Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ο Δικός μου Πόλεμος

Ο δικός μου πόλεμος... Κάποτε ξεκίνησε ως εργασία στην σχολή Δημοσιογραφίας. Ένας φωτισμένος Δάσκαλος μας ανέθεσε να γράψουμε για τον δικό μας πόλεμο. Έτσι. Χωρίς αφορμή. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Λησμόνησα να υπολογίσω. Τι να υπολογίσω; Το νόημα.
Με τα χρόνια κατάλαβα. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν απλά μια εργασία. Ήταν ένα ταξίδι στον εσώτερο εαυτό. Ένα ταξίδι στο βάθος. Ήταν η αφορμή για να εξερευνήσουμε εμάς. Ένα ταξίδι ήταν. Με κοινή αφετηρία και προορισμό. Τόσο προφανές. Τόσο διαυγές. Απορώ πως δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα. Μια εργασία μέσω της οποίας έπρεπε να επικοινωνήσουμε εμείς με εμάς. Γι αυτό θα γράψω σήμερα. Για τον Δικό μου Πόλεμο.
Με λένε Άννα. Και ναι... έχω πολλά μέτωπα σε έναν και μοναδικό πόλεμο. Μάχες. Τραυματισμούς. Πτώσεις. Φως. Σκοτάδι. Έννοιες. Κάθε έννοια μια μάχη. Κάθε μάχη που αφήνει κι από ένα παράσημο. Λύπη, χαρά, νοσταλγία, πόνο. Τραύματα διαυγή που μαρτυρούν ζωή. Απόψε καθόμουν και σκεφτόμουν. Έτσι. Με αφορμή την Πανσέληνο. Ή μάλλον την Υπέρ-Πανσέληνο, για να δανειστώ τον όρο που εδώ και λίγο καιρό κυκλοφορεί σε ιστότοπους. Καθόμουν λοιπόν και σκεφτόμουν. Ποιος είναι ο δικός μου πόλεμος εν τέλει; Ποιον πολεμώ; Με τι πανοπλία; Με τι όπλα;
Ερωτηματικά απλά. Απτά. Λογικά. Οι απαντήσεις αίολες. Αίολες; Δεν θα το έλεγα. Οι απαντήσεις είναι πάντα εδώ. Και είναι τόσο συγκεκριμένες όσο ο τίτλος του σημερινού.
Με λένε Άννα λοιπόν και πολεμώ. Πολεμώ μόνη μου σε πείσμα πολλών. Πολλών ανθρώπων. Πολλών σημείων. Πολλών ζωνών. Πολλών καταστάσεων. Εγώ απέναντι στον κόσμο. Απέναντι σ' αυτήν την φούσκα. Στο ζωτικό ψεύδος.
Ο δικός μου Πόλεμος έχει αφετηρία και προορισμό κοινό. Εμένα και την αλήθεια. Την αλήθεια την βαθύτερη. Την αλήθεια την υποκειμενική. Γιατί σπάνια η αλήθεια είναι αντικειμενική. Πάντοτε παίρνει την μορφή που της δίνει εκείνος ή εκείνη που την βιώνει. Αναλόγως το βίωμα ράβεται και υφαίνεται η αλήθεια. Ποιος είπε ότι μια τέτοια αλήθεια είναι εύκολη. Ποιος είπε ότι μια τέτοια αλήθεια είναι περίπολοκη. Αν το είπε κάποιος είτε ψεύδεται είτε παίζει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού.
Ο δικός μου Πόλεμος έχει στόχο. Έχει στόχο να γκρεμίσει.

 Ή για να το διατυπώσω καλύτερα, έχει στόχο του να αποδομήσει. Να πετάξει τις πανοπλίες που φοράμε. Να γκρεμίσει τα τείχη της άμυνας του καθενός. Να αποδομίσει για να ξαναχτίσει. Να ξαναχτίσει σε θεμέλια γερά. Ειλικρινή.
Ο δικός μου πόλεμος έχει εχθρό του τον ορθολογισμό. Ενός ορθολογισμού που μας αλλοιώνει το ανθρώπινο του χαρακτήρα μας. Ενός ορθολογισμού τόσο σκληρού που μας μετατρέπει σε αδηφάγα ζώα της καθημερινότητας. Μιας κριτικής που γίνεται τόσο ρηχά. Τόσο επιφανειακά. Μιας κριτικής που εξυπηρετεί την δική μας επιβίωση εις βάρος των άλλων. Εις βάρος του άλλου και τελικά εις βάρος ημών.
Ο δικός μου πόλεμος δεν ξέρω αν είναι ευγενής. Συνήθως οι πόλεμοι γίνονται για σκοπούς επεκτατισμού. Ίσως και ο δικός μου πόλεμος να γίνεται για να αναπτύξω ζώνες αναπνοής. Για να βρω έναν χώρο ελεύθερης αναπνοής. Ελεύθερης ζωής. Ελεύθερου είναι. Έναν ζωτικό χώρο που θα διέπεται από την αρχή της αυτοβουλίας. Της τόλμης. Της γενναίας αρετής.
Ο δικός μου πόλεμος έχει λάβαρο. Έχει λάβαρο την αγάπη στον άλλον. Την πίστη στον άλλον. Την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είναι καλοί. Είναι τέλειοι με τον αριστοτελικό ορισμό του τέλους. Λάβαρο του η αγάπη.
Ο δικός μου πόλεμος πραγματοποιείται στην χώρα του Μαρ. Στην χώρα του ξεχασμένου. Ναι. Αυτό είναι το ακριβές σημείο που λαμβάνει χώρα ο πόλεμος. Στο σημείο που όλα πραγματώνονται. Στο σημείο που απονεκρώνεται ο άνθρωπος. Εκεί που ο άνθρωπος αφήνει την ουσία του. Γι αυτό και ξεχασμένο. Γι αυτό και τίθεται στο προσκήνιο. Στην χώρα του Μαρ λοιπόν. Εκεί που όλα πλάθονται. Εκεί που όλα πεθαίνουν για να γεννηθούν ξανά. Σε άλλη μορφή. Στην μορφή της αλήθειας. Στην μορφή της αγάπης. Στην χώρα του Μαρ. Στην Γη του πραγματικού. Γιατί η χώρα αυτή τελικά δεν είναι άλλη από την ωμή πραγματικότητα. Σκέψου το λίγο... Η ξεχασμένη πραγματικότητα εφαλτήριο της αναγέννησης. Της αναγέννησης και της ανάπλασης του ανθρώπινου.
Ο δικός μου πόλεμος έχει κι άλλους στόχους. Να πατάξει τα προσωπεία. Να τσαλαπατίσει τις πανοπλίες. Να χορέψει πάνω στα συντρίμια του πριν. Να κάψει το παλιό για να έρθει το ελεύθερο μετά. Το αδέσμευτο μετά. Ο δικός μου πόλεμος πολεμά λυσσαλέα την άγνοια. Επιθυμεί την εγκαθίδρυση της γνώσης. Την αίσθηση της ενσυναίσθησης.
Ο δικός μου πόλεμος έχει εχθρό του την φτήνια. Υψώνει το λάβαρο, παίρνει το δόρυ και το καρφώνει στην έκπτωση. Γιατί κανείς δεν έχει δικαίωμα να παρασύρει τον άλλον στην φτήνια. Στο λίγο. Το λίγο κάποιου δεν μπορεί να είναι το πολύ κάποιου άλλου. Όχι. Το λίγο κάποιου δεν μπορεί να είναι γενναιόδωρο. Είναι μισό. Είναι ελεεινά κάλπικο. Δεν υπάρχει λίγο.
Ο δικός μου πόλεμος εξυμνεί το πολύ. Το πολύ που γιγαντώνεται όταν συναντά το ελάχιστο. Ελάχιστο και πολύ. Πολύ και λίγο. Ζεύγη αντίθετα.  Ζεύγη καταστροφικά. Ζεύγη που καταπατούν το είναι. Ζεύγη απαραίτητα για να κορυφώνονται οι μάχες.
Ο δικός μου πόλεμος έχει αισιοδοξία. Έχει χαρά. Γιατί στον δικό μου πόλεμο οι πολεμιστές εαυτοί κραδαίνουν την ευτυχία. Κραδαίνουν το σπαθί που θα λάμψει στην θέα της ομορφιάς. Που θα λυγίσει από κάτι που σε άλλους φαίνεται φαιδρό. Χαζό. Ζαβό.
Στο τέλος του δικού μου πολέμου θα γραφεί μία και μόνη επωδός... Μια γραμμή δανεισμένη από τον Χιλιανό ποιητή του έρωτα και του φωτός. Μια γραμμή που εμπεριέχει και το μότο ως άλλον όρκο των δικών μου εαυτών. Και είπε ο Πάμπλο Νερούντα «Το θέμα είναι να μαι ευτυχισμένος μέσα μου»...

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Πίνω και Μετρό/ώ...

Ας πάρουμε τα δεδομένα. Δεδομένο 1ο: Μου έκλεψαν το αυτοκίνητο. Δεδομένο 2ο: Τα ταξί και ουχί τα ταξιά κοστίζουν. Δεδομένο 3ο: Δεν έχω αυτοκίνητο αντικατάστασης. Αν, λοιπόν, προσθέσουμε τα δεδομένα το αποτέλεσμα θα είναι το εξής: Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ήτοι ΜΕΤΡΟ, τρόλεϊ και λεωφορεία. Εντάξει... Τραμ και τρένο δεν βολεύουν, ενώ ελικόπτερα και αεροπλάνα αποκλείονται λόγω χωροταξικού. 
Δύο εβδομάδες τώρα χρησιμοποιώ τα προαναφερθέντα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Εμπειρία; Εφιαλτική το δίχως άλλο. Ξυπνάω περί τις 05:00 -αν όχι 04:30- το πρωί, ανοίγω τον θερμοσίφωνα, παίρνω το μπάνιο μου, καλλωπίζομαι και πηγαίνω στην αφετηρία της πολύπαθης γραμμής 15. Ένα τρόλει που εκτελεί το δρομολόγιο Ελ. Βενιζέλου-Δικαστήρια-Πετράλωνα. Βρίσκω θέση και στρογγυλοκάθομαι μέχρι να φτάσω στο Σύνταγμα. Εκεί αποβιβάζομαι από το τρόλει και επιβιβάζομαι στο ΜΕΤΡΟ με κατεύθυνση προς Ελληνικό. Ενίοτε κατεβαίνω και στον Άγιο Δημήτριο. Αγαπημένο μου σπορ -έχω και τέτοια- είναι να παρατηρώ τον κόσμο. Να βλέπω και να ακούω. Και αυτή θα είναι η θεματική του σημερινού... Ο κόσμος στο Μετρό. 
1. Οι μοδάτοι:  Συνήθως τύποι νεαρής ηλικίας. Ντυμένοι σύμφωνα με τις προσταγές της μόδας. Είτε τζιν κολλητό, απαραίτητα σκισμένο στα γόνατα ή και αλλού με κομμάτια του ενδύματος να απουσιάζουν ή να έχουν σκιστεί εξαιρετικά επιμελημένα. Οι τύποι αυτοί κάθονται όρθιοι με ακουστικά στα αυτιά έχοντας ένα σακίδιο στην πλάτη. Πως ήταν του Σταυρούκου; Ένα τέτοιο πράγμα. Πολλοί απ΄αυτούς φορούν και γυαλιά ηλίου. Βλέπεις έχει και πάρα πολύ ήλιο στο βαγόνι. 
2. Τα στελέχη: Κυρίως άντρες. Ντυμένοι με κοστούμια σε απαραιτήτως στενή γραμμή και αν φορούν γραβάτα είναι στενή και πλεκτή. Πουκάμισα ατσαλάκωτα, χαρτοφύλακες ή Θεοδωρακικά σακίδια και τα i-phones ανά χείρας. Από κολώνιες δεν τα πάνε καλά. Το μαλλί με τζελ να λαμπυρίζει. Τα παντελόνια σε αφόρητα κολλητή γραμμή. Δεν έχει σημασία αν ο κύριος έχει κοιλίτσα. Αρκεί το παντελόνι να ναι στενό και το σακάκι περισσότερο. Θυμίζουν κάτι σε κυρίες της βικτωριανής εποχής με κείνους τους κορσέδες που θαρρείς και έκοβαν την ανάσα. Αποθέωση της κατηγορίας; Τα παπούτσια. Βεεεεεβαια. Μυτερά, ταμπά, καφέ, μαύρα.. Σκαρπίνια... μποτάκια ή και αρβιλάκια απλά επειδή υπάρχουν στα περιοδικά. Αγαπημένη τους συνήθεια; Να κοιτάνε αριστερά και δεξιά κάνοντας γκάλοπ αν τους κοιτούν... Υπέροχοι!

Έτσι αισθάνομαι κι εγώ το πρωί... Για διαφορετικό λόγο...
3. Οι κυρίες: Λατρεμένη κατηγορία. Κυρίες κάθε ηλικίας. Ντυμένες με κάθε πιθανό και απίθανο συνδυασμό. Λατρεύουν τα ρούχα. Λατρεύουν τα παπούτσια. Τις τσάντες. Τα πάντα. Κραγιόν από μωβ μέχρι μαύρο. Μαλλιά σε όλα τα χρώματα όπως πράσινο, μπλε, ροζ... Η Ίριδα θα ταν εξαιρετικά υπερήφανη. Νύχια. Ααααα.... Πολλά νύχια... Μακριά σαν της Κρουέλα. Με στρασάκια. Με γραμμές. Μισοφαγωμένα. Κοντά. Βαμμένα απροσδιόριστα. Δαχτυλίδια παντού. Χρυσά. Ασημένια. Να αγκαλιάζουν το δάχτυλο όπως ο βόας το θύμα του. Τα παρατηρείς αυτά γιατί κρατιούνται αγκαλιάζοντας τους στύλους. Μαλλιά κοντά, μακριά, λουσμένα, άλουστα, της τρελής, αποδομημένα, κότσοι, καρέ... τα πάντα... Παπούτσια; Πφφφ... από γόβα τύπου κλαρίνο μέχρι αυτά τα ορθοπεδικά κακά μαύρα Όξφορντ... Κολώνιες... Εκτός από το φυσικό τους όλες οι υπόλοιπες με κύριο χαρακτηριστικό το χύμα. Ιδίως όταν μυρίζει οινόπνευμα, αντισκοριακό ή ναφθαλίνη. Οι γλυκιές μου... έβγαλαν τα χειμωνιάτικα... Τι να σου κάνουν κι αυτές...
4. Οι διαβαστεροί: Δεν περίμενα ποτέ ότι η λογοτεχνία έχει τόση πέραση. Μπαίνουν στο βαγόνι. Ρίχνουν μια ματιά γύρω γύρω ενώ στερεώνονται αριστερά και δεξιά των θυρών. Ανοίγουν το τσαντάκι και βγάζουν το βιβλιαράκι. Αγαπημένοι συγγραφείς του Μετρό; Λένα Μαντά, Χρύσα Δημουλίδου και Άρλεκιν. Ναι. Βέβαια υπάρχουν ακόμα και οι λάτρεις του Νταν Μπράουν βλπ Κώδικας Ντα Βίντσι, και των 50 αποχρώσεων του Γκρι. Σ' αυτήν την κατηγορία εμπίπτω και εγώ. Βέβαια με αστυνομική λογοτεχνία. Τι να πεις... πετριά. Ένα πρωινό κάθεται δίπλα μου ένας τύπος. Με ρωτάει αν μπορεί να δει το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Του το δίνω. Του ρίχνει μια ματιά. Ξεροκαταπίνει, μου το επιστρέφει και αλλάζει θέση. Απορώ γιατί... μήπως ο τίτλος... «Ο Πίτερ Παν πρέπει να πεθάνει» του Τζον Βέρντον -μόλις το ολοκληρώσω θα σου πω... Απόρησα... Μάλλον θα ήταν ρομαντικός τύπος...
5. Οι οσμηροί: Η κατηγορία που μου φέρνει τρέλα και απόγνωση. Είναι τρομερό το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν έχουν σχέση με το νερό. Άνθρωποι που με το που μπαίνουν τους καταλαβαίνεις. Και όχι λόγω της γοητείας τους αλλά ένεκα της απλυσιάς τους. Πολλή βρώμα. Μυρίζουν, αδιαφορούν, σκαλίζουν και μυτούλα -λες να χαν αποθημένο το Αρχαιολογικό; ποιος ξέρει-. Είναι παράξενο. Το αποκορύφωμα είναι όταν πάνω από όλο αυτό το πράγμα φορούν και κολώνιες. Εκεί φεύγεις. Χάνεις τον κόσμο. Τρελαίνεσαι. Την Παρασκευή καθόμουν σε μια θεσούλα. Έρχονται τρεις κάθονται δίπλα μου -η γνωστή αντικρυστή τετράδα καθισμάτων. Κάποια στιγμή κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω ατυχώς το αυτί του συνανθρώπου. Κίτρινο. Όλο. Η εσάνς δε... συγκλονιστική. Τουλάχιστον ένα μήνα αποχή από το μπάνιο. Απέναντι το ίδιο οσμηροί άνθρωποι. Όχι δεν είδα τα αυτιά τους. Σηκώνομαι, διότι δεν γινόταν να κάθομαι. Δεν πρόλαβα. Το κακό ήρθε καταπάνω μου κυριολεκτικά. Ένας επαίτης με μαύρο σορτς και εξίσου μαύρα πόδια έπεσε επάνω μου. Νομίζω ότι απλά έπεσα σε κώμα. Τέτοια επαφή με βρωμιά... δεν ξανάχα. Είχα με εσάνς μασχάλης, ποδιών, ρούχων και μαλλιών αλλά τόσο κοντινή ποτέ. Σοκαρίστηκα. Αλήθεια. Τραγικό. Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγραφεί. Όχι. ΦΕΥ...
6. Οι επαίτες: Ναι. Οι γνωστοί κατατρεγμένοι που πωλούν αναπτήρες, στιλό και μαρκαδόρους γιατί απλά τους έχουν χτυπήσει όλες οι κακουχίες που μπορεί να βάλει ανθρώπινος νους. Συνηθισμένο θα μου πεις. Θα συμφωνήσω απόλυτα θα σου πω. Αλλά να... Είναι κρίμα... Πολύ κρίμα. Δεν έχω να πω πολλά... Μόνο ότι κάτι θα έπρεπε να γίνει... πολλά τα προσωπικά δράματα και η διαδρομή μικρή. 
7. Οι κοινωνικοί: Αααα... μεγάλη λατρεία. Συνήθως γυναίκες -τι άλλο-. Το πρωινό μου στο τρόλει ξεκινά έτσι. Με μία κυρία που κάθεται δίπλα μου. Δεν έχουμε συστηθεί αλλά γνωρίζω ότι έχει δύο γιους που ο ένας δουλεύει στην 3Ε και συζεί με την κοπέλα του που έχει τελειώσει αρχιτεκτονική και μιλάει 3 γλώσσες αλλά είναι 4 χρόνια άνεργη ενώ η σχέση τους μετρά πέντε χρόνια. Τα παιδιά συζούν αλλά με τα 700€ που παίρνει ο υιός άντε να παντρευτούν. Ο άντρας της συνταξιούχος υπαστυνόμος που ήθελε να δώσει για Νομική αλλά δεν πρόκαμε. Κι αν είχε και πολλά λεφτά θα έκανε και υαλουρονικό. Αμέ... Και μετά πέφτεις σε άλλο όγκο πληροφοριών. «Τελικά παραγγείλαμε πίτσα. Ρε συ ο Γιώργος έφαγε 8 κομμάτια κι εγώ 4. Μα 4 εγώ και 8 ο Γιώργος», έλεγε η κυρία στην διπλανή της κυρία. Και η διπλανή της κυρία «Ε άντρας είναι πρέπει να φάει. Καλά έκανες και πήρες πίτσα». Αγαπημένος διάλογος μεταξύ δύο ηλικιωμένων κυριών. Η μία πάντρευε τον γιο της αλλά δεν χώνευε την μέλλουσα νύφη. Επρόκειτο να πει στο καμάρι της ότι δεν θα πήγαινε στον γάμο αν δεν γινόταν στην Αθήνα, γιατί η καρδιά της αφενός και αφετέρου οι συμπέθεροι ήταν πολύ βλάχοι όπως είπε η πρωτευουσιάνα με το χρυσό δόντι. Βεεεεβαια... Το χε βάλει αμέτι μου χαμέτι να χαλάσει τον γάμο. Νόμιζα ότι έβλεπα ταινία. Χρειαζόμουν πασατέμπο. 
Και κάπως έτσι περνούν τα πρωινά και τα απογεύματά μου. Βλέποντας και επεξεργάζοντας τον κόσμο. Ακούγοντας συζητήσεις παντός θέματος. Παντός είδους. Αυτά βλέπω και δικαιολογώ τον τίτλο του «Τίμωνα του Μισάνθρωπου» που μου έχουν απονείμει οι φίλοι μου... Από την άλλη δεν με λες και περίεργο άνθρωπο... όχι. Τι?! Είμαι εγώ περίεργος άνθρωπος?! Γιατί?! Ε?! Ε?! Όχι να μου το τεκμηριώσεις... Περιμένω...

