Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Πρωτοχρονιά: Υπόθεση Οικογενειακή

Πριν αρχίσω να εξιστορώ, θα πρέπει να εξηγήσω ότι μένω σε ένα σπίτι που πάντοτε το περιέγραφα ως «οικογενειακή πολυκατοικία». Στο Ισόγειο μένω εγώ, στον δεύτερο ο αδερφός μου με την οικογένεια του και στον τρίτο όροφο μένει η φοβερή θεία με την ξαδέρφη.. ο εξάδελφος μένει αλλού.
Αφού λοιπόν κατατέθηκε η κάτοψη του σπιτιού, δε μένει άλλο από την αρχή της ιστορίας...
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Στις σκάλες του κλιμακοστασίου αναδύονταν μυρωδιές από τα δύο διαμερίσματα. Το Ισόγειο προφανώς απείχε κάθε μαγειρικής διαδικασίας.
Μυρωδιές από κρέατα που ψήνονται, από πατάτες φούρνου, φαγητά κατσαρόλας μπερδεύονταν δημιουργώντας ένα άρωμα μεθυστικό.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά κάναμε όλοι μαζί. Μαζευόμασταν στον δεύτερο και τρώγαμε, γελούσαμε, παίζαμε και περιμέναμε τον Άη Βασίλη. Σκηνικό που επαναλαμβανόταν και την επόμενη ημέρα εξαιρουμένου του Αγίου... νταξ πόσες φορές να ρθει κι αυτός...
Τα τελευταία χρόνια λόγω της απώλειας της μαμάς, οι Πρωτοχρονιές μας ήταν ελαφρώς έως απόλυτα θολές, άχρωμες, ανήδονες... Φέτος ήταν αλλιώς... Φέτος μαζευτήκαμε όλοι. Πρώτη μέρα του χρόνου. Μεσημέρι. Ήρθε ο Νάσος -εξάδελφος- φέρνοντας ένα τεράστιο κουτί με Πανετόνε. Το πήρε από την Πεύκη, τονίζοντάς μας περιχαρής ότι «το πήρα από ένα ζαχαροπλαστείο που έχει ένας Ιταλός. Ο τύπος δεν παίζεται. Ο μαλάκας δεν είχε προφιτερόλ γιατί του χε τελειώσει. Και πήρα αυτό το πανετόνε με κομμάτια σοκολάτας». Ο Νάσος. Μεγάλο κεφάλαιο. Ψηλός και εύρωστος, μανιώδης με την γυμναστική, απασχολούμενος σε σώμα ασφαλείας. Απόφοιτος Γερμανικής Φιλολογίας. Με τον Νάσο πάντα γελάμε. Είμαστε τα... απροσάρμοστα της παρέας των φοβερών τεσσάρων...
Όταν με είδε ο Νάσος ήμουν με φόρμα... «πήγαινε ρε να ντυθείς να μαστε όλοι περιποιημένοι». Είχε δίκιο. Πήγα. Ντύθηκα. Μαύρα έβαλα με έντονο κραγιόν ωστόσο -έτσι, για να σου φύγει η περιέργεια, και ανέβηκα στον δεύτερο.
Δεν πήγα μόνη μου. Ήδη από προπαραμονή Πρωτοχρονιάς είχα παραγγείλει τούρτα στο ζαχαροπλαστείο. Μια... μικρή για 15 άτομα... Αγαπάμε τα γλυκά στο σπίτι. Η τούρτα αυτή λοιπόν γνώρισε μεγάλη Οδύσσεια. Την Παραμονή ανέβηκε και κατέβηκε άπειρες φορές αφού όπως δήλωνε η Τερέζα -σύζυγος αδελφού- και ο Κωνσταντίνος -αδελφός- «Άννα πάρτην κάτω! Ρε δεν έχουμε χώρο». Μεγάλη απογοήτευση γνωρίσαμε... και εγώ και η τουρτίτσα και ο Αλέξης -ανηψιός, γιος Τερέζας και Κωνσταντίνου.
Ανέβηκα με την τούρτα και ξανακατέβηκα για να την αφήσω και ξανανέβηκα γιατί με περίμεναν. Το τζάκι άναβε. Ο Κωνσταντίνος και ο Νάσος σκάλιζαν τα ξύλα για να πέσει η θράκα. Τα κρέατα είχαν ήδη ετοιμαστεί για να στρωθούν στην σκάρα.
Ειρηάννα, Άννα, Νάσος και από πάνω μας Τερέζα και Κων/νος
Τα δύο αγόρια είχαν σκύψει μπροστά στο τζάκι και εμείς οι κυρίες σαχλαμαρίζαμε. Η Τερέζα ήταν έγκλειστη στην κουζίνα βγάζοντας ποτήρια, πιάτα, πιρούνια και τα σχετικά, ο Αλέξης μας ταξινομούσε στις καρέκλες και προφανώς έκατσε δίπλα μου, η Ειρηάννα έφερε την σαλάτα με την τομάτα, τον ντάκο και το γιαούρτι και η Σοφία -θεία- έκανε την εμφάνιση της τελευταία.
Καθόμουν στο τραπέζι και μας έβλεπα όλους σαν τον σκηνοθέτη που επιμελείται την ταινία. Όλοι είχαν έναν ρόλο και τον εκτελούσαν άψογα. Η Ειρηάννα με τον Γιώργο -ανηψιός κι αυτός- έπαιζαν με οριγκάμι και ένα αεροπλανάκι τηλεκατευθυνόμενο. Η Σοφία παρατηρούσε και η Τερέζα έβγαζε τα αναψυκτικά.
Όταν το φαγητό σερβιρίστηκε στο τραπέζι, αρχίσαμε να τσουγκρίζουμε και να γελάμε. Ήμασταν έξι άνθρωποι και δύο ανήλικα που διασκέδαζαν. Γελούσαμε, πετούσαμε ατάκες... συμπεριφερόμασταν σαν ανήλικοι ενήλικες.
Μετά το φαγητό - κτηνωδία, καθίσαμε στους καναπέδες και παίζαμε επιτραπέζια. Ταμπού και παντομίμα. Εκεί να δεις γέλιο. Παίζαμε και παράλληλα ταξιδεύαμε πίσω. Όταν ο παππούς μάθαινε κολύμβηση και Αγγλικά στη γιαγιά και που εκείνη και στα δύο δεν σημείωνε και ιδιαίτερη πρόοδο «Άι χεεεβ» έλεγε ο παππούς «Ι χε/αβ» έλεγε η γιαγιά. Της έπιανε το πηγούνι στη θάλασσα για να την μαθαίνει ευθυγράμμιση με το νερό, του έπιανε το χέρι εκείνη φοβούμενη πνιγμό... και κακακακα τα γέλια... Μετά ταξιδέψαμε και αλλού. Όταν ήμασταν μικρά. Τότε που εγώ είχα πάει πρώτη φορά στο σούπερ μάρκετ κατ εντολή της γιαγιάς και επειδή άργησα η Ειρηάννα έκλαιγε. Τότε που παραθερίζαμε όλοι στο χωριό και η Ειρηάννα ως μικρότερη των τεσσάρων πήγαινε για αναψυκτικά «Γιώργο όλα εγώ τα τράβαγα... πήγαινα για κόκα κόλα, πήγαινα για νερό» εξιστορούσε η «μικρή» -παρατσούκλι που της έμεινε- στον Γιώργο. Κι ο Γιώργος άκουγε... -σάμπως είχε κι εναλλακτική...;-.
Ο Νάσος γελούσε. Ο Κωνσταντίνος είχε χυθεί στον καναπέ και έπαιζε με το καινούργιο τηλέφωνο του εξαδέλφου του που άναβε το φλας σε κάθε εισερχόμενη κλήση...
Η Τερέζα -νέο αίμα... επάξια συγκαταλέγεται στους τέσσερις... κατηγορία μεγάλη κι αυτή...- είχε μια απίστευτη ενέργεια για παιχνίδι. Περιέγραφε λέξεις, πορωνόταν και μετά στην παντομίμα κόντεψε να μας βγάλει το μάτι τείνοντας το δάχτυλο για να υποδηλώσει σε ποια λέξη βρισκόταν...
Και στην άκρη του καναπέ η Σοφία... Η θεία. Απόφοιτος Νομικής Σχολής Αθηνών. Λάτρης του πρωτοκόλλου. Αλήθεια. Επαιζε μαζί μας. Γελούσε. Μας παρατηρούσε και μας χάζευε. Της άρεσε που ήμασταν όλοι μαζί και λειτουργούσαμε ως σύνολο. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις ότι είχε συγκινηθεί. Κάτι μου λέει ότι στα μάτια της ξαναγίναμε τα μικρά ανήλικα παιδάκια που έπαιζαν σε σύνολο σχηματίζοντας υπέροχα υποσύνολα που όμως ήταν ένα. Μας καμάρωνε. Αλλά δεν το συνεχίζω γιατί είναι και ευσυγκίνητη... ε... δε λέει...
Το βράδυ που ο κάθε κατεργάρης μαζεύτηκε στον πάγκο του σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν την ημέρα. Είχα περάσει υπέροχα. Και ο λόγος ήταν αυτός ακριβώς. Γιατί κατάλαβα ότι όσο μακριά είναι ο ένας από τον άλλον, όσο αραιές κι αν είναι οι επικοινωνίες εμείς τελικά έχουμε μείνει στο τότε... τότε που τσακωνόμασταν για το ποιος θα πάει για ψωμί -Κωνσταντίνος-, ποιος για νερό στον Πλάτανο -Ειρηάννα-, σούπερ μάρκετ -Άννα- και ο Νάσος.. χμ...αλήθεια ρε παίδες... ο Νάσος τι έκανε...; Κάπου θα πήγαινε κι αυτός... δε μπορεί... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου