Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Πες μου παππού...

Κάθε φορά που προσπαθώ να ξεκινήσω να γράφω το συγκεκριμένο κείμενο σταματάω. Σταματάω, σβήνω την ή τις προηγούμενες προτάσεις, ανάβω τσιγάρο και η ματιά μου πέφτει στο κόκκινο κουτί που υπάρχει πάνω στο καλοριφέρ. Σε κείνο το κόκκινο κουτί που είναι ένα απτό δείγμα ότι αυτός ο άνθρωπος υπήρξε.
Ο Ντίνος λοιπόν υπήρξε. Πρώτη φορά γράφω γι αυτόν και δεν ξέρω πως να βάλω σε μια σειρά όσα θέλω να του πω. Γιατί απόψε παππού θέλω να σου μιλήσω... Θέλω να σου πω πράγματα. Να σου εξομολογηθώ. Θέλω απλά να σου μιλήσω όπως τότε. Θυμάσαι; Τότε που καθόμουν δίπλα σου και μου μιλούσες για χίλια δύο πράγματα. Μόνο που απόψε είναι η σειρά μου. Απόψε θα σου πω εγώ τα όχι χίλια δύο αλλά κάποια που χρειάζομαι να σου πω. Κάποια που θα θελα να μοιραστώ μαζί σου. Γιατί ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχεις φύγει ποτέ από δίπλα μου.
Ξέρεις, παππού, μου λείπεις πολύ. Μου λείπεις ως παρουσία. Μου λείπεις ως πνεύμα. Μου λείπει η αγκαλιά σου. Μου λείπει το χάδι σου στα μαλλιά μου. Μου λείπει το χαμόγελό σου και το φιλί σου. Μου λείπει η φωνή σου. Η μυρωδιά από τα τσιγάρα σου. Μα ευτυχώς μου άφησες γερή παρακαταθήκη το κουτί με τις πίπες και τους καπνούς σου. Ξέρεις, όταν νιώθω απόλυτα μόνη, ανοίγω το κουτί αυτό, κλείνω τα μάτια και εισπνέω τη μυρωδιά των καπνών που δεν πρόλαβες να εξαντλήσεις. Και κάπως έτσι νομίζω ότι είσαι πάλι δίπλα μου. Κοντά μου. Και μου χαμογελάς.
Ξέρεις παππού πολλές φορές μεταφέρομαι πίσω. Θυμάμαι τη μορφή σου. Και τι δε θα δινα να γινόμουν και πάλι το κοριτσάκι που έπαιρνες από το χέρι και το πήγαινες στον κυρ Νότη να του πάρεις τις Κις σοκολάτες με το πορτοκαλί χαρτί «μια θα φας καθ οδόν προς το σπίτι και δεν θα πεις στη γιαγιά ότι έφαγες. Η γιαγιά θα ξέρει ότι σου πήρα μόνο μία». Σε θυμάμαι να μου μιλάς για τον πόλεμο και την πολιτική. Σε θυμάμαι να μας αφηγείσαι ιστορίες. Πόσο λάτρευα να σε ακούω. Να με ταξιδεύεις. Είχες μια μοναδική ικανόητα να μου κάνεις το παρελθόν παρόν. Με έπαιρνες από το χέρι και με ταξίδευες στο Μέτωπο, στον Εμφύλιο, στο Σήμερα. Λάτρευα που έπαιζα τη δικηγόρο ή την πολιτικό κι εσύ καμάρωνες. Αλλά ήσουν δύσκολο ακροατήριο.
Ξέρεις παππού αυτό που μου λείπει περισσότερο είναι η ασφάλεια. Όταν με έπαιρνες αγκαλιά και ένιωθα απόλυτα προστατευμένη. Σαν την πριγκήπισσα του κάστρου. Ένιωθα ότι όλος ο κόσμος έμπαινε στη θέση του. Αυτή η αίσθηση με κυνηγάει μέχρι σήμερα.

 Ξέρεις παππού αυτό μου έκανε κακό. Μεγάλο κακό. Πίστεψα ότι οι άνθρωποι λειτουργούν έτσι. Μα με διέψευσαν παππού. Είδα ότι οι άνθρωποι είναι μικροί. Ατελείς. Όπως προσπαθούσες να τους περιγράψεις, μα είχες δίκιο. Ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω.
Ξέρεις παππού... δεν μπορώ να σου μιλάω χωρίς να βουρκώνω. Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη φυγή σου. Στην αρχή προσπάθησα να σε μισήσω που με άφησες. Νόμιζα ότι με βαρέθηκες. Ότι ήθελες να με αφήσεις. Δεν μπόρεσα όμως να το κάνω. Επέλεξες να φύγεις ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς. Ήξερα ότι το επέλεξες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που έφυγες για το νοσοκομείο. Μας είχαν στείλει στο υπόγειο όσο οι τραυματιοφορείς θα σε μετέφεραν στο ασθενοφόρο. Μας φυλάκισαν. Μου στέρησαν τη δυνατότητα να σε δω για τελευταία φορά. Μετά μου στέρησαν το δικαίωμα να έρθω να σε συνοδεύσω στο σπίτι σου. Κι αυτό δεν μπορώ να τους το συγχωρήσω παππού.
Ξέρεις παππού τι θα δινα για να μπορούσα μια φορά να κλάψω στην αγκαλιά σου και να με παρηγορήσεις; Ξέρεις. Ναι ξέρεις. Να μπορούσα να τρέξω και να με κλείσεις στα χέρια σου κάνοντάς με να πιστέψω ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν πάνε καλά παππού. Τίποτα δεν πάει καλά. Με έχουν στριμώξει παππού. Η πριγκίπισσά σου είναι στριμωγμένη στον τοίχο. Την στρίμωξαν τα τέρατα. Προσπαθούν να τη μικρύνουν. Κι εκείνη απλά σκέφτεται εσένα.