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ένα Μπαούλο θυμάται...

Παρασκευή πρωί... Περπατούσε γρήγορα για να αποφύγει την βροχή... Δυστυχώς όμως το τακούνι του παπουτσιού της έσπασε και εκείνη κοντοστάθηκε. Στάθηκε λιγάκι και αποκαμωμένη ξεκίνησε να παρατηρεί τι γίνεται... ήταν σαν να σταματούσε τον κόσμο. Ξαφνικά δεν υπήρχαν ήχοι. Αισθανόταν σαν να έβλεπε ταινία σε πλήρη σίγαση με τα πλάνα να είναι τόσο αργά τόσο νωχελικά. Μέχρι που άκουσε κάτι... κάτι ακαθόριστο... κάτι που ήταν τόσο απαλό αλλά τόσο δυνατό που σχεδόν την έβγαλε από την απραξία της. Γύρισε το κεφάλι και είδε ένα μπαούλο... Στην αρχή απόρησε μα μετά το προσέγγισε. Με φόβο στην αρχή. Άρχισε να νομίζει ότι τρελάθηκε, ότι κάτι λάθος συνέβαινε... Όμως για έναν παράξενο λόγο αυτό όλο της φαινόταν απίστευτα γοητευτικό. Ξαφνικά ήθελε να το προστατεύσει. Να το προφυλάξει... να το φυγαδεύσει. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της και το μετέφερε στο σπίτι της...
Εκεί το άφησε τρυφερά κάτω από το παράθυρο δίπλα από το τζάκι. Πέταξε τα παπούτσια της με το μισοτσακισμένο τακούνι, έβγαλε το άνορακ και έφερε πετσέτες να το σκουπίσει. Το σκούπιζε απαλά και το αισθανόταν να μιλάει. Σαν να τεντωνόταν. Σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Ήταν τόσο ζωντανό... Τόσο έντονη παρουσία... Και τότε συνέβη...
«Σε ευχαριστώ πολύ...Είχα πάψει να πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι... Η ιστορία μου είναι παλιά... Νοσταλγική και επίπονη... Δεν ξέρω πότε γεννήθηκα. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Βλέπεις η ύπαρξή μου ήταν πάντοτε ταυτισμένη με την ανάγκη. Με την ανθρώπινη ανάγκη της μεταφοράς. Με το κουβάλημα. Ξέρω ότι με έκαναν ανθεκτικό για να μπορώ να χωράω. Να χωράω αναμνήσεις, ελπίδες, προσμονές, χαρές και λύπες. Για να μπορώ να γεμίζω και να αδειάζω κάθε φορά που εσείς οι άνθρωποι αποφασίζετε να αλλάξετε κάτι.
Θυμάμαι όταν με πρωτοπήραν. Μια οικογένεια από τον Πειραιά. Ήμουν στο μαγαζί του μάστορα όταν ήρθαν ο πατέρας με τον γιο. Ακόμα το θυμάμαι. Ένας άντρας σχετικά ψηλός με ένα αγόρι εξαιρετικά τρομαγμένο. Από την αρχή φαινόταν ότι ο πατέρας είχε λάβει αποφάσεις και ο γιος θα τις εκτελούσε. Έψαχναν ένα μπαούλο ανθεκτικό που να μπορεί να αντέχει στα ταξίδια γιατί θα μετέφερε πολλά. Τον άκουγαν τα αδέρφια μου τρομαγμένα. Ο άνθρωπος μιλούσε και γελούσε τόσο δυνατά που όλοι παρακαλούσαμε να μην βρει κάτι στο μαγαζί μας. Ο μάστορας μου υπέδειξε εμένα ως πιο ογκώδη, ως πιο σκληροτράχηλο. Πόσο παράξενα παίζει μαζί μας η Μοίρα. Έτσι το λέτε νομίζω... Μοίρα... Κισμέτ... Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει. Μπορώ να σου πω ότι περισσότερο ένιωθα παρά καταλάβαινα. Χάζευα το αγόρι. Ψιλόλιγνο σχεδόν καχεκτικό.

Κοιτούσε τον πατέρα του με φόβο. Με δέος. Είστε αστείοι οι άνθρωποι όταν φοβάστε. Κλείνεστε. Μαζεύεστε. Χάνετε πόντους από την ύπαρξή σας. Έχετε πλάκα... Λένε ότι σαν έχει πλάσει καθ΄ομοίωση μα η ομοίωση σας προκύπτει μόνο στις χαρές. Εκεί αισθάνεσθε θεοί. ΄Ατρωτοι. Τέλος πάντων... Ο πατέρας με διάλεξε και ο δικός μου δημιουργός με φόρτωσε σε μια καρότσα ενός τρίκυκλου, με έδεσε με τριχιά και με οδήγησε στο σπίτι. Εκεί κατάλαβα τι με περίμενε. Η μάνα που έκλαιγε. Η αδελφή που στεκόταν αμίλητη στην άκρη του σαλονιού. Ένα φτωχό σπίτι. Άνθρωποι μικροί που περίμεναν από το αγόρι να γίνει λύση. Το αγόρι που θα θυσιαζόταν για τους τρεις τους. Το αγόρι που θα ταξίδευε στην Αμερική για να βρει δουλειά και να τους στέλνει λεφτά.
Όλα για τα λεφτά. Είναι να απορεί κανείς... Πόση αξία δίνετε στα λεφτά άνθρωποι. Τα μετράτε όλα με χαρτί. Όσα περισσότερα χαρτιά έχετε τόσο καλύτερα αισθάνεσθε. Μα δεν μου λες, με συναισθήματα τι μετράτε; Την ανασφάλεια σας; Την ανάγκη σας; Τον εγωισμό σας; Η μάνα με άνοιξε και άρχισε να βάζει μέσα ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια... μα εγώ δεν γέμιζα... ήταν τόσο λίγα τα πράγματα του αγοριού. Τελικά η μάνα αποφάσισε να βάλει μέσα και προικιά. Ποιος ξέρει σκέφτηκε μπορεί να βρει μια καλή κοπέλα... Το ταξίδι θα ξεκινούσε σε δύο μέρες. Πειραιάς Νέα Υόρκη με ενδιάμεσους σταθμούς διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Όλη μέρα η οικογένεια έκλαιγε. Όλοι εκτός του πατρός. Εκείνος βλέπεις ήταν άντρας. Έπρεπε να παινεύει τον γιο. Να απαιτεί από τον γιο. Και ο γιος... Μικρός. Ταπεινός. Χωρίς θέληση. Υπάκουε. Ώσπου έφτασε η μέρα. Επιβιβαστήκαμε εγώ και το αγόρι στο μεγάλο πλοίο. Με οδήγησαν σε ένα μέρος σκοτεινό. Σε ένα μέρος που υπήρχαν κι άλλα μπαούλα. Άλλα αστραφτερά κι άλλα φθαρμένα. Ψυχές στοιβαγμένες. Ψυχές μισές. Ψυχές είμαστε. Ψυχές που πρέπει να εξυπηρετήσουν τα σώματα-ξενιστές. Υπηρέτες στην ιδέα της αρχής ή και του τέλους ενίοτε. Το ταξίδι άρχισε κι εμείς αρχίσαμε να κουνιόμαστε. Τα κύματα έδιναν τον σκοπό κι εμείς χορεύαμε. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Άλλος πήγαινε στην Νάπολη, άλλος στην Βενετία. Οι περισσότεροι όμως πηγαίναμε στην Νέα Υόρκη. Συνάδελφοι κουβαλούσαν προικιά. Νυφικά. Απομεινάρια ζωής σε συνθήκες άθλιες. Άλλοι κουβαλούσαν παπούτσια και φωτογραφίες. Όλοι όμως κουβαλούσαμε ελπίδα. Ήμασταν όλοι σε αποστολή. Όλοι είχαμε κοινή αφετηρία και αβέβαιο προορισμό εξαιρουμένου του γεωγραφικού. Αφετηρία τα κλάματα, οι ευχές, οι κατάρες και προορισμός... ακαθόριστος. Ήμασταν το μέσο. Φτάσαμε στην Νέα Υόρκη και πήγαμε στην Νήσο Έλις. Εκεί μείναμε κάμποσο καιρό. Να μην στα πολυλογώ. Έμεινα με το αγόρι πολύ καιρό. Μέχρι που το αγόρι έγινε άντρας και γύρισε στην πατρίδα.
Πλούσιο. Ευτυχές καθώς πια μπορούσε να αναμετρηθεί με το πραγματικό πρότυπο. Γυρίσαμε. Και εγώ έφερνα μαζί μου δώρα για τις γυναίκες και τα ανήψια. Εγώ ήμουν η χαρά. Ήμουν το μέσο πάλι. Ποτέ δεν έγινα κάτι άλλο. Ποτέ δεν λογίστηκα για κάτι περισσότερο. Ήμουν ο αχθοφόρος. Έφερα άχθος. Γιατί εσείς οι άνθρωποι όσο τρανοί κι αν είστε μέσα σας κουβαλάτε άχθος. Το άχθος του φόβου. Της ανασφάλειας. Έτσι και το αγόρι. Γέμισαν οι τσέπες του μα ο φόβος ήταν πάντοτε εκεί. Δεν εξαγοραζόταν. Υπέβοσκε. Μόνο όταν είδε τον πατέρα στο νεκροκρέβατό του ξεστόμισε ένα σε νίκησα. Μόνο τότε επιβλήθηκε... Είστε τόσο αφελείς. Μεγαλοστομίες στην αρχή και μετά σιωπή και σκοτάδι. Το αγόρι έζησε κι έκανε κι άλλα παιδιά. Και φερόταν περίπου σαν τον πατέρα του. Επιστροφή στο καθ ομοίωση. Κι εγώ εκεί. Να ανοίγω και να κλείνω. Να με ραίνουν με ναφθαλίνη και αντισκοριακά. Να με ανοίγουν για να κρύψουν. Να με κλείνουν για να μην βλέπουν την ξεφτισμένη μου επένδυση. Μέχρι που το αγόρι πέθανε και τα ηνία ανέλαβε ο δικός του γιος. Έκανε ανακαίνιση στο σπίτι και αποφάσισε ότι εγώ δεν είχα θέση εκεί. Βέβαια. Ήμουν άχρηστο. Ήμουν απλά ένα στοιχείο διακόσμισης που άρχισα να μαδάω. Άρχισα να χάνω την λάμψη μου. Σαν τα παιχνίδια των παιδιών. Ποτέ όμως δεν σκέφτεσθε ότι ένα φαινομενικά άψυχο αντικείμενο έχει περισσότερη ψυχή απ όση αντέχετε να αντιληφθείτε, άνθρωποι. Γιατί ξεσπάτε στα αντικείμενά σας. Ταυτίζεστε. Τους ανοίγεστε γιατί είστε σίγουροι ότι δεν θα σας προδώσουμε ποτέ, αφού εμείς δεν έχουμε μιλιά. Είστε ηλίθιοι άνθρωποι. Θεωρείτε ότι δεν κινδυνεύετε από τους ΄κωφούς και τους άλαλους μα δεν καταλαβαίνετε ότι από μας κινδυνεύετε περισσότερο. Γιατί σας ξέρουμε. Ξέρουμε τι είστε και τι αισθάνεσθε με την αφή σας. Αν έχετε ιδρωμένα χέρια φοβάστε... αν έχετε κρύα χέρια... αν κλαίτε ή αν κλαίει η ψυχή σας.
Τέλος πάντων... Εγώ λοιπόν κατέληξα στα σκουπίδια. Εκεί που με βρήκες. Κι αυτή είναι η ιστορία μου. Μόνο σε παρακαλώ ένα πράγμα... Αν θελήσεις να με ξεφορτωθείς μην με παρατήσεις στα σκουπίδια. Διέλυσε με... Σπάσε με μα μην μ αφήσεις στα σκουπίδια. Ξέρεις δεν είμαι άνθρωπος. Μπορεί να αγοράζομαι μα δεν εξαγοράζομαι. Κάνε με κομμάτια. Δεν θα με πληγώσεις. Βλέπεις εγώ δεν μπορώ να αισθανθώ πόνο. Αισθάνομαι τον δικό σας πόνο... Κι έχετε τόσους. Σαν μικροί Χριστοί στον Γολγοθά λίγο πριν την Σταύρωση. Μην μου δίνεις άλλο βάρος στους ώμους...»
Κι εκείνη κατάλαβε ότι αυτό το μπαούλο θα ήταν πάντοτε εκεί. Εκεί για κείνη. Για να της θυμίζει μια πλευρά που είχε λησμονήσει...

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Α.Τ. Κυψέλης... Μια κλοπή κι ένα δίωρο...

Σάββατο σήμερα. Ξημέρωσε ο Θεούλης την ημέρα με πολλή πολλή βροχή... Η μέρα σκούρα και έντονα γκρίζα. Εγώ βυθισμένη στον καναπέ μου απολάμβανα την σαββατιάτικη σιωπή ενώ παράλληλα αναρωτιόμουν για τον λόγο που έπρεπε να ξυπνήσω πάλι νωρίς...
Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο αδερφός μου με την εύλογη απορία για την παρουσία μου στο σπίτι εν τη απουσία του Κυριάκου. Ο Κυριάκος... Ο Κυριάκος είναι, ήταν το αυτοκινητάκι μου... Ένα ασημί Smart Cabrio του 2005 έκδοση Sunray με πινακίδες ΙΕΥ 3030. Ο Κυριάκος, λοιπόν, ήταν δώρο της μαμάς. Μου τον είχε φέρει της Αγίας Κυριακής με κόκκινους φιόγκους. Κάποτε η κουκούλα είχε χρώμα κόκκινο αλλά φαίνεται κάποιος αποφάσισε να του πάρει το σκαλπ του έρμου του Κυριάκου και από το 2015 φοράει-φορούσε -συγνώμη μα δεν μπορώ να αποφασίσω σε τι χρόνο θα μιλήσω για το αυτοκινητάκι μου- μαύρη κουκούλα.
Τον Κυριάκο τον αγαπούσα. Τον αγαπάω. Είχαμε περάσει πολλά μαζί. Με κείνον έμαθα να οδηγώ. Του μιλούσα, του τραγουδούσα και γενικώς με τον Κυριάκο μπορούσα να είμαι όπως ήθελα εγώ. Δεν με δυσκόλευε ποτέ. Δεν μου ζητούσε τίποτε. Αντίθετα μου έδινε. Ελευθερία, αγάπη... φρόντιζε να φτάνω παντού ασφαλής. Ακόμα κι όταν είχα μαύρες εκείνος ήταν εκεί. Πρόθυμος να κάνει ό,τι μπορεί για να είμαι εγώ καλύτερα. Κι εγώ τον πρόσεχα. Τον πότιζα με την καλύτερη βενζίνη, του έπαιρνα πραγματάκια... τον είχα πάντοτε καθαρό... Μέχρι που σήμερα ή μάλλον εχθές την νύχτα κάποιος αποφάσισε να μου στερήσει αυτό το αγόρι -δύο σταθερά αγόρια είχα στην ζωή μου...τον Κυριάκο και τον θυρεοειδή...πάει ο ένας-.
Συνειδητοποιούμε λοιπόν με τον Κωνσταντίνο -ο αδερφός- ότι το αυτοκινητάκι μου εκλάπη. Ειδοποιούμε και τον μπαμπά, έτσι για να ναι ενήμερος και να ασχοληθεί με τα τεχνοκρατικά του πράγματος ήτοι με την ασφαλιστική. Επόμενο βήμα; Η Αστυνομία. Μέρος; Το Αστυνομικό Τμήμα Κυψέλης στην οδό Θήρας.

