Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Το παράπονο της Αγκαλιάς

Με λένε Αγκαλιά κι έχω ένα παράπονο. Ένα μεγάλο παράπονο. Πριν όμως αρχίσω να σου μιλάω καλό θα ήταν να συστηθούμε. Ή μάλλον να ξανασυστηθούμε. Με λένε Αγκαλιά. Είμαι εκείνη που ψάχνεις σε όλη σου τη ζωή. Είμαι εκείνη που αποζητούσες από την παιδική σου ηλικία. Είμαι εκείνη που έδιωξες στην εφηβεία σου. Είμαι εκείνη που ξαναθυμήθηκες στη διάρκεια των πρώτων σου ερώτων. Είμαι εκείνη που ξανάδιωξες. Είμαι εκείνη που πάντα βρίσκεται στις ανάγκες σου αλλά που από δική σου ανασφάλεια δεν γίνεται «θέλω» σου.
Είμαι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή σου. Είμαι αυτό που μπορεί να σε ανακουφίσει. Είμαι αυτό που ενώ αποδιώχνεις θέλοντας να δείξεις δυνατός, Άνθρωπε, ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι το ζητάς όπως ο Γιάννης Αγιάννης το ψωμί. Αλλά εσύ Άνθρωπε είσαι κουτός. Ναι. Είσαι πολύ κουτός και βαθιά νυχτωμένος. Και τώρα είμαι εκείνη που κλαίει γιατί δεν τη ζητάει κανείς.
Με έχετε πετάξει στα αζήτητα. Μου έχετε κρεμάσει μια ταμπέλα. Θεωρείτε ότι είμαι ανάξια. Ότι είμαι απαραίτητη μόνο σε σπάνιες στιγμές. Με χρειάζεστε μόνο στις στιγμές που γίνεστε ευάλωτοι. Πόσο υποκριτές είστε Άνθρωποι. Ενώ με θυμάστε μόνο σε τέτοιες στιγμές, εσείς και πάλι δεν με ζητάτε. Με θεωρείτε περιττή. Όμως ξέρετε κάτι; Εγώ δεν είμαι περιττή. Είμαι δυνατή. Εσείς είστε αδύναμοι. Υποκριτές -κι ας επαναλαμβάνομαι- και αδύναμοι. Όποιοι δεν μπορούν να με ζητήσουν είναι εκείνοι στους οποίους λείπω περισσότερο.
Με φοβάστε Άνθρωποι. Φοβάστε μήπως σας φέρω αντιμέτωπους με τα βαθύτερα θέλω σας. Φοβάστε το ενδεχόμενο της εξάρτησης από μένα. Γιατί έχω δύναμη. Πόσο σας λυπάμαι Άνθρωποι... Είστε λίγοι κάποιες φορές. Είστε ανίκητοι. Θεωρείτε ότι είστε οι άρχοντες του Σύμπαντος. Ότι είστε μικροί Θεοί μέσα σε ένα σύνολο. Θεωρείτε εαυτούς άτρωτους και αποδιώχνετε κάθε τι που σας θυμίζει τη θνητότητά σας. Γιατί κι εγώ είμαι ένα από αυτό το κάθε τι.

Γιατί αν με ζητήσεις από κάποιον που δεν ξέρει να με προσφέρει τότε θα πονέσεις. Θα νιώσεις απαράδεκτα αδύναμος. Αλλά δεν σκέφτεσαι Άνθρωπε. Δεν σκέφτεσαι ότι αυτός που με ζητάει είναι ο δυνατός. Εκείνος που με αποζητά είναι ο νικητής του παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που έχετε εφεύρει εσείς οι Άνθρωποι για να υπάρχετε με όρους. Γιατί δεν μπορείτε να υπάρχετε απλά. Να υπάρχετε με την αλήθεια σας. Και η αλήθεια σας άνθρωποι είναι η ατέλεια σας. Είστε ατελείς γιατί έχετε συναισθηματικές ανάγκες. Και ο πιο γρήγορος τρόπος για να νιώσετε τέλειοι είμαι εγώ. Αλλά αυτό δεν το βλέπετε. Έχετε τυφλωθεί. Φορέσατε παρωπίδες για να γλυτώσετε από το κάλεσμα όχι της Σειρήνας αλλά από κείνο του βαθύτερου εαυτού σας.
Έχετε επιδοθεί σε έναν αδηφάγο αγώνα ύπαρξης χωρίς να υπάρχετε. Άνθρωποι. Ατελέσφορες οντότητες που κινείστε στο διηνεκές μέσα από την αναπαραγωγή. Από μια μαγική διαδικασία που εγώ είμαι αναπόσπαστο μέρος της. Από την ώρα που γεννιέστε το πρώτο πράγμα που μαθαίνετε είναι η αγκαλιά. Από την ώρα που σας ζυγίζουν στο μαιευτήριο και σας βάζουν στη μάνα σας. Αλλά δεν σκέφτεστε ότι εκεί υπάρχω εγώ. Η Αγκαλιά. Εγώ σας καλωσορίζω και σας τοποθετώ στην ασφάλεια. Κι όμως. Μετά με πετάτε. Στα αζήτητα. Στο νεκροταφείο της μνήμης. Κι όταν μεγαλώνετε έχετε γίνει εγωιστές και με φοβάστε.
Μαθαίνω για την κρίση στον κόσμο σας. Δύσκολο πράγμα αλλά ίσως να σας χρειάζεται. Να σας χρειάζεται για να έρθετε σε επαφή με τον πραγματικό σας εαυτό. Αν έχετε τα κότσια να το κάνετε. Γιατί σε μια «στραβή» -έτσι δε λέτε Άνθρωποι;- θα αναζητήσετε εμένα. Θα αναζητήσετε δύο χέρια να σας κρατήσουν μέσα τους για να αισθανθείτε ασφάλεια. Έχω ακούσει κατά διαστήματα ότι αγκαλιά ζητούν οι γυναίκες. Ίσως. Ξέρω ότι περισσότερη ανάγκη με έχουν οι άντρες. Γιατί υπακούν σε ένα γελοίο αρχέτυπο που τους θέλει δυνατούς. Ποιος σας είπε ότι εγώ σας κάνω λιγότερο δυνατούς; Γελιέστε Άνθρωποι.
Εγώ έχω δύναμη. Εγώ σας τραβάω από το Ένα και σας τοποθετώ στο Δύο. Σας δίνω την ευκαιρία της Ένωσης. Σας δίνω το Σύμπαν. Κι εσείς μου δίνετε απαξίωση. Έμαθα ότι προσπαθείτε να με αγοράσετε. Ναι το έμαθα πρόσφατα και νευρίασα. Ποιος σας είπε ότι έχω τιμή; Ποιος σας είπε ότι με τα άθλια λεφτά σας μπορείτε να με αποκτήσετε στ' αλήθεια; Είστε γελοίοι Άνθρωποι. Είστε αφόρητα μικροί. Κι όμως εγώ σας αγαπώ. Σας αγαπάω και θέλω να είστε καλά. Γι αυτό υπάρχω. Τελευταία όμως η φλόγα στο καντήλι της δικής μου ύπαρξης έχει αρχίσει και τρεμοπαίζει. Σαν να με προειδοποιεί για κάτι. Γι αυτό σας γράφω απόψε Άνθρωποι. Αν σας έχει απομείνει λίγη μνήμη, λίγη από την περιβόητη ανθρωπιά σας, μην αφήσετε να χαθώ. Όχι για μένα. Αλλά για σας. Γιατί αν χαθώ τότε δεν θα σας έχει απομείνει τίποτα. Θα είστε μόνοι. Ανίκανοι να αγγίξετε. Ανίκανοι να αισθανθείτε. Να εκφραστείτε. Εγώ η Αγκαλιά σας εκλιπαρώ να διατηρήσετε λίγη από κείνη την κυτταρική μνήμη της γέννησής σας. Μην είστε τσιγγούνηδες με το θέλω σας που με αφορά. Να με διεκδικείτε. Να με ζητάτε και να με επιδιώκετε. Και τότε εγώ θα είμαι εκεί. Εγώ και η δύναμή μου. Για να σας δώσω λίγη από μένα. Λίγη ασφάλεια. Ανακούφιση. Και όταν με δίνετε να με δίνετε σφιχτά. Σφιχτά γνωρίζοντας τη σημαντικότητα μου. Αυτά είχα να πω Άνθρωποι. Την επόμενη φορά που θα με χρειαστείς να με φωνάξεις. Να με φωνάξεις κι εγώ θα είμαι εκεί για σένα. Η Αγκαλιά θα είναι πάντα εδώ Άνθρωπε. Αυτό να θυμάσαι... Μόνο αυτό...

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Το Κοριτσάκι του Μπαμπά (;)

Λένε ότι ο πρώτος έρωτας κάθε κοριτσιού είναι ο πατέρας του... Είναι; Δεν ξέρω... Δεν έμαθα... Δεν ισχύει στη δική μου περίπτωση... Τρεις αρνήσεις στη σειρά μεν, ωστόσο, δεν συνιστούν κρυφή κατάφαση.Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπήρξα ποτέ αυτό που λένε όλες «το κοριτσάκι του μπαμπά». Με τον μπαμπά μου είχαμε μια περίεργη σχέση. Συγκρουσιακή. Έντονη. Χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Ποτέ μπράβο, κοριτσάκι μου και άλλα τέτοια κομψά και γλυκά λογάκια που συναντά κανείς στην αμερικανικές ταινίες. Εμείς είχαμε πραγματιστική σχέση.
Έκανε ό,τι μπορούσε για να μπορώ εγώ και ο αδερφός μου να πάρουμε μια καλή μόρφωση. Να μας δώσει εκπαιδευτικά εφόδια. Γι αυτό έκανε πάντοτε δύο ή τρεις δουλειές προκειμένου εμείς να μπορούμε να πηγαίνουμε στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο, την «Ελληνογερμανική Αγωγή». Τραπεζικός υπάλληλος το πρωί, βενζίνες το βράδυ. Υπήρχαν μέρες που δούλευε τόσο που δεν τον βλέπαμε. Αυτό του το χρωστάμε και εγώ και το αδερφάκι μου.
Ο πατέρας μου ερχόταν να πάρει τους βαθμούς μου στο σχολείο. Επίμονος. Δεν έφευγε, αν πρώτα δεν έβλεπε όλους τους καθηγητές, προκειμένου να σχηματίσει άποψη για το ποιόν μου στο σχολείο. Θυμάμαι στην Γ' Λυκείου, στο «Κλασικό Αναβρύτων». Με είχε ο ίδιος δηλώσει 4η Δέσμη -οικονομικά κλπ- γιατί θεωρούσε ότι «έχει περισσότερα ΤΕΙ άρα περισσότερες πιθανότητες να περάσεις». Ήρθε λοιπόν στο πρώτο τρίμηνο να πάρει τους βαθμούς. Βλέπει ότι στα Μαθηματικά είχα 18. Για κακή μου τύχη, τους ελέγχους έδινε ο ίδιος ο μαθηματικός. Ο μπαμπάς μου δεν έφευγε από την αίθουσα αν πρώτα ο μαθηματικός δεν του ξεκαθάριζε ότι  «η μαθηματική αξία του παιδιού είναι γύρω στο 12 αλλά έγραψε άριστα και τι να της βάλω»...
Άνθρωπος απαιτητικός. Σκληρός; Χμ... Όχι ιδιαίτερα. Κάθε Σάββατο ή Κυριακή μας έβγαζε οικογενειακώς ή και με φίλους για φαγητό σε ρεστοράν ή σε ταβερνάκια. Ο πατέρας μου κι εγώ δεν ήμασταν ποτέ κοντά. Παρακολουθούσε τη ζωή μου χωρίς να ρωτάει. Μου είχε εμπιστοσύνη υποθέτω. Αυτό που τον ξένιζε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι δεν έβγαινα έξω εν αντιθέσει με τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου. Βλέπεις ήταν απόλυτα βέβαιος ότι δεν θα μπορούσα να μπλέξω σε περίεργες καταστάσεις ή με περίεργες παρέες.

Άνθρωπος απόλυτος. Δεν μπορείς να του αλλάξεις εύκολα άποψη. Δεν γίνεται αυτό. Πάντα ήμουν μακριά από τον μπαμπά μου. Σε απόψεις, σε ιδέες, σε όλα. Στο μόνο που συμφωνούσαμε ήταν η πολιτική και το ποδόσφαιρο. Εκεί υπήρχε πλήρης σύμπνοια. Προφανώς, γιατί «η κόρη η δική μου δεν γίνεται να ψηφίζει κάτι άλλο».
Μετά την ασθένεια του παππού στο χωριό, ο μπαμπάς ως συνταξιούχος πια έγινε μόνιμος κάτοικος Πατρών.  Και κει η σχέση μας άρχισε να αλλάζει. Ήρθαμε λίγο πιο κοντά. Το επεδίωξε και εκείνος. Και εγώ απλά ακολούθησα. Και καταλάβαμε ότι η απόσταση μας έκανε καλό.Εκείνος άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι εγώ είχα μεγαλώσει κι εγώ κατάλαβα ότι εκείνος ίσως να μην ήταν όπως εγώ νόμιζα. Και αρχίσαμε να επικοινωνούμε. Να μιλάμε. Και ήρθαμε πιο κοντά. Και έτσι αρχίσαμε να φτιάχνουμε μια σχέση πιο φιλική. Φύγαμε από το «μπαμπάς-κόρη» -αν ήμασταν ποτέ σ' αυτό- και φτάσαμε στο σημείο «Άννα - Αλέξης». Και κάπως έτσι κατάλαβα.
Κατάλαβα ότι τελικά εκείνος με προετοίμαζε γι αυτό ακριβώς. Για να μπορώ να στέκομαι ως Άννα. Αυτόνομη. Ολοκληρωμένη. Χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Χωρίς φανταχτερά δώρα με πλούσιες κορδέλες. Τα είχα αυτά. Δεν μου έλειψαν ποτέ. Στη γιορτή μου, θυμάμαι, από την στιγμή που ενηλικιώθηκα μου άφηνε κάθε χρόνο μια επιταγή στο τραπέζι της τραπεζαρίας με ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο ποσό με εντολή «Εμού του ιδίου». Και δίπλα ένα χαρτί «Χρόνια πολλά». Μια χρονιά μας είχε πάει με τον αδερφό μου στον «Λαμπρόπουλο». Ήταν Χριστούγεννα. Μας είπε να πάρουμε ό,τι θέλουμε αλλά να επιλέγουμε χωρίς να φωνάζουμε. Εμείς πηγαίναμε με τη μαμά, ψωνίζαμε, τα συγκεντρώναμε στο ταμείο και μετά πήγαινε ο μπαμπάς για τα πρακτικά. Άλλα πράγματα μου έλειψαν. Αλλά όπως πρόσφατα μου αποκάλυψε «μπορεί να σου έλειψε η αγκαλιά ή το μπράβο ή το χάδι, αλλά δεν τα χρειαζόσουν από μένα. Τα είχες από τον παππού σου και την γιαγιά σου. Από μένα έπρεπε να μάθεις να υπάρχεις μόνη σου. Να μάθεις να έχεις αξιοπρέπεια. Και αυτό είναι βασικότερο για τη ζωή σου. Ένα χάδι θα το βρεις παντού».
Δεν ξέρω αν έχει δίκιο ή άδικο. Σίγουρα όμως ανάμεσα στα πανάκριβα δώρα που μου έκανε πάντα σίγουρα δεν θα έβλαπτε και κάποια αβρότητα. Αλλά αυτός είναι ο πατέρας μου. Ένας άνθρωπος που χωρίς να μπει σε συναισθηματισμούς και «μαλακίες τέτοιου τύπου» -όπως λέει- πλέον δηλώνει παρών. Θέλει να είναι παρών όχι για να ασκεί εποπτεία, πράγμα που ποτέ δεν έκανε, αλλά για να σταθεί ή να βοηθήσει. Με όποιον τρόπο μπορεί.
Πολλές φορές με τρελαίνει. Με βγάζει από τα ρούχα μου. Επιμένει να κάνει παρατηρήσεις. Όσες ίσως δεν έκανε τότε που έπρεπε τις κάνει τώρα. Βασικά και τότε έκανε. Του φαινόταν πάντα τρελό το γεγονός ότι ήθελα να ίπταμαι. Οι επιλογές μου του φαίνονταν τρελές έως και επιπόλαιες. Όμως ξέρεις τι κατάλαβα στα 35 χρόνια μου και στις 16 μου μέρες; Ότι του άρεσε που επέμενα να βαδίζω σε τόπους που αντικειμενικά θεωρούνταν άπιαστοι. Του άρεσε που με έβλεπε να προσπαθώ. Το εκτιμούσε και το εκτιμά. Απλά δεν το έδειχνε. Ούτε και τώρα το δείχνει. Ίσως να το θεωρούσε αδυναμία. Ίσως περιττό. Να σου πω την αλήθεια μου είναι αδιάφορο.
Ο πατέρας μου λοιπόν. Ο Αλέξης. Ο άνθρωπος που έπρεπε να αλλάξει νομό για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια ίση σχέση. Είναι παράξενο το πως περάσαμε από την ανυπαρξία στη φιλία. Τον πατέρα μου τελικά νομίζω ότι τον αισθάνομαι περισσότερο φίλο μου παρά πατέρα. Άλλωστε κι εκείνος έτσι με αντιμετωπίζει. Μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα. Χωρίς φραγμούς. Χωρίς ταμπού. Χωρίς φτιασίδια και περιττά. Σιχαίνεται τα περιττά. Αν και συχνά ξεφεύγει... αλλά τι να πεις... Σάμπως εγώ δεν ξεφεύγω...; Εδώ δεν μπορώ να τον κρίνω, γιατί απλά δεν με παίρνει.
Έχει πλάκα όταν κάποιος του λέει για μένα κάτι θετικό που μόνιμα γυρίζει και μου λέει «Άννα συντόμευε»... Αυτό το συντόμευε... Αυτή η προστακτική ακόμα με κυνηγάει...
Τέλος πάντων... Σε μια τελική κρίση τελικά εκείνος είναι πιο αδικημένος. Γιατί εκείνος είχε να επιτελέσει άλλα. Το επέλεξε. Γνώριζε ότι τα άλλα, τα συναισθηματικά, τα κάλυπτε ο παππούς. Εκείνος μπορεί να μην ήταν ο μπαμπάκας αλλά ήταν μια φιγούρα που έδινε άλλου τύπου μαθήματα. Να είμαστε ανεξάρτητοι, αυτόνομοι, να πατάμε στα δικά μας πόδια... Άλλωστε ο μπαμπάς μου ήξερε ότι εγώ δεν ήμουν φτιαγμένη για να γίνω το κοριτσάκι του μπαμπά... Εγώ ήμουν πάντα η δυνατή. Αυτή που άντεχε. Που έπρεπε να αντέχει. Το χε αποφασίσει. Κι ακόμα αυτό λέει. Εγώ ήμουν εκείνη που έπρεπε να στηρίζει. Δεν είχα ανάγκη από στηρίγματα. Μ αγαπούσε με έναν δικό του τρόπο. Πιο εσωτερικό ίσως. Εκείνος δεν θα άφηνε ποτέ να αγκιστρωθώ από πάνω του. Θεωρεί λανθασμένες τις εξαρτήσεις από άνθρωπο σε άνθρωπο. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι ανήκουν αποκλειστικά στον εαυτό τους. Απλά -αυτό το χω προσθέσει εγώ- δανείζουν εαυτούς στους άλλους γιατί μπορούν και θέλουν.
Τελικά με το πέρασμα των χρόνων μπορώ σίγουρα πλέον να πω ότι τον σέβομαι και τον καταλαβαίνω. Άλλωστε είναι φίλος μου. Και τον ευχαριστώ. Τον ευχαριστώ για ό,τι έκανε και ό,τι κάνει. Αυτό το πολύ ή το λίγο κάποιες φορές. Δεν μετριέται. Δεν μπορεί να μπει σε ζυγαριά. Κάθε άνθρωπος φέρεται με τον τρόπο που ξέρει και μπορεί. Έτσι κι ο Αλέξης. Τον εκτίμησα τον Σεπτέμβριο που προσπάθησε έστω και τηλεφωνικά να σταθεί. Να είναι εκεί έστω κι αν δεν ήταν. Μόνο και μόνο γιατί από το τηλεφώνημα του ήταν ίσως η πρώτη και ενδεχομένως τελευταία φορά που αισθάνθηκα ότι έστω για κάποια στιγμή υπήρξα κι εγώ αυτό «το κοριτσάκι του μπαμπά».

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Οι σκέψεις του Μπλε Μπικ

Ποιος είναι ο Μπλε Μπικ, τελικά; Η απάντηση διά στόματος του ίδιου...

«Με λένε Μπικ, είμαι μπλε και τελειώνω γρήγορα... Ή μάλλον τελειώνω ανάλογα με τη διάθεση εκείνου που με κρατάει... Έχω ζήσει πολλά. Έχω ακούσει περισσότερα και έχω γράψει... άπειρα. Οι άνθρωποι με αγαπούν αλλά πολλές φορές με κακομεταχειρίζονται. Νομίζουν ότι δεν έχω ψυχή. Νομίζουν ότι είμαι απλά ένα πλαστικό σωληνάριο και με πετάνε. Τα χειρότερα βέβαια τα τραβάει το μπροστινό μου τμήμα. Μην πάει ο νους σας στο πονηρό άνθρωποι. Το καπάκι εννοώ. Το αποσπούν από το σώμα μου και το κάνουν οδοντογλυφίδα, καθαρίζουν τα νύχια τους, το πατάνε, το δαγκώνουν και το χρησιμοποιούν ως πασπαρτού. Αλήθεια, γιατί το κάνετε αυτό άνθρωποι; Τι μανίες σας πιάνουν ώρες ώρες δεν καταλαβαίνω... Άβυσσος η ψυχή σας.
Εγώ, λοιπόν, ο Μπλε Μπικ είμαι όργανο σας. Είμαι το εργαλείο σας. Εξαιτίας μου λύνετε σταυρόλεξα, γράφετε τις εργασίες σας, ακόμα και το σκορ στο τάβλι ή στα χαρτιά. Αλλά βρε σεις λυπηθείτε με λίγο. Το τι βλέπω και το τι με βάζετε να μεταφέρω δε λέγεται. Γι αυτό κι εγώ, επειδή έχω ψυχή, σας εκδικούμαι αφήνοντας λίγο παραπάνω μελάνι στο χαρτί σας. Έτσι παίρνω κι εγώ κάτι σαν εκδίκηση.
Οι περισσότεροι γράφετε, γράφετε, γράφετε ανάθεμα κι αν ξέρατε τι γράφετε. Το πόσο γελάω όταν με χρησιμοποιείτε για να αποτυπώσετε τις σκέψεις σας, δεν περιγράφεται. Αυτό που προσπαθείτε να εντυπωσιάσετε γράφοντας μεγάλες λέξεις ειλικρινά με προσπερνάει. Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να κάνω κάτι. Συχνά οι σκέψεις σας τελειώνουν τη ζωή μου κυριολεκτικά. Ιδίως αν ο άνθρωπος που με κρατάει ανήκει στο γυναικείο φύλο και γράφει γράμμα χωρισμού, εγώ αυτόματα μεταφέρομαι στην Εντατική. Με στραγγίζει. Μάταια εκλιπαρώ για μια διακοπή. Δεν το καταλαβαίνει η μαντάμ ότι εξαθλιώνει την ύπαρξη μου; Τη λιγοστεύει. Ιδίως αν κλαίει κι εγώ πρέπει να γράψω πάνω στο δάκρυ. Εκεί ίσως  με λυπηθεί και με αφήσει γιατί κι εγώ το ψυχουλάκι πεισμώνω και αρνούμαι να δώσω άλλο από το πολύτιμο μπλε αίμα μου...

Αλλά ένεκα που είμαι και αισθηματίας δίνω τόπο στην οργή και υποχωρώ. Ε, τι νόμιζες; Εγώ δεν ερωτεύτηκα; Ερωτεύτηκα την Κόκκινη Μπικ. Δεν έκανα αιμομιξία. Απλά στη χώρα από την οποία κατάγομαι όλοι έχουμε το ίδιο επώνυμο αλλά οι οικογένειες διαφοροποιούνται με το χρώμα. Άκου το δράμα μου. Ερωτεύτηκα την Κόκκινη Μπικ λοιπόν. Την έβλεπα και τυφλωνόμουν. Υπέροχη. Γραμμή, χρώμα, όλα εξαιρετικά. Είχε όμως μια μανία. Ό,τι κι αν έκανα με διόρθωνε. Τραβούσε γραμμές, έγραφε πάνω μου, εκνευριζόταν. Τη ζωή δύσκολη μου έκανε. Εγώ όμως την αγαπούσα. Τότε ο φίλος μου ο Μαύρος Μπικ μου άνοιξε τα μάτια. Μου είπε ότι βάσει νόμου στη χώρα μας, στη Μπικ Λαντ, οι Κόκκινες Μπικ ήταν δασκάλες και είχαν υποχρέωση να διορθώνουν και να αποκαθιστούν. Κι εγώ για να μαι ειλικρινής ηρέμησα. Κατάλαβα ότι δεν είχε τίποτα προσωπικό μαζί μου. Απλά επιτελούσε άλλη υπηρεσία. Όργανο καθηγητών βλέπεις. Όχι σαν κι εμένα.
Εγώ είμαι πιο λαϊκός τύπος. Με βρίσκεις από συνεργεία και απορριμματοφόρα μέχρι Πανεπιστήμια και Ιατρεία. Είμαι πολλαπλών χρήσεων βλέπεις. Τώρα θα μου πεις είμαι και φτηνός. Νομίζεις! Η ακρίβεια που έχω είναι προτέρημα μου. Είμαι υπάκουος, αφήνω το σημάδι μου σε όλες τις επιφάνειες αδιακρίτως εκτός από το γυαλί και είμαι και εξαιρετικά εργατικός. Μετριόφρων δεν μπορώ να είμαι γιατί δεν μου ταιριάζει ως έννοια.
Είμαι περήφανος. Είμαι περήφανος που δεν ανήκω στους ανθρώπους. Βλέπεις εμείς στη χώρα μου δεν είμαστε ρατσιστές. Αγαπάμε και συνυπάρχουμε με όλους. Με τους Μπλε, τους Πράσινους, τους Κόκκινους. Δεν διαχωρίζουμε. Απλά κάθε χρώμα επιτελεί διαφορετικό είδος. Δε μας νοιάζει. Δουλεύουμε, υπηρετούμε την ανθρώπινη σκέψη και στο τέλος της μέρας μαζευόμαστε και μιλάμε για το τι κάναμε.
Άσε που εξαιτίας μας μπορεί να διαδίδεται η ανθρώπινη σκέψη. Και πώς αλλιώς αφού εμείς είμαστε οι μεταφορείς της αποτύπωσης της σκέψης. Για κείνους της παλιάς σχολής τουλάχιστον που όπως λέει και ένας τραγουδιστής σας -Μητροπάνος νομίζω- «δεν καταλαβαίνουν τι λένε τα κομπιούτερ κι οι άριθμοι». Η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι υπολογιστές και τα πληκτρολόγια μας έχουν κάνει μεγάλη ζημιά. Αλλά εμείς συνεχίζουμε απτόητοι. Γιατί ξέρουμε ότι όσο υπάρχει χαρτί θα υπάρχει και η δική μας οικογένεια. Όσο υπάρχουν Άνθρωποι θα υπάρχουν και Μπλε Μπικ για να υπηρετούν το μυαλό τους. Κι αυτό μας αρκεί. Όχι γιατί θα συνεχίζουμε να γεννιόμαστε. Μας αρκεί γιατί εσείς θα μπορείτε να είστε καλύτερα. Κι αυτό μας το χρωστάτε. Μια παράκληση μόνο. Την επόμενη φορά που θα με κρατήσεις στα χέρια σου φίλε Άνθρωπε, φρόντισε να μην με ταλαιπωρήσεις. Εγώ σου κάνω όλα τα χατίρια. Γράφω ό,τι θες, όπως το θες, την ώρα που το θες. Κάνε κι εσύ κάτι για μένα. Φέρσου μου ευγενικά. Μόνο αυτό»

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Τα Χριστούγεννα της Άννας

Χριστούγεννα... Αγαπημένη εποχή, λατρεμένη γιορτή. Η προετοιμασία, το κρύο, το έλατο, τα λαμπάκια, οι κάρτες που πρέπει να σταλούν, οι μπάλες... Χαρά, λάμψη, λίστες δώρων...
Πάντα ένιωθα ότι αυτή είναι η εποχή μου. Ότι ορίζομαι μέσα απ' τα Χριστούγεννα. Γι αυτό και μετρούσα πάντα αντίστροφα. Όχι για την ημέρα. Αλλά για το τέλος του Νοεμβρίου. Ο λόγος; Μα τότε έρχονται τα έλατα στο Πεδίον του Άρεως.
Κάθε χρόνο στις 25 Νοεμβρίου το σπίτι είχε στολιστεί. Διακοσμητικοί χιονάνθρωποι, χιονόμπαλες με τον Άγιο Βασίλη και άλλα εποχικά είδη είχαν ήδη βρει τη θέση τους στο σπίτι. Τα λαμπάκια είχαν βγει από τα κουτάκια τους και άρχιζαν οι δοκιμές. Οι μπάλες ξεσκονίζονταν και τις καθαρίζαμε με ΑΖΑΧ -γυάλινες γαρ- ενώ πάντα τα ξύλινα γερμανικά στολίδια αξιοποιούνταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η κουζίνα τα Σαββατοκύριακα μετατρεπόταν κυριολεκτικά σε εργαστήρι. Η μαμά μου και η θεία μου μάζευαν τα τέσσερα θηρία -Άννα, Κωνσταντίνος, Νάσος, Ειρηάννα- (αναφέρονται με χρόνο γέννησης για να μην υπάρχουν οικογενειακοί εμφύλιοι) και μας έδειχναν πως να φτιάξουμε δικά μας στολίδια με τη χρήση πυλού. Φτιάχναμε ό,τι μπορούσε να γεννήσει το μυαλό μας. Χιονανθρώπους, αστέρια, σκουφάκια του Άη Βασίλη και όλα αυτά τα χαρούμενα... Μετά η γιαγιά έφτιαχνε τα μελομακάρονα προς δυσαρέσκεια του παππού, γιατί κακά τα ψέμματα δεν τα πετύχαινε πάντα. Εκείνος πιο πρακτικός άνθρωπος ήταν του «να πάρουμε απ' έξω» -μάλλον από κει πήρα κι εγώ-...
Και τα έλατα έρχονταν. Περιμέναμε τον μπαμπά να γυρίσει από τη δουλειά και πηγαίναμε να πάρουμε το έλατο. Μεγάλη μέρα. Ούτε θυμάμαι πόσες ώρες περνούσαμε εκεί. Γιατί το έλατο έπρεπε να είναι κωνικό, ψηλό, πυκνό και με τα κλαριά σε ευθεία και όχι προς τα πάνω... Αφού βρίσκαμε το καταλληλότερο το βάζαμε στο πορτ παγκάζ και βουρ για το σπίτι. Ο μπαμπάς περνούσε τα λαμπάκια και εμείς τις μπάλες υπό τις οδηγίες της μαμάς για να είναι συμμετρικό το στόλισμα... Καθόταν πιο πίσω, άναβε ένα τσιγάρο κι άρχιζε «Άννα πιο αριστερά, κάτω... Κωνσταντίνε που τη βάζεις παιδί μου δε βλέπεις ότι πέφτει πάνω στην άλλη»...
Όπως καταλαβαίνεις ήταν το καλύτερο μου. Η μυρωδιά του ελάτου που κατέκλυζε το σπίτι και το τζάκι που προσέθετε σε όλο το σκηνικό... Ζεστή σοκολάτα δίπλα στο δέντρο και αυτό ήταν ευτυχία.
Μέχρι που κάποια Χριστούγεννα ο παππούς ξεκίνησε την προετοιμασία του ταξιδιού του. Ημέρα αναχώρησης 01.01.1990. Αυτό ήταν. Η Πρωτοχρονιά απέκτησε αυτόματα ένα άλλο νόημα. Απέκτησε σκέψη, απέκτησε άλλο ύφος. Ο παππούς μάλλον επέλεξε την ημέρα από φόβο μην ξεχαστεί. Εκτός, βέβαια, αν το έκανε για να καταλάβουμε ότι η χαρά είναι μόνο η μία όψη. Για να διαπιστώσουμε ότι τα νομίσματα έχουν πάντα δύο πλευρές. Έπρεπε να μάθουμε τον αντίποδα. Και ο καταλληλότερος άνθρωπος να μας διδάξει το μάθημα ήταν φυσικά ο παππούς.

Κι όμως επέμεινα να αγαπώ τα Χριστούγεννα. Ξέρεις γιατί; Όχι επειδή είμαι χαζοχαρούμενη. Όχι. Γιατί είναι η μόνη περίοδος που οι άνθρωποι αναγκάζονται να μπαίνουν σε μια άλλη διάθεση. Πιο γενναιόδωρη. Η μόνη περίοδος που σκέφτονται τον δίπλα, τον απέναντι, τον άγνωστο και τον γνωστό. Βλέπουν και παρατηρούν. Ακόμα και σήμερα. Ακόμα και στην περίοδο που ζούμε. Μπορεί τα χρήματα να είναι λιγότερα αλλά η διάθεση παραμένει. Ίσως όχι σε όλους, αλλά και πάλι ποτέ δεν ήταν κοινή η διάθεση. Πάντα υπήρχαν εκείνοι που απεχθάνονταν τα Χριστούγεννα.
Αγαπώ τα Χριστούγεννα γιατί μου επιτρέπουν να ξαναγίνω παιδί. Ή τουλάχιστον να το προβάλλω. Ακόμα και τα χαμόγελα είναι περίσσοτερα. Γιατί όλα τα σπίτια στολίζουν. Ωραία, χάλια, αντιαισθητικά στολίζουν. Επιμένουν να βάζουν λαμπάκια στο μπαλκόνι και τους Αγιοβασίληδες που κρέμονται. Και αυτό είναι οκ. Είναι ωραίο που εύχονται όλοι και χαμογελούν σαν να το εννοούν. Ακόμα κι αν πιέζονται.
Είναι σαν να σταματάει ο χρόνος τα Χριστούγεννα. Ο κόσμος μεταμορφώνεται σε κάτι πιο ανθρώπινο. Τραγούδια στο ραδιόφωνο, επεισόδια στην τηλεόραση... Μα θα μου πεις αυτό είναι το θέμα; Και αυτό θα σου απαντήσω. Για μένα τα Χριστούγεννα μπορούν να υπάρχουν και τους δώδεκα μήνες του χρόνου. Γιατί είναι ευτυχία. Και η ευτυχία είναι στιγμές. Στιγμές που αισθάνεσαι ευγνώμων για όλα όσα έχεις. Για τους ανθρώπους που έχεις στη ζωή σου. Για τη ζωή που έχεις. Για το γεγονός ότι έχεις ζωή. Στιγμές είναι τα Χριστούγεννα.
Ακόμα και τα φετινά που για μένα θα είναι λίγο ιδιαίτερα. Βλέπεις και η μαμά μου διάλεξε αυτή την περίοδο να κινήσει για το ταξίδι της. Και φέτος ωστόσο έχω πολλούς λόγους για να είμαι ευγνώμων. Και φέτος θα τα γιορτάσω με την ίδια μεγαλοπρέπεια. Γιατί έχω λόγους να ευχαριστώ. Γιατί φέτος είχα πολλά. Μου συνέβησαν πολλά. Είχα πολλές στιγμές ευτυχίας. Και τελικά αυτό πρέπει να γιορτάζουμε. Ταμείο δεν κάνουμε με τα δώρα που λαμβάνουμε. Ούτε με εκείνα που κάνουμε. Το δώρο που συσκευάζεται και οι φιόγκοι είναι τυπικά. Η ουσία κρύβεται στα άλλα δώρα. Σε κείνα που είναι πολύ ακριβά για να αγοραστούν. Σε κείνα στα οποία δεν μπορεί να περαστεί φιόγκος, κόκκινη κορδέλα και να χωρέσουν σε έναν σάκο. Κι εγώ πήρα πολλά τέτοια στη χρονιά που αποχωρεί.
Τα φετινά Χριστούγεννα της Άννας θα έχουν αγάπη. Θα είναι κόκκινα, λαμπερά με πολλή πολλή χρυσόσκονη. Οι κάρτες της θα σταλούν. Όσο ανόητο κι αν φαίνεται, εξακολουθεί να στέλνει ευχετήριες κάρτες για «Χαρούμενα Χριστούγεννα και Ευτυχές Έτος»... Μπορεί να μην έχει έλατο αλλά θα έχει νοσταλγία. Νοσταλγία για στιγμές που πέρασαν και για στιγμές που θα έλθουν. Κάτι μου λέει ότι αυτά τα Χριστούγεννα ίσως είναι τα πιο ουσιαστικά από όλα... Για να δούμε... Αααα... Μην το ξεχάσω... Το γράμμα στον Άγιο Βασίλη το γράψατε...;! Γιατί ο Άγιος Βασίλης υπάρχει.. .Και υπάρχει εκεί που υπάρχουν οι επιθυμίες... 

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Μια νύχτα στα κλαρίνα

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου... Ημέρα των γενεθλίων μου... Ημέρα παράξενη. Ένα ίντερβιου μάλλον περίεργο, πολλές οι ευχές και τα τηλεφωνήματα και μια τούρτα γενεθλίων γιατί έπρεπε να σβήσω τα κεράκια μου (γεννηθείσα εν Αθήναις το σωτήριον έτος 1979)... Μια χαρά η τούρτα αν εξαιρέσεις το γεγονός της τροφικής δηλητηρίασης (άλλη κουβέντα αλλά ναι από την τούρτα προέκυψε).
Σάββατο 29 Νοεμβρίου. Έχω καλέσει τους φίλους μου να βγούμε. Σε ρεμπετάδικο. Τουλάχιστον αυτή ήταν η αρχική κεντρική ιδέα. Αποφασίζω και «κλείνω» στη θρυλική -έτσι νόμιζα- «Μποέμισσα» στη Σολωμού, στα Εξάρχεια. Δυσκολεύτηκα να βρω τραπέζι αλλά λίγο η θέληση, λίγο ο λόγος τέλος πάντων τα κατάφερα. Καλεσμένοι αρκετοί φίλοι. Έλα όμως που λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, που δεν ήταν άλλος από τη γρίπη, την ίωση ή κάποια απρόοπτα. Τέλος πάντων, από 20 μείναμε επτά. Επτά και εκλεκτοί.
Εγώ με το Losec (χάπι στομάχου) αγκαλιά, οι φίλοι μου άνετοι πηγαίνουμε στο τεράστιο αυτό μαγαζί. «Μποέμισσα» στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη σήμαινε ρεμπέτικο. Καλό, βαρύ, απτάλικο, απαγορευμένο... Μάρκος, Τσιτσάνης, Πουγιουμτζής, Παπαγκίκα, Παπαϊωάννου και οι λοιποί. Πήγαμε, λοιπόν, όλοι γεμάτοι προσδοκίες. Έλα όμως που ξεχάσαμε τη φράση «όταν κάνεις σχέδια ο Θεός χαμογελάει». Ε το Σάββατο όχι απλά χαμογέλασε... Πρέπει να κανε καινούργιο συκώτι από τα γέλια ο Ύψιστος... Και θα ρωτήσεις γιατί... Διάβασε να μάθεις...
Πηγαίνουμε. Δίνουμε όνομα και μας λένε κάποιοι στην πόρτα «δώστε μέσα το όνομα γιατί εμείς είμαστε για μια συνεστίαση». Εντάξει λέμε και προχωράμε. Βρίσκουμε το τραπέζι και καθόμαστε. Αρχίζουμε να γελάμε, να ευθυμούμε ανυπομονώντας να ξεκινήσει το πρόγραμμα. Ξαφνικά βλέπουμε να μπαίνει στο μαγαζί ένα λεφούσι από «περίεργους τύπους» ντυμένους με κοστούμια -χωρίς γραβάτες πλην ενός- έχοντας στην παρέα τους ένα τσούρμο Γιαπωνέζους. Ναι ναι άρτι αφιχθέντες από Φουκοσίμα ένα πράγμα. Μετά προστέθηκαν και κάτι κυρίες θαρρείς από το πρώην ανατολικό μπλοκ με φορέματα με παγιέτες και τακούνια 15ποντα κι αυτά με στρας. Άλλες φορούσαν λεοπαρδαλέ φορεματάκια, άλλες κάτι σατέν μπουστάκια και άλλες κάτι άλλα απροσδιόριστα, συνδυασμένα με καλσόν διχτυωτά. Όχι όμως το ψιλό το διχτυωτό. Οοοοοοχι. Καλσόν διχτυωτό από τα άλλα. Από κείνα που οι ψαράδες χρησιμοποιούν για να πιάνουν καρχαρία... Ναααααα ένα δίχτυ... Πιο μεγάλο κι από το «Δίχτυ» του Ξαρχάκου.
Εμείς κοιτούσαμε διακριτικά αντιμετωπίζοντας το «χαλαρά» έχοντας όμως την απορία για τους Γιαπωνέζους... Ε δεν είναι και σύνηθες το φαινόμενο... Τέλος πάντων... Ξαφνικά βλέπουμε έναν τύπο με κοτσίδα να ανεβαίνει στο «πάλκο». Αυτός πιάνει την κιθάρα, κάνει ένα νεύμα και τσουπ ανεβαίνει άλλος ένας ο οποίος είχε και λίπωμα κάτω από το λοβό του αυτιού, μια κυρία κι άλλος ένας κύριος που έπιασε μπουζούκι. Οι οργανοπαίχτες κάθονται στις άκρες κι έχουν ανάμεσα τους δύο. Τον έναν με το λίπωμα που έπιασε μικρόφωνο και την κυρία που έπιασε το ντέφι. Κι αρχίζει το πρόγραμμα...
Αφού εκτελούν κυριολεκτικά τον Νταλάρα και το «κάποια, κάπου, κάποτε» είπαν να περάσουν και στον Ζαμπέτα. Αυτό ήταν. Με το που ακούγεται το «Ο πιο καλός ο μαθητής» πετάγονται πάνω από το πίσω τραπέζι δύο άντρες -προς το μπούληδες- κι αρχίζουν να... χορεύουν...(;) Τι ποδοβολητά, τι χτύπημα των ποδιών, τι σκέρτσο σακατεμένο... δε λέγεται. Χόρευαν οι άντρες τρανταζόταν η «πίστα». Οι τύποι δεν χόρευαν, κατάθεση ψυχής έκαναν. Να αναφέρω ότι το τραπέζι μας ήταν ακριβώς στην πίστα. Όσο εναλάσσονταν τα τραγούδια, που εμείς προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ποια ήταν, τόσο σηκώνονταν από τα άλλα τραπέζια... Περιττό να αναφέρω ότι οι άνθρωποι που τραγουδούσαν ήταν ολίγον έως εντελώς παράφωνοι.... αλλού το τέμπο, αλλού ο στίχος, αλλού το όργανο... Μια φίλη παρατηρεί ότι μέσα στον γενικό χαμό που επικρατούσε, μια Γιαπωνέζα κοιμόταν (!). Ναι ναι... Είχε γείρει στον ώμο ενός και κοιμόταν. Λες και βρισκόταν στο πιο ζεν μέρος. Στο μεταξύ ο κόσμος γλεντοκοπούσε.

Και αρχίζουν οι «ζεμπεκιές» με τις «Βεργούλες». Ωρε μάνα μου -που δεν έχω κιόλας-... Εκεί να σ' έχω. Σηκώνονται οι μπούληδες -δεν ξέρω αν είχαν προλάβει να κάτσουν- με τα πουκάμισα μούσκεμα στον ιδρώτα μέχρι κάτω από το στήθος. Μπαίνουν στην πίστα. Ο ένας κάθεται να χτυπάει παλαμάκια. Ο άλλος με περισσό στυλ βγάζει τα γυαλιά μυωπίας και του τα δίνει. Ανοίγει τα χέρια, μαζεύει και το παντελόνι κι αρχίζει... Ωωωωωωωχ... Κι όπως περιπλανιέται στην πίστα -γιατί χορός δεν ήταν αυτό το πράγμα- αποφασίζει να κάνει τη φιγούρα του θανάτου... Του βάζουν μια κανάτα με κρασί και ο τύπος «φτιάχνεται». Πάει λίγο πιο πίσω, κοιτάει δεξιά αριστερά να βεβαιωθεί ότι όλο το μαγαζί τον βλέπει και κάνει ένα απότομο και ξαπλώνει φαρδύς πλατύς αλλά ευθυτενής κάτω... Δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα... ελπίζω να κατάλαβες τι εννοώ... Εμείς σε κατάσταση σοκ. Σηκώνεται πάει να πάρει μια στροφή και μαζί μ' αυτήν κι εμένα... Ζητάει συγνώμη και με τα πολλά μαθαίνουμε ότι όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι με τους Γιαπωνέζους είναι καθηγητές ελληνικών Πανεπιστημίων...
Και όπως καταλαβαίνεις φύγαν τα κρασά... Ε ναι... Να τους βλέπεις και να σκέφτεσαι και την ιδιότητα τους. Δεν υπήρχε κάτι πιο «κόντρα». Ήταν απίστευτοι. Και εκεί που νομίζουμε ότι τα χουμε δει όλα ήρθε ο τρίτος μουσικός για να μας πει ότι ήμασταν μόνο στην αρχή.
Ανεβαίνει στην πίστα ο κλαρινιτζής. Κάτι σαν τον Μάγκα λίγο πιο... πρωτευουσιάνος. Μαύρο παντελόνι, πουκάμισο μαύρο με τρέσα γκρι στο γιακά και στα κουμπιά και το κλαρίνο. Σκέψου ότι έπαιξε κλαρίνο και στο τραγούδι του Μάρκου «όσοι έχουνε πολλά λεφτά» το οποίο για κάποιο λόγο συνδυάστηκε (;) άγνωστο πως με το «όσοι γενούν πρωθυπουργοί»... Τα χασα.
Και αρχίζει το κλαρίνο να «δίνει πόνο». Και όσο πόνο έδινε το κλαρίνο τόσο πόνο κατέθεταν οι καθηγητές. Τι «Γλύκα γλύκα», τι «Ιτιά», τι νησιώτικα... (δεν αναφέρω τίτλους γιατί δεν τα ξέρω τα άσματα...). Α... παρεπιπτόντως η Γιαπωνέζα ξύπνησε στο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» και χόρευε κλαρίνα.
Δεν μπορώ να πω... Γελάσαμε. Ναι. Ήπιαμε οχτώ κανάτες κρασί λευκό -ωραίο και ελαφρύ να σημειώσω- αλλά ήταν λίγο «vivere pericolosamente». Απλά μετά σκέφτεσαι. Και λες. Εννοείται ότι και οι καθηγητές Πανεπιστημίου γλεντάνε. Άνθρωποι είναι. Αλλά όλοι αυτοί ήταν παράξενοι. Ήταν σα να βρίσκονταν εκεί που η ίδια τους η κάστα αρνείται να λειτουργήσει. Και η κάστα τους αρνείται να λειτουργήσει εκεί που λειτουργεί ο κακώς εννοούμενος «λαός». Και βέβαια δεν μπορούσαν να είναι ούτε καν κομμάτι αυτού του «λαού». Ήταν χειρότεροι. Ήταν δήθεν. Χόρευαν όχι για να εκφράσουν τους ίδιους αλλά για την «πουν» στους συναδέλφους. Ότι «κοίτα με...μετά την επιστήμη μου έχω τη ζεμπεκιά» ή «μορφώθηκα αλλά ξέρω να δίνω πόνο». Οι γιοι της Γερακίνας που αντέχουν τις φωτιές, λοιπόν, νταλκαδιάζανε με το ντέφι. Το ντέφι... Άλλο αυτό... Ένας απ αυτούς τους κυρίους είχε πάρει το ντέφι και το χτυπούσε μπροστά από μια κυρία που είχε βγάλει τα παπούτσια και χόρευε με το δίχτυ... Οι άλλοι δε... Τρομερή επιτυχία. Μέχρι και στα τραπέζια ανέβαιναν. Να δεις λίκνισμα ο καθηγητής Αστροφυσικής, να το ζηλέψεις φίλη...
Τελικά ξέρεις τι κατάλαβα από όλο αυτό; Ότι το πρόβλημα είναι στον «νεοελληνισμό». Είναι στο γεγονός ότι ο Νεοέλληνας δεν έχει πρόβλημα να κατέβει όσο πιο χαμηλά μπορεί, γίνεται και αντέχει αλλά έχει τεράστιο πρόβλημα στο να ανέβει και να διατηρήσει τη θέση του. Και αυτό είναι άσχετο με τους τύπους που χόρευαν και μεράκλωναν και έκαναν κι άλλα. Είναι όμως σχετικό με όλη τη «δηθενιά» που κουβαλάνε. Γιατί τη μέρα που δεν μερακλώνουν είναι οι κύριοι που αναπτύσσουν τις θεωρίες τους, που φυσικά έχουν άποψη επί παντός επιστητού και που προφανώς διαχωρίζονται διά τίτλου και μόνο από τον υπόλοιπο απλό και απλοϊκό λαό. Δεν μπορείς να πηγαίνεις πιο κάτω από εκείνο που πραγματικά φτήνεις. Από εκείνο που απορρίπτεις λόγω τίτλου. Αλλά αυτός δυστυχώς είναι ο Νεοέλληνας. Ό,τι νομίζει χειρότερο το προσπερνά ή το ποδοπατά κι ό,τι αναγνωρίζει ως καλύτερο το κουρελιάζει προσπαθώντας να το μηδενίσει για να μην το βλέπει. Πφφφ... τι να πω... με έναν λατινισμό θα κλείσω και τούτο το κείμενο... o tempora o mores...

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Το Σύμπαν, το Χάος, η Τάξη, η Ζωή

Σύμπαν... Χάος και γυναίκες... Σίγουρα το Σύμπαν είναι αυτό στο οποίο αποτείνεται μια γυναίκα προκειμένου να υποβάλλει μια παράκληση. Οκ. Όχι όλες οι γυναίκες. Συνήθως το κάνουν εκείνες που αδυνατούν να βρουν μια απάντηση στον Ύψιστο ή εκείνες που έχουν διαβάσει το ευρέως διαδεδομένο βιβλίο «The Secret» άντε κι εκείνες που αντί να διαβάσουν το χουν δει σε ταινία. Δυστυχώς ούτε το έχω διαβάσει, ούτε την ταινία έχω δει.
Οι γυναίκες λοιπόν έχουμε «ανοιχτούς λογαριασμούς» μ' αυτό που στο μυαλό μας ονομάζουμε Σύμπαν. Δεν μας πάνε καλά τα οικονομικά; Φυσικά φταίει το Σύμπαν... Δεν μας θέλει το πρόσωπο; Hello... Το Σύμπαν εννοείται... Δεν βρίσκουμε κάτι στην τσάντα; Μα θέλει κι ερώτηση..; Το Σύμπαν...
Εμείς δεν φταίμε πουθενά. Άρα μέχρι τώρα το Σύμπαν μπορεί να λειτουργήσει και σαν αποδιοπομπαίος τράγος. Είναι αυτό που φταίει. Τέλος. Απλά φταίει. Γιατί; Γιατί κάποιος πρέπει να φταίει...
Άρα μέχρι τώρα το Σύμπαν είναι το σχήμα εκείνο που κρύβεται πίσω από τις καθημερινές κακουχίες μιας γυναίκας. Κι όταν όλα πάνε καλά; Τότε; Μα τότε δεν φταίει κανείς. Τότε το Σύμπαν είναι μετανιωμένο που έχει φερθεί άσχημα και απλά πάτσησε. Αμέ. Είδες πόσο απλό είναι;;; Ευκολάκι...
Αν έχω λοιπόν καταλάβει καλά, το Σύμπαν το θέλεις ως σύμμαχο και όχι ως εχθρό.
Για μένα το Σύμπαν έχει χιούμορ... Μπορεί να σου τρελάνει την ύπαρξη. Το Σύμπαν είναι το Ανώτερο. Η ανώτερη αυτή δύναμη που αυτός ο αλήτης ο Κοέλιο στον υπερτιμημένο -κατ' εμέ- «Αλχημιστή» ορίζει ως τη δύναμη εκείνη που θα συμμαχήσει με το Σύμπαν προκειμένου να επιτύχεις αυτό το οποίο διακαώς επιθυμείς...
Οκ. Θα συμμαχήσει και το ευχαριστούμε. Όμως βρε παιδιά τι γίνεται όταν αυτό που θες πάρα πολύ είναι κακό; Κι αν εσύ φίλη/φίλε θέλεις την καταστροφή του γείτονα γιατί το αυτοκίνητό του είναι καλύτερο από το δικό σου το Σύμπαν θα συμμαχήσει και θα καταστραφεί; Δηλαδή το Σύμπαν είναι το Τζίνι; Δηλαδή απλά θα σου εκπληρώσει τις επιθυμίες;
Δεν νομίζω... Ναι είμαι ξανθιά αλλά βαμμένη να σου θυμίσω (φυσική κοκκινομάλλα). Μεταφυσικά λοιπόν το Σύμπαν θα έρθει να σε μάθει, να σε ανταμοίψει ή να σε διαλύσει. Αμέ... Όλα τα κάνει το Σύμπαν. Και τα κάνει με τέτοια τελειότητα που καταντά χάος.
Χάος. Μέγα. Τεράστιο. Δεν ξέρω αν μπορώ να προσδώσω επίθετα στο χάος αλλά πραγματικά έτσι το φαντάζομαι. Σαν μια μεγάλη δίνη που όλα στροβιλίζονται, αλλάζουν, χάνονται, εμφανίζονται, επανατοποθετούνται. Αλλά όλα αυτά σε χρόνο κυριολεκτικά dt όπως λένε και οι Φυσικοί. Και εκεί μέσα συνίσταται η απόλυτη μαγεία.
Γιατί μέσα σε όλη αυτήν την ανακατοσούρα, μέσα σ' αυτό το μπέρδεμα ζεις, δημιουργείς, σκέφτεσαι (προαιρετικά το τελευταίο...δεν εφαρμόζεται πολύ) και καλείσαι να βγάλεις άκρη. Ευτυχώς που υπάρχει και το χάος. Είτε πνευματικό, είτε ζωτικό, είτε συναισθηματικό.
Είναι χρήσιμο πράγμα το Χάος... Χάος είναι από μια ατελέσφορη επικοινωνία μέχρι ένα μεθύσι, μέχρι έναν έρωτα, έναν χωρισμό. Οτιδήποτε μπορεί να είναι χάος. Ακόμα και η δομημένη σκέψη μπορεί να αφορμάται από το Χάος. Κι αυτό είναι που το κάνει τόσο μα τόσο γοητευτικό.

Όλα και όλοι σε ένα διαρκές χάος. Σε ένα βιαστικό και ασυνείδητο χάος. Σε ένα χάος. Σε μια αναίτια βιασύνη. Για να διατυπώσουν, να δουλέψουν, να ζήσουν, να ερωτευτούν, να, να να να... Πόσα να μπορούν να χωρέσουν σε μια δίνη... Πόσα πράγματα πρέπει να προλάβει να κάνει κάποιος σε μια δίνη. Ίσως τελικά και η ζωή να είναι χάος. Ή μάλλον μια καλή τακτοποιημένη ζωή να είναι περισσότερο επικίνδυνη από μια χαοτική ζωή. Εκεί που υπάρχουν κουτάκια παντού σπάνια ευδοκιμεί η δημιουργία. Εκεί που υπάρχει τάξη η υποψία της σκόνης θα προκαλέσει τον απόλυτο πανικό που θα μοιάζει με απειλή της ίδιας της ύπαρξης.
Η δημιουργία όμως μπορεί να επέλθει μόνο σε συνθήκη χάους. Σε συνθήκη διατάραξης. Ανησυχίας. Φασαρίας. Έντασης. Η ομαλότητα, η συνήθεια δεν μπορεί να οδηγήσει στο παραπάνω στάδιο. Δεν μπορεί να εξιψώσει. Δεν αντέχει να το κάνει. Γιατί έχει όρια. Όταν υπάρχουν τόσα όρια όσα κουτάκια τότε η δημιουργία, η έμπνευση, η σκέψη δεν μπορεί να υπάρξει.
Όταν υπάρχει ελευθεριότητα δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργία. Στο μυαλό μου η Ελευθεριότητα είναι η κόρη της Τάξης ενώ η Ελευθερία έχει μπαμπά της το Χάος. Γιατί στο πραγματικό Χάος υπάρχει πάντα η διακριτή γραμμή του ορίου. Υπάρχει πάντοτε το σημείο που σταματά κάποιος. Όσοι λειτουργούν σε Χάος καταλαβαίνουν τι εννοώ.
Η ζωή είναι μια. Και κατά γενική ομολογία μικρή. Δεν γίνεται συνέχεια να προγραμματίζεις. Δεν γίνεται να κινείσαι πάνω σε ασφαλείς ράγες. Πως μπορείς να ακολουθείς συνέχεια; Δεν είχες ποτέ την περιέργεια τι θα συνέβαινε αν έφευγε λίγο το πόδι σου από τις ράγες; Βγάλτο το ρημάδι το ποδαράκι... Τι φοβάσαι; Μην εκτροχιάσεις τι; Τα δεδομένα από τους άλλους; Μα δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι ζεις δανεικά; Δανεική ζωή, δανεικές εμπειρίες, δανεικές καταστάσεις. Κανείς δεν αρέσκεται στην ανασφάλεια. Αλλά μήπως και η διαρκής υπερασφάλεια είναι προβληματική;
Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Απλά έχω εκτροχιαστεί πολλές φορές. Έχω συγκρουστεί. Έχω χτυπήσει, έχω πονέσει, έχω γδαρθεί... αλλά είπαμε... «μυαλό δε θα βάλει αυτό το κεφάλι»... Δεν είμαι κάτι ιδιαιτερο.... Ποτέ δεν με είδα έτσι. Απλά έχω μια περίεργη τάση... Να μπλέκω σε καταστάσεις περίεργες. Αλλά οκ... Ετσι είμαι εγώ. Κολυμπάω στα δύσκολα, πνίγομαι στα εύκολα. Σαν να πατάς αχινό στην παραλία. Ναι ναι... Αντί να τον πατήσεις μέσα στη θάλασσα όπως όλοι οι νορμάλ άνθρωποι, εσύ να τον πατάς στην παραλία και να χεις ακόμα το αγκάθι... Και να χαίρεσαι που το έπαθες γιατί κι αυτό είναι ένδειξη ζωής.
Ο πόνος είναι ένδειξη ζωτικότητας. Δεν υπάρχεις επειδή πονάς. Αλλά ούτε πονάς επειδή ζεις. Σιγά μην είσαι και η Βούρτση. Απλά ο πόνος μερικές φορές μπορεί να είναι και εξαγνιστικός. Ακούγομαι κάπως ε; Ε... εντάξει... Τι λέγαμε..;. Α ναι... Για την ασφάλεια.
Γι αυτό το αγαπώ το χάος. Γιατί μου επιτρέπει να χάνομαι, να εμφανίζομαι, να σκέφτομαι, να αλλάζω και να εξελίσσομαι. Μια καθόλα φυσιολογική ζωή όπως την εννοούν οι περισσότεροι είναι μάλλον αυτιστική. Το στάνταρ, το προγραμματισμένο. Και ειδικά το πρόγραμμα που εσύ επιλέγεις να θέτεις και το ακολουθείς κατά πόδας. Η μαγεία όμως να φεύγεις από το πρόγραμμα σου, να ακολουθείς την παρόρμηση της στίγμης που λένε μερικοί είναι αξία ανεκτίμητη. Μην βιαστείς να με βγάλεις ψυχοπαθή. Δεν είμαι. Απλά αν υπάρχει τόσο έντονο προγραμματιστικό πλαίσιο δεν χωρούν οι πόθοι. Οι πόθοι και το πάθος. Πόθος του να κάνεις κάτι, πάθος του να το δημιουργήσεις αυτό το κάτι. Σε κάθε πεδίο.
Ακόμα και το συγκεκριμένο κείμενο μοιάζει να είναι χαοτικό. Ενδεχομένως να είναι. Ε, λίγο η ώρα, λίγο το κρασάκι που αδειάζει, λίγο η μέρα που προηγήθηκε, αυτά που έγιναν, αυτά που περίμενες αλλά δεν προέκυψαν... Δε βαριέσαι φίλη/φίλε αναγνώστη... Να σου πω κάτι στην τελική; Αυτό που λένε ακολούθα την καρδιά, το ένστικτο σου κάντο πράξη... Όσο αντίθετο κι αν είναι από τη λογική.
Σιχαίνομαι να δίνω συμβουλές. Οι φίλοι μου το ξέρουν. Αλλά αυτό που σου λέει το ενδόμυχο και αντίκειται στο πλαίσιο τόλμα το. Και να χτυπήσεις θα συνέλθεις... Θα σηκωθείς. Απλά θα σηκωθείς λίγο σοφότερος. Δεν θα πάθεις κάτι άλλο. Και σοφότερος να μην σηκωθείς. Θα σηκωθείς. Κι αυτό πρέπει να σου αρκεί. Πίστεψέ με. Απλά να είσαι τόσο ρεαλιστής που να κυνηγάς το αδύνατο. Γιατί τελικά η μαγεία είναι εκεί ακριβώς... 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Εδώ Πολυτεχνείο... Εδώ που;

«Εδώ Πολυτεχνείο» φώναζαν τότε... Τότε... Το 1973... Όταν φοιτητές ξεκίνησαν να κλείνουν σχολές με μόνο τους αίτημα την ανατροπή της Χούντας. Η κατάληψη της Νομικής, το Χημείο και τέλος το Πολυτεχνείο.
Ημέρα ιστορική αυτή που ξημερώνει... Ημέρα ξεχωριστή. Ημέρα μνήμης. Τότε που η Ελλάδα ήταν στο «γύψο» φοιτητές δημοκράτες ενώθηκαν με ένα αίτημα. Να ξυπνήσουν. Να αφυπνίσουν. Τον κόσμο. Τον λαό. Να καταλάβουν όλοι ότι ο γύψος έπρεπε να αφαιρεθεί. Να σπάσει.
«Εδώ Πολυτεχνείο»... Στουρνάρη και Πατησίων. Γύρω γύρω ακροβολισμένοι σκοπευτές. Πυροβολούν αδιακρίτως στο πλήθος. Οι εντεταλμένοι της ΕΑΤ-ΕΣΑ χτυπούν όποιον πολίτη βρουν και ύστερα τον προσαγάγουν στη Μπουμπουλίνας. Οι φοιτητές εντός του Πολυτεχνείου υψώνουν πανό με συνθήματα... «Κάτω η Χούντα», «Ελευθερία», «Έξω οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ», «Όλοι ενωμένοι», «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία»...



«Εδώ Πολυτεχνείο»... Στουρνάρη και Πατησίων. Ξημερώματα 17ης Νοέμβρη... Το τανκ παίρνει την εντολή και κατευθύνεται στην πόρτα. Την ρίχνει. Φοιτητές τραυματισμένοι. Φοιτητές νεκροί. Όχι μόνο φοιτητές. Και απλός λαός. Κόσμος που πήγαινε να συμπαρασταθεί. Να δώσει τρόφιμα.
2014. Χρόνια μετά... «Εδώ Πολυτεχνείο»... Ακούγεται περίεργο. Σήμερα πέρασα και άφησα ένα λουλούδι. Στη μνήμη εκείνων που έχασαν τη ζωή τους. Στη μνήμη των γεγονότων. Στη μνήμη των αγώνων. Στη μνήμη της Δημοκρατίας. Έξω τραπεζάκια και πωλητές λουλουδιών. Μέσα φοιτητές και μεγάφωνα από όπου ακούγονταν οι φωνές του Ξυλούρη, της Φαραντούρη, του Θεοδωράκη, του Ρίτσου...



Κι εγώ χαμένη. Χαμένη στις διηγήσεις των γονιών μου. Της θείας μου. Του παππού. Η θεία μου ήταν φοιτήτρια Νομικής τότε. Συμμετείχε στην κατάληψη. Οι γονείς μου είχαν φίλους μέσα στο Πολυτεχνείο. Πήγαιναν από την αρχή της κατάληψης. Έδιναν τρόφιμα και άλλα χρηστικά.
«Εδώ Πολυτεχνείο»... Στουρνάρη και Πατησίων. Περνάω απέναντι από το Πολυτεχνείο. Κάθομαι στη στάση. Ανάβω τσιγάρο και χαζεύω την εικόνα. Μαυροκόκκινες σημαίες στερεωμένες άτσαλα στις κολώνες. Πάγκοι κομματικών συνδυασμών. Γονείς με τα παιδιά τους, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, άνθρωποι κάθε ηλικίας. Παίρνουν ένα γαρύφαλλο και μπαίνουν στον χώρο. Να το αφήσουν στην πόρτα.




Και απ' έξω αστυνομικοί. Μπάτσοι. Στρουμφάκια. Μια εικόνα αντιθέσεων. Μια εικόνα παράξενη. Αντιφατική. Οι αστυνομικοί να φροντίζουν για την ομαλότητα. Οι ένοπλοι στην Πατησίων και στη Στουρνάρη. Διακριτικά. Δεν τους έπαιρνε για παραπάνω εδώ που τα λέμε. 
2014. «Εδώ Πολυτεχνείο». Σκεφτόμουν. Που πήγε το Πολυτεχνείο; Που χάθηκε; Η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου. Η περίφημη Μεταπολίτευση. Οι άνθρωποι που από αγωνιζόμενοι φοιτητές για την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας έγιναν πολιτικά φερέφωνα. Οι άνθρωποι σύμβολα των ημερών του 1973 μπόρεσαν και αποδόμησαν μόνοι τους τον αγώνα τους.
Ή μήπως όχι; Πόσο λίγοι αποδείχτηκαν... Πόσο ιστορικά ανακριβείς. Πόσο μικροί. Η πορεία τους μια καρέκλα. Τα συνθήματα αποδείχτηκαν γι αυτούς λέξεις σε λευκά πανιά καρφωμένα σε ξύλινους πασάλους. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο.
Σκεφτόμουν. Το Πολυτεχνείο είναι εδώ. Ναι. Αναντίρρητα. Αναμφίβολα. Τα αιτήματα πάγια. Διαρκή. Ανεξίτηλα στο χρόνο. Οι άνθρωποι ξεπουλήθηκαν. Οι ιδέες και τα ιδεώδη όχι. Αυτά παραμένουν αναλλοίωτα. Η εικόνα του Μυρογιάννη. Του Διομήδη. Και τόσων άλλων ανώνυμων που ύψωναν τη γροθιά τους ενάντια στο γύψο του Παπαδόπουλου και την παντοκρατορία του Παττακού, του Θεοφιλογιαννάκου, του Ντερτιλή...
Σκεφτόμουν. Άκουσα ότι θα ψηφιστεί νομοσχέδιο για κατάργηση του σχολικού εορτασμού της επετείου στα σχολεία. Και θα το ψηφίσουν. Και ορισμένοι από αυτούς που θα ψηφίσουν συμμετείχαν στις καταλήψεις του '73.



«Όλοι ενωμένοι» φώναζαν. Και να που τώρα που οι καιροί την πραγμάτωση του συνθήματος εξακολουθούμε και είμαστε όλοι για τον εαυτό μας. Για την πάρτη μας. Μακριά κάθε συνείδηση ένωσης. Μακριά από κάθε συνείδηση σύγκλισης. Γενικώς είμαστε όλοι σε ένα μακριά. Είμαστε στο μακριά της ασφάλειας του καναπέ. Στην ασφάλεια του να καταδικάζουμε. Στην ασφάλεια. Σε μια περίεργη και ύποπτη ασφάλεια. Αντί να δώσουμε μια μάχη. Τη μάχη της ένωσης. Της σύγκλισης. Της αφορμής της γέννησης νέων ιδεών.


 «Δημοκρατία» έγραφαν τα πανό. Κι εμείς τι κάνουμε; Δεν παλεύουμε για κραταιούς Δήμους. Δεν παλεύουμε για ανεξαρτησία. Πολιτική, προσωπική. Η Δημοκρατία σταματά εκεί που αρχίζει να ενοχλείται ο διπλανός. Κι εμείς τι κάνουμε; Ενοχλούμε τον διπλανό περισσότερο. Τσιγγλάμε περισσότερο. Παραβιάζουμε περισσότερο.



«Ελευθερία» έγραφαν οι τοίχοι. Ελευθερία... αυτή που θα έλθει... Άραγε ήλθε ποτέ η άγνωστη τούτη κόρη; Άραγε θα έλθει; Μα δεν το ξέρουμε. Πρέπει να αγωνιστούμε για να έρθει. Πρέπει να ξεπεράσουμε εαυτούς. Πρέπει να δώσουμε μάχες. Όχι αιματηρές. Ή τουλάχιστον όχι εμφανώς αιματηρές. Οι μάχες για την ελευθερία είναι διαφορετικές. Πραγματοποιούνται σε άλλο πεδίο. Σε κείνο των ιδεών. Ίσως παραείμαστε βρώμικοι για να δώσουμε τέτοιες μάχες. Ίσως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της λέξης. Ίσως αντιλαμβανόμαστε την λέξη ως αντίθετη της σκλαβιάς.
«Εδώ Πολυτεχνείο». Ναι το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να στέκει Στουρνάρη και Πατησίων. Εξακολουθεί να προκαλεί συγκίνηση. Είναι όμως αρκετό; Είναι αρκετό όταν οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς έχουν εξελιχθεί σε πολιτικούς και σε επιχειρηματίες; Πως μπορούμε να μιλούμε για την αθωότητα των φοιτητών και μετέπειτα να τους βλέπουμε σε θέσεις-κλειδιά σε κυβερνήσεις; Άραγε το δικό τους Πολυτεχνείο τι απέγινε; Πως εκμαυλίστηκαν έτσι οι αγωνιστές; Οι ρομαντικοί Ροβεσπιέροι και Λούξεμπουργκ που καταφέρθηκαν ανοιχτά ενάντια στους γύψους. Στο Μπογιάτι... Σε όλα... Οι ρομαντικοί που έγιναν Ρασπούτιν και Μαρίες Θηρεσίες. Στο βωμό τίνος; Των ιδεών τους;
Πολυτεχνείο 2014. «Πότε θα κάμει ξαστεριά» τραγουδά ο Ξυλούρης κι εγώ επανέρχομαι. Μου φεύγει ένα μηδίαμα. Σκέφτομαι ότι αύριο θα πάνε να καταθέσουν στεφάνια οι εκπρόσωποι των κομμάτων. Οι ενοχλητικοί τύποι με τα κοστούμια που κάνουν ό,τι μπορούν για να καταργήσουν τη γιορτή. Και θα κάνουν και δηλώσεις. Οι άνθρωποι που έδωσαν εντολή τις προάλλες να «γαμίσουν» τους φοιτητές. Αυτοί. Οι λιγότεροι των λίγων. Θα τονίσουν την επικαιρότητα του '73. Θα μιλήσουν για αγνούς αγωνες. Και κάθε κόμμα θα καπιλευτεί την ιδέα του εγκλεισμού. Ήταν αριστεροί, αριστεριστές, δεξιοί, κεντρώοι... Μπούρδες. Ήταν απλά φοιτητές που πάλευαν για την αντιστροφή του Ήλιου....

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Άντρες vs Γυναίκες... Πως σκέφτονται τα φύλα;

Η αιώνια μάχη των φύλων. Μια μάχη που δεν αφορά μονάδες. Οι μονάδες -αν υπάρχουν είναι απλά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα- είναι μάλλον ανύπαρκτες. Στη μάχη αυτή δεν υπάρχουν άνθρωποι. Γίνονται όλοι στρατιώτες. Στρατιώτες που καλούνται να υπηρετήσουν όσο καλύτερα γίνεται την πλευρά που υποστηρίζουν και εκπροσωπούν. Και κάπως έτσι σχηματίζονται στρατόπεδα παντός είδους. Στρατόπεδα αιχμαλώτων, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα εκπαίδευσης.
Η μητέρα των μαχών, ωστόσο, δίνεται σε ένα και μόνο πεδίο. Σε εκείνο της σκέψης. Σε όλο το φάσμα. Εξαιρετικά ενδιαφέροντας ο τρόπος βάσει του οποίου τα φύλα αντιλαμβάνονται, αισθάνονται και βλέπουν τον κόσμο, το Θεό και τη θρησκεία, τη φύση, την πολιτική, τη λίμπιντο...
Γυναικείο φύλο: Ξεκινώ με το δικό μου φύλο για δύο σοβαρούς λόγους. Αφενός λόγω σαβουάρ βιβρ -οι γυναίκες πάντα προηγούνται- και αφετέρου διότι μου είναι κατά κάτι ευκολότερο. Είναι κοινό μυστικό ότι οι εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου σκέφτονται περίπλοκα. Στο οτιδήποτε, για το ο,τιδήποτε. Κάθε σκέψη συνοδεύεται από όλα τα σημεία στίξης με πλέον αγαπημένα τα ερωτηματικά (αλλά όπως συνηθίζω να γράφω, άλλη κουβέντα).
Θέμα 1ο Ο Κόσμος: Ο κόσμος για τις περισσότερες είναι μια υδρόγειος σφαίρα με χώρες που θέλει να επισκεφθεί. Να δει κανά μουσείο -όχι όλα, τα βασικά μόνο- και μετά να πάει για ψώνια. Ο κόσμος επίσης μπορεί να είναι και ο περίγυρος -πως λέμε «έχει πολύ κόσμο» ή «τι θα πει ο κόσμος βρε παιδί μου» ε, κάπως έτσι. Φυσικά ο κόσμος για μια εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου μπορεί να κατακτηθεί ευκολότατα από την ίδια, αν το θελήσει φυσικά. Και για να το τεκμηριώσει θα σου δείξει λίγο μπούστο ή θα σου κλείσει ματάκι... να έτσι ;) (ελπίζω να το έκανα σωστά... δεν έχω εξοικείωση με τα φατσουλάκια).
Θέμα 2ο Θεός-Θρησκεία: Η γυναίκα είναι ή θεωρείται πως είναι πιο κοντά στο Θεό. Τόσο κοντά που μπορεί να φτάσει και στα όρια της θρησκοληψίας. Αν τώρα με ρωτάς, θεωρώ πως είναι πιο κοντά στην εκκλησία. Ναι μεν ο Θεός αλλά που λατρεύεται ο Θεός; Στην εκκλησία. Όχι σε ναό. Στην εκκλησία (άλλη συζήτηση). Ξέρει πάντα ποιος γιορτάζει πότε, θα δώσει βροντερό παρών Χριστούγεννα και Πάσχα, θα φτιάξει και Φανουρόπιτα και θα νηστέψει. Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας γνωρίζουν τους ψαλμούς. Δίνουν και το παρών εννοείται σε κάθε ευκαιρία, αφού πρώτα φροντίσουν μαλλί-ντύσιμο-τσάντα-παπούτσι να είναι στην πένα γιατί ε υπάρχει και η γειτόνισσα στο δίπλα στασίδι. Οι γυναίκες πιστεύουν. Πιστεύουν και λατρεύουν. Πιστεύουν στο Θεό αλλά παράλληλα με τη νηστεία, τα τάματα, τα δάκρυα στο μαρτύριο του Ιησού πάνε και στην καφεντζού, στη χαρτού ή και στην αστρολόγο για να μάθουν μελλούμενα και τρέχοντα.Αλλά είπαμε...«η πίστη σώζει»...
Θέμα 3ο Πολιτική: Μάλιστα. Η πολιτική και το γυναικείο φύλο. Μεγάλη κουβέντα. Εδώ σύντομα για να μη σου σπάω και τα νεύρα φίλε/φίλη με τον ατέλειωτο του κειμένου. Για την πλειονότητα των εκπροσώπων του φύλου, η ψήφος θα πάει στον νέο, ωραίο, καλοφωτισμένο και εξαιρετικά σωστά προμοταρισμένο από τα Μέσα. Κατά κανόνα, όμως, είναι υπέρ του κόμματος που υποστηρίζει ο μπαμπάς ή ο σύζυγος, γιατί κακά τα ψέματα για τις περισσότερες η πολιτική είναι το κόμμα.
Θέμα 4ο Φύση: Ωωωωωωωωωωωραία... Λοιπόν. Φύση για το γυναικείο φύλο είναι ό,τι απαντάται εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Βουνά, θάλασσες, έντομα, ζουζούνια, ερπετά, πτηνά, δάση. Αυτά είναι η φύση. Για τις πιο σύγχρονες η φύση είναι το ιδεατό περιβάλλον διακοπών, ώστε να εναρμονιστούν μαζί της. (βλπ κάμπινγκ). Τόσο απλά και τόσο σύντομα. Πρέπει να είναι το μόνο σύντομο που θα βρείτε στο γυναικείο φύλο.

Θέμα 5ο Λίμπιντο: Η λίμπιντο ως σεξουαλική επιθυμία. Εννοείται ότι υπάρχει στο γυναικείο φύλο. Όλες την έχουν. Ε αυτές που δεν την έχουν είναι και εκείνες που ίσως έχουν θέματα να λύσουν. Για το γυναικείο φύλο όμως η παραδοχή και μόνο ακόμα και η εκφορά της λέξης λίμπιντο είναι ένα ακόμα ταμπού. Ιδίως για όσες μεγάλωσαν σε «αυστηρά» ή θρησκευάμενα περιβάλλοντα. Ακόμα και σήμερα το φύλο αποφεύγει να μιλάει δημοσίως γι αυτά τα θέματα. Ούτε στον ερωτικό τους σύντροφο δεν μιλάνε γι αυτό. Γι αυτό και οι περισσότερες εκπρόσωποι του φύλου έχουν καταπιεσμένες επιθυμίες. Γι αυτό και διάβαζαν Άρλεκιν. Πλέον οι πιο σύγχρονες, έχουν περάσει σε μια πιο ψυχρή, πιο «killer» λογική. Χρησιμοποιούν τους άντρες ως σκεύη ηδονής και μετά υποθέτω τους στέλνουν στον αγύριστο ή διατηρούν μια αυστηρά τέτοιου είδους σχέση και όχι κατ' ανάγκη με έναν μόνο. Κι αυτό όμως, όσο χειραφετημένη και να είναι, δεν θα το παραδεχτεί εύκολα...
Αντρικό Φύλο: Εδώ παίρνω μεγάλο ρίσκο. Δεν είμαι άντρας αλλά θα προσπαθήσω να το προσεγγίσω με τρόπο. Σίγουρα πάντως οι εκπρόσωποι του αντρικού φύλου είναι απλούστεροι. Λειτουργούν πιο εύκολα. Χωρίς σημεία στίξης. Αυτοί αγαπούν την τελεία και την λακωνικότητα. Δεν λένε πολλά. Ίσως και να μην κάνουν και πολλά. Όσα πουν όμως θα είναι ενδεχομένως ουσιαστικά και αληθή. Με όποιο κόστος. Αλήθεια, θα φερθώ ευγενικά. Ας ξεκινήσουμε...
Θέμα 1ο Κόσμος: Ο κόσμος για τον μέσο άντρα ενδέχεται να είναι ταυτισμένος με την επαγγελματική καταξίωση. Ίσως πάλι ο κόσμος να είναι ένας στόχος κατάκτησης. Γιατί ο άντρας θα πρέπει να ανταποκριθεί στο στερεότυπο της κυριαρχίας αλλά και της επιτυχίας.
Θέμα 2ο Θεός-Θρησκεία: Για τον άντρα η πίστη είναι κάτι πολύ εσωτερικό. Θα τον δεις να φοράει έναν σταυρό στο λαιμό ή ένα κομποσκοίνι. Πιστεύει αλλά διαφορετικά από μια γυναίκα. Συνήθως δεν γίνεται θρησκόληπτος. Αν γίνει όμως θα το φτάσει κι αυτός στα άκρα. Μπορεί να γίνει και ψάλτης. Είναι πιο προσωπική η σχέση του με τα Θεία. Αν ψάχνεται μπορεί να πάει και στο Όρος.
Θέμα 3ο Πολιτική: Εντάξει. Το στοιχείο του. Ο άντρας ξέρει τι ψηφίζει. Ξέρει να κάνει και πολιτική ανάλυση. Ενίοτε ξέρει και το τι «παίζει» στο παρασκήνιο. Διαβάζει και ενημερώνεται τόσο όσο ίσα για να χει μια άποψη. Φυσικά έχει και λύσεις. Η πολιτική για τον άντρα είναι ό,τι είναι τα ψώνια για τις γυναίκες. Πεμπτουσία.
Θέμα 4ο Φύση: Ο άντρας ανταποκρίνεται καλύτερα στη Φύση. Η φύση για τον άντρα είναι ίσως η μόνη που του δίνει την ευκαιρία να ανταπροκριθεί στο αρχέγονο του φύλου του. Κυνηγός. Ελεύθερος. Μέρος της. Του δίνει την ευκαιρία να χαθεί αλλά και να δείξει τον πολύπλευρο χαρακτήρα του. Η φύση για τον άντρα είναι ένα όλον που τον καθορίζει. Είσαι σαν να τον εξαγνίζει. Γι αυτό και κάθε φορά που βρίσκεται σε κείνη γίνεται πάλι παιδί. Αφήνεται.
Θέμα 5ο Λίμπιντο: Άντρας και σεξουαλική επιθυμία. Προφανώς. Όχι μόνο την έχουν αλλά και ως ένα βαθμό καθορίζονται απ αυτή. Σαν να χουν τον αχόρταγο. Σαν να χουν βάλει στοίχημα ποιος θα πάρει τις περισσότερες. Την έχουν -την επιθυμία- τόσο ψηλά που ίσως να μην είναι τυχαίο αυτό που λένε ότι σκέφτονται με το «κάτω κεφάλι». Και πως αλλιώς θα μου πεις όταν από τα γεννοφάσκια τους έχουν ονειρόξεις. (δεν το πίστευα μέχρι που είδα τον ανηψιό μου). Για τον μέσο άντρα λοιπόν η σεξουαλική επιθυμία και η ανάγκη εκπλήρωσής της είναι ό,τι είναι για τις γυναίκες το κραγιόν, η μάσκαρα, το τακούνι ... καθημερινότητα.
Αν με ρωτάς την άποψη μου για όλα τα παραπάνω θα πω ότι το πως σκέφτονται οι άντρες και το πως οι γυναίκες είναι θέμα του πως μεγαλώνουν. Τα περιβάλλοντα. Οι προσλαμβάνουσες. Τα πλαίσια αναφοράς. Ίσως η άποψή μου αποδομεί τα παραπάνω. Ίσως όμως τα παραπάνω να ισχύουν για τους μέσους εκπροσώπους των φύλων. Τον ειδεχθή μέσο όρο. Τα όσα έγραψα για το γυναικείο φύλο τα πιστεύω ακράδαντα. Όπως άλλωστε έχω ήδη γράψει και έχω τονίσει σε όλους τους τόνους, πολλές φορές -θέλω να μαι επιεικής- ντρέπομαι για το φύλο μου.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η απειλή, η φίλη και το κοριτσάκι

Είμαι εκνευρισμένη... Τελικά το γυναικείο φύλο με ξεπερνάει... Από μικρή, όσοι με γνώριζαν, έλεγαν ότι έχω πολύ ισχυρή φαντασία. Έλα όμως που οι εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου την ξεπερνούν την φαντασία μου. Την υπερβαίνουν. Αλλά ας πάρω το πράγμα απ' την αρχή μπας και καταλάβεις κι εσύ φίλη/φίλε που το διαβάζεις...
Τον τελευταίο καιρό έχει μπει πάλι στη ζωή μου κάποιος που για μένα σημαίνει πολλά. Ο άνθρωπος αυτός με γνωρίζει από τον καιρό που πήγαινα στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Όχι δεν είναι ο καθηγητής Φλωράς και ούτε βλέπω πεταλούδες κόκκινες και κίτρινες όταν τον βλέπω. Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν είναι για μένα σαν ένας μεγάλος αδελφός. Είναι ο άνθρωπος που με κρατούσε από το μπράτσο στην κηδεία της μάνας μου για να μην πέσω. Είναι εκείνος που δεν μου το είπε ποτέ. Κι όταν ρώτησα ποιος με κρατούσε από το άλλο χέρι (ένας ήταν ο πατέρας μου) εκείνος απλά έβαλε τα γυαλιά του. Είναι ο καλύτερός μου φίλος. Ο κολλητός μου και ναι έχω μεγάλη χαρά που πλέον υπάρχει στη ζωή μου και την κάνει πλουσιότερη. Αυτό άλλωστε κάνουν οι πραγματικοί φίλοι.
Τα κοριτσάκια -γιατί γυναίκες δεν είναι- αρνούνται να καταλάβουν ότι μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας μπορεί να υπάρξει πραγματική φιλία. Και κει πάνω βγάζουν τα κόμπλεξ τους. Αρχίσουν τις ψιλοζηλίτσες, τα ψιλοπειράγματα και αν δουν ότι το θέμα δεν κάμπτεται αρχίζουν να ρίχνουν χολή. Ναι, ναι χολή. Έτσι και το «κοριτσάκι» του φίλου μου. Αδυνατώντας να καταλάβει ότι εμείς βγήκαμε για ποτό γιατί απλά θέλαμε και μπορούσαμε, γιατί βρε παιδί μου θέλαμε απλά να καπνίσουμε και να απολαμβάνουμε τη σιωπή των προβλημάτων μας.
Το μαθε λοιπόν το κοριτσάκι κι άρχισε να με ειρωνεύεται. Να προσπαθεί να με μειώνει. «ταιριάζετε... πήγαινε με τη φίλη σου» και άλλες τέτοιες ομορφιές. Τώρα βέβαια θα μου πεις γιατί ασχολείσαι... Δεν ασχολούμαι. Για μένα αυτό το παιδάκι δεν υπάρχει καν. Άσε που πρέπει να είναι και τοσοδούλα. Εγώ τουλάχιστον έχω και έναν όγκο που πολύ καλά κάνω και τον έχω... Όγκο σώματος, όγκο μυαλού... άγνωστοι οι όγκοι για τα κοριτσάκια αυτού του είδους.
Γιατί όταν μια κοπελίτσα ή μια κοπελιά, βρε αδερφέ, ζηλεύει τη φιγούρα της φίλης τότε υπάρχει πρόβλημα. Υπάρχει θέμα σοβαρό. Όχι μόνο για το κοράσι, για την κορασίδα αλλά και για το φύλο το ίδιο. Όταν ένας άντρας λέει «φίλη» το πιθανότερο να εννοεί ακριβώς αυτό που λέει η λέξη. Ε, εντάξει ανάλογα και σε ποιον το λέει βέβαια. Λογικά -πάντα- όταν το λέει σε πρόσωπο που τον ενδιαφέρει δεν εννοεί τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που λέει.
Αλλά το γυναικείο φύλο έχει θέματα. Αρχίζει να παίζει ένα παιχνίδι με υστερίες, ζηλίτσες, μηνυματάκια, ρητά και άλλα τέτοια «χαριτωμένα» που ανάθεμα κι αν ξέρω που βγαίνει. Γιατί για κάτι τέτοια κοριτσάκια έχει βγει σε μας τις υπόλοιπες το όνομα. Γιατί για χάρη των κοριτσιών αυτών, εμείς οι υπόλοιπες τοποθετούμαστε σε άλλο βάθρο.Όταν ένα κοριτσάκι αρχίζει λοιπόν να βλέπει τη φίλη του ας πούμε «καλού της» τότε η βάρκα μπατάρει. Τι μπατάρει δηλαδή... «Τιτανικός» γίνεται... Δεν γίνεται κοριτσάκι μου να ξεκινάς το παιχνίδι της ζήλιας με την κολλητή του ανθρώπου που σε ενδιαφέρει. Αυτό είναι τραγέλαφος. Και ειδικά όταν ο έρμος σου προτείνει να γνωριστείτε κιόλας.

Γιατί το γράφω ε; Γιατί κουκλίτσα μου -δεν σε ξέρω κιόλας και νομίζω ότι ούτε και θέλω- πριν αρχίσεις να λασπολογείς κάποια μάθε. Πριν αρχίσεις να βλέπεις φαντάσματα στους πύργους, βεβαιώσου ότι είναι στέρεοι. Και επειδή δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω θα στα πω και πιο απλά. Όχι, όχι δεν θα βρίσω... Είμαι κυρία εγώ... Φαντάζομαι τη λέξη την ξέρεις...
Κυρία = η γυναίκα που δεν ασχολείται με μικροπρέπειες αλλά και που δεν ανέχεται προσβολές τη στιγμή που δεν τις έχει προκαλέσει. Αυτό είμαι εγώ.
Τι είσαι εσύ όμως... Να σου πω εγώ λοιπόν τι είσαι κι ας μην σε ξέρω προσωπικά. Ξέρω το είδος σου. Είσαι από εκείνες που θέλουν τη γυναίκα κυρίαρχο και τον άντρα σκυλάκι γαβ γαβ... Που θέλουν εαυτές (=τις ίδιες) θεές και τον άντρα Σπάρτακο (= δούλος). Από κείνες που ο άντρας υποχρεούται να σε έχει για ζητούμενο και όχι ως δεδομένο.
Ευτυχώς κουκλίτσα μου δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα από μένα. Ούτε απειλή να αισθάνεσαι. Γιατί εγώ είμαι ακριβώς το αντίθετο. Εγώ δεν παίζω. Ανοίγω τα χαρτιά μου. Δεν έχω τακτικές. Είμαι της ευθείας και ουχί της πλαγίας. Δεν χαλάω ενέργεια και ουσία σε τέτοια παίγνια. Καλύτερα να χάσω παρά να κερδίσω με τερτίπια. Γιατί εγώ κούκλα μου έχω όπλο μου την ειλικρίνεια. Την ψευτιά την προσπερνώ. Την πετάω.
Μα εσύ δεν ξέρεις τι είναι η ψευτιά. Αποκαλείς τον κολλητό μου ψεύτη. Στενοχωρήθηκε. Τον έβρισα. Του είπα να το δει ως τίτλο τιμής. Ό,τι μας απονέμεις εσύ είναι τίτλος τιμής. Δεν υπερασπίζομαι τον κολλητό μου. Την ακεραιότητα του υπερασπίζομαι. Αλήθεια ξέρεις τι είναι ακεραιότητα; Ξέρεις τι είναι άντρας; Αρσενικό; Μπα ε...; Ε καλά... Μικρή είσαι... Ίσως η ζωή σου φέρει κάποιον αλλά ξέρεις κάτι; Δεν θα μπορέσεις να τον έχεις κούκλα μου. Δεν σου αξίζει.
Όσο γι αυτά που είπες για μένα σε ευχαριστώ. Αλήθεια σε ευχαριστώ. Παραξενεύεσαι; Δεν θα πρεπε. Βρε κουτούτσικο μ' αυτά που είπες με διαχώρισες από την κατηγορία σου. Να σαι καλά. Και γι αυτό. Δεν αξίζεις για τον κολλητό μου κούκλα μου. Τον κολλητό μου θα του επιτρέψω να πουληθεί αλλά όχι στις εκπτώσεις. Όχι στις βιτρίνες της Αγίας Βαρβάρας με τα μαϊμού αθλητικά. Όύτε και στις υποτιθέμενα πανάκριβες βιτρίνες των Νοτίων Προαστίων. Όχι κούκλα μου. Τον κολλητό μου θα τον εκθέσω σε βιτρίνα ακριβή. Του Κέντρου.
Πάντως αν θες μπορώ να σκεφτώ την πιθανότητα να σου κάνω την τιμή να με γνωρίσεις. Για περισσότερα μπορείς να μιλήσεις με τον κολλητό μου. Μέχρι εκεί στο επιτρέπω. Α, και κάτι για το τέλος. Μην τολμήσεις να ξαναλασπολογήσεις. Μπορεί να μην είμαι του επιπέδου σου αλλά μην με επιβεβαιώνεις όταν λέω ότι το βαρέλι δεν έχει πάτο... 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

«Μαζί»

Είναι, τελικά, ασύλληπτο το πώς αλλάζουν οι προορισμοί. Μαγεία. Όταν ένας γίνεται προορισμός του άλλου. Όταν ο ένας γίνεται προορισμός του άλλου. Όταν ο ένας μπαίνει στον κόσμο του άλλου. Όταν αυτός ο ένας έχει τη δύναμη να αφεθεί ολικά στον άλλον. Γιατί θέλει δύναμη η άφεση. Θέλει δύναμη να μπορείς να δεχτείς το δώρο του κόσμου που ο άλλος τόσο απλόχερα σου προσφέρει. Θέλει δύναμη για να καταλάβεις. Να συνειδητοποιήσεις. Να συνειδητοποιήσεις και να πράξεις. Να πράξεις αισθητηρακά. Χωρίς δεύτερες σκέψεις. Χωρίς ενδοιασμούς. Χωρίς φίλτρα. Να πεις «θέλω αυτόν» και να αφεθείς στο θέλω. Να αφεθείς στο ταξίδι του. Να βρεις. Να ανακαλύψεις. Είναι ευλογία να το θες. Είναι ευλογία να το μπορείς. Να πορεύεσαι με την ελπίδα του «μαζί». Ενός μαζί ουσιαστικού. Ενός μαζί που εξυψώνει. Που βελτιώνει. Που δεν πνίγει. Ενός ελεύθερου μαζί. Και πόσο απελευθερωτικό όταν η ανάγκη είναι κοινή. Κοινή και συνειδητή. Τόσο που τρομάζει. Τρομάζει εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται. Εκείνους που δεν αισθάνονται. Τους ψυχικά απονεκρωμένους. Τρομάζει τους αφόρητα κοινούς. Τους αφόρητα ίδιους. Εκείνους που επιμένουν να συντάσσουν με το αρνητικό δεν. Ένα δεν που ακολουθεί τη ζωή τους. Στενό. Μικρό. Τίποτα. Πως αυτοί μπορούν να γίνουν κοινωνοί του μυστηριακού μαζί; Γι αυτό έχει αξία αυτό το μαζί. Απευθύνεται σε ικανούς. Σε ελάχιστους. Σε όσους το αντέχουν. Σε όσους το μπορούν. Σε όσους ενσυνείδητα το αποζητούν. Σε όσους το έχουν ζωτική ανάγκη. Σε ήρωες απευθύνεται. Σε γενναίους. Σε όσους αποζητούν αλήθεια. Δυναμική και δύναμη.

Κι όταν συμβαίνει τότε γίνεται το απόλυτο. Ακόμα κι αν γίνεται στον έναν. ΑΚόμα κι αν από τους δύο το αισθάνεται μόνο ο ένας. Κι όταν αυτός ο ένας το ζει γίνεται μαγνήτης του άλλου. Γίνεται πόλος αντίθετος. Ποιος μπορεί να γλυτώσει από τη δύναμη της έλξης; Κανείς. Μόνο οι φτηνοί. Οι λίγοι. Εκείνοι που επιλέγουν την ψευδαίσθηση από την αίσθηση. Εκείνοι που ενστερνίζονται την τσιχλόφουσκα του ασφαλούς. Που επιλέγουν να είναι τακτοποιημένοι γιατί δεν μπορούν να είναι αλλιώς. Τι δουλειά έχουν αυτοί με το μεγάλο μαζί; Διαπράττουν ύβρη ακόμα και με την εκφορά της λέξης. Μαζί. Λέξη δισύλλαβη μα τόσο δυνατή. Δύο κόσμοι γίνονται ένας. Ένας; Όχι. Γίνονται πολλοί οι κόσμοι στο μαζί. Στο μαζί μπλέκονται αρετές και ελαττώματα. Το μόνο, ίσως, που χάνεται είναι η έλλειψη. Ίσως να χάνεται. Ίσως να εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί. Δηλωμένη. Στο μαζί, στο ανεξάρτητο μαζί, πάντα λείπει ο ένας από τον άλλον. Γι αυτό εξυψώνει το μαζί. Γιατί στην έλλειψη και οι δύο ανατρέχουν σ' αυτον τον Έναν Κόσμο. Είναι λυτρωτικό το μαζί. Είναι ιερό. Είναι άγιο. Είναι αλήθεια. Είναι ελευθερία. Αναπνοή είναι. Όλα για το μαζί αυτό. Όλα για την αίσθηση αυτή. Όλα μόνο για τη βίωση, έστω και ενός υποτυπώδους μαζί. Όμως το μαζί δεν μπορεί να είναι γκρι. Ή υπάρχει ή όχι. Δεν υπάρει υποψία του μαζί. Αυτό έρχεται επιβεβαιωτικά. Με τον χρόνο. Με την αφή. Με τις αισθήσεις. Στην ένωση έρχεται το μαζί. Στην άλεκτα λεκτική επικοινωνία. Εκεί φαίνεται. Μα αν εκφραστεί ακόμα και ως λέξη, η δυναμική είναι τεράστια. Είναι ισχυρό το μαζί. Και έτσι πρέπει να έρχεται. Είναι στέρεο, όχι σαθρό. Είναι όρθιο. Ξέρει να στέκεται αυτόνομα. Χωρίς να παρεκλίνει. Χωρίς να αλλάζει κατεύθυνση. Στέκει καθάριο και ανοίγεται στους δύο προσφέροντας απλόχερα τα δώρα του. Ένα ταξίδι είναι το μαζί. Ενα ταξίδι με προορισμό τον άλλον. Το όλον του άλλου. Την τελειότητα του. Τις ατέλειές του. Ένα ταξίδι το μαζί. Χωρίς αποσκευές. Ή μάλλον με μόνες αποσκευές τη γύμνια και την ψυχή. Το θέμα είναι ποιος διαθέτει τόλμη. Ποιος διαθέτει εκείνη τη γοητεία... Τη γοητεία που όπως λέει ο ποιητής «στέκει στο φάλτσο της ψυχής»...

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Ο ήλιος και το φεγγάρι

Βράδυ... Προσπαθείς να ησυχάσεις... Να ηρεμήσεις... Να διώξεις την ένταση της ημέρας... Να χαλαρώσεις... Κάνεις μπάνιο. Βυθίζεσαι και ακολουθείς τη ροή του νερού. Τόσο εξαγνιστική. Το νερό ζεστό. Σχεδόν καυτό. Καταπραϋντικό. Κι όμως. Εσύ δεν βρίσκεις τίποτα ηρεμιστικό. Όπως πέφτει πάνω σου το νερό μπερδεύεται με τα δάκρυά σου. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Δεν μπορείς να καταλάβεις.
Δεν μπορείς; Σαφώς μπορείς. Δεν θέλεις. Δεν θέλεις να παραδεχτείς την μικρότητα σου. Δεν θέλεις να παραδεχτείς το γεγονός ότι σου λείπει. Ναι. Σου λείπει. Και μάλιστα πολύ. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Δεν ξέρεις να το εκφράσεις.
Δεν ξέρεις; Εννοείται πως ξέρεις. Μια χαρά ξέρεις. Απλά φοβάσαι. Φοβάσαι το εύθραυστο του πράγματος. Φοβάσαι να παγιδευτείς. Φοβάσαι μήπως χάσεις. Μα τι να χάσεις; Να χάσεις κάτι που δεν είχες ποτέ; Πως μπορείς να χάσεις ένα σύννεφο; Πως μπορείς να χάσεις μια ιδέα;
Ιδέα; Είσαι σίγουρη; Όχι. Ποτέ δεν θα μπορέσεις να είσαι σίγουρη. Κι αυτό σε πονάει. Πονάει γιατί τελικά δεν υπάρχει απάντηση. Δεν υπάρχει τίποτα.
Μόνο στιγμές. Μόνο σκόρπιες στιγμές. Στριμωγμένες. Άναρχες. Σκόρπιες. Στιγμές σε ένα διηνεκές χρόνου που μπλοκάρει. Μπλοκάρει το χρόνο, το μυαλό, την καρδιά. Μπλοκάρει ακόμα και την ίδια σου την ύπαρξη. Μπλοκάρει τα πάντα γύρω σου. Όλα έχουν σταματήσει.
Πόση δυναμική το σύννεφο. Πόση ομορφιά φέρει. Πόσο πόνο κρύβει. Μα αισθάνεται το σύννεφο; Βέβαια αισθάνεται. Αισθάνεται στις δικές του διαστάσεις. Αισθάνεται και λειτουργεί στα δικά του ύψη. Στη δική του ανάγκη. Το σύννεφο είναι άυλο. Καθαρό. Δεν πιάνεται. Δεν προσεγγίζεται.

Όπως το φως. Όταν πας να πιάσεις το φως θα κάψεις τα χέρια σου. Μα αυτό σε έλκει. Σε έλκει σαν την πεταλούδα. Σαν τα ζουζούνια που σαν το προσεγγίσουν φεύγουν. Το φως είναι ένα και αδιαίρετο. Είναι μια οντότητα μόνη της.
Πόσο θράσσος έχεις. Να θελήσεις να τρυπώσεις στον κόσμο του φωτός. Όμως για στάσου. Κι εσύ είσαι ήλιος. Καις και καίγεσαι. Και αυτή είναι η τιμωρία σου. Να μένεις μόνη και να φέγγεις. Να δίνεις μα να μην παίρνεις. Να δίνεις, να γεμίζεις χαρά και ζωή τους άλλους. Μα τον ήλιο τι θα τον γεμίσει; Τι θα τον παρακινήσει; Τι θα τον προσεγγίσει;
Τίποτα. Το πεπρωμένο του ήλιου είναι να στέκει εκεί. Μόνος. Ψηλά. Στο βάθρο του. Ο ήλιος είναι βασιλιάς. Το μόνο που τον καθηλώνει είναι το φεγγάρι. Πόσα τραγούδια για το φεγγάρι. Το φεγγάρι και ο ήλιος. Ένα τόσο μεγάλο αντιθετικό ζεύγος. Ο ήλιος φωτίζει, το φεγγάρι σκεπάζει. Ο ήλιος αγαπιέται το φεγγάρι λατρεύεται.
Κι όμως. Είναι και τα δύο μόνα. Τόσο αφάνταστα μόνα. Τι κατάρες έχουν ακούσει. Τι πόνους, τι καημούς... Πόσοι έκλαψαν για έναν ήλιο που δεν είδαν, για ένα φεγγάρι που δεν γεύτηκαν. Κι όμως δεν συναντιούνται ποτέ. Μονάχα φευγαλέα. Όταν εκείνος δύει εκείνο αναδύεται...
Τι ευλογημένη στιγμή. Πόσο μαγική στιγμή. Σαν να είναι καταδικασμένα να ζουν για το φευγαλέο. Σαν να υπάρχουν μόνο και μόνο για να βλέπονται στο μεταίχμιο της κούρασης και της ξεκούρασης.
Η Ανατολή του, η Δύση του. Μια στιγμή που διαρκεί για πάντα. Για πάντα τόσο κοντά μα τόσο μακριά. Μια στιγμή που κρατάει από την απαρχή του κόσμου.
Μια ένωση μυστηριακή. Βαθιά. Μεγάλη. Απροσπέλαστη. Μαγική. Ένωση απόλυτη. Απόλυτη; Όχι. Ποια ένωση. Χαιρετιούνται από μακριά... Δεν ανταμώνουν ποτέ. Δεν μπορούν. Αυτή είναι και η κατάρα τους. Η μοναξιά της απολυτότητάς τους.
Ίσως κι αυτά να κλαίνε όπως εσύ. Ίσως να γεμίσουν δάκρυα. Και έτσι δημιουργούν τα αστέρια. Ίσως τα αστέρια να είναι τα δάκρυα του Φεγγαριού για τον Ήλιο. Ίσως τα σύννεφα να είναι η μετάφραση της λύπης του Ήλιου. Ποιος ξέρει... Ποιος θα μάθει... Κανείς... Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να τα παρατηρεί. Να παρατηρεί και να παρηγορείται για τη δική του μοναξιά. Για τη δική του έλλειψη του άλλου. Ναι σου λείπει. Ναι δεν το έχεις πει ποτέ. Ίσως και να ναι η πρώτη φορά... Μα για σκέψου και το Φεγγάρι με τον Ήλιο...Σκέψου... Ή μάλλον όχι. Μην σκεφτείς. Να αισθανθείς. Να κλείσεις τα μάτια και να αισθανθείς. Και ίσως έτσι φύγουν οι ταχυπαλμίες. Ίσως... Ίσως στο αποδομήσουν. Μη δώσεις σημασία. Εσύ άκου αυτό που λένε «Ο Ήλιος αγαπούσε τόσο το Φεγγάρι που κάθε βράδυ πέθαινε για να το αφήσει να αναπνεύσει»... Όσο και να σε αποδομήσουν. Εσύ θα το ξέρεις. Εσύ θα το γνωρίζεις ότι για την ανάσταση του άλλου αξίζει να πεθαίνεις όσες φορές χρειαστεί...

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Σπαθάρη, Αμφικλείας, Ταυρίδος

Δευτέρα βράδυ. Κάπου 21:30. Γυρίζω σπίτι και ανεβαίνω την Αμφικλείας με τα πόδια. Μέχρι που περνάω από το σπίτι της Κικής... Και εκεί καθηλώνομαι. Μια γνώριμη μυρωδιά με αιχμαλωτίζει και με κρατάει εκεί. Ανίκανη να κινηθώ. Ανίκανη να σκέφτω. Κλείνω τα μάτια μου και όλα έρχονται μπροστά μου...
Το νυχτολούλουδο. Ή μήπως γιασεμί...; Λίγη σημασία έχει. Και τα δύο μου ασκούν την ίδια δύναμη. Την ίδια γοητεία. Έχει κρύο μα εγώ παραμένω ακίνητη μπροστά στο σπίτι της. Αφήνομαι στην μυρωδιά. Αφήνομαι και ταξιδεύω πίσω. Στην αθωότητα... Εκεί που όλα ήταν εκεί. Απτά. Μπροστά μου. Εκεί που όλα ήταν απλά.
Εικόνες, μνήμες, γέλια... Τα παιδιά της γειτονιάς. Καμιά εικοσαριά πιτσιρίκια με ποδήλατα να τρέχουν, να φωνάζουν, να γελούν. Να παίζουν εφτάπετρο, αμπάριζα, μήλα, βόλεϊ, σχοινάκι, λάστιχο, κουτσό, κυνηγητό, ποδόσφαιρο... Και οι μεγάλες γυναίκες να παραπονιούνται για τη φασαρία. Αλλά που μετά από λίγο όλο αυτό το κύμα της παιδικότητας έκαμπτε τις όποιες ενστάσεις και γκρίνιες.
Τότε που τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα. Τέσσερα όλα όλα. Του κυρίου Γιάννη, του μπαμπά μου, του θείου μου, της κυρίας Λεμονιάς και το βεσπάκι του Γιώργου. Και το επαγγελματικό φορτηγό του Δημήτρη «δίπλα». 
Τότε που απέναντι από το σπίτι μου υπήρχε το οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Που ανεβαίναμε να πιάσουμε την μπάλα και τα πόδια γίνονταν κόκκινα. Και μετά ξύδι και μολόχες... Τότε που η μπάλα έπεφτε μέσα στο σπίτι της κυρά-Βαγγελίας και παραπονιόταν ότι της είχαμε τσακίσει τα λουλούδια. Τότε που η αθωότητα μύριζε ακόμα γιασεμί και είχε λευκό χρώμα.


Εγώ, ο Κωνσταντίνος, ο Νάσος, η Ειρηάννα, ο Κώστας, η Άννα, η Νάσια, η Άντζελα, η Σοφία, ο Στέλιος, ο Νίκος, η Βιργινία, ο Νίκος, η Εύα, ο Βασιλάκης, η Κάρλα, η Χρύσα, η Σοφία, η Μαρία, η Αγγέλικα και ο Παναγιώτης... Ένα εμείς. Το εγώ ήταν ανύπαρκτο. Το εγώ ήταν απλά το τίποτα.
Η Σοφία κι εγώ ήμασταν οι αμέσως μεγαλύτερες από τα αγόρια της γειτονιάς. Ο Θανάσης, ο Νίκος, ο Γιάννης, ο Θόδωρος, ο Μάκης και ο Θανάσης. Αυτοί ήταν μεγαλύτεροι. Ανούσιοι. Όλο χαζά για γυναίκες λέγανε. Εμάς δεν μας ένοιαζε.
Η Σοφία κι εγώ ήμασταν οι μεγαλύτερες. Εμείς φυσικά λέγαμε τα δικά μας. Τα δικά μας... Μοιραζόμασταν στιγμές από τη ζωή μας και κάναμε όνειρα. Όνειρα διάφανα. Καθαρά. Θέλαμε τόσο πολύ να αλλάξουμε τον κόσμο. Κάθομαι και το σκέφτομαι. Πόσο όμορφο είναι να θες να αλλάξεις τον κόσμο. Όχι τον εαυτό σου... Τον κόσμο.
Μεγάλα όνειρα από τόσο δα μικρούς, κοντούς ανθρώπους. Από ανθρώπους που τολμούσαν να ορθώνουν ανάστημα στα μεγάλα. Στον ουρανό. Που φώναζαν τα όνειρα τους. Που δεν δίσταζαν να αναμετρηθούν μεταξύ τους. Μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας.
Μα όλα φαίνονταν τόσο μεγάλο βουνό... Ήταν όμως ένα βουνό που σκαρφαλώναμε ως έμπειροι αναρριχητές. Με μόνα εφόδια το όνειρο και τη ζωή. Τη δίψα και την πείνα να αποκτήσουμε εμπειρίες. Πόσες εμπιερίες αποκτήσαμε... Πόσα όνειρα αλλάξαμε... Πόση ζωή κερδίσαμε... Πόσα πράγματα γράψαμε στις οδούς Σπαθάρη, Αμφικλείας και Ταυρίδος. Πόσο ξεχαστήκαμε. Πόσα χρόνια περάσαμε...
Και να τώρα... Που το κάθε παιδί απέκτησε ζωή. Που ο καθένας από μας χάραξε τη δική του πορεία. Μα που κανείς από μας δεν ξεχνά την ορμή της παιδικότητας του. Ακόμα και σήμερα που το οικόπεδο δεν υπάρχει πια, που το σπίτι της κυρά Βαγγελίας έγινε πολυκατοίκια, που το σπίτι της κυρίας Τούλας που σακατεύαμε τα τριαντάφυλλα έγινε κι αυτό πολυκατοίκια... Ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτή η αθωότητα. Η αγνή αθωότητα του ονείρου. Ενός ονείρου τόσο κοντινού και συνάμα τόσο μακρινού. Κάθε φορά που συναντιόμαστε εμείς, η παρέα εκείνη, έχουμε λόγους να γελάμε. Να γελάμε και να βουρκώνουμε.
Πόσο ευλογημένοι είμαστε... Πόσο τυχεροί είμαστε που ζήσαμε την παιδική μας ηλικία. Πόσο ευτυχείς είμαστε που έχουμε ένα τόσο λευκό και αγνό μέρος μέσα μας. Που έχουμε μια αφετηρία. Κοινή. Έστω κι αν άλλοι πήγαν στο εξωτερικό, άλλοι μετακόμισαν στα νησιά... Όσο χαμένοι κι αν είμαστε, όσο μακριά κι αν είμαστε πάντα θα υπάρχει κάτι να μας ενώνει...
Όταν άνοιξα τα μάτια μου συνειδητοποίησα ότι είχα βουρκώσει. Τύλιξα την πασμίνα μου, ανασκουμπώθηκα, δίπλωσα τα χέρια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα να ανεβαίνω την Αμφικλείας. Έστριψα στη Σπαθάρη βλέποντας μπάλες και ακούγοντας γέλια... Άκουγα τις μανάδες και τις γιαγιάδες να μας καλούν να επιστρέψουμε για φαγητό. Χαμογέλασα. Άνοιξα την πόρτα. Το κρύο είχε γλυκάνει. Και η μυρωδιά υπήρχε διάχυτη γύρω μου...

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Οι γυναίκες και ο γάμος

«Γεροντοκόρη», «ξέμεινε στο ράφι», «ε τώρα στην ηλικία της ποιος να την πάρει»... Μη μου πεις ότι δεν τα έχεις ακούσει, διότι θα πεις ψέματα. Κι εσύ που διαβάζεις αυτή τη στιγμή σίγουρα ξέρεις κάποια τέτοια γυναίκα που ψάχνει στην ΙΚΕΑ να βρει διαθέσιμο ραφάκι...
Ο φασισμός του γάμου. Όλος ο κόσμος ασχολείται με το γάμο. Με το γάμο τον δικό σου όμως. Γιατί πως να το κάνουμε... αν περάσεις τα τριάντα κάτι και εξακολουθείς να είσαι «αστεφάνωτη» -γιατί αν το βάλεις το στεφάνι θα το φοράς και κάθε μέρα- τότε την έβαψες κουκλίτσα μου. Ο κόσμος, η γειτονιά, το συγγενολόι -αυτό που συναντάς σε κηδείες και θυμάσαι αμυδρά- αρχίζουν τη μουρμούρα. Τώρα βέβαια θα μου πεις ότι δε σε νοιάζει. Και πολύ καλά θα μου πεις. Ούτε εμένα με απασχολεί. Αυτό που με απασχολεί είναι όταν όλη αυτή η μουρμούρα φτάνει στα αυτιά μου. Φυσικά και κλείνουν. Φυσικά και τα ώτα μου κωφεύουν σε τέτοιες μουρμούρες. Γιατί δεν θα στο πουν ποτέ φάτσα φόρα... Όοοοοοχι... Θα αφήσουν κανά υπονοούμενο αν τύχει και μιλήσεις στο τηλέφωνο, κάτι θα πουν σε κάποιον που σε ξέρει... τέλος πάντων θα βρουν τρόπο να σου περάσουν τη μουρμούρα.
Αυτό που με ενοχλεί είναι το στερεοτυπικό. Ότι ο κόσμος πρέπει να παντρεύεται. Για μισό ρε παλικάρια... Ποιος ορίζει το πρέπει; Η κοινωνία; Ο Θεός; Η οιικογένεια; Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει ποιος ορίζει το ηλίθιο αυτό πρέπει; Καλό θα ήταν ο κόσμος να παντρεύεται αλλά να το κάνει ενσυνείδητα. Χωρίς υστεροβουλία και κυρίως χωρίς υστερία.
Όλοι είναι παθιασμένοι μ' αυτό το πράγμα. Οι μανάδες διατηρούν τα νυφικά τους με την ελπίδα και την προσμονή να το φορέσει η κόρη. Γιατί πρέπει. Γιατί το δεν πρέπει δεν χωράει στη λογική τους. Όχι. Γιατί όλος ο κόσμος πρέπει να είναι διπλός. Ένας άντρας και μια γυναίκα πρέπει να παντρευτούν. Αλλιώς δεν γίνεται. Γιατί; Γιατί είναι αντιχριστιανικό, γιατί ο κόσμος έχει στόματα, γιατί, γιατί, γιατί...
Σωπάτε ωρέ παιδιά. Δηλαδή εντάξει. Από την ώρα που γεννιόμαστε οι γονείς μας μας φαντάζονται κουκλάκια ζωγραφιστά με κάποιον δίπλα μας. Ειδικά εμάς τις γυναίκες.
Και εδώ θα πάρω το μέρος των γυναικών -του δικού μου είδους μην επαναλαμβανόμαστε βλπ κείμενο με τίτλο «Ό,τι πει ο καβαλάρης»-. Μια γυναίκα μόνη της στα 30+ γιατί υπόκειται σε χαρακτηρισμούς όπως «γεροντοκόρη»; Γιατί; Γιατί ο άντρας δεν φέρει ποτέ τέτοιο τίτλο; Γιατί ο άντρας είναι άντρας ενώ η γυναίκα είναι απλά η γυναίκα. Γιατί ένας άντρας μόνος του είναι πάντα ο «εργένης από επιλογή», ενώ η γυναίκα είναι αυτή η καημένη που απλά δεν «της έκατσε»;

Για να σοβαρευτούμε λιγουλάκι σας παρακαλώ. Ας κάνουμε μια προσπάθεια έστω. Υπάρχουν οι γυναίκες που έχουν όνειρο ζωής έναν ανοιχτότατο γάμο, ένα κάτασπρο και υπέρλαμπρο νυφικό, εκκλησίες τεράστιες, φαναράκια σε σκάλες και κόκκινα χαλιά. Αυτές είναι προσανατολισμένες έτσι. Έτσι έχουν προγραμματιστεί. Αυτές λοιπόν παντρεύονται κάτω από τα 30. Το αν ευτυχούν ελάχιστα τους απασχολεί. Αν ο γάμος «σχολιάστηκε» τότε είναι απόλυτα επιτυχημένος...
Υπάρχουν οι γυναίκες που δεν προγραμματίστηκαν αλλά ήθελαν παιδί. Αυτές βρήκαν κάποιον, τον σκάναραν, έμειναν και έγκυες και «Αναξίμανδρε σε εννιά μήνες μάντεψε τι θα ρθει»... και κάπως έτσι ο δόλιος ο Αναξίμανδρος βρίσκεται μπλεγμένος. Και μετά αρχίζει η μαντάμ και περιφέρει την κοιλιά ως έπαθλο. Ως μετάλλιο. Και χαϊδεύει και την κοιλίτσα. Και μετά ο δόλιος ο Αναξίμανδρος αρχίζει να μαθαίνει τι εστί παντόφλα... Εμα... Αναξ dear ας πρόσεχες... Που πήγαινες ασκεπής καλέ μου;!
Υπάρχουν οι γυναίκες-προίκα. Είναι εκείνες που απλά φέρουν και έναν τίτλο. Παίρνει ο εκπαιδευόμενος γιατρός την κόρη του διευθυντή, παίρνει και προίκα τη θέση στο νοσοκομείο. Σ' αυτήν την κατηγορία θα βρεις κόρες Πανεπιστημιακών, γιατρών, στρατιωτικών και συναφών επαγγελματικών κύκλων. Και μετά τον φανταχτερό γάμο αρχίζει η γκρίνια. Αρχίζει και το σύνδρομο της «παράλληλης ζωής». «Λοιπόν παιδί και μετά ο καθένας τη ζωή του». Μπράβο βρε! Να ζήσετε!
Και μετά υπάρχουμε κι εμείς. Οι γυναίκες. Οι γυναίκες που δεν μεγαλώσαμε με τα πρότυπα του νυφικού. Το σεβόμαστε. Το θέλουμε αλλά όχι ως στόχο ζωής. Είμαστε στο αν προκύψει. Είμαστε στη θεωρία ότι ο γάμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να ξεκινάει κάπως αλλιώς. Πιστεύουμε στην αγάπη πριν το γάμο. Ο γάμος για μας είναι ο λόγος για να δημιουργηθεί μια οικογένεια. Να έρθει ένα παιδί στον κόσμο. Το δικό μου είδος γυναίκας όμως δεν θα εκλιπαρήσει, ούτε θα εκβιάσει με ψευτοεγκυμοσύνες και ηλιθιότητες. Όχι. Το δικό μου είδος θα θελήσει γάμο όταν εκείνος θα κάνει αυτές τις γυναίκες ευτυχισμένες. Γιατί ξέρουμε ότι για να είναι ένα παιδί ευτυχισμένο θα πρέπει να είναι ευτυχισμένη και η γυναίκα που θα το κυοφορήσει. Και ξέρεις κάτι; Δεν είναι ανάγκη να είναι καλεσμένη όλη η πόλη. Τσου. Όχι. Ελάχιστοι. Για το μυστηριακό του πράγματος και μόνο.


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ο Εφιάλτης των Ραντεβού

Ραντεβού... Λέξη γαλλική. Συνάντηση ελληνιστί. Συνάντηση που αφορά δύο άτομα συνήθως του αντίθετου φύλου. Όλοι έχουμε βγει ραντεβού. Άλλα ήταν ωραία, άλλα συνεχίστηκαν, άλλα ήταν περίεργα, άλλα απροσδιόριστα... Το θέμα όμως είναι ένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βγει ραντεβού. Επομένως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ξέρει τη διαδικασία. Σε όλους αρέσει να βγαίνουν ραντεβού. Είναι κολακευτικό. Ιδίως όταν βγαίνεις με κάποιον που αξίζει τον κόπο.
Κι εμένα μ' αρέσουν τα ραντεβού. Έχουν πλάκα. Ιδίως όταν μιλάμε για μένα που ακόμα κι ένα ραντεβού μπορεί να αποδειχθεί... Έτσι λοιπόν όταν μου ζητούσαν ραντεβού και είχα ελεύθερα τα πρωινά μου (αν κάτι πάει στραβά μην πάει στράφι η μέρα) δεχόμουν. Δεχόμουν έχοντας την άποψη ότι πριν καν το ραντεβού ξέρεις πως θα πάει και τι θα περιμένεις. Δεν είναι ότι έχω το κληρονομικό χάρισμα, απλά πιστεύω στη διαίσθηση. Στο ένστικτο αν προτιμάς.
Τα δικά μου ραντεβού είναι αξιοσημείωτα. Έχω βγει με όλους τους τύπους που μπορείς να φανταστείς. Ήξερα όμως ότι ήταν μάλλον «τελειωμένοι». Γι αυτό έβγαινα έχοντας σχέδιο. Όσο πιο ανερμάτιστος θα ήταν τόσο πιο μακριά θα μετανάστευα. Σκέψου φίλη/φίλε ότι έχω μετακομίσει στη Νέα Ζηλανδία, στα νησιά Γκαλαπάγκος (υπάρχουν, υπάρχουν... εκεί έδρασε ο Δαρβίνος), στην Παπούα Νέα Γουινέα και στην Αργεντινή. Ευρώπη και Αμερική τα απέφευγα, γιατί σίγουρα υπάρχουν Ελλήνες εκεί... Ας ξεκινήσω την αφήγηση για να καταλάβεις το δράμα μου και το λόγο της μετανάστευσης...
Ο μαμάκιας: Άνοιξη. Δούλευα εθελοντικά στο γραφείο τύπου πολιτικού. Πηγαίνω λοιπόν σε μια συγκέντρωση του γραφείου στην πλατεία Καραϊσκάκη σε κεντρικό ξενοδοχείο (έχει κλείσει πλέον). Όπως δίνουμε τα ταμπελάκια με τα ονόματα βλέπω έναν τύπο με μπεζ παντελόνι με κάθετη τσάκιση και μπλουζάκι «Gant» κοντομάνικο με τσάκιση στο μπράτσο. Με κοιτούσε. Εγώ κοιτούσα τα χαρτιά. Με πλησιάζει, με ρωτάει αν με ξέρει από κάπου κι εγώ καταλαβαίνω ότι το μαρτύριο ξεκινά... Καθόμαστε στην αίθουσα και αρχίζει να μιλάει δυστυχώς. Είχε μαζί του την «Μπέμπα» (BMW για τις κυρίες) και ανησυχούσε αν θα την εύρισκε όπως την άφησε. Μετά την ομίλια πάω να φύγω μου λέει περίμενε. Περίμενα κι εγώ -χαζή- και μου λέει «κοίτα που εκεί που δεν το περιμένεις μπορεί να γνωρίσεις το απροσδόκητο της ζωής σου». (εγώ ήμουν αυτό κατ' αυτόν). Κατεβαίνουμε στο δρόμο και φεύγει. Μετά από δυο μέρες χτυπάει το κινητό μου το σηκώνω και ήταν αυτός. Είχε βρει τον αριθμό μου από το γραφείο. Αφού με ρωτούσε αν κοιμάμαι καλά, αν έχω καλό και ελαφρύ ύπνο, αν καλλιεργώ κάλες στο μπαλκόνι μου πρότεινε να βγούμε. Εγώ δεν είχα καμία όρεξη αλλά επέμεναν οι φίλοι και οι λοιποί συγγενείς. «Βγες πια... Δυο ώρες είναι... Τι θα κάνεις στο σπίτι» και βγήκα. Δίνουμε ραντεβού στην Κηφισιά. Τον βλέπω να κάνει νόημα σα σταθμάρχης στον ΟΣΕ. Φορούσε σιελ πουκάμισο κοντομάνικο με τσάκιση. «Πρόβλημα» σκέφτηκα. Για να μην τα πολυλογώ, πηγαίνουμε κάπου χωρίς πολύ κόσμο και αρχίζει... Μου εξηγεί πως παίζει μονόπολη και σκράμπλ με τη μαμά και τον μπαμπά και ότι η μαμά του του αγοράζει τα ρούχα. Παίρνει το τασάκι, μου μετράει τις γόπες και με ύφος μου λέει «όταν είμαστε μαζί σε κλειστό χώρο δεν θα καπνίζεις». Έρχεται ο άνθρωπος να παραγγείλουμε. Ο μεσιέ παίρνει φυσικό χυμό πορτοκάλι -23:00 τη νύχτα-. Με τα πολλά και αφού εγώ αρχίζω να φρικάρω στην κυριολεξία, πάμε να φύγουμε. Έρχεται ο λογαριασμός και αρχίζουμε να παίζουμε πινγκ πονγκ με το χαρτάκι. Είχα καταλάβει αλλά ήταν διασκεδαστικό. Πληρώνω γιατί πόσο πέρα δώθε να φέρεις το ρημαδόχαρτο και φεύγουμε. Αυτός περνάει θαυμάσια εγώ χάλια. Τον αφήνω κάπου και εξαφανίζομαι. Από την επόμενη μέρα αρχίζει τα τηλέφωνα ότι «το συζήτησα με τη μαμά μου και με αφήνει να σε παντρευτώ». Προφανώς έχασα το μονόπετρο...
Ο Χρυσαυγίτης: Δεν του φαινόταν μέχρι που βγήκαμε. Ραντεβού στο Θησείο μεσημέρι. Πηγαίνω στο περίπτερο για τσιγάρα και όπως πάω να γυρίσω πατάω κάποιον. Ε αυτός ήταν. Θεούλης. Φορούσε καπαρντίνα μαύρη δερμάτινη μέχρι τον αστράγαλο -τύπου Ντάνκαν Μακλάουντ στο τέλος θα μείνει μόνο ένας- και ήταν κοντός. Του λέω «συγνώμη δεν σε είδα» και αυτός γελάει. Πάμε και καθόμαστε σε μια καφετέρια μικρή που ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο. Μου δίνει το δώρο μου -ναι,ναι- ένα λευκό λούτρινο αρκουδάκι και αρχίζει την αφήγηση. Μου λέει λοιπόν για τους λευκούς, για τον άρχοντα των δαχτυλιδιών μέχρι που πέρασε στο ο κύριος Νίκος και η Ελένη. Και εκεί ανατρίχιασα. Του ευχήθηκα «καλή ζωή» και έφυγα. Ξέχασα το αρκουδάκι, με φώναζε να μου το δώσει (ρεζίλι στην Ερμού τύπου στάσου μύγδαλα) το πήρα και μαζί μ αυτό και ένα ταξί και πήγα στο σπιτάκι μου να συνέλθω.

Τα πρώτα ραντεβού ήταν και τα τελευταία...

Ο παρεάκιας: Πανόρμου. Μεσημέρι. Είχα ραντεβού στις 14:00. Πηγαίνω και τον βλέπω που κάθεται. Παθαίνω ένα σοκ αλλά λέω οκ θα κάτσω γιατί δεν είναι και ευγενικό. Τον βλέπω πριν πάω να κάθεται με τους φίλους του. Σηκώνεται και επιλέγει ένα τραπεζάκι που επιτρέπει στους φίλους του να έχουν θέα. Προφανώς καταλαβαίνω όπως καταλαβαίνεις κι εσύ φίλη/φίλε. Κάνω αναπάντητη στην κολλητή μου και το κλείνω. Πηγαίνω, κάθομαι και παραγγέλνω. Έρχεται ο καφές και στο μεταξύ έρχεται και το τηλεφώνημα της φίλης. Αρχίζω εγώ να μιλάω αγγλικά και το κλείνω «Χίλια συγνώμη αλλά πρέπει να φύγω. Μόλις μου έκατσε δουλειά. Πετάω για Νέα Ζηλανδία». Επειδή είμαι και καλός άνθρωπος του έδωσα και μια συμβουλή «όταν ξαναβγείς με γυναίκα τους φίλους σου άστους στο σπίτι». Παίρνω την τσάντα μου, περνάω μπροστά από τους φίλους του, κάνω και μια στροφή και τους λέω «παίδες εγκρίνετε;» και φεύγω... Ώρα 14:15... Έσπασα κάθε ρεκόρ!
Ο επιχειρηματίας: Σου λέει είμαι επιχειρηματίας. Κι εγώ πολλά θες να απαντήσεις αλλά δεν το κάνεις, γιατί είπαμε, είσαι και καλός άνθρωπος. Βγαίνω. Μεσημέρι στο «Verde» στου Παπάγου. Για να μην τα πολυλογώ ο τύπος μου είπε ότι είμαι εξαρτητική αφού καπνίζω και πίνω όταν βγαίνω έξω. Με έπιασε νευρικό. Τον έπιασαν τα νεύρα του. Με ρώτησε αν παίρνω ναρκωτικά. Του απάντησα «μόνο αν ήξερα ότι είχα να κάνω με τυπάκια σαν κι εσένα». Του πέταξα το ποτήρι με το νερό πάνω του, πλήρωσα και το καφεδάκι μου και σηκώθηκα κι έφυγα. Ακόμα το θυμούνται στο μαγαζί.... Είχα πάει πρόσφατα και με βλέπει ο σερβιτόρος «εσείς δεν είστε με το νερό...;» Εγώ εγώ...
Ο λαϊκός: Αυτός ήταν λιγάκι πιωμένος, λιγάκι ασταθής... Δεν ήταν μορφωμένος. Και δεν εννοώ Πανεπιστημιακή μόρφωση. Εννοώ κοινωνική. Γελούσε δυνατά, μιλούσε υπερδυνατά, χειρονομούσε υπερέντονα... Γενικώς είχε εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις. Περισσότερο από όσο αντέχονται... Κάποια στιγμή κάτι είπα. Το θεώρησε μεγαλειώδες. Μου δωσε μια στην πλάτη με ξέρανε και μετά με αποκάλεσε και «ανατρεπτικιά κοριτσάρα». Πόσα χτυπήματα να αντέξω... Με ρώτησε αν θα ξαναβγούμε...«Ευχαρίστως όταν ξανάρθω Ελλάδα. Δυστυχώς φεύγω για ερευνητικό πρόγραμμα στα Γκαλαπάγκος» ήταν η απάντηση. Εκείνος έμεινε ξερός αλλά μου είπε ότι όταν ξανάρθω Ελλάδα να τον πάρω τηλέφωνο... Ναι.. Δε θα παρέλειπα...
Ο ψεύτης: Δύο περιστατικά. Το ένα. Δουλεύω στην Αρχαία Αγορά ως άτυπη ξεναγός στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου λόγω πολυγλωσσίας. Βλέπω έναν τύπο κοντό, μελαχρινό με εξαιρετικό ντύσιμο. Συνάδελφος πληροφορούμαι. Παίζει σαξόφωνο, του αρέσει η τζαζ και φαινόταν να έχει χιούμορ. Λήγει η σύμβαση μας, έρχεται στο πόστο μου και αλλάζουμε τηλέφωνα. Με παίρνει τηλέφωνο να πάμε για ένα ποτό. Και πάμε. Και εκεί αρχίζει το παράλογο... «Διαβάζεις» με ρωτάει; Ε... όσο να πεις ανάγνωση ξέρω του λέω. Εσύ; ρωτάω... «Βέβαια» μου λέει. «Τι;» ρωτάω... «Τα πάντα» μου απαντάει. Τον ρωτάω για το αγαπημένο του βιβλίο και μου λέει «Ήταν ένα μ' ένα γλάρο που να μωρέ δε θυμάμαι και πως τον ελέγανε.. .αχ κάτσε κι είχε περίεργο όνομα...». «Τζορτζ» του λέω «Όχι πιο περίπλοκο νομίζω» μου λέει, «Τζονάθαν» του λέω, «Α να γεια σου» μου λέει. «Καλέ λέω Ιονάθαν... όχι Τζονάθαν» και δεν μιλάει. Σιωπή. Μετά με ρωτάει για θέατρο. Πηγαίνεις; Πηγαίνω. Εσύ του λέω. Ναι είχα πάει να δω Σεφερλή. Μούγγα εγώ έπινα το κρασάκι μου. Μέχρι που πήγε στις ταινίες. Βλέπεις μου λέει; Βλέπω του λέω. Αγαπημένη σου μου λέει; Μ' αρέσει η τριλογία των χρωμάτων του Κισλόφσκι του λέω. Κι εμένα μου λέει. Μια που μου το πε μια που μου ρθε η πάρεση. Ποιο χρώμα του λέω. Πανικό αυτός. «Η κίτρινη, η πορτοκαλί ή η μαύρη» του λέω γιατί είμαι και καλός άνθρωπος... Η κίτρινη του άρεσε του δόλιου... Η κίτρινη... (Η Τριλογία αποτελείται από την Άσπρη, την Κόκκινη και την Μπλε). Περιττό να πω ότι για χάρη του πήγα στο Περού.
Ο δεύτερος ψεύτης ήταν αυτός που κάθε φορά που με έβλεπε αποκτούσε και ένα επιπλέον δίπλωμα σε ξένη γλώσσα. Τη Δευτέρα το Β1, την Πέμπτη το Β2, την Κυριακή το Γ1. Ήμασταν εθελοντές στους Παραολυμπιακούς. Είχαμε πάει και σινεμά... Μεγάλη πλάκα... Γι αυτόν μετακόμισα στην Αργεντινή... Ωραίο κλίμα το Μπουένος Άιρες... Εξαιρετικόν και εύκρατον κλίμα το Μπουένος Άιρες (Καλοί Αέρηδες επί το ελληνικότερον...)
Ε μετά από αυτά όπως καταλαβαίνεις φίλη/φίλε αναγνώστη... έκανα πολυυυυυ καιρό να ξαναβγώ ραντεβού... Σκιάχτηκα η έρμη! Τελικά είναι εκεί έξω και κυκλοφορούν ανάμεσα μας... Γι αυτό προσοχή στα Alien...

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

«Todo sobre mi madre» Η Νίνα και η Άννα

Για σένα θα γράψω σήμερα. Ή μάλλον όχι για σένα αλλά σε σένα. Σε σένα μαμά. Σε σένα που έφυγες πριν δέκα μήνες. Σε σένα που αποφάσισες ότι έκλεισες όλους τους επίγειους κύκλους. Θα ξεκαθαρίσουμε απόψε μαμά. Εσύ κι εγώ. Εγώ κι εσύ.
Εσύ που με μεγάλωσες ως έναν ελεύθερο άνθρωπο. Θυμάσαι; «Ανήκουμε μόνο στον εαυτό μας». Εσύ που πάντα φρόντιζες να μου φτιάχνεις μια πραγματικότητα διαφορετική από όλων των άλλων. Εσύ που αντί για παραμύθια μου διάβαζες Καζαντζάκη. Που τα μόνα παραμύθια που επέτρεπες ήταν η Μυθολογία. Λαθραία ο παππούς μου διάβαζε τον Αίσωπο.
Εσύ κι εγώ απόψε. Εσύ που ήθελες να γίνω δυνατή. Δεν σε ένοιαζε τίποτε άλλο. Μόνο να μορφωθώ και να γίνω δυνατή. Να είμαι αυτόβουλη. Να είμαι ανεξάρτητη. Να μην έχω όρια. Κι αν τα έχω να τα έχω θέσει εγώ. Με κάθε αυστηρότητα. Με κάθε επισημότητα.
Εσύ κι εγώ απόψε. Θυμάσαι τι μου έλεγες; Να παλεύω. Να μην επιπλέω. Να μην επιζητώ τα εύκολα και τα λιμνάζοντα νερά. Αλλά να κολυμπάω μέχρι εκεί που φτάνει η ματιά μου. Θυμάσαι;Φυσικά θυμάσαι.
Εσύ κι εγώ. Εσύ που με ήθελες στην πραγματικότητα. Στο παρόν. Στο μέλλον. Μα δεν σου άρεσε όταν με έβλεπες γειωμένη. Ούτε κι όταν με έβλεπες να ίπταμαι. Ήθελες να μπορώ να έχω διεξόδους. Εσύ κι εγώ απόψε. Εσύ που μου μιλούσες για τη δύναμη της γνώσης. Εγώ που το απορροφούσα και το αποθέωνα. Εσύ που μαζί με τον παππού μου δίνατε βιβλία. Εγώ που τα έκανα κτήμα μου.
Εσύ κι εγώ. Εσύ που με αποκαλούσες τέρας. Εγώ αυτό που έγινα. Εσύ που προσπαθούσες να επικοινωνήσεις σε μένα το πνεύμα. Εγώ που το πήρα. Εσύ που μου έλεγες ότι δεν υπάρχουν είδωλα κι εγώ που έλεγα ότι το είδωλο μου είναι ο ιδεατός εαυτός μου.
Εσύ κι εγώ. Εσύ που δυσκολευόσουν να με καταλάβεις. Γιατί χρησιμοποιούσα βαρύγδουπα. Γιατί σου φαινόμουν εξωπραγματική. Εγώ που δεν είχα άλλο τρόπο να σε κάνω να καταλάβεις. Εσύ μου έδωσες τα όπλα. Εσύ μου έδειξες τον δρόμο. Δικό σου δημιούργημα μαμά. Ακόμα κι όταν έγραφα. Εσύ με έβλεπες εξωπραγματική. Ξεχασμένη από άλλους καιρούς. Εγώ διαφορετική. Εσύ που με έβρισκες να είμαι στον κόσμο μου.
Βλέπεις έγινα τελικά αυτό που ήθελες. Δυνατή. Με τσαγανό. Έμαθα να κολυμπάω μέχρι εκεί που φτάνει η ματιά μου. Έμαθα να είμαι ανεξάρτητη. Έμαθα ή μάλλον εσύ με έμαθες να μπορώ να στέκομαι στα δικά μου πόδια. Χωρίς δεκανίκια. Έμαθα την αυτάρκεια. Έμαθα την αξιοπρέπεια. Μόνο που ξέρεις κάτι; Μου την έμαθες στην απολυτότητά της.



Εγώ κι εσύ. Εγώ που έγινα όλα αυτά που ήθελες... Εσύ που ήθελες το παραπάνω. Αυτό που αξίζει στο μυαλό μου. Εγώ που δεν έμαθα στους συμβιβασμούς. Εσύ που με κατηγορούσες ότι δεν βλέπω το γκρι. Εγώ η απόλυτη. Εσύ ο αντίποδας.
Εγώ κι εσύ. Εγώ που έμαθα να χρησιμοποιώ παράλληλες πραγματικότητες. Εσύ που ζούσες σ' αυτήν. Εσύ κι εγώ. Εσύ που με ήθελες απλή. Εγώ που σου μιλούσα με στίχους. Με δανεισμένα τσιτάτα από τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Μποντλέρ, τον Μπάροουζ. Εσύ που φώναζες για τα βιβλία. Εγώ που τα υπερασπιζόμουν σαν να ταν οικογένεια.
Εσύ κι εγώ. Εσύ που από τη μία μου έλεγες ότι μπορώ να κατακτήσω τον κόσμο αν το θελήσω και απ' την άλλη το αποδομούσες. Εγώ που πάσχιζα, εσύ που ήθελες περισσότερο. Εγώ που έκανα περισσότερα, εσύ που ποτέ δεν είπες μπράβο.
Εσύ κι εγώ. Απόψε. Εσύ που με ήθελες ελεύθερη. Εσύ που με ήθελες πνεύμα ανεξάρτητο. Εγώ που έγινα. Ελεύθερη. Τόσο ελεύθερη που νιώθω σαν να είμαι σε κλουβί. Τόσο ανεξάρτητη που πλέον φοβίζω. Τόσο αυτάρκης.
Εσύ κι εγώ. Εσύ που έγινες ευάλωτη. Εγώ που είχα μάθει να στέκομαι. Να στηρίζω. Με όποιο τίμημα. Εσύ που μου ζητούσες λύσεις. Εγώ που τις έβρισκα. Αντιστροφή ρόλων. Εσύ που φρόντισες να με προπονήσεις στο περπάτημα σε τεντωμένο σκοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Εσύ που με έμαθες να δίνω. Εγώ που έμαθα να δίνω. Σε όλους. Τα πάντα. Χωρίς την προσμονή της ανταπόδοσης. Εσύ που ήθελες να είμαι πλήρης. Ευτυχής. Εγώ έκανα ευτυχία μου το χαμόγελο των γύρω μου. 
Εσύ κι εγώ. Εσύ που έφυγες. Εγώ που δεν ερχόμουν κάθε μέρα στη Μονάδα. Δεν άντεχα. Δεν μπορούσα να σε βλέπω διασωληνωμένη σε ένα κρεβάτι με σωληνάκια. Δεν ήσουν εσύ. Εσύ που πάλευες. Εγώ που έμενα έξω από τη Μ.Α.Φ. Εσύ που έδινες τη μάχη. Εγώ που σου απήγγειλα Χριστιανόπουλο. Εσύ την ώρα του χαμού. Εγώ να σου τραγουδάω το «Τζιβαέρι» και το «Γερνάω μαμά». Εσύ που ήσουν στο μεταίχμιο. Εγώ που ήθελα να βάλεις τον εαυτό σου πάνω και πέρα απ' όλα.
Στο ζητούσα μα δεν πίστευα ότι θα το έκανες. Στο έλεγα ως αντιστροφή. Μα εσύ το πήρες σοβαρά. Κι έφυγες. 23 του Δεκέμβρη...
Δεν ρώτησα ποτέ γιατί. Δεν με ενδιέφερε το γιατί. Δεν καταράστηκα. Δεν αναθεμάτισα. Τίποτα. Σιωπή. Άρχισα να δέχομαι. Πράγματα. Γεγονότα. Ακόμα κι όταν σε συνοδεύαμε στο σπίτι σου εκείνο το άχαρο το άσπρο δεν έχω εικόνα. Μόνο λέξεις... Μόνο μια λέξη «αξιοπρέπεια». Μόνο μια εικόνα. Τα δάχτυλα σου. Τίποτε άλλο. Και μετά το κενό. Ένα αδηφάγο κενό. Ένα τεράστιο κενό. Ένα πράγμα που φέρνει τη σιωπή. Δεν ξέρω γιατί σου γράφω. Ίσως γιατί απόψε ήθελα να σου μιλήσω. Ίσως γιατί παρά το χάσμα της επικοινωνίας να ήθελα να σου μιλήσω. Να ήθελα να τσακωθούμε. Να συγκρουστούμε. Να σε ελευθερώσω. Να σε αφήσω να φύγεις. Έπρεπε να σου μιλήσω. Έπρεπε να σου γράψω. Λέξεις. Λέξεις γραπτές. Οι λέξεις ελευθερώνουν. Έτσι σε ελευθερώνω κι εγώ. Σ' αφήνω να πετάξεις. Εσύ να πετάξεις. Εγώ να ζήσω. Με όποιο τρόπο. Μου το χρωστάω. Και ζω. Και θα ζω. Κι αν πληγωθώ μην ανησυχείς... Με έχεις διδάξει καλά... Ξέρω... Τις πληγές τις γιατρεύουμε μόνοι μας. Όπως τα ζώα τις γλείφουν έτσι κι εμείς τις φροντίζουμε. Ξέρω... Είχα καλή δασκάλα.
Εσύ κι εγώ. Απόψε. Για τελευταία ίσως φορά. Εσύ που μου λείπεις. Εγώ που μου χρωστάω μια ζωή. Εσύ που λείπεις. Εγώ που είμαι εδώ. Εσύ... Εσύ εφεξής θα είσαι ελεύθερη. Εσύ ελεύθερη. Εγώ ζωντανή. Εσύ η Νίνα. Εγώ η Άννα.