Ρε δεν έχουμε χώρο». Μεγάλη απογοήτευση γνωρίσαμε... και εγώ και η τουρτίτσα και ο Αλέξης -ανηψιός, γιος Τερέζας και Κωνσταντίνου.
Ανέβηκα με την τούρτα και ξανακατέβηκα για να την αφήσω και ξανανέβηκα γιατί με περίμεναν. Το τζάκι άναβε. Ο Κωνσταντίνος και ο Νάσος σκάλιζαν τα ξύλα για να πέσει η θράκα. Τα κρέατα είχαν ήδη ετοιμαστεί για να στρωθούν στην σκάρα.
Ειρηάννα, Άννα, Νάσος και από πάνω μας Τερέζα και Κων/νος
Τα δύο αγόρια είχαν σκύψει μπροστά στο τζάκι και εμείς οι κυρίες σαχλαμαρίζαμε. Η Τερέζα ήταν έγκλειστη στην κουζίνα βγάζοντας ποτήρια, πιάτα, πιρούνια και τα σχετικά, ο Αλέξης μας ταξινομούσε στις καρέκλες και προφανώς έκατσε δίπλα μου, η Ειρηάννα έφερε την σαλάτα με την τομάτα, τον ντάκο και το γιαούρτι και η Σοφία -θεία- έκανε την εμφάνιση της τελευταία.
Καθόμουν στο τραπέζι και μας έβλεπα όλους σαν τον σκηνοθέτη που επιμελείται την ταινία. Όλοι είχαν έναν ρόλο και τον εκτελούσαν άψογα. Η Ειρηάννα με τον Γιώργο -ανηψιός κι αυτός- έπαιζαν με οριγκάμι και ένα αεροπλανάκι τηλεκατευθυνόμενο. Η Σοφία παρατηρούσε και η Τερέζα έβγαζε τα αναψυκτικά.
Όταν το φαγητό σερβιρίστηκε στο τραπέζι, αρχίσαμε να τσουγκρίζουμε και να γελάμε. Ήμασταν έξι άνθρωποι και δύο ανήλικα που διασκέδαζαν. Γελούσαμε, πετούσαμε ατάκες... συμπεριφερόμασταν σαν ανήλικοι ενήλικες.
Μετά το φαγητό - κτηνωδία, καθίσαμε στους καναπέδες και παίζαμε επιτραπέζια. Ταμπού και παντομίμα. Εκεί να δεις γέλιο. Παίζαμε και παράλληλα ταξιδεύαμε πίσω. Όταν ο παππούς μάθαινε κολύμβηση και Αγγλικά στη γιαγιά και που εκείνη και στα δύο δεν σημείωνε και ιδιαίτερη πρόοδο «Άι χεεεβ» έλεγε ο παππούς «Ι χε/αβ» έλεγε η γιαγιά. Της έπιανε το πηγούνι στη θάλασσα για να την μαθαίνει ευθυγράμμιση με το νερό, του έπιανε το χέρι εκείνη φοβούμενη πνιγμό... και κακακακα τα γέλια... Μετά ταξιδέψαμε και αλλού. Όταν ήμασταν μικρά. Τότε που εγώ είχα πάει πρώτη φορά στο σούπερ μάρκετ κατ εντολή της γιαγιάς και επειδή άργησα η Ειρηάννα έκλαιγε. Τότε που παραθερίζαμε όλοι στο χωριό και η Ειρηάννα ως μικρότερη των τεσσάρων πήγαινε για αναψυκτικά «Γιώργο όλα εγώ τα τράβαγα... πήγαινα για κόκα κόλα, πήγαινα για νερό» εξιστορούσε η «μικρή» -παρατσούκλι που της έμεινε- στον Γιώργο. Κι ο Γιώργος άκουγε... -σάμπως είχε κι εναλλακτική...;-.
Ο Νάσος γελούσε. Ο Κωνσταντίνος είχε χυθεί στον καναπέ και έπαιζε με το καινούργιο τηλέφωνο του εξαδέλφου του που άναβε το φλας σε κάθε εισερχόμενη κλήση...
Η Τερέζα -νέο αίμα... επάξια συγκαταλέγεται στους τέσσερις... κατηγορία μεγάλη κι αυτή...- είχε μια απίστευτη ενέργεια για παιχνίδι. Περιέγραφε λέξεις, πορωνόταν και μετά στην παντομίμα κόντεψε να μας βγάλει το μάτι τείνοντας το δάχτυλο για να υποδηλώσει σε ποια λέξη βρισκόταν...
Και στην άκρη του καναπέ η Σοφία... Η θεία. Απόφοιτος Νομικής Σχολής Αθηνών. Λάτρης του πρωτοκόλλου. Αλήθεια. Επαιζε μαζί μας. Γελούσε. Μας παρατηρούσε και μας χάζευε. Της άρεσε που ήμασταν όλοι μαζί και λειτουργούσαμε ως σύνολο. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις ότι είχε συγκινηθεί. Κάτι μου λέει ότι στα μάτια της ξαναγίναμε τα μικρά ανήλικα παιδάκια που έπαιζαν σε σύνολο σχηματίζοντας υπέροχα υποσύνολα που όμως ήταν ένα. Μας καμάρωνε. Αλλά δεν το συνεχίζω γιατί είναι και ευσυγκίνητη... ε... δε λέει...
Το βράδυ που ο κάθε κατεργάρης μαζεύτηκε στον πάγκο του σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν την ημέρα. Είχα περάσει υπέροχα. Και ο λόγος ήταν αυτός ακριβώς. Γιατί κατάλαβα ότι όσο μακριά είναι ο ένας από τον άλλον, όσο αραιές κι αν είναι οι επικοινωνίες εμείς τελικά έχουμε μείνει στο τότε... τότε που τσακωνόμασταν για το ποιος θα πάει για ψωμί -Κωνσταντίνος-, ποιος για νερό στον Πλάτανο -Ειρηάννα-, σούπερ μάρκετ -Άννα- και ο Νάσος.. χμ...αλήθεια ρε παίδες... ο Νάσος τι έκανε...; Κάπου θα πήγαινε κι αυτός... δε μπορεί...