Τοίχος πάνω από το σαλονάκι... τρε σικ... νε σπα;
Με πηγαίνει ο αδελφός και με αφήνει στο Τμήμα. Μου δίνει και την συμβουλή «Ψύχραιμα μ' αυτούς» και φεύγει. Μπαίνω μέσα και πηγαίνω στον πρώτο όροφο. Στον Αξιωματικό Υπηρεσίας τρομάρα να του ρθει, που του έχει έρθει δηλαδή αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα... Έξω από την πόρτα δύο άνθρωποι. Ένας νεαρός και μια κυρία. Και μετά εγώ. Ένα σύνολο καθισμάτων σε μεταλλικό πλέγμα και σε μπλε σκισμένο ύφασμα και μπροστά ένα ημικυκλικό τραπέζι -τουλάχιστον αυτό υπέθεσα- ξεχαρβαλωμένο και χωρίς το ένα πόδι από την μία πλευρά. Οι τοίχοι ορφανοί. Μόνο σε έναν υπήρχε ένα πόστερ με εξαφανισμένα παιδιά. Στον άλλον υπήρχαν σημάδια από πολυκαιρισμένο σελοτέιπ σε σχήμα Χ ενώ σε έναν άλλον τοίχο υπήρχε μια συνδικαλιστικού περιεχομένου αφίσα που ζητούσε Εναλλακτική Λύση... Η κατάσταση τραγική. Και σε όλο αυτό υπήρχε και ο Α.Υ. Βεεεεβαια... το παλικάρι...
Πάνω από 30 δεν ήταν. Κοντός και προφανώς αναλφάβητος. Εμείς περιμέναμε καρτερικά την ειδοποίηση του ΑΥ να περάσει ο επόμενος. Η ώρα περνούσε, εγώ δυσανασχετούσα. Του μιλάω και εκείνος μου δείχνει απλά κάτι χαρτιά που συμπλήρωνε... Και κάπως έτσι πιάσαμε την κουβέντα με την κυρία και τον νεαρό. Η κυρία λοιπόν ακούει στο όνομα Νατάσα και έπεσε θύμα μάλλον πορτοφολά στην Φ. Νέγρη. Της έκλεψαν όλο το πορτοφόλι όπου μέσα είχε οοοοοολα της τα χαρτιά... δίπλωμα αυτοκινήτου, μηχανής και μοτοποδηλάτου, το χαρτί από ένα νοσοκομείο που δεν υπάρχει πια, κάρτες ανάληψης, κάρτα ΟΑΕΔ και πολλά άλλα... Για να μαι ειλικρινής αναρωτήθηκα αν όντως έχασε πορτοφόλι ή τσάντα...
Ο νεαρός λεγόταν Έσπερος... Βέβαια. Γραφίστας από το Σούνιο που έκανε μεταπτυχιακό στην Οπτική Επικοινωνία και που του έρμου του έκλεψαν το ποδήλατο από την Ασκληπιού που το χε δέσει και με αλυσίδες. Μια παρέα γίναμε. Αρχίσαμε να γνωριζόμαστε. Η Νατάσα, παντρεμένη με Κύπριο έχει έναν γιο τον Φαίδρο. Που δεν άντεχε τους Τούρκους αλλά ένας φίλος της έκανε δώρο μια κρουαζιέρα στην Κωνσταντινούπολη και κατάλαβε ότι «εμείς οι Έλληνες είμαστε άξιοι της μοίρας μας». Ο Έσπερος σαφώς πιο μαζεμένος, σαφέστερα περισσότερο λακωνικός απλά χαμογελούσε και μας εξιστόρησε την εμπειρία του. Είχε πάει στον φίλο του και το πρωί που έφυγε το ποδήλατο δεν ήταν εκεί. Εκεί βρισκόταν μόνο η αλυσίδα.
Σε κάποια φάση βγαίνει και ο ΑΥ και ρωτάει αν έχουμε κλοπές ή απώλειες. Παίρνει λοιπόν την Νατάσα και αφήνει τον Έσπερο και μένα στο ελεεινό σαλονάκι. Να μην τα πολυλογώ μετά από 45 λεπτά μπαίνει και ο Έσπερος μέσα. Στο μεταξύ εγώ περιμένω με το τηλέφωνο να χτυπάει και να με ρωτάνε τι κάνω και πόση ώρα περίμενα στο τμήμα. Εν τω μεταξύ απέκτησα κι άλλη παρέα. Μια κυρία με κάρντιγκαν και γαλότσες. Κάθεται η μαντάμ και χτυπάει το κινητό της «Ναι μάλιστα. Ναι πωλείται. 86 τετραγωνικά 45.000 ευρώ. Αυτό είναι δικό μου θέμα. Σας είπα ότι είναι λεπτομέρειες προσωπικές αυστηρά. Τι σας νοιάζει; Ναι είναι μισθωμένο στην Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ. Και τι σας αφορά; Θέλετε να το δείτε; Κατασκευή του '66». Η μαντάμ της Υπάτης Αρμοστείας η οποία Αρμοστεία μετά έγινε ΜΚΟ΄.
Έρχεται και η σειρά μου με τον βαριεστημένο και μάλλον αναλφάβητο ΑΥ να με ρωτάει γιατί δεν πήγα στο ΑΤ Αμπελοκήπων. Αφού του πήρε γύρω στο εικοσάλεπτο να γράψει ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο, ήρθε κι άλλος μπατσούλης. Εγώ σε διαφημίσεις. Έπρεπε ο ένας να ενημερώσει τον άλλον. Ο απερχόμενος αναλφάβητος που έγραψε το Άννα με ένα /Ν/ είχε και την απορία αν το όνομά μου είναι σύντμηση άλλου μου ρίχνει ένα βλέμμα και μου λέει «άλλη φορά να πηγαίνεις σε άλλο ΑΤ. Εδώ εμείς είμαστε χαλαροί». Τον κοιτάω εγώ και τον κοιτάει κι ο συνάδελφος. Ο συνάδελφος του... ψυχουλάκι. Αστυνομικός που σπουδάζει στο Παιδαγωγικό της Αθήνας. Νορμάλ άνθρωπος.
Και κάπως έτσι πέρασα ένα δίωρο και κάτι -προς τρίωρο- στο εξωτικό ΑΤ Κυψέλης. Σε ένα τόσο μίζερο και εγκαταλελειμένο Τμήμα όσο και ο χαρακτήρας εκείνων που δουλεύουν εκεί. Με τους αστυνομικούς να καλπάζουν στις σκάλες και να κοντοστέκονται στα ενδιάμεσα σκαλιά. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τον λόγο.
Και κάπως έτσι έχω μείνει χωρίς Κυριάκο και με την αίσθηση της ύπαρξης της Αστυνομίας. Και μπορώ να καταλήξω στο εξής συμπέρασμα... Στην Αστυνομία τελικά γίνονται όλα για έναν λόγο... για να έρχονται οι άνθρωποι κοντά... Ποια ΝΟΚΙΑ... Γκρικ πολίς κονέκτινκγ πιπλ... γιατί έτσι πάει... πλέον μπορώ να αναφωνήσω περιχαρής... άλλος με την βάρκα μας...; Τολμάτε...;

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Και ζήσε το ταξίδι...

Βράδυ Φθινοπώρου... τα πρώτα κρύα ή μάλλον για να είμαι ακριβέστερη η πρώτη υποψία κρύου έκανε την εμφάνισή της... και είσαι στο σπίτι... και έχεις βάλει καλτσάκια ή ακόμα και ζακέτα ή ζακετούλα -αν χωράς σε ρούχα με κατάληξη υποκοριστικού... Κάθεσαι, λοιπόν, τυλιγμένος/-η στον καναπέ ή στην καρέκλα του γραφείου σου, καπνίζεις, τρως σοκολάτα και ακούς μουσική...
Νταλάρα... τι άλλο... και πέφτεις σε ένα τραγουδάκι που λέει «Δεν έκανα ταξίδια μακρινά» και σκέφτεσαι την Μικρή Πατρίδα... Και αφήνεσαι σε ένα ταξίδι... Ένα ταξίδι που δεν έχει αρχή. Δεν έχει μέση. Δεν έχει τέλος. Το κυριότερο,όμως, δεν έχει αποσκευές.
Μόνη αποσκευή ο νους. Ο νους... τι παράξενα ταξιδεύει ο νους... δραπετεύει... φεύγει. Έτσι ξαφνικά. Χάνεται... Πλανάται... Σε άλλες διαστάσεις. Σε άλλα Σύμπαντα. Εκεί που ο χρόνος μηδενίζει. Εκεί που υπάρχει μόνο ... αλήθεια τι υπάρχει; Αλήθεια; Όνειρο; Προορισμός;
Κανείς δεν μπορεί να ορίσει εκείνο που υπάρχει. Ουδείς είναι βέβαιος. Μόνη βεβαιότητα η αναγκαιότητα. Η ανάγκη να φύγεις. Να χαθείς. Να κυνηγήσεις και να κυνηγηθείς. Να χάσεις και να βρεις. Να χάσεις εσένα για να βρεις εσένα. Να χάσεις το παρόν για να βρεις κάτι παράλληλο. Σχήμα οξύμωρο. Χάνω το τώρα για να βρω το τώρα. Χάνω εμένα για να βρω εμένα. Παράξενο πράγμα. Παράξενη σκέψη. Τόσο που για ορισμένους γίνεται παρανοϊκή. Όμως τι μας νοιάζουν εμάς αυτοί οι ορισμένοι... αυτοί που ζουν στα κουτάκια τους... που μένουν ασυγκίνητοι στα ενδεχόμενα, απλά επειδή τα δικά τους ενδεχόμενα είναι μαύρα ή σχεδόν μαύρα... άστους αυτούς και γύρνα σε μας.
Σε μας που για ένα ταξίδι θυσιάζουμε εμάς. Ναι. Έτσι είναι, αν το καλοσκεφτείς. Μπαίνουμε σε ταξίδια με μηδενικές αποσκευές. Χωρίς προσμονές. Χωρίς σκέψεις. Σκέτοι. Μόνο με τον εαυτό μας. Και αφηνόμαστε. Σαν να μπαίνουμε, να εισχωρούμε στις σελίδες ενός βιβλίου μυστήριου. Που τίτλος του μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε λέξη... «Έρωτας», «Μοναξιά», «Αναζήτηση», «Χάσιμο»... Πολλοί οι τίτλοι... περισσότερα τα ταξίδια... Πόσες λέξεις... Πόσα ταξίδια...
Και σε κάθε ταξίδι κερδίζεις και μια ακόμα αποσκευή... όχι απτή. Όχι κυριολεκτική. Μα βιωματική. Μια αποσκευή που την φορτώνεσαι, όπως ο στρατιώτης μια πληγή από βόλι στην γραμμή του μετώπου. Γίνεται ίδιον η βαλίτσα. Μόνο που το περιεχόμενό της είναι πάντοτε ίδιο. Πληγές, σημάδια και γράμματα. Όλα τα χαρακτηριστικά του ρακένδυτου φαντάρου. Εκείνου που πήγε. Εκείνου που γύρισε. Γιατί κάθε ταξίδι είναι και μια μάχη. Μια μάχη με σένα.

Μια μάχη με τον εσώτερο εαυτό.
Κι όμως... Αυτές οι βαλίτσες που είναι βαριές είναι τα παράσημα σου. Εκείνα που μονάχα εσύ ξέρεις ότι τα έχεις. Δεν είναι ορατά. Δεν ξοδεύονται. Δεν εκτίθενται. Μόνο εσύ τα γνωρίζεις. Κι αν είσαι ευλογημένος, μπορεί να τα δείξεις σε κάποιον... Σε κάποιον που θα σκύψει και θα τα θαυμάσει. Όπως θα κάνεις κι εσύ στα δικά του παράσημα. Δεν είναι φτηνά τα παράσημα.
 Επιστροφή στο ταξίδι λοιπόν... Στην μαγική διαδικασία που σημαίνει ή και που συνεπάγεται την ελευθερία. Θέλει ελευθερία και ουχί ελευθεριότητα ένα τέτοιο ταξίδι. Η αναζήτηση... Το φευγιό. Θέλει πνεύμα και συνείδηση καθαρή. Το ψέμα δεν χωράει σε τέτοιες περιπλανήσεις. Είναι περιττό. Η υποκρισία είναι ξένη και η ψευτιά βρωμιά.... Θέλει συνέπεια ένα ταξίδι... Συνέπεια και ψυχή ανοιχτή.
Το μυαλό να πετάει... Να δημιουργεί κόσμους. Κόσμους που θα κατοικούνται από υπάρξεις καθαρές. Διάφανες. Τόσο διάφανες που θα μοιάζουν με στοιχειά. Σαν εκείνα που φοβόμασταν στην παιδική μας ηλίκια. Σαν εκείνα από τα οποία πασχίζαμε να κρυφτούμε...
Εκείνα που έκαναν την εμφάνισή τους τα μεσάνυχτα... Θυμάσαι; Θυμάσαι τον φόβο σου; Ταξίδι στους φόβους λοιπόν. Ταξίδι στην εποχή του ξεχασμένου. Της φθαρμένης μας αθωότητας. Σκοπός η αναζήτηση. Το χαμόγελο. Ο νόστος. Αυτοσκοπός η απόδραση. Από το τώρα. Από το στενό πλαίσιο. Από το πλαίσιο που ενδεχομένως επιβλήθηκε. Ίσως από τις συνθήκες. Ίσως από τα πρέπει. Ίσως από τον καθωσπρεπισμό και τις μεγαλόστομες ταμπέλες που μας φόρεσαν.
Ταξίδι στο Όνειρο. Εκεί που όλα γιγαντώνονται. Εκεί που όλα αποκτούν και κουμπώνουν αποκλειστικά στην διάσταση που επιλέγεις.
Απόδραση σε ένα νησί. Με μια σχεδία μονάχα. Σαν άλλος Οδυσσέας. Μα για στάσου... Εκείνος είχε προορισμό... Την Ιθάκη. Την Πινελόπη. Έναν προορισμό που έμενε σταθερός. Σταθερά ζωγραφισμένος με χρώματα έντονα. Κι όμως. Ακόμα κι αυτός χάθηκε. Αφέθηκε στις Κίρκες. Ξέχασε για να θυμηθεί αργότερα. Η Πηνελόπη όμως έμεινε. Εκεί. Φιγούρα ταυτισμένη με την αναμονή. Την προσμονή. Το δεδομένο. Στοιχείο καρτερίας. Μοτίβο εξειδανικευμένο. Στάσιμη. Μονάχα ο ταξιδευτής γύρισε με εμπειρία. Ακλόνητος στο αρχικό. Χάθηκε στην πορεία μα βρέθηκε. Εξευμενίστηκε. Γνώρισε την κάθαρση. Εκείνη που του τόσο απλόχερα του προσέφερε η θάλασσα.
Ταξίδι στην θάλασσα. Σε κείνη που σου παίρνει και σου φέρνει. Σε μια διαδρομή ανάλογη των διπλώσεων που κάνουν τα κυματάκια που σκάνε στην παραλία. Ταξίδι στο νερό. Στο στοιχείο που γνωρίζουμε κατά την δημιουργία μας.
Ταξίδι στην Αρχή. Στην δημιουργία. Στο τίποτα που είναι πάντα. Εκεί που μπορείς να κάνεις όνειρα ζωής. Ανενόχλητος. Χωρίς παρεμβάσεις. Ταξίδι στον κόσμο που στέκουν ψηλά οι αξίες και τα ιδανικά που έχεις διαμορφώσει.
Ταξίδι στον Έρωτα. Στην αναζήτηση του ιδεατού άλλου. Ενός Άλλου που θα σε συμπληρώσει. Θα σε ολοκληρώσει. Μπορεί και να σε πληγώσει. Μα δεν σε νοιάζει. Στο τέλος αυτό που μένει είναι ζωή. Οι πληγές μαρτυρούν ζωή. «Νίκη νίκη όπου έχω νικηθεί» λέει ο Ελύτης. Δίκιο έχει. Απόλυτο. Κάθε ήττα μια νίκη. Ένα δίδαγμα. Ακόμα κι αν είσαι σαν εμένα...
Σαν εμένα που έχω αρκετές τέτοιες νίκες στο παλμαρέ μου μα μυαλό δεν βάζω... Ανασκουμπώνομαι, ανοίγω τους χάρτες μου, παίρνω τον διαβήτη και χαράσσω νέα πορεία... με ένα καράβι... με ένα τρελοβάπορο... όρτσα λα μπάντα λέμε και προχωράμε... χωρίς προορισμό... ποιος ενδιαφέρεται για το λιμάνι... άλλωστε οι άξιοι καπεταναίοι είναι για τις ανοιχτές θάλασσες, τους ωκεανούς... όμορφο το αραξοβόλι όταν όμως δεν είναι ψευδαίσθηση... ψέμα... ακόμα και τότε μοιάζει τόσο ασύλληπτα και μοναδικά γοητευτικό που ναι... καις τα καράβια σου... δίνεις το βασίλειο σου...Αρκεί να ζήσεις το ρημάδι το ταξίδι...

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Μην μπλέκεις με «Φευγάτους»!

Μην μπλέκεις με φευγάτους... είναι κακό. Είναι κακό για σένα. Είναι σφάλμα. Ιδίως όταν εσύ είσαι στρατευμένος. Γιατί να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Γιατί να υποβληθείς σε ένα διαρκές για σένα μυστήριο; Είσαι τόσο γειωτικός έως και γειωμένος τόσο προσκολημένος στην δική σου πραγματικότητα, που εμείς οι φευγάτοι όπως μειονεκτικά και περιπαικτικά μας αποκαλείς ερχόμαστε να ανατρέψουμε το ατομικό σου σύμπαν.
Μην μπλέκεις με μας. Ναι με μας. Βάζω και τον εαυτό μου μέσα στην κατηγορία. Έχω σιχαθεί να ακούω ότι είμαι φευγάτη. Ότι είμαι κάτι παράξενο. Ξένο. Ότι ανήκω στην κατηγορία που για να την αντιμετωπίσεις, θα πρέπει να φωνάξεις από πνευματιστή μέχρι την Opus Dei -αν δεν ξέρεις τι είναι, μπορείς εύκολα να το... γκουγκλάρεις. Είναι η πρακτική σου άλλωστε.
Απευθύνομαι σε σένα φίλη/φίλε που αντιμετωπίζεις την δική μου κατηγορία σαν κάτι εξωπραγματικό. Σαν κάτι που θέλεις και που έχεις ανάγκη να ξορκίσεις. Να απεμπολίσεις. Να τερματίσεις. Γιατί εμάς μας φοβάσαι. Το ερώτημα όπως απευθύνεται σε σένα. Γιατί μπλέκεις με φευγάτους; Το αποψινό, λοιπόν, είναι για σένα. Για σένα που δεν μας θες αλλά δεν ξέρεις να μας ξεχωρίζεις. Ένα εγχειρίδιο χρήσης βρε παιδί μου για να μάθεις τι είμαστε και γιατί δεν πρέπει να μπλέκεις μαζί μας.
Οι φευγάτοι δινόμαστε. Πολύ. Έχουμε την ικανότητα να μπαίνουμε στις καταστάσεις. Έχουμε μια δυνατότητα να εισχωρούμε στη ζωή σας και να την αλλάζουμε. Σας δίνουμε προοπτικές. Σας ανοίγουμε δρόμους. Δρόμους που σας οδηγούν στην αλήθεια σας. Στο πεδίο από το οποίο πασχίζετε να βγείτε. Σας ωθούμε στη γυμνή σας οντότητα, και δεν εννοώ στην χωρίς ρούχα οντότητά σας. Είναι σαν να σας βλέπουμε και σας αποκαλύπτουμε αυτό που εμείς εισπράττουμε ως μαύρο. Αυτό που εμείς καλούμαστε να φωτίσουμε. Μην μπλέκεις λοιπόν με φευγάτους, αν δεν θέλεις να αποκαλυφθείς. Αν προτιμάς την πανοπλία της θωράκισης που τόσο έντεχνα έχεις δημιουργήσει. Μείνε σ' αυτό. Είσαι καλά εκεί. Έλα... είσαι ασφαλής.

Μην μπλέκεις με φευγάτους. Θα σε μπερδέψουν. Θα σου μιλήσουν για τα ωραιότερα ταξίδια που είναι εκείνα που δεν έχουν κάνει ποτέ, παραφράζοντας τον μέγα Χικμέτ -Ναζίμ το μικρό του στην περίπτωση που θελήσεις να γράψεις τσιτάτο του στο φατσοβιβλίο για εφέ. Θα σε κάνουν μόνιμο λειτουργό της Παναγιάς της Παντοχαράς της Σικίνου. Θα σου μιλούν για την αλληγορία της ύπαρξης. Μην μπλέκεις με φευγάτους λοιπόν. Θα σε πλανέψουν.
Ναι. Μην μπλέκεις με φευγάτους. Θα σε παρασύρουν. Θα σε οδηγήσουν μακριά από κάθε είδος μιζέριας. Θα σε ταξιδέψουν στην χώρα του Μαρ, στην χώρα του Ποτέ. Στην χώρα του άχρονου. Εκεί που υπάρχουν μόνο ιδέες. Ιδέες και αθωότητα. Θα σε κάνουν να εκτιμάς τα μικρά πράγματα. Θα σε κάνουν να χαμογελάς χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Θα σου θυμίσουν πως είναι να είσαι ευτυχισμένος και πλήρης με τα μικρά και τα ασήμαντα.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Δεν έχουν πισινές. Είναι σίφουνες. Είναι αμφίσημοι. Από τη μία είναι γεμάτοι σιγουριά και από την άλλη είναι παιδιά. Είναι αφόρητα βέβαιοι και ταυτόχρονα μπορεί να είναι εκνευριστικά στενοχωρημένοι για κάτι που εσύ θεωρείς παιδιάστικο. Βλέπεις είναι παιδιά οι φευγάτοι. Γεμίζουν, αδειάζουν και γιγαντώνονται με το οτιδήποτε. Με μία υπόσχεση, με μία ιδέα, με έναν στίχο, με μια ιστορία που θα ακούσουν.
Ναι. Μην μπλέκεις με φευγάτους. Είναι διχασμένοι. Ζουν στην απόλυτη πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα έχουν πάντοτε έναν κόσμο δικό τους. Με ισχυρό αξιακό κώδικα. Με ισχυρό διανοητικό θέμα. Εκεί υπάρχουν μόνο εκείνοι. Εκείνοι και ό,τι άλλο αυτοί επιλέγουν... Δραπετεύουν σ' αυτό που εσύ αποκαλείς ροζ συννεφάκι. Το μόνο που σου διαφεύγει είναι ότι το συννεφάκι αυτό είναι τόσο ευαίσθητο που εσύ αγαπητή/αγαπητέ μου φίλε δεν μπορείς να καταλάβεις το πόσο εύθραυστο είναι.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Αυτοί έχουν αλήθεια. Μπέσα. Είναι πάνω από τις δημόσιες σχέσεις. Είναι βλαμμένοι. Αγαπούν. Αισθάνονται. Πονούν και πληγώνονται. Μπαίνουν σε καταστάσεις γνωρίζοντας ότι είναι αδιέξοδες. Και μπαίνουν για να βοηθήσουν τον άλλον. Να του πάρουν την μοναξιά του. Να τον παρηγορήσουν. Να τον εμπνεύσουν με τη συνέχεια.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Είναι Δον Κιχώτες. Είναι κάτι ηλίθιοι ρομαντικοί που επιμένουν να κυνηγούν το αδύνατο. Επιμένουν να συνεχίζουν την μάχη ακόμα κι όταν αυτή έχει κριθεί. Επιμένουν να ζητούν την μαγεία ακόμα κι όταν ξέρουν ότι δεν μπορούν να τους την παράσχουν.
Μην μπλέκεις με φευγάτους. Είναι οντότητες που αρκούνται στα λίγα. Στα ψίχουλα. Δεν ζητούν. Δεν αξιώνουν. Δεν μετρούν. Κάνουν πίσω. Αντέχουν. Υπόκεινται για να σαι εσύ καλά. Και δεν τους φαίνεται. Αντίθετα φαίνονται κυριαρχικοί. Απόλυτοι. Φαίνεται να κινούνται στα όρια του κυνισμού.
Γι αυτό στα λέω. Για να σε προστατεύσω από μας. Μην μπλέκεις με φευγάτους. Και ξέρεις γιατί δεν πρέπει να μας συνανστρέφεσαι; Γιατί μπορεί να καταλήξεις να γκρεμίσεις την συμβατικότητα σου. Να καταργήσεις τα κουτάκια στα οποία έχεις τόσο τεχνιέντως εντέχνως εντάξει την ζωή σου. Θα σου χαλάσουν την τάση και τάξη. Άφησέ μας να κινούμαστε ελεύθερα στο άχρονο διηνεκές. Γιατί ο πραγματισμός σου θα καταρρεύσει σαν άλλος χάρτινος πύργος.
Αν πάλι θελήσεις να μπλέξεις με φευγάτους τότε γυάλισε την πανοπλία σου. Γυάλισέ την τόσο που να την κάνεις διάφανη. Γιατί σε περιμένουν ταξίδια... ταξίδια αναρίθμητα. Από κείνα που δεν έχουν αποσκευές. Από κείνα που διαρκούν μια ζωή... μη μου ζητήσεις να σου προσδιορίσω την διάρκεια... σου υπόσχομαι όμως ότι αν μπεις με ελεύθερη καρδιά και νου θα δεις ότι οι φευγάτοι είναι ό,τι ομορφότερο μπορεί να σου συμβεί... το ερώτημα ξεκινά και καταλήγει σε σένα... έχεις τα κότσια να μπλέξεις με έναν φευγάτο...;

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Τα δικά μου Εξάρχεια...

Σπυρίδωνος Τρικούπη, Θεμιστοκλέους, Καλλιδρομίου, Τοσίτσα, Ερεσού, Ζαϊμη, Βουλγαροκτόνων, Στουρνάρη, Χαριλάου Τρικούπη... Όχι δεν χάθηκα... Όχι δεν μαθαίνω δρόμους... Αναπολώ. Νοσταλγώ. Αγαπώ. Δρόμοι που έχω περπατήσει, που περπατάω... Αυτοί και άλλοι όπως η Σολωμού, η Αραχώβης, η Τσαμαδού, η Μπενάκη... Και όλες αυτές οι οδοί καταλήγουν που αλλού; Στην πλατεία... Στην θρυλική πλατεία. Στην πλατεία με τα τρία περίπτερα, με το μπρούτζινο άγαλμα των Τριών Ερώτων και με τις πολλές καφετέριες. Στην πλατεία με τον Βοξ, την Μπλε Πολυκατοικία. Στην πλατεία που έχει γνωρίσει τόσους αστικούς μύθους που απορώ αν υπάρχει άλλη, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στον ευρύτερα ελλαδικό χώρο -κοίτα έκφραση που βρήκα... απορώ με μένα απορώ...- που να χει βιώσει τόσα.
Στην πλατεία του Φλοράλ, της Ήβης, του Διπλού, του Τζιντζερέιλ, του αραβικού καφενείου και τόσων άλλων... Εκεί μεγάλωσα. Κάθε Κυριακή με τη μαμά. Φλοράλ. Εκεί ενηλικιώθηκα. Κάθε βδομάδα εκεί. Καφές και συζητήσεις. Εκεί τα πέρασα όλα. Έρωτες, στεναχώριες, χαρές... Όλα.
Με φίλους ή και μόνη. Τι είναι τα Εξάρχεια λοιπόν...;
Πάντοτε η περιοχή αυτή μου προξενούσε συναισθήματα. Ανάμεικτα συναισθήματα. Αισθανόμουν ένα δέος από την ιστορία τους. Ο μπακάλης Έξαρχος που ουσιαστικά «βάφτισε» την περιοχή. Ο Νικόλας ο Άσιμος που έκανε την πλατεία γνωστή σε όλους με τον αιρετισμό του. Με τη φωνή του και με έναν τρόπο ζωής που σε πολλούς φάνταζε... εξωπραγματικός. Δεν μπορούσε να χωρέσει, βλέπεις, στο στενό κύκλο της γραβάτας. Έπρεπε να αποβληθεί. Να απομακρυνθεί από το πολιτισμένο γίγνεσθαι. Και μετά η Γώγου που οι φίλοι της είναι μαύρα πουλιά. Και μετά τόσοι και τόσοι άλλοι... Οι Σπυριδούλα με τον Παύλο... ο Πουλικάκος, ο Μπονάτσος. Ονόματα που σημάδεψαν κάθε σπιθαμή της περιοχής. Κι απ την άλλη η Μπλε Πολυκατοικία και η Βέμπο και οι υπόλοιποι ένοικοι. Κάθε φορά στην πλατεία είναι σαν ν' ακούω το «Ας ερχόσουν για λίγο» και από την άλλη το «Αγαπάω κι αδιαφορώ» ή το «Παπάκι» και πόσα άλλα...

Ο άστεγος και ο φτωχός...  
 
Κι ύστερα κάθομαι στην αγαπημένη Ήβη, πίνω καφέ και χαζεύω. Χαζεύω τον κόσμο. Καταλαβαίνω ότι στα Εξάρχεια χωράνε όλα. Όλα και όλοι. Καθένας έχει τον χώρο του. Φρικιά, πανκ, χαρτογιακάδες, μεσοαστοί, αστοί, τοξικομανείς, αριστεροί, αριστεριστές, αναρχικοί όλοι. Ξέρεις τι δεν χωράει στα Εξάρχεια; Η ψευτιά. Η υποκρισία. Η φτήνεια. Μέχρι και ασφαλίτες έχει και πάλι δεν υπάρχει πρόβλημα. Θυμάμαι τότε, όταν ήμουν μικρή, που καθόμασταν στο Φλοράλ και δίπλα μας ακούγονταν συζητήσεις πολιτικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Ονόματα όπως Τρότσκι, Μπακούνιν, Προυντόν, Μαλατέστα... Όροι όπως «υπαρκτός σοσιαλισμός», «αναρχισμός», «καπιταλισμός» και τόσοι άλλοι παρήλαυναν δίπλα μου κι εγώ άκουγα εκστασιασμένη. Η αναγκαιότητα της πάλης και της αντίστασης σε όσα θα έρχονταν. Οι ιδέες της ένοπλης βίας, του αντάρτικου πόλης και η ενάντια σ' αυτό επιχειρηματολογία ήταν ένας κόσμος που απλά με προκαλούσε. Με ιντρίγκαρε με έναν τρόπο εγκεφαλικό. 
Κι ύστερα το άγαλμα των τριών ερώτων. Το μπρούτζινο άγαλμα που στολίζει το κέντρο της πλατείας. Μάρτυρας των γεγονότων. Μάρτυρας των εξελίξεων. Το κοιτάζω και σκέφτομαι... οι έρωτες στο κέντρο... τρεις τον αριθμό... όσοι και οι δικοί μου... τρεις έρωτες ενωμένοι στο κέντρο μιας πλατείας. Σάμπως έτσι δεν είναι και στη ζωή...; Οι έρωτές μας... τα μετάλλιά μας... οι πληγές και τα τραύματα... τρεις αλήθειες που εμπεριέχονται σε κάθε έρωτα... και να που η πλατεία τα φέρνει όλα στο φως.
Στα Εξάρχεια δεν μπορείς να κρυφτείς. Είναι όλα στο φως. Τα γκράφιτι με το χρώμα είτε μουντό είτε φωτεινό... τα στιχάκια και τα τα συνθήματα που είναι γραμμένα στους τοίχους και προκαλούν τον καθένα να τα διαβάσει. Να ασχοληθεί μαζί τους. Και είναι τόσο εύστοχα. Τόσο στοχευμένα...
Λένε ότι έχει άβατο. Δεν λένε για ποιους... ποτέ δεν το κατάλαβα... πάντα στα Εξάρχεια η σκέψη κινούνταν και διακινούνταν ελεύθερα. Προκλητικά. Και μετά η μουσική. Και η ζωγραφική.
Μόνο που τώρα κάπου έχει αρχίσει και ξεφτίζει... κάτι χαλάει... κάτι χάλασε... δεν είναι πια όπως ήταν. Τα χάλασαν τα Εξάρχειά μας. Το Φλοράλ έκλεισε... η Μπλε πολυκατοικία ξέφτισε... οι άνθρωποι συζητούν για την κρίση και άλλα... οι φοιτητές συζητούν για τις εξεταστικές ή για ανόητες σχέσεις που είτε πραγματώνονται είτε περνούν σε άλλη φάση...
Κάτι λείπει πια από την πλατεία. Ίσως να χάθηκε η αλήθεια. Η σκέψη. Ίσως πάλι να μεγάλωσε το χάσμα. Εκείνο που ήταν σε αντίθεση με αυτό που γίνεται. Η Όστρια εξελίχθηκε, το ΒΟΞ έγινε αυτοδιαχειριζόμενος χώρος προβολής ταινιών και όχι μόνο και όλα απέκτησαν μια πιο κοσμική κατάσταση. Κι όμως.... όσο και να άλλαξαν, όσο και να αλλάζουν τα Εξάρχεια θα παραμείνουν αυτό που πάντα ήταν. Τουλάχιστον για μένα. Ένας τόπος της αθωότητάς μας. Ένας τόπος ζυμώσεων. Ένας τόπος ελευθερίας. Γιατί πάντα θα έχουμε να θυμόμαστε... όλοι είναι εκεί... και περιμένουν να τους αναζητήσουμε... ο Νικόλας, η Κατερίνα, ο Παύλος, ο Βλάσης, ο Αλέξης... όλοι εκεί... κι εμείς..; εμείς δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε... όχι... τα παιδιά των Εξαρχείων δεν έχουν δειλία... αυτά είναι για άλλους... τα παιδιά των Εξαρχείων έχουν μνήμη... αλήθεια... μπέσα... αναρωτιέμαι αν ξέρουν τι σημαίνουν οι λέξεις... τι λέω κι εγώ μες στο βράδυ, ε...;

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Καλές θάλασσες Νικόλα...

Μούδιασμα... Αυτό νιώθεις. Όχι σοκ. Όχι απορία. Μόνο ένα μούδιασμα. Ένα κενό. Σαν να σταματάει ο χρόνος ξαφνικά... Σαν να μηδενίζονται όλα. Απλά μένεις όρθια και προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις το χαμπέρι... «Αννούλα... έμαθες τι έγινε; Ο Νικόλας... πνίγηκε...». Και στέκεις εκεί. Στέκεις και κοιτάζεις την γειτόνισσα που σου μεταφέρει την είδηση. Με κλάματα κι αυτή. Μα εσύ δεν αντιδράς. Δεν μπορείς. Και πως να μπορέσεις δηλαδή...
Το μόνο που κάνεις είναι να γυρίσεις το κεφάλι προς την μεριά του δρόμου. Να κοιτάξεις σουφρώνοντας λίγο τα μάτια. Πασχίζεις να θυμηθείς. Εικόνες. Γέλια. Χαρές. Κλάμματα. Τι παράξενο πράγμα... Δεν υπάρχει τίποτα πια. Ούτε οι παιδικοί σου φίλοι που θα αλλάζατε τον κόσμο, ούτε τα ποδήλατα. Τίποτα. Μόνο αυτοκίνητα παρκαρισμένα τόσο προσεκτικά το ένα πίσω από το άλλο.
Μέχρι που το βλέμμα πέφτει πάνω στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Νικόλας. Εκείνο με τους δύο ορόφους και το υπερυψωμένο ισόγειο. Ο ήλιος σε πονάει στα μάτια. Είναι κακός ο μεσημεριανός ήλιος. Μα σήμερα ήταν αμείλικτος.
Σήμερα χάσαμε ένα παιδί. Έναν παιδικό φίλο. Έναν ωραίο άνθρωπο 39 ετών. Μπορεί να είχαμε χαθεί πολλά χρόνια. Μα πάντα μάθαινε ο ένας για τον άλλον. Πάντοτε είχαμε αγάπη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είχαμε κοινή αφετηρία. Κοινό δρόμο. Κοινό παρελθόν. Κοινές ρίζες. Κι έτσι θα σου μιλήσω για τον Νικόλα...

Ο Νικόλας είναι -συγνώμη μα δεν μπορώ να βάλω Αόριστο- ένα πολύ σοβαρό παιδί. Αγαπάει τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Αγαπά να χάνεται σ' αυτούς. Αγαπά τόσο την θάλασσα που κάποια στιγμή επέλεξε το νησί καταγωγής του από την γκρίζα και άνυδρη Αθήνα. Και έφυγε για κει. Σαν άλλος Σεβάχ. Σαν άλλος οδοιπόρος.
Με τον Νικόλα παίζαμε παιχνίδια. Εκείνος μεγαλύτερος από μας έπαιζε με τα παιδιά της δικής του ηλικίας. Τον Γιάννη, τον Θοδωρή, τον Θανάση, τον Νίκο, την Κόνι... ήταν η παρέα των μεγάλων που στερέωναν ένα σκοινί -απ' αυτά που απλώνουμε τα ρούχα- στις δύο κολώνες της ΔΕΗ και έπαιζαν βόλεϊ. Ο Νικόλας είναι ήρεμος. Έχει ένα ταξιδιάρικο βλέμμα. Σαν να καθρεφτίζεται η θάλασσα. Τον κοιτάς και χάνεσαι.
Και τώρα πρέπει να χωνέψεις ότι αυτό το παιδί χάθηκε... έφυγε. Έφυγε για να ταξιδέψει σε άλλες θάλασσες. Σε πιο βαθιές. Πιο αγνές. Πιο ήρεμες. Πήγε να εξερευνήσει άβαθους ωκεανούς. Χάθηκε μέσα στους κόλπους της θάλασσας. Έτσι. Αθόρυβα. Μόνο που η απουσία του έκανε τεράστιο θόρυβο. Όση φασαρία απέφευγε να κάνει όσο ήταν μαζί μας την έκανε όταν έφυγε.
Η παρέα της Σπαθάρη χάνεται... μικραίνει. Και είναι τόση η αγωνία να κρατηθούν ζωντανές οι αναμνήσεις. Είναι τόσο αναγκαίο. Μα πάλι, ποιοι είμαστε εμείς που θα ζητήσουμε το αυτονόητο. Που θα αναμετρηθούμε μ' αυτό... για μένα ο Νικόλας εξακολουθεί να είναι... να υπάρχει. Όχι στο θολό μέρος. Αλλά στο καθαρό. Σε εκείνο που κρύβει γέλια. Ποδήλατα. Χαρά. Γιατί έτσι είναι εκείνος. Γιατί είναι... και θα είναι στο διηνεκές. Όσο υπάρχει Σπαθάρη... Όσο υπάρχουν οι αναμνήσεις...

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Σαν θερινό ειν΄η ζωή μας...

Σάμπως έτσι δεν είναι; Σαν σκηνή προσεχώς σε θερινό κινηματογράφο. Έτσι είναι η ζωή μας. Ή για να αποφύγω την απολυτότητα, έτσι φαίνεται σε 'μενα. Επιλέγω έναν όμορφο θερινό κινηματογράφο, να όπως η Ριβιέρα για παράδειγμα, πηγαίνω την τελευταία βραδιά του Αυγούστου, όπως εχθές για παράδειγμα και παρακολουθώ αγαπημένες ταινίες, παλιακές -όπως το χθεσινό «Ξημερώνει».
Έτσι είναι και η ζωή... Επιλέγεις ένα όμορφο πλαίσιο που για να το αναδείξεις το επισκέπτεσαι την στιγμή που ξέρεις ότι είναι αγαπημένη, και εκεί αποφασίζεις να δημιουργήσεις μια έξοχη ανάμνηση.
Μόνο που η αξία της ανάμνησης μεγαλώνει όταν περιλαμβάνει και φίλους. Φίλους καλούς. Φίλους πολύτιμους. Φίλους που η σχέση σου μαζί τους έχει ξεφύγει αρκετά από τα πλαίσια... έχει πάει σε ένα επίπεδο οικογένειας. Φίλους που ξέρεις ότι είναι ευλογία να τους έχεις στη ζωή σου. Είναι τόσο ακριβό και υπέροχο να γνωρίζεις, βαθιά, ότι οι φίλοι σου σ' αγαπούν. Σ' αγαπούν γι αυτό που πραγματικά είσαι και όχι για τον δυνητικά καλύτερο εαυτό σου. Και κάθε φορά που το διαπιστώνεις απλά νιώθεις ένα μεγαλείο. Ένα μεγαλείο που μεταφράζεται σε ηρεμία, γαλήνη. Βεβαιώνεσαι ότι «ναι ρε γαμώτο...όλα θα πάνε καλά».
Η αίσθηση της συνηδειτοποίησης είναι πάντα η ίδια. Όπως και η γιγάντωση της. Έτσι κι εχθές. Διότι εχθές δεν πήγα μόνη μου στην «Ριβιέρα». Πήγα με την οικογένεια. Με την Μαρία και τον Κώστα, με τον Κώστα και την Μαρία. Ακριβά πρόσωπα. Βαριά χαρτιά στον ατομικό μου δείκτη αξιών. Από τους άσους που ένας χαρτοπαίκτης θα κρατήσει στο μανίκι του. Είτε κρυφούς, είτε φανερούς. Άσοι είναι. Άσοι που δίνουν το φουλ σε εφιαλτικές παρτίδες. Κάτσαμε στις διαγώνιες θέσεις του κινηματογράφου. Κίτρινες καρέκλες με διάσπαρτα μπλε τραπεζάκια. Το κίτρινο και το μπλε. Τα χρώματα που αναδείχτηκαν μέσα από «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» -βιβλίο του Γκαίτε. Τι μου ρθε τώρα... δεν ξέρω... μην δίνεις σημασία. Η ταινία ξεκίνησε και αφεθήκαμε στο δράμα του Φρανσουά -πρωταγωνιστής της ταινίας-. Κι όμως κάποια στιγμή το δράμα του Φρανσουά πέρασε σε δεύτερη Μοίρα. Πρωταγωνιστής έγινε το όμορφο αυγουστιάτικο αεράκι. Τα φύλλα των φυτών που έπεφταν πάνω στην οθόνη του κινηματογράφου προσθέτοντας κάτι διαφορετικό στην ταινία. Ο καπνός από τα στριφτά τσιγάρα των θεατών που μπερδευόταν τόσο όμορφα με το άρωμα του νυχτολούλουδου από τις διπλανές πολυκατοικίες. Ο ήχος της ταινίας και ο ήχος των πολλών αναπτήρων.

Καημένε Φρανσουά... Όσο ο Φρανσουά ταλαντευόταν ανάμεσα στα ψέμματα και στην μαυρίλα της εποχής που ζητούσε ελπίδα, εγώ την είχα βρει. Καθόμουν ανάμεσα στον Κώστα και την Μαρία. Και ήμουν ευτυχισμένη. Ήμουν ακριβώς που ήθελα να είμαι. Χωρίς να σκέφτομαι. Μόνη σκέψη ένα ευχαριστώ. Με τον Κώστα και την Μαρί(α) έχουμε σχέση ζωής. Η διαδρομή της σχέσης αυτής ξεκινά κάπου στο 1998 και συνεχίζεται. Η Μαρί έχει βρει σε μένα το προσωπικό της δαιμόνιο... και πως αλλιώς αφού τα πιο δύσκολά μου τα χουμε περάσει παρέα. Και μετά ο Κώστας. Τι να πεις. Δεν λες.
Κι εκεί που ο Φρανσουά θα πήγαινε την Φρανσουάζ στην εξοχή να μαζέψουν πασχαλιές εγώ πήγα στις Κυριακές. Στις Κυριακές που πηγαίνω στα παιδιά. Κάθε Κυριακή στην Παράσχου. Ενίοτε και καθημερινές. Η Παράσχου δεν έχει μέρα. Δεν έχει ώρα. Έχει όμως χαρά. Κυριακή απόγευμα η Μαρί οριστικοποιεί το ραντεβού κι εγώ πάντα πιστή πηγαίνω στο ρετιρέ της Παράσχου. Ο Κώστας αναλαμβάνει την μαγειρική και η Μαρί κι εγώ -ως έναν βαθμό, καθότι μαγειρικώς είμαι άχρηστη- τα υπόλοιπα. Μιλάμε... Ώρες μιλάμε... Δεν φλυαρούμε όμως... Ο Κώστας, η Μαρί κι εγώ... Η συζήτηση ξεκινά με τα καθημερινά και τη ρουτίνα και εξελίσσεται. Είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο. Ένα παράθυρο σε ένα χάος που όμως είναι τόσο προσιτό όσο και το δωμάτιο ενός ψυχαναγκαστικού με την τάξη τύπου. Μεταξύ μπριζόλας, κόκορα, σαλάτας, ψαριού περνούν από το τραπέζι θέματα πολιτικά, γεωπολιτικά, κοινωνικά... Και εκεί που τρώμε πατατίτσα τηγανιτή -περασμένα μεγαλεία καθότι δίαιτας αχ αχ αχ- και μιλάμε για την πορεία της Αριστεράς και το ηθικό της χρέος μπορεί από κει να περάσουμε στα γκομενικά και στα συμπλέγματα. Και σε όλα αυτά χωράνε ατάκες από τον ελληνικό κινηματογράφο.
«Inside joke» το χαρακτηρίζουν τα παιδιά... η Ελένη, η Τζένη και ο Δημήτρης. Τρία πρόσωπα που συμπληρώνουν την κυριακάτικη παρέα. Φάτσες υπέροχες με ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Και τα θέματα αρχίζουν με το άγχος των κιλών, διευρύνονται με τον Παναθηναϊκό και καταλήγουν στον Τσίπρα, στον Καμμένο, στον ανύπαρκτο Κυριάκο και στις αλλεργίες.
΄Οπως και ο Φρανσουά... Εκείνος που έδινε παράθυρα στην Φρανσουάζ και ρίγη συγκίνησης ένιωσε όταν η μικρή αθώα παιδίσκη -όπως θα έλεγε και ο Εμπειρίκος- έδωσε στον αγαπημένο της την καρφίτσα της... (δεν σου λέω άλλο για την καρφίτσα... κάτσε δες την ταινία)... Έτσι περνούν οι Κυριακές. Με τον Κώστα και την Μαρία που ανοίγουν παράθυρα. Η Μαρία που δεν βρίζει, που βλέπει πάντα μια θετική όψη των πραγμάτων, που αγορεύει κρατώντας πάντοτε έναν αναπτήρα στο χέρι. Ο Κώστας που αναλύει και τοποθετεί τα πράγματα σε μια σειρά δίνοντας άλλη οπτική. Που βοηθάει λίγο στην ημιμάθεια μου... Ο άνθρωπος που έχει απαντήσεις. Φωτεινός παντογνώστης.
Έτσι είναι για μένα οι Κυριακές. Μια βόλτα με ποδήλατο στην εξοχή για να μαζέψω πασχαλιές.
Έτσι ήταν και εχθές το βράδυ... Βόλτα στην εξοχή με αγαπημένα μου πρόσωπα που δημιουργήσαμε όμορφη ανάμνηση...  

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Η Ορμινίου... από πίσω...

Το τραγουδάκι του Μαρούδα «Μένω σε κάποια γειτονιά» το ξέρεις... και πως να μην το ξέρεις, δηλαδή, αφού είναι πολυαγαπημένο το άσμα... Εγώ για την γειτονιά μου, σου έχω μιλήσει... και για την γειτονιά και για τους γείτονες... Σήμερα θα σου μιλήσω για τους γείτονες που έχω στη δουλειά... Όχι για τους συναδέλφους... Τους γείτονες...
Συνήθως τα γραφεία είναι σε κτίρια που φιλοξενούν εταιρίες. Έχουν και θυρωρό... -καλά μην φανταστείς και τον Ορέστη Μακρή στην οδό Στουρνάρα- αλλά έχουν. Θυρωρό ή ασφάλεια. Συνήθως τα γραφεία είναι ενιαίοι χώροι με πολλούς υπολογιστές και λίγα «δωμάτια» που αποτελούν στέγη του διευθυντή, υποδιευθυντή και λοιπών τιτλούχων.
Στη δική μας περίπτωση τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η εταιρεία στεγάζεται σε πολυκατοικία. Στον δεύτερο. Έχουμε και θυρωρό. Όχι τον Ορέστη Μακρή αλλά έναν κύριο κοντούλη, ασπρομάλλη που αν και δεν έχει πλούσια κώμη επιμένει να επιμελείται την χωρίστρα του. Καλός άνθρωπος -φαίνεται-, ήσυχος. Κάνει παρέα με την κυρία απέναντι που διατηρεί Γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών -δεν κατάλαβες; γραφείο τελετών έχει μάνα μου αλλά είναι και πρωί κι άντε πες το όταν έχεις αυξημένη θανατοφοβία... ε δεν τρώγεσαι λοιπόν-.
Φτάνεις λοιπόν στον δεύτερο, πατάς το κουμπί και κάποιος ανοίγει. Ένας ωραίος χώρος υποδοχής, ένα σαλόνι που φιλοξενεί τις τρεις χάριτες του γραφείου και που ενώνεται με εκείνο των συσκέψεων. Μετά ένας μακρύς διάδρομος για να σε οδηγήσει στην κουζίνα και στα δύο υπόλοιπα γραφεία. Το ένα που ανήκει στην Διευθύντρια μας και το άλλο που φιλοξενεί τον κύριο της παρέας και εμένα.
Το δικό μας γραφείο λοιπόν έχει και μπαλκονόπορτα. Απολύτως χρήσιμη ιδίως όταν οι άνθρωποι που το «βασανίζουν» καπνίζουν κιόλας. Ανοίγει η πόρτα και βρίσκεσαι στο μπαλκονάκι το μικρό το μέγα.
Θυμάσαι τον ποιητή που μιλούσε για τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα; Έτσι είναι κι αυτό το μπαλκόνι. Μικρό αλλά θαυματουργό. Στην εταιρεία είμαι από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Ο βαθμός εξοικείωσής μου με το μπαλκονάκι αυτό, όπως καταλαβαίνεις, είναι μεγάλος. Γεννήθηκαν ερωτηματικά; Ωραία... πάμε τώρα να τα καλύψουμε.
Το μπαλκονάκι βλέπει την Ορμινίου από πίσω. Η οπτική όλη επιτυγχάνεται μέσα από ένα δίχτυ. Ναι δίχτυ. Δίχτυ ψαρέματος σα να λέμε. Έξυπνη ιδέα. Αφενός απομακρύνει τα περιστέρια που περιμένουν να κάνουν την επιδρομή τους στα μπαλκόνια και αφετέρου σου επιτρέπει και ένα νοητικό άλμα. Τι εννοώ θα με ρωτήσεις... Δίκιο θα χεις. Εννοώ ότι νιώθεις λίγο τσιπούρα, λίγο γοργόνα, λίγο σαργός... άρα αφού νιώθεις ψάρι αυτόματα μεταφέρεσαι στον υγρό παράδεισο της θαλάσσης. Τέλος πάντων, ας αφήσουμε το δίχτυ κι ας πάμε στη λεία.

Τι να τα κάνεις τα κυάλια όταν έχεις μπαλκόνι και δίχτυ...;!
Απέναντι, λοιπόν, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος. Μπαλκονόπορτες πολυκατοικίας που είναι τόσο προσβάσιμες όσο και οι ζωές εκείνων που κατοικούν εκεί. Τόσους μήνες εδώ τολμώ να πω ότι τους νιώθω σαν καθημερινότητα μου. Ας αρχίσω.
Απέναντι και πιο κάτω από μας μένει το «τρελό αγόρι». Είναι ένας κύριος περί τα 80. Από τότε που τον «γνώρισα» κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Πλένει σεντόνια που τα περισσότερα είναι είτε πράσινα που απεικονίζουν το ολόγραμμα πτώματος -αν έχεις δει CSI καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ- είτε μοντέλα αεροπλάνων από τους Α και Β Παγκόσμιους Πολέμους. Μάλιστα. Το μπαλκόνι του έχει πάντοτε κάτι απλωμένο. Μια φανέλα, ένα σεντόνι, ένα σωβρακάκι... τα σκοινιά του δεν μένουν ποτέ ορφανά. Και στο εσωτερικό του μπαλκονιού υπάρχει πάντα μια βαλίτσα, ένα ζευγάρι παπούτσια και ο σκελετός από ένα καροτσάκι της Λαϊκής Αγοράς. Το αγόρι είναι τρελό. Πάντοτε ντυμένο με μια μπορντό βερμουδίτσα, ένα φανελάκι Μινέρβα και κροκς σιελ -το κακό-. Το χειμώνα η περιβολή είναι ακριβώς η ίδια με τη διαφορά ότι βάζει και κάλτσες. Αφού κρυώνει το ψυχουλάκι. Ο κύριος αυτός μένει μόνος. Λογικότατο. Κάθε μέρα μαστορεύει. Φτιάχνει το βίντεο, το γραμμόφωνο και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Το σπίτι του -έχουμε θέα στο σαλόνι- έχει αμέτρητα εργαλεία ενώ μόνιμα ακούγονται ήχοι μαστορέματος. Πέραν τούτου στον ελεύθερο χρόνο του ακούει μουσική... μπορεί από Νέο Κύμα να περάσει σε Ρεμπέτικο κι από Τσιτσάνη σε Μόμπι. Εξαιρετικός. Γαμπρούλης!
Κάτω από τον Γαμπρούλη -ισόγειο ή υπόγειο μάλλον- υπάρχει ένας τεράστιος παραλληλόγραμμος χώρος με πόρτες-σπίτια. Εκεί μένει ένας κύριος που έχει έναν σκύλο και μια χελώνα. Βεεεβαια. Ωραίος ο σκύλος, καλή η χελώνα -σαν να ναι από τα Γκαλαπάγκος... τεράστια είναι- αλλά κακός και ελαφρώς μπίχλης ο κύριος. Πλένει -ενίοτε... μην φανταστείς συχνότητα- έχει και τέντα και καρεκλίτσες και τραπεζάκι και γιούκα. Αμέ. Όλα τα χει κι αυτός.
Πάνω από τον κύριο με τα ζωάκια μένει η Παστρικοθοδώρα της πολυκατοικίας. Η κυρία αυτή κατάγεται από τα Βαλκάνια και έχει φίλο έναν τύπο που οδηγεί μια μαύρη μηχανή. Στο μπαλκόνι της υπάρχουν μόνιμα δύο στρινγκ απλωμένα -ένα μαύρο κι ένα μπεζ- τα οποία αφήνει ίσαμε και 3 μέρες απλωμένα. Στα στρινγκ παρέα κάνουν κάποιες πετσέτες λεοπάρ -διαταραχή αισθητικής η γλυκειά μου-. Στο δε μπαλκονάκι της υπάρχουν αθλητικά παπούτσια, μια καρεκλίτσα μικρή, δύο κουβάδες, μια σφουγγαρίστρα και μια σκούπα. Το αποκορύφωμα είναι η κόκκινη κουρτίνα της. Ναι γιατί αν δεν είχε αυτή κόκκινη κουρτίνα, ποιος θα χε?! Τώρα απ' ότι βλέπω έχει και δύο πράγματα που μάλλον είναι μπικίνι... ένα ροζ και ένα κίτρινο... αμφότερα φωσφοριζέ... λες να φοβάται τον ανάδρομο Ποσειδώνα?! Ποιος ξέρει... άβυσσος η ψυχή της κυρίας...
Δύο μπαλκόνια μετά από αυτήν μένει ένας φοιτητής. Αυτός έχει πλάκα. Μόνιμα θα δεις ένα ζευγάρι Σταν Σμιθ στο μπαλκόνι του. Εκτός από τις φορές που έρχεται η μαμά του. Γιατί εκεί γίνεται χαμός. Καταλαβαίνεις. Πλύσιμο, μαγείρεμα, σεντόνια, καναπέδες... Μανούλα έχεις, μανούλα είχα και καταλαβαίνουμε... Καημένο παιδί... Έχει την συμπαράστασή μου...
Το πάνω μπαλκόνι από εκείνο του φοιτητή έχει πραγματικό ενδιαφέρον... Είναι πάντοτε κλειστό. Δεν έχω ζει άνθρωπο εκεί. Αλήθεια. Το μόνο πράγμα που μαρτυρά ζωή είναι ότι στο μπαλκόνι τους υπάρχει ένα τεράστιο όρθιο μπαούλο (;),  ντουλάπι (;) τυλιγμένο με εκείνο το υλικό το διαφανές που έχει τα κυκλάκια αέρα -πόσο μ' αρέσει να σπάω τα κυκλάκια δεν περιγράφεται- που το έχουν «πιάσει» με μονωτική ταινία. Δίπλα δύο σακούλες μεγάλες από τα Τζάμπο και άλλες δύο μπλε ριγέ από κείνες που συναντάς σε μικροπωλητές στο Μοναστηράκι... Πολλές οι εικασίες.... Άπειρες... Ένας γρίφος που πρέπει να λυθεί...
Έτσι είναι λοιπόν η Ορμινίου από πίσω... Ενδιαφέρουσα, με γρίφους, με αυτισμό, με έντονη σεξουαλική δραστηριότητα... έχουν δίκιο, λοιπόν... Κάθε μπαλκόνι κρύβει άλλη θέα, μα το δικό μου το μπαλκονάκι αποκαλύπτει θησαυρούς... Είναι σαν να βλέπεις ταινία ιταλικού κινηματογράφου... Σ' αφήνω τώρα, διότι το τρελό αγόρι κάτι αναμοχλεύει πάλι... 

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Διακοπές στη Ρώμη

«Διακοπές στη Ρώμη». Μια εβδομάδα στην αιώνια πόλη μαζί με την καλύτερή μου φίλη, την Ελεάννα. Το σχέδιο φάνταζε ονειρικό. Αψεγάδιαστο. Βρισκόμασταν για καφέ και καταστρώναμε σχέδια. Θα πηγαίναμε εδώ, εκεί, παραδώ και παρακεί και παραπέρα. Γιατί τι νόμιζες?! Δύο ξανθιές πηγαίνουν παντού. Γιατί προφανώς μπορούν. Όνειρα κάναμε γι αυτό το ταξίδι. Βγαίναμε για ποτό και ήμασταν γουλιά και όνειρα.
Μέχρι που η μέρα αναχώρησης έφτασε. Και μαζί με την ημέρα έφτασε κι ένας οξύς πόνος στο στομάχι. Σε πείσμα του πόνου έφυγα. Ήρθε το ταξί με την Ελεάννα και την υπέρκομψη φούξια βαλιτσούλα της και φόρτωσαν εμένα και την πεζή γκρι μου βαλιτσούλα -δανεική από τον αδερφό...η δική μου δική μου είναι κόκκινη με άσπρα πουά- και βουρ για αεροδρόμιο. Και στη διαδρομή γελούσαμε και λέγαμε και μιλούσαμε και γελούσαμε προς τέρψιν του αυτοκινητιστή...
Για να μην τα πολυλογώ έφτασε και η ώρα της επιβίβασης. Με τα φτερά του Ράιαν θα πηγαίναμε εκεί που οδηγούν όλοι οι δρόμοι: στη Ρώμη βεβαίως βεβαίως. Καθίσαμε στο αεροπλάνο και αφού βλέπαμε ό,τι κυκλοφορούσε κάποια στιγμή απογειωθήκαμε. Κουνούσε το αεροπλάνο κουνιόμασταν κι εμείς. Πέρα δώθε το αεροσκάφος, πέρα δώθε κι εμείς. Μέχρι που κάποια στιγμή προσγειωθήκαμε...
Πήραμε τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε να βρούμε τον κυριούλη που θα μας περίμενε κρατώντας ένα ταμπελάκι με τα ονόματά μας -όπως στις ταινίες- για να μας μεταφέρει στο ξενοδοχείο μας που ήταν και στο κέντρο. Βλέπουμε κι εμείς τον κυριούλη με ένα χαρτί Α4 που έγραφε τα επίθετά μας. Όταν αποκωδικοποιήσαμε την Γραμμική Β τον χαιρετήσαμε, εκείνος πήρε τις αποσκευές μας και μας φόρτωσε με κάτι άλλους επιβάτες -μεταξύ των οποίων και μια τριμελής οικογένεια από την Ελλάδα- στο πολύπαθο βαν και ξεκινήσαμε. Μας έκανε μια μίνι περιήγηση στην πόλη -σε 15 λεπτά είχαμε δει κατακόμβες, αψίδες, Κολοσσαίο κλπ- γιατί ο μουσουλμανούλης -Χριστιανός δεν ήταν- πήγαινε ωσάν τον Χάμιλτον στην Μόντσα. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο δεν το πιστεύαμε ότι ήμασταν αρτιμελής. Αφήσαμε βαλίτσες, πήραμε τον χάρτη ανά χείρας, τις φωτογραφικές και τα κινητά και ξεκινήσαμε...
Στάση πρώτη Βία Κοντότι για καφέ στο Ελ Γκρέκο. Πήγαμε, το θαυμάσαμε, γευτήκαμε και το εσπρεσσάκι στα μπαμ και βγήκαμε για τσιγάρο, διότι μέσα δεν καπνίζεις. Πληρώσαμε -άουτς!- και βγήκαμε. Και αρχίσαμε να περπατάμε. Βήμα και αναστεναγμός, αναστεναγμός και ιδρώτας. Πολλοί οι οίκοι μόδας, άπειρα τα αγάλματα. Και μετά καταλήξαμε στην πιάτσα ντι Σπάνια. Σκαλιά, σκαλωσιές και στρατός. Αυτά είδαμε. Ως πλατεία ωραία ήταν αλλά εκτελούντο έργα και αυτό όσο να πεις μάλλον έκοβε από την ομορφιά της. Πεινούσαμε. Κάτσαμε για φαγητό. Για πίτσα. Ε... δεν έπρεπε?! Έπρεπε. Καθίσαμε κάπου να χουμε και θέα. Παρατηρήσαμε ότι τα τραπεζομάντηλα μαρτυρούσαν ότι είχαν περάσει κι άλλοι πριν από μας. Ο σερβιτόρος μας έφερε τα σουπλά από το δίπλα τραπέζι και μετά ήρθε και η πίτσα. Δεν ήταν και κάτι το ιδιαίτερο. Την φάγαμε και συνεχίσαμε μέχρι την Πιάτσα ντι Πόπολο. Εκεί ήταν η αποθέωση. Καθίσαμε για καφέ σε ένα καφενεδάκι που το έλεγαν Rosetti. Ήρθε ένας τύπος για παραγγελία. Κοντός, παχουλοκομψούλης με στολή. Παραγγείλαμε οι αδαείς... φρέντο καπουτσίνο και δύο ποτήρια νερό. Όταν του λέω «με δύο ζαχαρίνες ο ένας και πέντε ζάχαρες ο άλλος» ο δόλιος Ιταλός που εύκολα παρέπεμπε στον Ζανίνο, κόντεψε να πάθει πάρεση. Εκνευρίστηκε. Κυριολεκτικά. Και που να του βαζα και νερό στο τασάκι. Θα φευγε. Την εκδίκησή του την πήρε όταν έφερε τον λογαριασμό: 22€. Ναι ναι καλά διαβάζεις. Δεν το σχολιάσαμε, διότι η θέα ήτο συναρπαστική.
Φύγαμε από κει και διασχίσαμε την πλατεία αναρωτώμενες που να ναι η Βίλα Μποργκέζε... για να ρθει η απάντηση σε άπταιστα Ελληνικά από Πακιστανό «κει τα πας. Προς τα κει ειναι το Μποργκέζε». Τρέλα μου ρθε.  Η Ελεάννα απλά γελούσε. Μαζί μου. Ναι. Ήταν υπέροχο. Βρήκαμε Πακιστανό, που να μιλάει Ελληνικά στη Ρώμη. Αμε... και συνεχίσαμε παρόλα αυτά.
Πολλά τα μνημεία σ' αυτήν την πόλη. Πολλά. Γωνία και μνημείο. Και οι Ιταλοί όμως... σένιοι ρε παιδί μου. Ντυμένοι με οίκους από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ασύλληπτο. Ήταν λες και διαβάζαμε διαδραστικό περιοδικό μόδας για άνδρες. Και ήταν όλοι έτσι. Αγέλαστοι, ανέκφραστοι, αλαζόνες. Τρομερό πράγμα. Το χειλάκι δεν τσάκιζε. Δεν χαμογελούσαν. Αλλά είχαν στιλ. Πολύ στιλ. Τόσο που έφτυναν με περισσή ευκολία στους δρόμους οι οποίοι δεν είναι και οι καθαρότεροι. Ήταν τέτοιο το σοκ που όπου βλέπαμε εκκλησία μπαίναμε να την επισκεφθούμε. Γιατί εντάξει... μπορεί να μαστε Ορθόδοξες -εξαιρετική ατάκα Ελεάννας θα στα πω αργότερα- αλλά και μια επίκληση στον έναν Θεό -δεύτερο σκέλος ατάκας θα στα πω μετά- έπρεπε να το κάνουμε.

Την άλλη μέρα πήγαμε στο Κάστρο των Αγγέλων. Αμεεεε... μπήκαμε μέσα, είδαμε τον Ανδριανό το τρελό αγόρι, περπατήσαμε εκεί που περπάτησε ο άγιος Μάρκος, είδαμε δόρατα, ασπίδες, επιγραφές πολλά. Και βγήκαμε. Και πήγαμε στον δρόμο των αγγέλων. Αυτό ήταν συγκλονιστικά όμορφο. Υπέροχο. Και μετά ήρθε η καταστροφή. Βατικανό και Άγιος Πέτρος. Πολλά τα ευρώ αλλά δεν το κάναμε θέμα. Και αφού πληρώσαμε 14€ για δύο πλαστικά ποτήρια κόκα κόλα λάιτ και δύο μπουκαλάκια νερό είπαμε να ακολουθήσουμε ένα γκρουπ με ξεναγό που θα μας εξηγούσε τα του Βατικανού και του Αγίου. Και τον ακολουθήσαμε. Και για να τον βρούμε τρέχαμε γύρω γύρω από τα τείχη του Βατικανού. Κάπως έτσι έφτανα να συμπονώ τους δρομείς μακρινών αποστάσεων. Εμείς οι δύο και δύο Γερμανίδες. Και μετά από ένα γρήγορο χιλιόμετρο βρήκαμε και τους υπόλοιπους. Γλυκύτατος ο ξεναγούλης. Μας είπε και για τον φίλο του τον Γιώργο που ήταν από την Θεσσαλονίκη αλλά διέμενε στας Αθήνας. Μας παρέλαβε λοιπόν και ξεκινήσαμε. Και στους κήπους του Βατικανού κόντεψα να γίνω άγαλμα. Ο θάνατος μου ρθε. Ήλιος, ζέστη κι ένας Ιταλός να μιλάει. Λιποθυμία. Πήραμε χρώμα όμως. Και αφού ολοκληρώθηκε το Βατικανό με την Καπέλα Σιστίνα που δεν βγάζεις πια φωτογραφίες γιατί το απαγορεύουν οι Γιαπωνέζοι που έκαναν την αναστήλωση της, πήγαμε στον Άγιο Πέτρο. Εντυπωσιακό. Με το στόμα ανοιχτό μένεις. Είδα κι εγώ τους Καθολικούς να πιάνουν το πόδι του Αγίου, και λέω στην Ελεάννα να το πιάσουμε κι εμείς -ε μέχρι εκείνη την ώρα μας έπιαναν αυτοί, ας πιάσουμε κι εμείς κάτι σκέφτηκα- για να μου ρθει η ατάκα «Είμαι Ορθόδοξη» είπε η Ελεάννα κι εγώ την κοιτούσα σα να κοιτάω την Ντενίση να λέει «η Σμύρνη είναι φως». Δεν μίλησα. «ο Θεός είναι ένας» συνέχισε και τελικά αγγίξαμε κι εμείς το πόδι του Αγίου. Βγήκαμε έξω χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε από τη συγκίνηση. Πραγματικά ανατριχιάσαμε και προχωρήσαμε με ενδιάμεση στάση στο ξενοδοχείο.
Φοντάνα ντι Τρέβι. Υπέροχη, θεσπέσια... μαγική... κόσμος πολύς. Πακιστανοί έβγαζαν φωτογραφίες τον κόσμο. Φυσικά και ρίξαμε νομίσματα αλλά σιγά μη σας πω τι ευχήθηκα... με την απορία θα μείνεις... και μετά μαμ σε ένα ριστοράντε. Μακαρονάδες. Ο σερβιτόρος φυσιολογικός. Παραγγείλαμε, φάγαμε και πάνω που θα ανάβαμε τσιγάρο, ήρθε ο σινιόρε και μας έφερε τον λογαριασμό προκειμένου να φύγουμε για να κάτσουν άλλοι. Καθόλου ωραίο. Αλήθεια.
Την επόμενη μέρα Πιάτσα Ναβόνα. Έρωτας! Μαγεία! Τρία συντριβάνια στη σειρά... μαγικό. Δεν υπάρχουν λόγια γι αυτήν την πλατεία. Είναι υπέροχη. Όπως και τα καφέ της. Καφές για την Ελεάννα, σοκολάτα για μένα. Κρύα του είπα ζεστή έφερε. Του επανέλαβα ότι την ήθελα κρύα κι έφερε τον μετρ ο οποίος μου είπε με νοήματα και Ιταλικά βέβαια ότι σοκολάτα κρύα είναι εκείνη που τρώμε. Ήθελα να συνουσιαστεί το σπιτάκι του αλλά δεν μίλησα καθότι ευγενής και υπεράνω. Με καταλαβαίνεις... Και απολαύσαμε τα ζεστά μας σε ένα κλίμα καύσωνα... Στην υγειά μας!
Εκκλησίες. Πολλές. Άγιος Ανδρέας, Μιζερεκόρντια, Άγιος Ιγνάτιος, Άγιος Πέτρος, Πάνθεον και κάποιες άλλες που μου διαφεύγουν. Σε κάποια φάση νόμιζα ότι κάναμε θρησκευτικό τουρισμό. Αλήθεια. Πολλοί οι τάφοι στις εκκλησίες. Άπειροι. Όπως και οι καρδινάλιοι. Βαλσαμωμένοι. Πως έχουμε εμείς τον Άη Γιάννη το Ρώσο; Κάπως έτσι. Βαλσαμωμένοι στα κουτάκια τους, με τα παπουτσάκια τους με όλα. Τάφοι πολλοί. Πάπες άπειροι.
Και μετά κι άλλα μνημεία. Δικαστικό μέγαρο, Μαυσωλείο Αυγούστου, Πιάτσα Βενέτσια... Μνημεία που απλά ξεπετάγονταν στο δρόμο σου. Δεν χρειαζόταν να τα ψάξεις. Ήταν εκεί. Μπροστά σου. Μνημεία και Φοντάνες. Φοντάνα ντι Μπαρμπερίνι... Χορτάσαμε φοντάνα, βία και πιάτσα -πηγή, οδός, πλατεία μην πάει το μυαλό σου πουθενά πονηρά-. Ιδρώτας. Ο χάρτης έλιωσε. Το αστείο είναι ότι τον χάρτη τον κρατούσα εγώ αλλά η Ελεάννα προσανατολιζόταν. Αυτό δεν κατάλαβα γιατί έγινε αλλά... έγινε. Πάντως η αιώνια πόλη είναι η χαρά του καπνιστή. Καπνίζουν όλοι αλλά όχι μέσα. Έξω. Χαμός. Πολύ τσιγάρο. Και πολλές γόπες κάτω. Και σαγιονάρες κάτω... νταξ... δεν το χουν με την καθαριότητα... Έχουν και αντίληψη... μας πέρασαν για Τουρκάλες και Ισπανίδες. Όταν του λέγαμε «ντε Γκρέτσια» ξενέρωναν. Δεν καταλάβαμε γιατί.
Σ' αυτό το σημείο βέβαια θα με ρωτήσεις αν μου άρεσε η Ρώμη. Θέλεις ειλικρινή απάντηση; Δεν ξέρω θα σου πω. Δεν ξέρω αν μου άρεσε. Όλο αυτό το θέμα με τα πομπώδη μνημεία που τα έβρισκες μπροστά σου, όλη αυτή η υπερπροβολή γενικά όλο αυτό το πολύ, το υπερβολικό και το πομπώδες κάπου με στρίμωξαν. Αναμφίβολα πόλη που πρέπει να επισκεφθείς. Αναμφίβολα πανάκριβη. Αναμφίβολα πανέμορφη. Αλλά ρε παιδί μου... κάτι έλειπε... η εγγύτητα; η αίσθηση της φιλοξενίας; δεν ξέρω... κάτι... κάτι έλειπε... Ίσως η ζεστασιά. ίσως το χιούμορ... Ο ρεσεψιονίστ τρόλαρε τον Έλληνα που είχε την ατυχία να λέγεται «Ροπόκος» και τον αποκαλούσε Ρόμποκοπ και γελούσε... για τους δικούς του λόγους... που έβλεπε μια Γαλλίδα να κοιμάται στον καναπέ περιμένοντας το ταξί της και έγνεψε συνοδεύοντας το με τη λέξη «καπούτ»...
Περάσαμε όμορφα. Γελάσαμε πολύ. Περπατήσαμε περισσότερο και ανατριχιάσαμε με την Τέχνη. Αν ψωνίσαμε; Αμε... μαγνητάκια! Και κάτι εξαρτήματα κουζίνας. Γιατί αν το δεις από αυτή την άποψη θα συμφωνήσεις με τον Κάτωνα και θα παραφράσεις την φράση που ολοκλήρωνε τους δικανικούς του λόγους «Et praeterea censeo Roma delenda est»...

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Με λένε Άννα...