Ξέρεις παππού δεν ξέρω αν κατάφερα να ανταποκριθώ σε όλα όσα προσδοκούσες από μένα. Ελπίζω να το έκανα. Ελπίζω να βαδίζω ορθά στο δρόμο που μου δίδαξες. Μα λοξοδρομώ παππού. Κάποιες στιγμές αισθάνομαι σαν τρένο που εκτροχιάζεται. Που βγαίνει από τις γραμμές του. Συγχώρα με παππού. Έχω ανάγκη να με συγχωρήσεις.
Ξέρεις παππού όταν έφυγε η μαμά και μετά η γιαγιά αισθάνθηκα τύψεις. Ένιωσα ότι δεν ήμουν καλή κόρη ή καλή εγγονή. Γιατί ενδεχομένως δεν τις θρήνησα με τον τρόπο που θρηνώ εσένα. Μου λείπουν πολύ. Αφάνταστα πολύ αλλά εσύ ρε παππού μου λείπεις αλλιώς. Δεν μπορώ να το εκφράσω. Μα εσύ ξέρεις, έτσι δεν είναι; Καταλαβαίνεις.
Παππού ξέρεις κάτι; Το σ' αγαπώ είναι ακριβό τελικά. Είναι όπως μου το λεγες. Ακριβό. Και είναι τόσο δυσβάσταχτα θλιβερό να διαπιστώνεις ότι έχει γίνει φτηνό.
Παππού οι άνθρωποι δεν νοιάζονται. Προσπερνούν, εκμεταλλεύονται. Μένουν στην επιφάνεια. Ποδοπατούν, ικανοποιούν το εγώ τους και φεύγουν. Αδιαφορούν για το τι αφήνουν πίσω. Αυτό ήθελες να καταλάβω παππού;  Αυτό προσπαθούσες να μου εξηγήσεις. Όμως εγώ επιλέγω να πληγώνομαι. Ίσως γιατί θέλω τόσο πολύ να σου αποδείξω ότι εγώ θα τους καταφέρω τους ανθρώπους. Θα τους βοηθήσω να βγάλουν το καλύτερο που κρύβουν μέσα τους.
Ξέρεις παππού, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ σου μιλάω. Στα λέω όλα. Σε καθίζω δίπλα μου, σε κερνάω τσιγάρο και στα λέω όλα. Τα πάντα. Δεν κρύβω τίποτα. Κι εσύ μου απαλύνεις τις πληγές.
Ο Ντίνος και η Άννα. Ο παππούς και η εγγονή. Ο παππούς που έδινε μαθήματα και που η Άννα πάσχιζε να αφομοιώσει. Ο Ντίνος που έμαθε την Άννα να είναι ατρόμητη και η Άννα που τον απογοήτευσε σ αυτό γιατί απέτυχε στην αποστολή της. Δεν μπορεί να είναι ατρόμητη. Πληγώνεται, φοβάται, κλαίει. Ο Ντίνος που ήθελε από το στόμα της Άννας να στάζει μέλι και να γίνει επιστήμονας. Εντάξει. Σ αυτό παππού κάτι καταφέραμε. Δεν αποτύχαμε παταγωδώς. Ο Ντίνος που ήθελε να δει δίπλα στην Άννα κάποιον αντάξιό της. Σ' αυτό παππού δεν θα απαντήσω. Γιατί εσύ τα ξέρεις. Καλύτερα από όλους. Ο Ντίνος που ήταν έτοιμος να σκοτώσει όποιον πλήγωνε την Άννα. Και η Άννα που αν και πληγώνεται επιλέγει να μην σκοτώνει.
Α ρε παππού. Δεν ξέρω. Ίσως όλα αυτά να είναι φλυαρίες της νύχτας. Φόβοι που προκύπτουν ή που διογκώνονται. Όμως παππουλάκο μου όλο αυτό είναι και μια προσπάθεια. Μια προσπάθεια να σε φέρω πάλι εδώ. Δίπλα μου. Να σε νιώσω. Να μυρίσω την κολόνια σου -Old Spice- με το καραβάκι. Πόσο χανόμουν στη μυρωδιά σου. Κοιτάζω τις φωτογραφίες μας. Σε βλέπω να με κρατάς όταν είμαι μωρό και λίγο μεγαλύτερη και με ζηλεύω. Δεν ξέρω πως γίνεται. Μη με ρωτήσεις. Ξέρω απλά ότι θα δινα τα πάντα για να έχω την αίσθηση του χεριού μου μέσα στο δικό σου.
Ίσως να μην έπρεπε να γράψω τίποτα. Ίσως έπρεπε να τα κρατήσω όλα αυτά για μένα. Αλλά ξέρεις κάτι παππού; Εσύ είσαι εκείνος που μου έμαθε να μην φοβάμαι να εκφράζομαι. Εσύ παππού ήθελες να είμαι σίγουρη γι αυτά που νιώθω. Κι έτσι ξέρω ότι δε θα μου θυμώσεις για το αποψινό. Ξέρω ότι καταλαβαίνεις παππού. Και ξέρω ότι απόψε θα έρθεις δίπλα μου. Να με σκεπάσεις. Να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά. Να με φιλήσεις. Και να κάτσεις στο πλάι μου για να σαι σίγουρος ότι τίποτα δεν θα ταράξει τον ύπνο μου. Κι εγώ θα αφεθώ ασφαλής και σίγουρη γιατί ξέρω ότι εσύ παππού με προστατεύεις. Με φροντίζεις. Έστω κι αν δεν μου μιλάς. Καληνύχτα παππού... σε περιμένω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου