Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ο Εφιάλτης των Ραντεβού

Ραντεβού... Λέξη γαλλική. Συνάντηση ελληνιστί. Συνάντηση που αφορά δύο άτομα συνήθως του αντίθετου φύλου. Όλοι έχουμε βγει ραντεβού. Άλλα ήταν ωραία, άλλα συνεχίστηκαν, άλλα ήταν περίεργα, άλλα απροσδιόριστα... Το θέμα όμως είναι ένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βγει ραντεβού. Επομένως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ξέρει τη διαδικασία. Σε όλους αρέσει να βγαίνουν ραντεβού. Είναι κολακευτικό. Ιδίως όταν βγαίνεις με κάποιον που αξίζει τον κόπο.
Κι εμένα μ' αρέσουν τα ραντεβού. Έχουν πλάκα. Ιδίως όταν μιλάμε για μένα που ακόμα κι ένα ραντεβού μπορεί να αποδειχθεί... Έτσι λοιπόν όταν μου ζητούσαν ραντεβού και είχα ελεύθερα τα πρωινά μου (αν κάτι πάει στραβά μην πάει στράφι η μέρα) δεχόμουν. Δεχόμουν έχοντας την άποψη ότι πριν καν το ραντεβού ξέρεις πως θα πάει και τι θα περιμένεις. Δεν είναι ότι έχω το κληρονομικό χάρισμα, απλά πιστεύω στη διαίσθηση. Στο ένστικτο αν προτιμάς.
Τα δικά μου ραντεβού είναι αξιοσημείωτα. Έχω βγει με όλους τους τύπους που μπορείς να φανταστείς. Ήξερα όμως ότι ήταν μάλλον «τελειωμένοι». Γι αυτό έβγαινα έχοντας σχέδιο. Όσο πιο ανερμάτιστος θα ήταν τόσο πιο μακριά θα μετανάστευα. Σκέψου φίλη/φίλε ότι έχω μετακομίσει στη Νέα Ζηλανδία, στα νησιά Γκαλαπάγκος (υπάρχουν, υπάρχουν... εκεί έδρασε ο Δαρβίνος), στην Παπούα Νέα Γουινέα και στην Αργεντινή. Ευρώπη και Αμερική τα απέφευγα, γιατί σίγουρα υπάρχουν Ελλήνες εκεί... Ας ξεκινήσω την αφήγηση για να καταλάβεις το δράμα μου και το λόγο της μετανάστευσης...
Ο μαμάκιας: Άνοιξη. Δούλευα εθελοντικά στο γραφείο τύπου πολιτικού. Πηγαίνω λοιπόν σε μια συγκέντρωση του γραφείου στην πλατεία Καραϊσκάκη σε κεντρικό ξενοδοχείο (έχει κλείσει πλέον). Όπως δίνουμε τα ταμπελάκια με τα ονόματα βλέπω έναν τύπο με μπεζ παντελόνι με κάθετη τσάκιση και μπλουζάκι «Gant» κοντομάνικο με τσάκιση στο μπράτσο. Με κοιτούσε. Εγώ κοιτούσα τα χαρτιά. Με πλησιάζει, με ρωτάει αν με ξέρει από κάπου κι εγώ καταλαβαίνω ότι το μαρτύριο ξεκινά... Καθόμαστε στην αίθουσα και αρχίζει να μιλάει δυστυχώς. Είχε μαζί του την «Μπέμπα» (BMW για τις κυρίες) και ανησυχούσε αν θα την εύρισκε όπως την άφησε. Μετά την ομίλια πάω να φύγω μου λέει περίμενε. Περίμενα κι εγώ -χαζή- και μου λέει «κοίτα που εκεί που δεν το περιμένεις μπορεί να γνωρίσεις το απροσδόκητο της ζωής σου». (εγώ ήμουν αυτό κατ' αυτόν). Κατεβαίνουμε στο δρόμο και φεύγει. Μετά από δυο μέρες χτυπάει το κινητό μου το σηκώνω και ήταν αυτός. Είχε βρει τον αριθμό μου από το γραφείο. Αφού με ρωτούσε αν κοιμάμαι καλά, αν έχω καλό και ελαφρύ ύπνο, αν καλλιεργώ κάλες στο μπαλκόνι μου πρότεινε να βγούμε. Εγώ δεν είχα καμία όρεξη αλλά επέμεναν οι φίλοι και οι λοιποί συγγενείς. «Βγες πια... Δυο ώρες είναι... Τι θα κάνεις στο σπίτι» και βγήκα. Δίνουμε ραντεβού στην Κηφισιά. Τον βλέπω να κάνει νόημα σα σταθμάρχης στον ΟΣΕ. Φορούσε σιελ πουκάμισο κοντομάνικο με τσάκιση. «Πρόβλημα» σκέφτηκα. Για να μην τα πολυλογώ, πηγαίνουμε κάπου χωρίς πολύ κόσμο και αρχίζει... Μου εξηγεί πως παίζει μονόπολη και σκράμπλ με τη μαμά και τον μπαμπά και ότι η μαμά του του αγοράζει τα ρούχα. Παίρνει το τασάκι, μου μετράει τις γόπες και με ύφος μου λέει «όταν είμαστε μαζί σε κλειστό χώρο δεν θα καπνίζεις». Έρχεται ο άνθρωπος να παραγγείλουμε. Ο μεσιέ παίρνει φυσικό χυμό πορτοκάλι -23:00 τη νύχτα-. Με τα πολλά και αφού εγώ αρχίζω να φρικάρω στην κυριολεξία, πάμε να φύγουμε. Έρχεται ο λογαριασμός και αρχίζουμε να παίζουμε πινγκ πονγκ με το χαρτάκι. Είχα καταλάβει αλλά ήταν διασκεδαστικό. Πληρώνω γιατί πόσο πέρα δώθε να φέρεις το ρημαδόχαρτο και φεύγουμε. Αυτός περνάει θαυμάσια εγώ χάλια. Τον αφήνω κάπου και εξαφανίζομαι. Από την επόμενη μέρα αρχίζει τα τηλέφωνα ότι «το συζήτησα με τη μαμά μου και με αφήνει να σε παντρευτώ». Προφανώς έχασα το μονόπετρο...
Ο Χρυσαυγίτης: Δεν του φαινόταν μέχρι που βγήκαμε. Ραντεβού στο Θησείο μεσημέρι. Πηγαίνω στο περίπτερο για τσιγάρα και όπως πάω να γυρίσω πατάω κάποιον. Ε αυτός ήταν. Θεούλης. Φορούσε καπαρντίνα μαύρη δερμάτινη μέχρι τον αστράγαλο -τύπου Ντάνκαν Μακλάουντ στο τέλος θα μείνει μόνο ένας- και ήταν κοντός. Του λέω «συγνώμη δεν σε είδα» και αυτός γελάει. Πάμε και καθόμαστε σε μια καφετέρια μικρή που ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο. Μου δίνει το δώρο μου -ναι,ναι- ένα λευκό λούτρινο αρκουδάκι και αρχίζει την αφήγηση. Μου λέει λοιπόν για τους λευκούς, για τον άρχοντα των δαχτυλιδιών μέχρι που πέρασε στο ο κύριος Νίκος και η Ελένη. Και εκεί ανατρίχιασα. Του ευχήθηκα «καλή ζωή» και έφυγα. Ξέχασα το αρκουδάκι, με φώναζε να μου το δώσει (ρεζίλι στην Ερμού τύπου στάσου μύγδαλα) το πήρα και μαζί μ αυτό και ένα ταξί και πήγα στο σπιτάκι μου να συνέλθω.

Τα πρώτα ραντεβού ήταν και τα τελευταία...

Ο παρεάκιας: Πανόρμου. Μεσημέρι. Είχα ραντεβού στις 14:00. Πηγαίνω και τον βλέπω που κάθεται. Παθαίνω ένα σοκ αλλά λέω οκ θα κάτσω γιατί δεν είναι και ευγενικό. Τον βλέπω πριν πάω να κάθεται με τους φίλους του. Σηκώνεται και επιλέγει ένα τραπεζάκι που επιτρέπει στους φίλους του να έχουν θέα. Προφανώς καταλαβαίνω όπως καταλαβαίνεις κι εσύ φίλη/φίλε. Κάνω αναπάντητη στην κολλητή μου και το κλείνω. Πηγαίνω, κάθομαι και παραγγέλνω. Έρχεται ο καφές και στο μεταξύ έρχεται και το τηλεφώνημα της φίλης. Αρχίζω εγώ να μιλάω αγγλικά και το κλείνω «Χίλια συγνώμη αλλά πρέπει να φύγω. Μόλις μου έκατσε δουλειά. Πετάω για Νέα Ζηλανδία». Επειδή είμαι και καλός άνθρωπος του έδωσα και μια συμβουλή «όταν ξαναβγείς με γυναίκα τους φίλους σου άστους στο σπίτι». Παίρνω την τσάντα μου, περνάω μπροστά από τους φίλους του, κάνω και μια στροφή και τους λέω «παίδες εγκρίνετε;» και φεύγω... Ώρα 14:15... Έσπασα κάθε ρεκόρ!
Ο επιχειρηματίας: Σου λέει είμαι επιχειρηματίας. Κι εγώ πολλά θες να απαντήσεις αλλά δεν το κάνεις, γιατί είπαμε, είσαι και καλός άνθρωπος. Βγαίνω. Μεσημέρι στο «Verde» στου Παπάγου. Για να μην τα πολυλογώ ο τύπος μου είπε ότι είμαι εξαρτητική αφού καπνίζω και πίνω όταν βγαίνω έξω. Με έπιασε νευρικό. Τον έπιασαν τα νεύρα του. Με ρώτησε αν παίρνω ναρκωτικά. Του απάντησα «μόνο αν ήξερα ότι είχα να κάνω με τυπάκια σαν κι εσένα». Του πέταξα το ποτήρι με το νερό πάνω του, πλήρωσα και το καφεδάκι μου και σηκώθηκα κι έφυγα. Ακόμα το θυμούνται στο μαγαζί.... Είχα πάει πρόσφατα και με βλέπει ο σερβιτόρος «εσείς δεν είστε με το νερό...;» Εγώ εγώ...