Το όνομά μου είναι Άννα. Άννα. Αστείο δεν είναι; Πάντα εύρισκα το όνομά μου αστείο. Σκέψου το λίγο.. Έχει μόνο δύο γράμματα που επαναλαμβάνονται... 2 Χ 2 δηλαδή... Άννα... Δύο /α/ και δύο /ν/.
Σα να έχω δύο αρχές και δύο νίκες.. Αρχή-νίκη, Νίκη-Αρχή... Μόνο που μπερδεύεται το θέμα. Γιατί δεν ξέρεις αν προηγείται η αρχή ή η νίκη.
Άννα λοιπόν. Μετά άρχισα να βρίσκω το όνομα μου διπολικό... τι εννοώ... αν «σπάσεις» το ονοματάκι στη μέση έχεις ένα «αν» και ένα «να». Μια αρχή υπόθεσης και κάτι σαν υποτακτική. Πως να το ορίσεις αυτό το «να»; Μην ξεχάσω να... Να κάνω κάτι... Γενικώς μια υπόταξη... Μια υποβολή αν θέλεις... Κι άντε τώρα μέσα σ' αυτά τα δύο γράμματα με την τόση περιπλοκότητα να βγάλει άνθρωπος άκρη. Έτσι είμαι κι εγώ. Εφόσον το όνομα καθορίζει κατά έναν βαθμό τον άνθρωπο, σιγά μην γλίτωνα εγώ. Γιατί; Όχι... δεν είναι τόσο «πονετικό» το θέμα.
Είμαι η Άννα λοιπόν. Έτσι με βάφτισαν, μ΄αυτό κλήθηκα να ... κάνω καριέρα. Και το κάνω. Καλά άσχημα κακά το κάνω. Εδώ μάλλον εμπίπτω στο «να». Και μέσα σε όλα αυτα τα παράξενα πράγματα εγώ, η Άννα, καλούμαι να επιβιώσω, να συνυπάρξω, να βιώσω, να εμπνεύσω, να εμπνευστώ... Θεέ πόσες Άννες ήδη. Και όλα αυτά αν έχω καθαρό μυαλό, αν έχω ψυχραιμία, αν έχω κίνητρα... Είδες; Όλα τα σχήματα σε μένα είναι οξύμωρα ή αντίθετα. Ενίοτε όλα συνδέονται και στην ίδια πρόταση «Αν ερωτευτώ να θυμάμαι να...» υπέροχο, ε?! Εεεεεε... δεν ξέρω γω...;!
Και επειδή με τόσα σχήματα άκρη δεν βγάζω, είπα να φτιάξω ένα μάνιουαλ βρε παιδί μου... ένα εγχειρίδιο. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι όλα κυκλοφορούν με εγχειρίδια χρήσης. Οι άνθρωποι -κι αυτό από αν αρχίζει- δεν έχουν. Και αυτό με ώθησε στο σημερινό. Να γράψω -άντε πάλι- το εγχειρίδιο χρήσης μου. Όσο τρελό κι αν σου φαίνεται, φέρτο λίγο στο μυαλουδάκι σου... Με το παρόν ευελπιστώ, ότι εγώ η Άννα θα έχω ένα σημείο αναφοράς. Και καθένας που θα θέλει να μπαίνει στον Κόσμο της Άννας -όχι στον ιστότοπο αλλά στον πραγματικό της κόσμο- θα διαβάζει και αυτό. Έτσι όλοι θα γλιτώσουμε δυσάρεστες εκπλήξεις. Ας ξεκινήσω λοιπόν με τη σύνταξη αυτού του... ιδιότυπου μανιφέστου ή εγχειριδίου χρήσεως...
Αν θέλεις να μπεις στον κόσμο μου, μπες χωρίς ατζέντα: Αν θες να έρθεις στον κόσμο μου κάντο απλά γιατί θέλεις να με αποκτήσεις στον προσωπικό σου κύκλο. Μην έρθεις με ατζέντα. Μην έρθεις με κρυφές επιθυμίες. Απεχθάνομαι τις δεύτερες σκέψεις. Λειτουργώ καλύτερα με τις αρχικές δηλώσεις. Τι εννοώ... Αν θέλεις κάτι από μένα ρώτα το στα ίσα. Μην κάνεις μακρόσυρτους προλόγους. Με κουράζουν. Μου δείχνουν άνθρωπο που κάτι περιμένει. Και η αναμονή γεγονότος ή πράγματος στο δικό μου μυαλό δεν είναι πάντα θετικό.
Μην μου υπόσχεσαι πράγματα που δεν μπορείς να εκπληρώσεις: Ντροπή αυτό. Σε ξανθιά και Άγιο μην τάξεις αν δεν έχεις σκοπό να το εκπληρώσεις. Με εκνευρίζουν εκείνοι που τάζουν για να πετύχουν έναν σκοπό και μετά απλά ανακαλύπτουν ή ενίοτε ζωγραφίζουν παράθυρα σε τοίχους για να μπορούν να δραπετεύσουν. Όχι. Προτιμώ την σιωπή από το τάμα. Είναι πιο ντεκλαρέ.
Αν σε ερωτευτώ: την έβαψες! Όχι. Αστειεύομαι. Προφανώς. Αν σε ερωτευτώ την έβαψα εγώ. Δεν ξέρω να κρατάω αυτό που πολλοί λένε «πισινές». Δεν το χω. Θεωρώ ότι αν κρατάμε πισινές δεν ζούμε. Είμαι από τους ηλίθιους ρομαντικούς που μπαίνουν σε μια κατάσταση και μπαίνουν «με τα μπούνια». Δεν ρωτάω. Δεν με αφορά. Ακολουθώ. Αφήνομαι. Έρμαιο γίνομαι. Σκυλάκι του καναπέ. Είμαι απ΄αυτές. Δεν ζηλεύω, δεν κάνω σκηνές, δεν κυνηγάω. Με απωθούν αυτά. Και ως ρήματα και ως πράξεις. Α... όσοι πέρασαν απ τιη ζωή μου -ελάχιστοι σε διαβεβαιώ- δεν είχαν κανένα παράπονο.
Αν με ερωτευτείς: Αν τύχει τώρα και με ερωτευτείς μην περιμένεις να το καταλάβω από τα συμφραζόμενα. Δεν υπάρχει περίπτωση. Αν με ερωτευτείς και θέλεις να το μάθω, πες το μου. Μην περιμένεις να αποκωδικοποιήσω. Είμαι τραγική σ' αυτό. Πιάσε με και πες μου τι σου συμβαίνει. Να ξέρω κι εγώ να το αντιμετωπίσω.

Ήρωας: Ναι. Ψάχνω έναν ήρωα. Σου κλωτσάει η λέξη; Κακώς. Ήρωας είναι αυτός που έχει μπέσα και ειλικρίνεια. Αυτός που θα πει θέλω αυτό, θα το εννοεί και θα το επιδιώκει. Ήρωας είναι αυτός που αν σταματήσει να θέλει κάτι από μένα θα μου το πει. Δεν θα παίξει. Ήρωας είναι ένα αυθεντικό αρσενικό. (αν ξέρετε κάποιο τέτοιο, στείλτε του το παρόν, θα με υποχρεώσετε).
Σιχαίνομαι το ψέμα: Από το απλούστερο μέχρι το πλέον σύνθετο. Το ψέμα είναι κρυφτό. Δεν υπάρχει λόγος να είσαι σε οποιαδήποτε σχέση μαζί μου -φιλική, ερωτική- αν έχεις σκοπό να το παίζεις πράκτορας. Όχι. Χρειάζομαι φως. Χρειάζομαι ειλικρίνεια. Την ψευτιά και την υποκρισία την έχω βιώσει. Καιρός να αλλάξω ύλη. Δε νομίζεις;
Χιούμορ: Εκτιμώ το χιούμορ. Αγαπώ να γελάω. Ενίοτε και να χαζογελάω. Όλοι λένε ότι ακόμα ισορροπώ ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση. Αλήθεια είναι. Κάπου αρνούμαι να μεγαλώσω. Συνεχίζω να έχω μια εκνευριστική αφέλεια. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί μέχρι αποδείξεως του εναντίου που λένε και οι δικηγόρνιοι. Και κάθε φορά που διαψεύδομαι είναι σα να πέφτω από ποδήλατο -οδυνηρή εμπειρία το δίχως άλλο- να κάνω ράμματα και να ξανασηκώνομαι. Τώρα που το σκέφτομαι έχω πολλά από δαύτα... Να και η μία νίκη που λέγαμε...
Είμαι ρομαντική: Ναι. Πιστεύω στην παγκόσμια ειρήνη. Πιστεύω στην ελευθερία, αυτή που θα έλθει όπως λένε οι φιλόλογοι. Πιστεύω στην καλοσύνη -μην κουνάς το κεφάλι σου σε βλέπω-. Μ αρέσει να βλέπω όμορφα πράγματα. Αγαπώ να βρίσκω την ομορφιά όχι στα πομπώδη και τεράστια αλλά στα μικρά μικρά κουτάκια... σαν εκείνα που έχει ένα μαγαζάκι στη Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια... Μ' αρέσει να κάνω τους άλλους να χαμογελούν. Στην λογική μου ένα χαμόγελο είναι μια κερδισμένη μάχη. Ένας πόλεμος που έληξε.
Οι φίλοι μου: Τους αγαπώ. Θα τρέξω αν χρειαστούν. Θα σεβαστώ το χώρο και τον χρόνο τους. Γι αυτό είναι λίγοι. Για να μπορούμε να συννενοούμαστε σε δικούς μας κώδικες. Στη φιλία δεν υπάρχει λόγος για μαλακίες. Στη φιλία μπαίνεις λευκός και διατηρείσαι έτσι. Οι φίλοι είναι οι προίκα μας. Είναι δώρα. Είναι πλούτος. Αν πειράξεις τους φίλους μου (Άν), να σαι σίγουρος/-η ότι θα το πληρώσεις (-να). Ναι. Έχω ανάγκη να είναι καλά. Αν είναι εκείνοι είμαι κι εγώ. Απλό...
Η οικογένεια: Σημαντικότατο. Εκεί θα τρέξεις. Αδελφός, πατέρας, θεία, ξαδέρφια. Εκεί εξαντλείται σε μένα. Μαμά δυστυχώς δεν διαθέτω πια. Ψέμα. Σαφώς και διαθέτω. Είναι η μισή εγώ. Άρα κι από αυτήν έχω. Η οικογένεια είναι ψηλά. Πολύ ψηλά. Αν κάνω παράπονα καλά κάνω. Είναι δικό μου θέμα. Εσύ όμως τη δική μου οικογένεια δεν έχεις δικαίωμα να την θίγεις. Όπως κι εγώ τη δική σου. Ξηγηθήκαμε...; Δεν κρίνουμε. Δεν θέλεις.
Ο έρωτας: Μ αυτό το βλαμμένο με τα ζαβά βέλη έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Με έχει τρολάρει πολύ. Μου έχει στείλει ατέλειες και σκοτάδια. Σκοτάδια που ερωτεύτηκα, ατέλειες που κάλυψα. Με τον έρωτα δεν τα πάω καλά. Επιλογές μάλλον λανθασμένες όπως δείχνει ο χρόνος. Μέγεθος κι αυτό ε... Αλλά δεν βαριέσαι... Αυτό το ζαβό θα χει πάντα ευκαιρίες. Μόνο εύχομαι να στοχεύσει καλά και ευθεία την επόμενη φορά. Δεν ξέρω τι σχέδια έχει για μένα. Δεν τον ενοχλώ τώρα... του κρατάω μουτράκια... αλλά αυτός είναι ζαβολιάρης και πάει και ξετρυπώνει παράξενα πράγματα. Ελπίζω μόνο το βελος να πάει ευθεία και να πετύχει bullseye... οψόμεθα...
Αν λοιπόν θέλεις να μπεις στον κόσμο μου κοίτα τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις:
1. Να είσαι ειλικρινής και να χεις μπέσα
2. Τόλμη
3. Μην τολμήσεις να παίξεις με το μυαλό μου. Ασυγχώρητο...
4. Μην με... λερώσεις
5. Κάνε με να γελάω
6. Να με πειράζεις. Να με τρολάρεις, να με κοντράρεις με υγιή τρόπο... το εκτιμώ αυτό
7. Μην μου κάνεις μπούλινγκ...
8. Μην με πνίξεις
9. Μην παίξεις μαζί μου... δε λέει... μεγάλοι άνθρποι γαρ...
10. Δώσε μου μέλλον και χώρο και χρόνο...

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Το Πεκίνο, ο Δράκος και το ΠΓΝΑ Γιώργος Γεννηματάς

Απόγευμα Δευτέρας. Μια μέρα επεισοδιακή που δεν θα μπορούσε να μη λήξει εξίσου επεισοδιακά. Η μέρα κύλησε με τρέξιμο, αγωνία, ιδρώτα και έκλεισε με δύο μαθήματα Γερμανικών και ... θα διαβάσεις παρακάτω.
Απόγευμα λοιπόν. Και έρχεται ο κολλητός στο σπίτι -βλπ Απόστολος. Κάνουμε μάθημα. Διορθώνω ασκήσεις, εξηγώ λάθη, παραδίδω τα νέα, βάζω και ασκήσεις για την επόμενη φορά. Ευτυχής ο Απόστολος, εκνευριστικά χαρούμενη εγώ καθότι ο μαθητής «τραβάει και γουστάρει τη φάση».
Κάπως έπρεπε να το γιορτάσουμε το όλον. Και πως αλλιώς από το να παραγγείλουμε κάτι να φάμε γιατί ήμασταν και πεινασμένοι. Πολύ. Ο Απόστολος βέβαια ήθελε και δεν ήθελε εν αντιθέσει με εμένα που προφανώς και ήθελα. Αλλά όχι σουβλάκια. Όχι πίτσα. Θέλαμε και μεγάλη ζωή, τα πανέξυπνα. Γιατί αν και εκείνος υποστηρίζει ότι είμαστε «χοντροί», το αποψινό τον διαψεύδει εντελώς. Απόστολε, δεν είμαστε χοντροί... ηλίθιοι είμαστε...
Επειδή μάλλον χάθηκες, καλό είναι να το πιάσουμε απ την αρχή. Αποφασίζουμε να φάμε κινέζικο. Κάτι ελαφρύ. Κάτι πρωτότυπο. Κάτι ελεγκάντ. Και κάπως έτσι καταλάβαμε γιατί οι Κινέζοι είναι όπως είναι: κοντοί, καχεκτικοί και κάτωχροι.
Αποφασίσαμε να φάμε από το ... Πεκίνο. Γιατί αν είναι να φας θα φας. Και που θα φας καλύτερα από την πρωτεύουσα...; Ε; Γατάκια....! Παραγγείλαμε γλυκόξινο κοτόπουλο, μοσχάρι -σιτευτό- σατάυ με γαρίδες, κοτόπουλο, κρεμμύδια, καρότα -είπαμε κάτι ελαφρύ-, παϊδάκια και κοτοπουλάκι τηγανιτό.
Ήρθε. Ο άνθρωπος ντελίβερι απευθείας από το Μπαγκλαντέζ, διότι Κινέζος δεν ήσαντο.
Χαρούμενος άνθρωπος. Γελούσε όταν τα έδινε. Σαν να ήξερε τι θα επακολουθούσε... Γιατί επακολούθησε... Το κακό ήταν εδώ. Συσκευασμένο. Δύο κουτάκια και δύο ταπεράκια. Μακρόστενα. Κακά. Άσχημα. Όπως και το κουτί της Πανδώρας. Όπως και οι πληγές του Φαραώ.
Ναι. Τόσο κακό. Ανοίξαμε πρώτα τα κουτάκια.

Έξι μίζερα πράγματα που παρέπεμπαν σε κοτόπουλο πανέ -ποια Κίνα; Ποια Λίντλ;- και κάπου κοντά τους ένα πράγμα που περιείχε ένα σκούρο υγρό που προφανώς δεν ανοίξαμε. Εντάξει. Έχουμε και όρια. Ενίοτε. Το άλλο κουτάκι ήταν το χείριστο. Τα παϊδάκια. Ήταν σαν να βγήκαν από τη φορμόλη ντυμένα με ένα καφέ-μαύρο μανδύα που πάνω του είχε κάτι άσπρα που παρέπεμπαν σε σουσάμι. Δοκιμάσαμε. Μόνο αυτό. Απλά δοκιμάσαμε.
Και μετά τα ... ανόρεκτα ορεκτικά περάσαμε στα... Κυρίως. Δύο μακρόστενα πλαστικά ταπεράκια, κοντά που πάνω δεξιά -όλα τα κακά έρχονται απ τα δεξιά- είχαν αριθμούς σημειωμένους με κόκκινο μαρκαδόρο. Σαν την σήμανση που μαρκάρει τα αποδεικτικά στοιχεία. Καθώς άνοιγες το ταπεράκι, η οσμή παρέπεμπε στο αίμα που κυλούσε από Σαμουράι σε ταινία του Κουροσάβα. Αλλά όχι φρέσκο αίμα. Αίμα παλαιωμένο. Αίμα κακό. Τώρα που το σκέφτομαι -μετά τον ορό- έτσι ήταν τα παϊδάκια... Και το περιεχόμενο απλά αποτρόπαιο. Σαν έγκλημα. Ειδεχθές. Επονείδιστο. Ναι. Τραγικό. Απλά. Πολλές οι τελείες, ανείπωτα τεράστιο το δράμα. Ο Απόστολος ξεκίνησε να τρώει. Κι εγώ. Προσπαθούσαμε να ψαρέψουμε το φαγητό μέσα στη λίμνη σάλτσας -ήταν; δεν ήταν;- ενώ παράλληλα οι συνειρμοί ήταν... μέγιστοι...
«Μα δεν σου μοιάζει με λουκουμά κοτόπουλου» να λέει ο λάτρης του γλυκόξινου... «Απόστολε που είναι το Μούσου μου» αναφωνούσα ενώ παράλληλα έτρωγα και το -ο Βούδας να το κάνει- κοτόπουλο. Ναι. Επρόκειτο για βρασμένο κοτόπουλο -φτερούγα κιόλας- παναρισμένο σε έναν αισχρό χυλό. Μπουκιά και φαρμάκι. Μπουκιά, συνειρμός και αηδία.
Σε κάποια κατάσταση φόρτωσα και πέταξα τα.. κουτάκια και τα... ταπεράκια. Και μετά κάτσαμε. Κάναμε τσιγάρο για να διαπιστώσουμε στομαχικό ίλιγγο. Να διαπιστώσουμε ένα βάρος κάπου στο γαστρικό αλλά σε περίεργο σημείο. Φούσκωμα, κρυάδες, βάρος και αίσθημα ρίγους και τρόμου. Τρόμου για το άγνωστο που συνέβαινε. Τρόμου που κυριολεκτικά σημαίνει τρεμούλα. Τρέμαμε και νιώθαμε αντικειμενικά άσχημα.
Καταλήξαμε στο συμπέρασμα δηλητηρίασης. Τάση για έμετο. Τάση λιποθυμίας. Καθολική αδυναμία. Επισκεφθήκαμε το νοσοκομείο. Βγήκε η διάγνωση... Δηλητηρίαση. Κάνε μας εικόνα... Δύο βλαμμένοι στο νοσοκομείο με δηλητηρίαση από... κινέζικο. Λες και πάθαμε Ζίκα... Δεν ξέρω τι άλλο θα μας προέκυπτε. Καθόμασταν στο νοσοκομείο με ορούς. Λες και ήμασταν τι να πω... δεν μπορώ να μας περιγράψω... Περιμέναμε σε μια ημιθανή κατάσταση έχοντας γείρει ο ένας στον άλλον.
Από τη μια εγώ να σκέφτομαι τι ήταν χειρότερο... ο τρόπος που μας εγκατέλειψαν οι πρώην μας -ναι κι ο Απόστολος το ίδιο δράμα ζει με μένα- ή αυτό και απ την άλλη ο Απόστολος να σκέφτεται ότι δύο άνθρωποι με ανώτατες σπουδές, γλώσσες και μεταπτυχιακά κατέληξαν σε ένα νοσοκομείο με ορούς στο χέρι όχι από πρέζα, όχι από τροχαίο αλλά από κινέζικο...
Όπως καταλαβαίνεις... η ξεφτίλα μας δεν έχει όρια... απλά δεν έχει... τώρα... είμεθα στην οικία μου... τσακωνόμαστε για την κατοχή του μπάνιου τυλιγμένοι με παπλώματα και κουβέρτες σε ημιθανή κατάσταση... καταραμένο κινέζικο... καταραμένο Πεκίνο... και ποιες 55?! Ούτε μέρα εκεί!!!
Μία συμβουλή στον πρωθυπουργό μας: Αλέξη γύρνα πίσω θα φαρμακωθείς λεβέντη μου!!!

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Μια βραδιά στο Emilton

Όχι δεν είναι στο Νότινγκ Χιλ. Ούτε στο Σόχο. Φύγε από την Βρετανία... είναι περισσότερο κοντά από όσο φαντάζεσαι... Είναι στην Πανόρμου... Και η Άννα -για τους φίλους της Γόβα-, ο Απόστολος -δεν έχει υποκοριστικό- και η γράφουσα αποφάσισαν να το επισκεφθούν. Την Τρίτη.
Ναι. Εκείνη την Τρίτη που ο Θεός αποφάσισε να μας θυμίσει ότι η σύνθεση αυτής της παρέας είναι τουλάχιστον επεισοδιακή. Και πως να μην είναι όταν κοινός τόπος και των τριών μας είναι το... γυμναστήριο. Η γυμνάστρια, ο ειδικός της Ειδικής Αγωγής και... εγώ. Το τι είμαι εγώ μάλλον το χεις καταλάβει, οπότε ας μην αυτοαναφέρομαι. 
Τρίτη απόγευμα και το ραντεβού κλείστηκε. Στις επτά και μισή στο Έμιλτον -συγνώμη που δεν αλλάζω γλώσσα, αλλά βαριέμαι-. Και εκείνη την ημέρα καταλαβαίνουμε ότι εμείς και οι έξοδοι είμαστε μάλλον μη ταυτόσιμοι. Εγώ κάθομαι στον Κυριάκο μέσα εγκλωβισμένη να ακούω και να βλέπω το χαλάζι να πέφτει και να καπνίζω γελώντας, διότι απλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Στο μέρος που πάρκαρα απέναντί μου ήταν ένα καφενείο με κάτι τύπους που εύκολα παρέπεμπαν σε μέλη του Sons of Anarchy οι οποίοι με κοιτούσαν και γελούσαν. Παράλληλα, ήμουν σε ανοιχτή γραμμή με τους άλλους δύο οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο κάτω από το υπόστεγο πολυκατοικίας. Το τι θα κάναμε ήταν απλό. Θα παραμέναμε στα σημεία μέχρι να σταματήσει το Κακό. 
Κάποια στιγμή λοιπόν σταμάτησε και ήρθε η ώρα να ανταμώσουμε. Στο Έμιλτον βέβαια. Που αλλού. Πρώτη φορά πήγαινα. Από εκεί που πάρκαρα ήταν προς τα πίσω.
«Έλα Άννα μου στα πορτοκαλί και πράσινα τραπεζοκαθίσματα είναι» μου έλεγε ο φίλος Απόστολος. Εγώ βάδιζα με την ελπίδα του εντοπισμού. Μέχρι που είδα τα πορτοκαλί και πράσινο τσαγαλί καρεκλάκια -καρέκλες σκηνοθέτη για την ακρίβεια- με τα συμπαθητικά αλλά ανετότατα τραπέζια και τα φαναράκια. Περνώ απέναντι και βρίσκω και την παρέα. 
Συνήθως με τους νέους χώρους με πιάνει κάτι απροσδιόριστο. Δεν ξέρω τι ακριβώς. Έλα όμως που εκεί δεν με έπιασε τίποτα. Και μου έκανε εντύπωση, για να μαι ειλικρινής. Γι αυτό και γράφω το συγκεκριμένο. Γιατί μόλις μπήκα μέσα και είδα τα πρόσωπα των ανθρώπων που είναι το Έμιλτον κατάλαβα. Αρχής γενομένης από την Ιωάννα. Η Ιωάννα είναι μια κοπέλα που γνωρίζαμε από το γυμναστήριο. Και δούλευε εκεί. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ. Απλά βρεθήκαμε εκεί. 
Μας οδήγησε σε ένα πολύ συμπαθητικό τραπέζι με θέα από την μεγάλη τζαμαρία του μαγαζιού. Πρώτη θέση στην περαντζάδα. Μας άφησε λίγο δίνοντας μας χώρο για να παραγγείλουμε. Το μάτι μου κινήθηκε στον χώρο που από την αρχή μου έδωσε την αίσθηση του οικείου. Άνετος χώρος. Είναι σαν τους χώρους που λατρεύω να βρίσκομαι. Μεγάλος, άνετος που για να στριμωχτείς θα πρέπει να καταβάλεις τεράστια προσπάθεια -και σε παρακαλώ μην πηγαίνει το μυαλουδάκι σου σε άλλα στριμώγματα... αν θες να τα ζήσεις μπορείς να το κάνεις στις τουαλέτες που είναι εξαιρετικές...-. 
Παραγγείλαμε καφέ, σαγκρία (με τα τσούκου τσούκου = φρουτάκια στην δική μου διάλεκτο) και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Είναι που είμαστε γλεντζέδες και το ρίχνουμε έξω. Δεν φαντάζεσαι να ρωτήσεις ποιος πήρε καφέ... η ξανθιά προφανώς (εγώ είμαι αυτή)...
Η Ιωάννα πολύ φιλικά ερχόταν να δει αν ήταν όλα καλά, αν χρειαζόμασταν κάτι. Και προφανώς δεν το έκανε μόνο σε μας αλλά και στους υπόλοιπους θαμώνες, με τους οποίους δεν νομίζω ότι γνωριζόταν από το γυμναστήριο. 
Εμείς βέβαια στον κόσμο μας. Και τι δεν είπαμε εκείνο το απόγευμα στο Έμιλτον. Τι άκουσαν οι τοίχοι και το κυριότερο... τι είδαν... Φωτογραφίες... όχι πονηρές.. η παρέα αυτή δεν έχει πονηρά... έχει... άλλα... που δεν είναι και της παρούσης. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχει μυαλά αποκλίνοντα. Και ως τέτοια φερθήκαμε. Αλήθεια. Και σε αυτό το σημείο να τονίσω, βεβαίως, ότι σταθήκαμε στο ύψος μας. Παρά το γεγονός ότι τσακίζαμε τα πατατάκια που η Ιωάννα δεν παρέλειπε να ανενεώνει... ακριβώς όπως έκανε και με τους ξηρούς καρπούς, οι οποίοι ήταν και φρέσκιοι...
Με τα πολλά, λίγο η παρέα, λίγο ο χώρος μείναμε τόσο όσο αντέχαμε κι εμείς κι ο χώρος και οι λοιποί θαμώνες. Φεύγοντας μας κέρασαν κι ένα σφηνάκι με τον Γιαννάκη τον Περιπατητή, Καλούα και Σαντιγύ. Η Άννα και ο Απόστολος το ήπιαν... εγώ πάλι... έφαγα την σαντιγύ... μην ξεχνιόμαστε.. .δεν θέλω... Φεύγοντας μας χαιρέτησαν οι άνθρωποι ευγενέστατα και πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Η βροχή είχε σταματήσει ώρες πριν... και οι θαμώνες είχαν επιλέξει τα πολύχρωμα τραπεζοκαθίσματα με τα αναμένα φαναράκια. Και ξέρεις κάτι; Ήταν ένα υπέροχα όμορφο θέαμα. Ατμοσφαιρικό. Με ταυτότητα. Και κοίτα να δεις που κάτι μου λέει ότι αυτό δεν ήταν μια βραδιά στο Έμιλτον... αλλά μια από τις πολλές βραδιές που αυτή η παρέα -και όχι μόνο- θα συνεδριάζει εκεί... 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Η Άννα και οι άλλοι...

Η Άννα και οι άλλοι. Πλέον ναι είναι επίσημο. Εγώ και οι άλλοι. Ανέκαθεν το γνώριζα, τώρα απλά το εμπαιδώνω... Και πως να μην φτάνω στο ατυχές ή και δυστυχές αυτό συμπέρασμα όταν απλά έχω να κάνω με... τους άλλους. Οκ το παμε. Ας το ξαναπούμε. Βλέπεις η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης... Γι αυτό και το επαναλαμβάνω. Μπας και το χωνέψω η έρμη, δόλια, δίπολη -ουχί διπολική- ύπαρξη...
Τώρα θα με ρωτήσεις τι εννοώ... θα ρωτήσεις, έτσι δεν είναι; Από τη μία αυτός ο «έντονος» πρόλογος απ' την άλλη η φωτογραφία με το μαύρο φόντο, έρχομαι λοιπόν να ρωτήσω εγώ εσένα, «τι δεν καταλαβαίνεις»... Φίλη/φίλε θυμάσαι ένα άλλο μου κείμενο για τον Εφιάλτη των ραντεβού; Ε είπα σήμερα να γράψω το δεύτερο μέρος... γιατί από το 2014 που έγραψα το πρώτο έχουν μεσολαβήσει κι άλλα ραντεβού... κι άλλες αποτυχίες και προφανώς επιπλέον λόγοι που διαχωρίζομαι από τους... άλλους...
Τότε έγραψα «προσοχή στα Alien» αλλά βλέπεις ως Τοξοτάκι ψυχουλάκι με ωροσκόπο Κριό -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- μυαλό δεν έβαλα και ξαναβγήκα ραντεβού... Για την πορεία τους δεν θα σου πω τίποτα. Θα διαβάσεις αυτό που ακολουθεί και θα βγάλεις μόνη/μόνος τα συμπεράσματά σου... Ξεκινάμε; Όμορφα...
Ο Νεάντερταλ: Τύπος αντρουά πολύ. Λεβέντης. Έμπνευση φίλης. «Αααα πρέπει οπωσδήποτε να βγείτε... ταιριάζετε... μόνο κοίτα να είσαι περιποιημένη». Βράδυ ήταν, κάτι να κάνω δεν είχα, ρημάδι 2015 ήταν... Καλοκαίρι ήταν «Έλα μωρέ το καλοκαίρι τις σηκώνει τις μαλακίες» μου είπε και η φίλη και αποφάσισα να σκοτώσω κάπως κι εγώ την ώρα μου. Μόνο που όντως έκανα βλακεία. Τερατώδη. Γιατί για να κάνεις τη μαλακία, βλακεία, χαζομάρα όπως θες πες το θα πρέπει να έχεις συνηθίσει ή να το έχεις ξανακάνει. Ετοιμάζομαι εγώ, κουκλίτσα γίνομαι -σκέψου ότι με κοιτούσαν κι απ τα διπλανά αυτοκίνητα- και πηγαίνω την αποφράδα -αν είχε υπερθετικό το επίθετο θα το έβαζα- βραδιά να συναντήσω τον άνθρωπο που «ταιριάζαμε» κατά την άποψη της φίλης. Φτάνω στην εξωτική Ηλιούπολη -χάθηκα να ξέρεις- παρκάρω τη λιμουζίνα -Κυριάκος, Smart μην ξεχνιόμαστε- και κατεβαίνω. Και κατευθύνομαι προς το μέρος του φονικού. Πως το λέει ο Ξυλούρης «είδα καπνό ν' ανάβει και φονικό» ένα τέτοιο πράγμα. Ήταν ένας τύπος τιτανοτεράστιος.

«Καλή αντάμωση στα Γουναράδικα» όπως θα λεγε και ο Άρης...
Ψηλός, μαυριδερός προς Ρομά μεριά, που φορούσε σαγιονάρα δίχαλο σιελ, βερμουδομαγιό μέχρι το γόνατο κακό σιελ με γράμματα στο πλάι και πορτοκαλί μπλούζα με υψωμένο γιακά που από μπροστά σταματούσε εκεί που είναι το πικ της κοιλιάς αφήνοντας να φαίνονται οι τρίχες της κοιλιακής χώρας και το περιττό του λίπους που είχε συσσωρευθεί στο συγκεκριμένο σημείο. Η αντίδραση μου άμεση. Άναψα τσιγάρο, πήρα μια γερή τζούρα και παρακαλούσα το Θεό να απομακρυνθεί. Ο Θεός απάντησε γρήγορα στις προσευχές μου, διότι πήγε να μου παραγγείλει την κλασική μου κόκα κόλα -λάιτ εννοείται- κι εγώ βρήκα άμεσα χρόνο για sms στην ξαδέρφη Ειρηάννα «ΠΑΡΕ ΜΕ ΑΜΕΣΕ» της έγραψα για να διορθώσω με δεύτερο μήνυμα «ΑΜΕΣΑ». Η μικρή -το παρατσούκλι της- όντως πήρε. Κάτι έπαθε η θεία, κάτι συνέβη γενικώς, μια αναστάτωση -όχι αυτή που εκείνος περίμενε- μια φασαρία και έφυγα. Ηλιούπολη - Γκύζη 11 λεπτά! Ρεκόρ ο Κυριάκος. Περιττό να αναφέρω ότι με τη φίλη αυτή ουδέποτε ξαναμίλησα...
Ο Ποιητής: Τον είχα γνωρίσει σε μουσείο. Το 2014 αυτό. Φαινόταν φυσιολογικός. Είχε δημιουργικές απορίες. Ήταν νορμάλ. Τον έβλεπα που μιλούσε με τους αρχαιολόγους. Όλοι έλεγαν τι καλό και τι χρυσό παιδί ήταν. Μου ζήτησε τηλέφωνο. Το έδωσα. Άλλωστε ένα κάρο κόσμος είχε το τηλέφωνό μου...άλλος ένας δεν θα πείραζε. Το τηλέφωνό μου το χρησιμοποίησε μήνες αργότερα. Κι εγώ εξεπλάγην, διότι δεν τον θυμόμουν. Καθόλου όμως. Ξέρεις είναι από τις τυπικές συναναστροφές που είναι καταδικασμένες πριν καν αρχίσουν. Με τα πολλά συμφωνήσαμε να πάμε για έναν καφέ στο Θησείο. Και εδώ ξεκινά η τραγωδία. Μου έδωσε λοιπόν ραντεβού στον σταθμό του Θησείου. Έβλεπα κόσμο να μπαίνει, να βγαίνει γενικώς υπήρχε κίνηση. Και ξαφνικά βλέπω κάτι κακό να ρχεται. Αν έχεις δει την σκηνή από τον «Εξορκιστή» με τη μικρή να ξεκινάει να κουνάει το κεφάλι της, τότε καταλαβαίνεις την αίσθηση. Είναι αυτό που ξέρεις ότι έρχεται η κακή σκηνή και πρέπει να κρυφτείς ή να κλείσεις τα μάτια σου μέχρι να εξαφανιστεί από την οθόνη. Εξέρχεται του σταθμού, λοιπόν, ένας τύπος κοντός, με μακρύ μαλλί μπούκλα. Το τι φοράει... Άσπρο παντελόνι κακό, λευκά αθλητικά παπούτσια -εδώ κολλάει η λέξη σπορτέξ- τύπου νοσηλευτή πριν αυτός ανακαλύψει τα σαμπό και τα κροκς και πουκάμισο άσπρο -τι άλλο- με μπλε σχέδια όπως έκαναν κάποτε που έδεναν τα ρούχα τους κόμπο και τα βουτούσαν σε χλωρίνη... Είχε προγναθισμό και είχε και μούσι και μουστάκι -δεν ξέρω πως μπορούσε να έχει και τα δύο αλλά ειλικρινά τα είχε... Και οι διάλογοι που είχαμε... να... πάρε μια ιδέα... «Με τι ασχολείσαι» τον ρωτώ, «με τον εαυτό» απαντά. «Γενικώς» τον ρωτώ «Είμαι ποιητής. Γράφω ποιήματα. Ασχολούμαι με τη γλώσσα. Φτιάχνω δικές μου λέξεις» είπε. Και αφού είπε μούγγα εγώ. Κοιτούσα ευθεία χωρίς να βγάλω τα γυαλιά ηλίου μου. Μονολεκτικές απαντήσεις κοφτές. Εξαιτίας του μετακόμισα στην Αυστραλία. Έφυγα, διότι με καλούσε το καθήκον. Κάτι θα πήγαινα να σώσω... τις φώκιες, τις βίδρες,,, θα σε γελάσω και δεν το θέλω...
Ο Καθηγητής: Καθηγητής πληροφορικής. Γνωριστήκαμε σε ένα σεμινάριο. Εκ Χίου ορμώμενος. Αντικαπνιστής. Είμαστε στο σεμινάριο. Μόλις είχαμε γνωριστεί. Κάτι γίνεται και μου λέει θέλεις να πάμε για καφέ εδώ κοντά; Τι να κάνω κι εγώ, πήγα. Ο άνθρωπος όμως ήταν συμφορά. Για τα μαλλιά του περήφανος δεν ήταν, τα παπούτσια του ήταν το μουσταρδοκιτρινοεκρού του νεκρού αδελφού, φορούσε και καλτσούλα άσπρη σοσονέ μέχρι τον αστράγαλο που σταματούσε με λαστιχάκι. Βεεεεβαια. Μεγάλη επιτυχία. Και όλα αυτά τα είχε συνδυάσει με ένα τερατώδες εκρού παντελόνι και με ένα άσχημα ξεβαμένο μπλουζάκι σιελ -αλλά όχι το σιελ που χαίρεσαι να βλέπεις... το άλλο. Εν τω μεταξύ, πηγαίνουμε να πιούμε έναν καφέ στα υπέροχα Starbucks. Καθόμαστε έξω -καπνίστρια γαρ- και ο τύπος περιμένει νωχελικά, ήσυχα και φρόνιμα να έρθουν για παραγγελία. Ναι. Σωστά διαβάζεις. Περίμενε τον σερβιτόρο -γκαρσόνι είπε για την ακρίβεια- να ρθει για την παραγγελία. Ευτυχώς δεν ύψωσε το χεράκι να φωνάξει. Πάλι καλά -είναι που τέτοιες στιγμές βεβαιώνεσαι ότι υπάρχει Θεός. Βέβαια αυτός ο γλυκούλης με αποκάλεσε Μόνικα Μπελούτσι. Μη γελάς...! Το εννοούσε το αγόρι το θαρρετό! Προς απογοήτευση της φίλης μου Τίνας και του φίλου Απόστολου, οι οποίοι όταν άκουσαν την σύγκριση ξέσπασαν σε γέλια δυνατά... Ο άνθρωπος αυτός θα μετακόμιζε εύκολα στη Γερμανία καθότι έχει και φίλο ουρολόγο εκεί... με το όνειρο βεβαίως θα μείνει αφού σε ελαφρώς έντονο ύφος του εξήγησα ότι από τη στιγμή που δεν έχει εμπειρία εξωτερικού δεν μπορεί να ξέρει αν όντως του αρέσει ή όχι η μετεγκατάσταση στο εξωτερικό. Και αφού του διέλυσα το όνειρο, έφυγα ωσάν κυρία με το /κ/ κεφαλαίο.
Μετά απ αυτά άργησα πααααααααααααρα πολύ να ξαναβγώ ραντεβού. Το επόμενο μου ραντεβού έφερε μια σχέση που κι αυτή χάθηκε για καλό όλων όπως αποδείχτηκε. Άλλες παράξενες συναντήσεις δεν είχα. Μέχρι πρόσφατα. Που σε ένα ραντεβού με κάποιον που γνωρίστηκα τυχαία πέρασα υπέροχα και κυριολεκτικά ήταν μια απόλαυση. Χμ ... λες αυτό το ραντεβού να είναι και η εξαίρεση του κανόνα; Οψόμεθα θα απαντήσω, θα σου κλείσω και το μάτι και θα σε εγκαταλείψω προσωρινά μέχρι το επόμενο κείμενο...