Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Μια νύχτα στα κλαρίνα

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου... Ημέρα των γενεθλίων μου... Ημέρα παράξενη. Ένα ίντερβιου μάλλον περίεργο, πολλές οι ευχές και τα τηλεφωνήματα και μια τούρτα γενεθλίων γιατί έπρεπε να σβήσω τα κεράκια μου (γεννηθείσα εν Αθήναις το σωτήριον έτος 1979)... Μια χαρά η τούρτα αν εξαιρέσεις το γεγονός της τροφικής δηλητηρίασης (άλλη κουβέντα αλλά ναι από την τούρτα προέκυψε).
Σάββατο 29 Νοεμβρίου. Έχω καλέσει τους φίλους μου να βγούμε. Σε ρεμπετάδικο. Τουλάχιστον αυτή ήταν η αρχική κεντρική ιδέα. Αποφασίζω και «κλείνω» στη θρυλική -έτσι νόμιζα- «Μποέμισσα» στη Σολωμού, στα Εξάρχεια. Δυσκολεύτηκα να βρω τραπέζι αλλά λίγο η θέληση, λίγο ο λόγος τέλος πάντων τα κατάφερα. Καλεσμένοι αρκετοί φίλοι. Έλα όμως που λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, που δεν ήταν άλλος από τη γρίπη, την ίωση ή κάποια απρόοπτα. Τέλος πάντων, από 20 μείναμε επτά. Επτά και εκλεκτοί.
Εγώ με το Losec (χάπι στομάχου) αγκαλιά, οι φίλοι μου άνετοι πηγαίνουμε στο τεράστιο αυτό μαγαζί. «Μποέμισσα» στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη σήμαινε ρεμπέτικο. Καλό, βαρύ, απτάλικο, απαγορευμένο... Μάρκος, Τσιτσάνης, Πουγιουμτζής, Παπαγκίκα, Παπαϊωάννου και οι λοιποί. Πήγαμε, λοιπόν, όλοι γεμάτοι προσδοκίες. Έλα όμως που ξεχάσαμε τη φράση «όταν κάνεις σχέδια ο Θεός χαμογελάει». Ε το Σάββατο όχι απλά χαμογέλασε... Πρέπει να κανε καινούργιο συκώτι από τα γέλια ο Ύψιστος... Και θα ρωτήσεις γιατί... Διάβασε να μάθεις...
Πηγαίνουμε. Δίνουμε όνομα και μας λένε κάποιοι στην πόρτα «δώστε μέσα το όνομα γιατί εμείς είμαστε για μια συνεστίαση». Εντάξει λέμε και προχωράμε. Βρίσκουμε το τραπέζι και καθόμαστε. Αρχίζουμε να γελάμε, να ευθυμούμε ανυπομονώντας να ξεκινήσει το πρόγραμμα. Ξαφνικά βλέπουμε να μπαίνει στο μαγαζί ένα λεφούσι από «περίεργους τύπους» ντυμένους με κοστούμια -χωρίς γραβάτες πλην ενός- έχοντας στην παρέα τους ένα τσούρμο Γιαπωνέζους. Ναι ναι άρτι αφιχθέντες από Φουκοσίμα ένα πράγμα. Μετά προστέθηκαν και κάτι κυρίες θαρρείς από το πρώην ανατολικό μπλοκ με φορέματα με παγιέτες και τακούνια 15ποντα κι αυτά με στρας. Άλλες φορούσαν λεοπαρδαλέ φορεματάκια, άλλες κάτι σατέν μπουστάκια και άλλες κάτι άλλα απροσδιόριστα, συνδυασμένα με καλσόν διχτυωτά. Όχι όμως το ψιλό το διχτυωτό. Οοοοοοχι. Καλσόν διχτυωτό από τα άλλα. Από κείνα που οι ψαράδες χρησιμοποιούν για να πιάνουν καρχαρία... Ναααααα ένα δίχτυ... Πιο μεγάλο κι από το «Δίχτυ» του Ξαρχάκου.
Εμείς κοιτούσαμε διακριτικά αντιμετωπίζοντας το «χαλαρά» έχοντας όμως την απορία για τους Γιαπωνέζους... Ε δεν είναι και σύνηθες το φαινόμενο... Τέλος πάντων... Ξαφνικά βλέπουμε έναν τύπο με κοτσίδα να ανεβαίνει στο «πάλκο». Αυτός πιάνει την κιθάρα, κάνει ένα νεύμα και τσουπ ανεβαίνει άλλος ένας ο οποίος είχε και λίπωμα κάτω από το λοβό του αυτιού, μια κυρία κι άλλος ένας κύριος που έπιασε μπουζούκι. Οι οργανοπαίχτες κάθονται στις άκρες κι έχουν ανάμεσα τους δύο. Τον έναν με το λίπωμα που έπιασε μικρόφωνο και την κυρία που έπιασε το ντέφι. Κι αρχίζει το πρόγραμμα...
Αφού εκτελούν κυριολεκτικά τον Νταλάρα και το «κάποια, κάπου, κάποτε» είπαν να περάσουν και στον Ζαμπέτα. Αυτό ήταν. Με το που ακούγεται το «Ο πιο καλός ο μαθητής» πετάγονται πάνω από το πίσω τραπέζι δύο άντρες -προς το μπούληδες- κι αρχίζουν να... χορεύουν...(;) Τι ποδοβολητά, τι χτύπημα των ποδιών, τι σκέρτσο σακατεμένο... δε λέγεται. Χόρευαν οι άντρες τρανταζόταν η «πίστα». Οι τύποι δεν χόρευαν, κατάθεση ψυχής έκαναν. Να αναφέρω ότι το τραπέζι μας ήταν ακριβώς στην πίστα. Όσο εναλάσσονταν τα τραγούδια, που εμείς προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ποια ήταν, τόσο σηκώνονταν από τα άλλα τραπέζια... Περιττό να αναφέρω ότι οι άνθρωποι που τραγουδούσαν ήταν ολίγον έως εντελώς παράφωνοι.... αλλού το τέμπο, αλλού ο στίχος, αλλού το όργανο... Μια φίλη παρατηρεί ότι μέσα στον γενικό χαμό που επικρατούσε, μια Γιαπωνέζα κοιμόταν (!). Ναι ναι... Είχε γείρει στον ώμο ενός και κοιμόταν. Λες και βρισκόταν στο πιο ζεν μέρος. Στο μεταξύ ο κόσμος γλεντοκοπούσε.

Και αρχίζουν οι «ζεμπεκιές» με τις «Βεργούλες». Ωρε μάνα μου -που δεν έχω κιόλας-... Εκεί να σ' έχω. Σηκώνονται οι μπούληδες -δεν ξέρω αν είχαν προλάβει να κάτσουν- με τα πουκάμισα μούσκεμα στον ιδρώτα μέχρι κάτω από το στήθος. Μπαίνουν στην πίστα. Ο ένας κάθεται να χτυπάει παλαμάκια. Ο άλλος με περισσό στυλ βγάζει τα γυαλιά μυωπίας και του τα δίνει. Ανοίγει τα χέρια, μαζεύει και το παντελόνι κι αρχίζει... Ωωωωωωωχ... Κι όπως περιπλανιέται στην πίστα -γιατί χορός δεν ήταν αυτό το πράγμα- αποφασίζει να κάνει τη φιγούρα του θανάτου... Του βάζουν μια κανάτα με κρασί και ο τύπος «φτιάχνεται». Πάει λίγο πιο πίσω, κοιτάει δεξιά αριστερά να βεβαιωθεί ότι όλο το μαγαζί τον βλέπει και κάνει ένα απότομο και ξαπλώνει φαρδύς πλατύς αλλά ευθυτενής κάτω... Δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα... ελπίζω να κατάλαβες τι εννοώ... Εμείς σε κατάσταση σοκ. Σηκώνεται πάει να πάρει μια στροφή και μαζί μ' αυτήν κι εμένα... Ζητάει συγνώμη και με τα πολλά μαθαίνουμε ότι όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι με τους Γιαπωνέζους είναι καθηγητές ελληνικών Πανεπιστημίων...
Και όπως καταλαβαίνεις φύγαν τα κρασά... Ε ναι... Να τους βλέπεις και να σκέφτεσαι και την ιδιότητα τους. Δεν υπήρχε κάτι πιο «κόντρα». Ήταν απίστευτοι. Και εκεί που νομίζουμε ότι τα χουμε δει όλα ήρθε ο τρίτος μουσικός για να μας πει ότι ήμασταν μόνο στην αρχή.
Ανεβαίνει στην πίστα ο κλαρινιτζής. Κάτι σαν τον Μάγκα λίγο πιο... πρωτευουσιάνος. Μαύρο παντελόνι, πουκάμισο μαύρο με τρέσα γκρι στο γιακά και στα κουμπιά και το κλαρίνο. Σκέψου ότι έπαιξε κλαρίνο και στο τραγούδι του Μάρκου «όσοι έχουνε πολλά λεφτά» το οποίο για κάποιο λόγο συνδυάστηκε (;) άγνωστο πως με το «όσοι γενούν πρωθυπουργοί»... Τα χασα.
Και αρχίζει το κλαρίνο να «δίνει πόνο». Και όσο πόνο έδινε το κλαρίνο τόσο πόνο κατέθεταν οι καθηγητές. Τι «Γλύκα γλύκα», τι «Ιτιά», τι νησιώτικα... (δεν αναφέρω τίτλους γιατί δεν τα ξέρω τα άσματα...). Α... παρεπιπτόντως η Γιαπωνέζα ξύπνησε στο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» και χόρευε κλαρίνα.
Δεν μπορώ να πω... Γελάσαμε. Ναι. Ήπιαμε οχτώ κανάτες κρασί λευκό -ωραίο και ελαφρύ να σημειώσω- αλλά ήταν λίγο «vivere pericolosamente». Απλά μετά σκέφτεσαι. Και λες. Εννοείται ότι και οι καθηγητές Πανεπιστημίου γλεντάνε. Άνθρωποι είναι. Αλλά όλοι αυτοί ήταν παράξενοι. Ήταν σα να βρίσκονταν εκεί που η ίδια τους η κάστα αρνείται να λειτουργήσει. Και η κάστα τους αρνείται να λειτουργήσει εκεί που λειτουργεί ο κακώς εννοούμενος «λαός». Και βέβαια δεν μπορούσαν να είναι ούτε καν κομμάτι αυτού του «λαού». Ήταν χειρότεροι. Ήταν δήθεν. Χόρευαν όχι για να εκφράσουν τους ίδιους αλλά για την «πουν» στους συναδέλφους. Ότι «κοίτα με...μετά την επιστήμη μου έχω τη ζεμπεκιά» ή «μορφώθηκα αλλά ξέρω να δίνω πόνο». Οι γιοι της Γερακίνας που αντέχουν τις φωτιές, λοιπόν, νταλκαδιάζανε με το ντέφι. Το ντέφι... Άλλο αυτό... Ένας απ αυτούς τους κυρίους είχε πάρει το ντέφι και το χτυπούσε μπροστά από μια κυρία που είχε βγάλει τα παπούτσια και χόρευε με το δίχτυ... Οι άλλοι δε... Τρομερή επιτυχία. Μέχρι και στα τραπέζια ανέβαιναν. Να δεις λίκνισμα ο καθηγητής Αστροφυσικής, να το ζηλέψεις φίλη...
Τελικά ξέρεις τι κατάλαβα από όλο αυτό; Ότι το πρόβλημα είναι στον «νεοελληνισμό». Είναι στο γεγονός ότι ο Νεοέλληνας δεν έχει πρόβλημα να κατέβει όσο πιο χαμηλά μπορεί, γίνεται και αντέχει αλλά έχει τεράστιο πρόβλημα στο να ανέβει και να διατηρήσει τη θέση του. Και αυτό είναι άσχετο με τους τύπους που χόρευαν και μεράκλωναν και έκαναν κι άλλα. Είναι όμως σχετικό με όλη τη «δηθενιά» που κουβαλάνε. Γιατί τη μέρα που δεν μερακλώνουν είναι οι κύριοι που αναπτύσσουν τις θεωρίες τους, που φυσικά έχουν άποψη επί παντός επιστητού και που προφανώς διαχωρίζονται διά τίτλου και μόνο από τον υπόλοιπο απλό και απλοϊκό λαό. Δεν μπορείς να πηγαίνεις πιο κάτω από εκείνο που πραγματικά φτήνεις. Από εκείνο που απορρίπτεις λόγω τίτλου. Αλλά αυτός δυστυχώς είναι ο Νεοέλληνας. Ό,τι νομίζει χειρότερο το προσπερνά ή το ποδοπατά κι ό,τι αναγνωρίζει ως καλύτερο το κουρελιάζει προσπαθώντας να το μηδενίσει για να μην το βλέπει. Πφφφ... τι να πω... με έναν λατινισμό θα κλείσω και τούτο το κείμενο... o tempora o mores...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου