Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Σπαθάρη, Αμφικλείας, Ταυρίδος

Δευτέρα βράδυ. Κάπου 21:30. Γυρίζω σπίτι και ανεβαίνω την Αμφικλείας με τα πόδια. Μέχρι που περνάω από το σπίτι της Κικής... Και εκεί καθηλώνομαι. Μια γνώριμη μυρωδιά με αιχμαλωτίζει και με κρατάει εκεί. Ανίκανη να κινηθώ. Ανίκανη να σκέφτω. Κλείνω τα μάτια μου και όλα έρχονται μπροστά μου...
Το νυχτολούλουδο. Ή μήπως γιασεμί...; Λίγη σημασία έχει. Και τα δύο μου ασκούν την ίδια δύναμη. Την ίδια γοητεία. Έχει κρύο μα εγώ παραμένω ακίνητη μπροστά στο σπίτι της. Αφήνομαι στην μυρωδιά. Αφήνομαι και ταξιδεύω πίσω. Στην αθωότητα... Εκεί που όλα ήταν εκεί. Απτά. Μπροστά μου. Εκεί που όλα ήταν απλά.
Εικόνες, μνήμες, γέλια... Τα παιδιά της γειτονιάς. Καμιά εικοσαριά πιτσιρίκια με ποδήλατα να τρέχουν, να φωνάζουν, να γελούν. Να παίζουν εφτάπετρο, αμπάριζα, μήλα, βόλεϊ, σχοινάκι, λάστιχο, κουτσό, κυνηγητό, ποδόσφαιρο... Και οι μεγάλες γυναίκες να παραπονιούνται για τη φασαρία. Αλλά που μετά από λίγο όλο αυτό το κύμα της παιδικότητας έκαμπτε τις όποιες ενστάσεις και γκρίνιες.
Τότε που τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα. Τέσσερα όλα όλα. Του κυρίου Γιάννη, του μπαμπά μου, του θείου μου, της κυρίας Λεμονιάς και το βεσπάκι του Γιώργου. Και το επαγγελματικό φορτηγό του Δημήτρη «δίπλα». 
Τότε που απέναντι από το σπίτι μου υπήρχε το οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Που ανεβαίναμε να πιάσουμε την μπάλα και τα πόδια γίνονταν κόκκινα. Και μετά ξύδι και μολόχες... Τότε που η μπάλα έπεφτε μέσα στο σπίτι της κυρά-Βαγγελίας και παραπονιόταν ότι της είχαμε τσακίσει τα λουλούδια. Τότε που η αθωότητα μύριζε ακόμα γιασεμί και είχε λευκό χρώμα.


Εγώ, ο Κωνσταντίνος, ο Νάσος, η Ειρηάννα, ο Κώστας, η Άννα, η Νάσια, η Άντζελα, η Σοφία, ο Στέλιος, ο Νίκος, η Βιργινία, ο Νίκος, η Εύα, ο Βασιλάκης, η Κάρλα, η Χρύσα, η Σοφία, η Μαρία, η Αγγέλικα και ο Παναγιώτης... Ένα εμείς. Το εγώ ήταν ανύπαρκτο. Το εγώ ήταν απλά το τίποτα.
Η Σοφία κι εγώ ήμασταν οι αμέσως μεγαλύτερες από τα αγόρια της γειτονιάς. Ο Θανάσης, ο Νίκος, ο Γιάννης, ο Θόδωρος, ο Μάκης και ο Θανάσης. Αυτοί ήταν μεγαλύτεροι. Ανούσιοι. Όλο χαζά για γυναίκες λέγανε. Εμάς δεν μας ένοιαζε.
Η Σοφία κι εγώ ήμασταν οι μεγαλύτερες. Εμείς φυσικά λέγαμε τα δικά μας. Τα δικά μας... Μοιραζόμασταν στιγμές από τη ζωή μας και κάναμε όνειρα. Όνειρα διάφανα. Καθαρά. Θέλαμε τόσο πολύ να αλλάξουμε τον κόσμο. Κάθομαι και το σκέφτομαι. Πόσο όμορφο είναι να θες να αλλάξεις τον κόσμο. Όχι τον εαυτό σου... Τον κόσμο.
Μεγάλα όνειρα από τόσο δα μικρούς, κοντούς ανθρώπους. Από ανθρώπους που τολμούσαν να ορθώνουν ανάστημα στα μεγάλα. Στον ουρανό. Που φώναζαν τα όνειρα τους. Που δεν δίσταζαν να αναμετρηθούν μεταξύ τους. Μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας.
Μα όλα φαίνονταν τόσο μεγάλο βουνό... Ήταν όμως ένα βουνό που σκαρφαλώναμε ως έμπειροι αναρριχητές. Με μόνα εφόδια το όνειρο και τη ζωή. Τη δίψα και την πείνα να αποκτήσουμε εμπειρίες. Πόσες εμπιερίες αποκτήσαμε... Πόσα όνειρα αλλάξαμε... Πόση ζωή κερδίσαμε... Πόσα πράγματα γράψαμε στις οδούς Σπαθάρη, Αμφικλείας και Ταυρίδος. Πόσο ξεχαστήκαμε. Πόσα χρόνια περάσαμε...
Και να τώρα... Που το κάθε παιδί απέκτησε ζωή. Που ο καθένας από μας χάραξε τη δική του πορεία. Μα που κανείς από μας δεν ξεχνά την ορμή της παιδικότητας του. Ακόμα και σήμερα που το οικόπεδο δεν υπάρχει πια, που το σπίτι της κυρά Βαγγελίας έγινε πολυκατοίκια, που το σπίτι της κυρίας Τούλας που σακατεύαμε τα τριαντάφυλλα έγινε κι αυτό πολυκατοίκια... Ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτή η αθωότητα. Η αγνή αθωότητα του ονείρου. Ενός ονείρου τόσο κοντινού και συνάμα τόσο μακρινού. Κάθε φορά που συναντιόμαστε εμείς, η παρέα εκείνη, έχουμε λόγους να γελάμε. Να γελάμε και να βουρκώνουμε.
Πόσο ευλογημένοι είμαστε... Πόσο τυχεροί είμαστε που ζήσαμε την παιδική μας ηλικία. Πόσο ευτυχείς είμαστε που έχουμε ένα τόσο λευκό και αγνό μέρος μέσα μας. Που έχουμε μια αφετηρία. Κοινή. Έστω κι αν άλλοι πήγαν στο εξωτερικό, άλλοι μετακόμισαν στα νησιά... Όσο χαμένοι κι αν είμαστε, όσο μακριά κι αν είμαστε πάντα θα υπάρχει κάτι να μας ενώνει...
Όταν άνοιξα τα μάτια μου συνειδητοποίησα ότι είχα βουρκώσει. Τύλιξα την πασμίνα μου, ανασκουμπώθηκα, δίπλωσα τα χέρια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα να ανεβαίνω την Αμφικλείας. Έστριψα στη Σπαθάρη βλέποντας μπάλες και ακούγοντας γέλια... Άκουγα τις μανάδες και τις γιαγιάδες να μας καλούν να επιστρέψουμε για φαγητό. Χαμογέλασα. Άνοιξα την πόρτα. Το κρύο είχε γλυκάνει. Και η μυρωδιά υπήρχε διάχυτη γύρω μου...

2 σχόλια:

  1. Εάν το ένα αυτοκίνητο από τα τέσσερα ήταν ταξί και αντιστοιχούσε στον "κύριο Γιάννη", τότε ήταν σίγουρα του παππού μου του οποίου το όνομα φέρω κι εγώ.. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχο πραγματικά! Ποσο όμορφα και ανέμελα χρόνια, ολοι δεμένοι μεταξύ μας... δεν υπαρχαν φοβίες ούτε άγχος...! Εξαιρετικο κειμενο Αννα μου! ❤

    ΑπάντησηΔιαγραφή