Ο λαϊκός: Αυτός ήταν λιγάκι πιωμένος, λιγάκι ασταθής... Δεν ήταν μορφωμένος. Και δεν εννοώ Πανεπιστημιακή μόρφωση. Εννοώ κοινωνική. Γελούσε δυνατά, μιλούσε υπερδυνατά, χειρονομούσε υπερέντονα... Γενικώς είχε εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις. Περισσότερο από όσο αντέχονται... Κάποια στιγμή κάτι είπα. Το θεώρησε μεγαλειώδες. Μου δωσε μια στην πλάτη με ξέρανε και μετά με αποκάλεσε και «ανατρεπτικιά κοριτσάρα». Πόσα χτυπήματα να αντέξω... Με ρώτησε αν θα ξαναβγούμε...«Ευχαρίστως όταν ξανάρθω Ελλάδα. Δυστυχώς φεύγω για ερευνητικό πρόγραμμα στα Γκαλαπάγκος» ήταν η απάντηση. Εκείνος έμεινε ξερός αλλά μου είπε ότι όταν ξανάρθω Ελλάδα να τον πάρω τηλέφωνο... Ναι.. Δε θα παρέλειπα...
Ο ψεύτης: Δύο περιστατικά. Το ένα. Δουλεύω στην Αρχαία Αγορά ως άτυπη ξεναγός στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου λόγω πολυγλωσσίας. Βλέπω έναν τύπο κοντό, μελαχρινό με εξαιρετικό ντύσιμο. Συνάδελφος πληροφορούμαι. Παίζει σαξόφωνο, του αρέσει η τζαζ και φαινόταν να έχει χιούμορ. Λήγει η σύμβαση μας, έρχεται στο πόστο μου και αλλάζουμε τηλέφωνα. Με παίρνει τηλέφωνο να πάμε για ένα ποτό. Και πάμε. Και εκεί αρχίζει το παράλογο... «Διαβάζεις» με ρωτάει; Ε... όσο να πεις ανάγνωση ξέρω του λέω. Εσύ; ρωτάω... «Βέβαια» μου λέει. «Τι;» ρωτάω... «Τα πάντα» μου απαντάει. Τον ρωτάω για το αγαπημένο του βιβλίο και μου λέει «Ήταν ένα μ' ένα γλάρο που να μωρέ δε θυμάμαι και πως τον ελέγανε.. .αχ κάτσε κι είχε περίεργο όνομα...». «Τζορτζ» του λέω «Όχι πιο περίπλοκο νομίζω» μου λέει, «Τζονάθαν» του λέω, «Α να γεια σου» μου λέει. «Καλέ λέω Ιονάθαν... όχι Τζονάθαν» και δεν μιλάει. Σιωπή. Μετά με ρωτάει για θέατρο. Πηγαίνεις; Πηγαίνω. Εσύ του λέω. Ναι είχα πάει να δω Σεφερλή. Μούγγα εγώ έπινα το κρασάκι μου. Μέχρι που πήγε στις ταινίες. Βλέπεις μου λέει; Βλέπω του λέω. Αγαπημένη σου μου λέει; Μ' αρέσει η τριλογία των χρωμάτων του Κισλόφσκι του λέω. Κι εμένα μου λέει. Μια που μου το πε μια που μου ρθε η πάρεση. Ποιο χρώμα του λέω. Πανικό αυτός. «Η κίτρινη, η πορτοκαλί ή η μαύρη» του λέω γιατί είμαι και καλός άνθρωπος... Η κίτρινη του άρεσε του δόλιου... Η κίτρινη... (Η Τριλογία αποτελείται από την Άσπρη, την Κόκκινη και την Μπλε). Περιττό να πω ότι για χάρη του πήγα στο Περού.
Ο δεύτερος ψεύτης ήταν αυτός που κάθε φορά που με έβλεπε αποκτούσε και ένα επιπλέον δίπλωμα σε ξένη γλώσσα. Τη Δευτέρα το Β1, την Πέμπτη το Β2, την Κυριακή το Γ1. Ήμασταν εθελοντές στους Παραολυμπιακούς. Είχαμε πάει και σινεμά... Μεγάλη πλάκα... Γι αυτόν μετακόμισα στην Αργεντινή... Ωραίο κλίμα το Μπουένος Άιρες... Εξαιρετικόν και εύκρατον κλίμα το Μπουένος Άιρες (Καλοί Αέρηδες επί το ελληνικότερον...)
Ε μετά από αυτά όπως καταλαβαίνεις φίλη/φίλε αναγνώστη... έκανα πολυυυυυ καιρό να ξαναβγώ ραντεβού... Σκιάχτηκα η έρμη! Τελικά είναι εκεί έξω και κυκλοφορούν ανάμεσα μας... Γι αυτό προσοχή στα Alien...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου